Τον θυμάμαι πριν από 16 χρόνια στο Λυκαβηττό (12/6/1996) να
βάζει φωτιά στις κερκίδες –που λέει ο λόγος– με το αθάνατο «μαμακό μαμασά μακομακοσά...», αλλά και με την afro version
του “Never on Sunday”(!),
ποιόν, τον μεγάλο καμερουνέζο διασκεδαστή (ναι) Manu Dibango, τον άνθρωπο που
έφτιαξε εγκαίρως το δικό του groovy σύμπαν, μαυρίζοντας για πάντα την όψη της disco πίστας.
Αυτά, τότε (όχι το ’96), το μακρινό ’73, όταν όλος ο κόσμος (ακόμη και η
πτωχή αλλά... τίμια Ελλάς) ίδρωνε και ξεΐδρωνε υπό τους ήχους της “Soul Makossa” και της “Pepe soup”. Να όμως εδώ δύο
εκδόσεις, που έρχονται να φωτίσουν δύο διαφορετικά στιγμιότυπα της καριέρας του
Dibango, επιβεβαιώνοντας
εκείνο το οποίον όλοι ξέρουμε ή υποπτευόμαστε. Πως ο κύριος αυτός υπήρξε (είναι
δηλαδή) ένας ολοκληρωμένος δημιουργός, με το έργο του σκόρπιο και σχετικώς
απρόσιτο έτοιμο να ταρακουνήσει.
Τη διετία 1972-73 ο Dibango ήταν ένας… καταζητούμενος performer. Έχει σκοράρει ξεκινώντας από την περιοχή του, τριπλάροντας συμπαίκτες, αντιπάλους, διαιτητές, δοκάρια... Ήταν φυσικό οι δουλειές του να ήταν περιζήτητες παντού· στην TV, το σινεμά, το θέαμα, τη διαφήμιση, τις διοργανώσεις (αθλητικές ή μη). Παραχωρείται... Και ευτυχώς. Δύο library άλμπουμ που έγραψε εκείνη την εποχή αποτελούν σήμερα απόλυτα funky opus, για τα οποία DJs και λοιποί ενδιαφερόμενοι χώνουν κάμποσα ευρά.
Τη διετία 1972-73 ο Dibango ήταν ένας… καταζητούμενος performer. Έχει σκοράρει ξεκινώντας από την περιοχή του, τριπλάροντας συμπαίκτες, αντιπάλους, διαιτητές, δοκάρια... Ήταν φυσικό οι δουλειές του να ήταν περιζήτητες παντού· στην TV, το σινεμά, το θέαμα, τη διαφήμιση, τις διοργανώσεις (αθλητικές ή μη). Παραχωρείται... Και ευτυχώς. Δύο library άλμπουμ που έγραψε εκείνη την εποχή αποτελούν σήμερα απόλυτα funky opus, για τα οποία DJs και λοιποί ενδιαφερόμενοι χώνουν κάμποσα ευρά.
Το πρώτο είχε τίτλο “African Voodoo” [FR. Ψ/PSI 3036, 1972], είχε, περαιτέρω, ένα
πανέμορφο ασπρόμαυρο εξώφυλλο (με τα παρατεταγμένα ειδώλια σε πρώτο πλάνο) και κυρίως ήταν
γεμάτο από αφρικανικούς ρυθμούς, αναμειγμένους με soul/ funky και spiritual υλικά.
Δυστυχώς, 40 χρόνια μετά, το άλμπουμ αυτό φαίνεται πως δεν έχει επανεκδοθεί.
Απορώ τι περιμένουν…
Την ίδια εποχή ο Dibango ξαναμπαίνει στο στούντιο, για μία ακόμη πιο γκρουβάτη συνέχεια. Ο νέος δίσκος θα είχε τίτλο “Africadelic”, θα πρωτοκυκλοφορούσε και αυτός ως library(;), σε γαλλική ετικέτα Mondiophone [MON 8] και μάλιστα θα έφερε το όνομα African Pop Group(!) στο έμπροσθεν μέρος του εξωφύλλου. Καθαρός Dibango φυσικά (το όνομά του αναγραφόταν και στο οπισθόφυλλο και στο label). Δεκαετίες μετά (2006), το επίσης γαλλικό label hi&fly ξανατύπωσε την… αφρικαδέλια (σε βινύλιο και CD), δίνοντας τότε τη δυνατότητα και στους έλληνες ακροατές (το λέω επειδή η επανέκδοση εμφανίστηκε και στα εγχώρια δισκάδικα) να τη βρουν και να την ακούσουν. (Όσοι, εν πάση περιπτώσει, δεν είχαν την παλαιά έκδοση τής Minos από το 1975!).
Την ίδια εποχή ο Dibango ξαναμπαίνει στο στούντιο, για μία ακόμη πιο γκρουβάτη συνέχεια. Ο νέος δίσκος θα είχε τίτλο “Africadelic”, θα πρωτοκυκλοφορούσε και αυτός ως library(;), σε γαλλική ετικέτα Mondiophone [MON 8] και μάλιστα θα έφερε το όνομα African Pop Group(!) στο έμπροσθεν μέρος του εξωφύλλου. Καθαρός Dibango φυσικά (το όνομά του αναγραφόταν και στο οπισθόφυλλο και στο label). Δεκαετίες μετά (2006), το επίσης γαλλικό label hi&fly ξανατύπωσε την… αφρικαδέλια (σε βινύλιο και CD), δίνοντας τότε τη δυνατότητα και στους έλληνες ακροατές (το λέω επειδή η επανέκδοση εμφανίστηκε και στα εγχώρια δισκάδικα) να τη βρουν και να την ακούσουν. (Όσοι, εν πάση περιπτώσει, δεν είχαν την παλαιά έκδοση τής Minos από το 1975!).
Δεν είναι εύκολο να περιγράψεις τι ακούγεται
μέσα στα 32 μόλις λεπτά τού “Africadelic”.
Ο καμερουνέζος μουσικός αραδιάζει δώδεκα κομμάτια (το μικρότερο έχει διάρκεια 1:47,
ενώ το μεγαλύτερο 4:03), βασισμένα σε εξοντωτικούς ρυθμούς, με σεισμικά breaks από
το σαξόφωνό του, την ηλεκτρική κιθάρα ή το hammond, προσφέροντας ένα εξαντλητικό για ’μας, αλλά ανεξάντλητο
για ’κείνον, dance-set, με χωνεμένες επιρροές
από latin-rock μέχρι boogaloo, από acid-jazz μέχρι tribal-folk και από jazz-rock μέχρι spiritual-psych. Οι τίτλοι είναι προγραμματικοί, δίνοντας πληροφορίες. The panther, Soul fiesta, Africadelic, African battle, Black beauty, African carnaval, Moving waves, Afro-soul, Oriental sunset, Monkey beat, Wa-wa, Percussion storm. Απλώς, έξοχο!
Στο “AfricaVision Vol.3, Le Cinema de Manu Dibango” [Buda Musique, 2007] καθρεφτίζεται η
ευρύτητα και το ανάστημα του μεγάλου καλλιτέχνη. Μουσικές για παντελώς άγνωστες
αφρικανικές ταινίες, γυρισμένες μεταξύ των ετών 1971-2004. Ένας άλλος Dibango εδώ,
σφόδρα προσανατολισμένος στην ανάγκη να επενδυθούν εικόνες, να υπηρετηθούν ιδέες
σκηνοθετών πολύ δημοφιλών στις πατρίδες τους, αλλά, μάλλον αγνώστων έξω απ’
αυτές (οι Καμερουνέζοι Jean-Pierre Dikongue-Pipa και Bassek Ba Kobhio, ο Γκαμπονέζος Philippe Maury, ο Idrissa Ouedraogo από
την Μπουρκίνα Φάσο, ο Σενεγαλέζος Ousmane Sembene –το “Ceddo”, που κινείται γύρω από την
επιβολή του μουσουλμανισμού και του καθολικισμού στη Δυτική Αφρική τον 16ον και
τον 17ον αιώνα υπάρχει στο YouTube με
γαλλικούς υπότιτλους– κ.ά.). Τα θέματα εμφανίζουν έναν εξωτισμό, καλύτερα έναν
εμπνευσμένο συνδυασμό… πεντατονίας, δυτικών τρόπων, ακόμη και ινδικής
ρυθμολογίας, προβάλλοντας ένα ηχητικό μωσαϊκό που ακούγεται πάντα με ενδιαφέρον.
Δυστυχώς, δεν μπορεί να πει κανείς περισσότερα όταν αγνοεί τα φιλμ. Και να
γράφεις για soundtracks,
δίχως να έχεις δει τις αντίστοιχες ταινίες είναι κομματάκι επικίνδυνο. (Στο 36
σελίδων καλαίσθητο booklet κυριαρχεί η μακροσκελέστατη συνέντευξη/αφήγηση του Manu Dibango, στην αγγλική και την
γαλλική, στην οποία αναφέρεται με λόγια σοφά/στρωτά στην περιπετειώδη διαδρομή
του).
Επαιξε περισι στο Τεχνοπολις Ηρακλειου 1 Ιουλίου, (4η Διεθνής Τζαζ Συνάντηση Κώστας Κουβίδης)....
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχει έρθει πολλές φορές στην Ελλάδα. Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ήταν η πρώτη – λογικώς κάποια στιγμή στη δεκαετία του ’80. Αν και στα 70s ήταν ήδη πολύ γνωστός και δεν αποκλείω να πέρασε κανα φεγγάρι κι απ’ τα μέρη μας…
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα.Το African Voodoo επανεκδόθηκε σε βινύλιο στις αρχές του 80 με άλλο εξώφυλλο και είναι επίσης δυσεύρετο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντως στη συναυλία του 96 είχε μια session μπάντα λευκών που δεν μπορούσε καθόλου να τον ακολουθήσει, ήταν και στις αρχές της περιοδείας και ήταν άστρωτοι. Οταν τον ξαναείδα το 2002(?) μαζί με τον Ray Lema ήταν πολύ-πολύ καλύτερος. Βέβαια ο Dibango, είναι Dibango και μία μέτρια συναυλία δε σημαίνει και κάτι. 50 χρόνια στο σανίδι είναι ο άνθρωπος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, έχει βγει διάφορες φορές το “Africadelic”. Αξία για μένα –δεν εννοώ συλλεκτική– έχει η ελληνική έκδοση της Minos [MILP 10020] από το 1975 (πορτοκαλί ετικέτες). Είχε ακολουθήσει εκείνης του “Makossa Man” [MILP 10010, 1973] και του “Soul Makossa” [MILP 10005, 1972]. Φυσικά, στη Minos, είχαν βγει και διάφορα 45άρια του Dibango (στις γνωστές πράσινες ετικέτες).
ΑπάντησηΔιαγραφήSenor, δεν θυμάμαι λεπτομέρειες. Εκείνο που θυμάμαι είναι πως ο Λυκαβηττός δεν ήταν εντελώς γεμάτος και πως ο κόσμος χόρευε, από τις κερκίδες μέχρι τη σκηνή.
Αναφέρθηκα στο African Voodoo.Σαφώς δε μιλάμε για αξία συλλεκτική(που απλώς την προσπερνάει ο καθένας ή όχι) καθώς η μουσική μένει στο τέλος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩ ναι, με συγχωρείς. Απάντησα άλλα αντί άλλων. Εν πάση περιπτώσει, χρήσιμα είναι και αυτά για τις εκδόσεις του Dibango στη Minos.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο “African Voodoo” ε; Και που να έχει βγει ελληνικό… Πλάκα κάνω…
Ελληνικό, ε ;Πλάκα όντως θα είχε.Θεωρώ πως κάποιο label θα μπει στον κόπο να το επανακυκλοφορήσει.Ελληνικό label;Μάλλον μέσω Σενεγάλης ο Αδαμάντιος(λέμε τώρα).
ΑπάντησηΔιαγραφή"στη συναυλία του 96 είχε μια session μπάντα "λευκών" που δεν μπορούσε καθόλου να τον ακολουθήσει, ήταν και στις αρχές της περιοδείας και ήταν "άστρωτοι""....
ΑπάντησηΔιαγραφήΡε το παπάρα τον Manu Dibango που πήρε "λευκούς" να παίξουνε μαζί του...Ρε Pocopico or something την επόμενη φορά ο αρχηγός να σε ρωτήσει ποιούς θα πάρει μαζί του για να στρώσει...
Άγιο internet πως ζούσαμε χωρίς εσένα τόσα χρόνια ?
Φρικτέ Νάνε προς τι η επιθετικότητα και η ανάγωγη συμπεριφορά; Μία καταγραφή προσωπική έκανα. Θα με σταυρώσεις και από πάνω; Διαφοροι τέτοιοι βετεράνοι μουσικοί εκτος Ευρώπης, το κάνανε συχνότατα αυτό. Αντί να επωμίζονται το οικονομικό βάρος να κουβαλάνε μία μπάντα μαζί τους, βρίσκουν μέσω μάνατζερ κάποιους έμπειρους σεσιονάδες, προβάρουν μαζί για λίγο και ξεκινάν περιοδεία. Στην πορεία βελτιώνονται γιατί είναι επαγγελματίες. Ελπίζω όμως να καταδεχτείς να παραδεχτείς ότι άλλη μουσική βγάζεις με μια τέτοια μπάντα και άλλη με τους μόνιμους συνεργάτες σου που είστε χρόνια μαζί. Ο Τσακ Μπέρι το κάνει μια ζωή. Είναι διαβόητος τσιγγούνης και από το να συντηρεί μία ολόκληρη μπάντα, του κλείνουν ντόπιους μουσικούς, συχνά με μία ή και καμμία πρόβα. Η φιλοσοφία του είναι ότι άμα παίζεις μουσική δε γίνεται να μη ξέρεις το Jhonny B Goode. O Φώντας κι εγώ έχουμε δει τον Buddy Guy στην Πάτρα με μία μπάντα λευκούς σεσσιονάδες πριν περίπου 20 χρόνια. Όταν στην Αμερική παίζει με την δική του ορχήστρα, βγάζει άλλο ήχο. Aν δε σου φαίνεται σοβαρό στοιχείο για να το καταθέσεις ως ανάμνηση μιας συναυλίας ΟΚ...Οι ειρωνίες όμως ας κρατηθούν στην άκρη την επόμενη φορά.
ΑπάντησηΔιαγραφήSenor γνωριζόμαστε; Τώρα ήρθε στη μνήμη μου πως κάτι πρέπει να μου είχε πει ένας κοινός φίλος πριν κανα δυο χρόνια, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ περισσότερα… Βοηθάς, αν θες…
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπορώ, πάντως, που τα θυμάσαι όλα αυτά. Εγώ ήμουν βεβαίως στη συναυλία τού Buddy Guy στην Πάτρα (Τρίτη, 25 Ιουνίου 1991 – έχω πρόχειρα τα προγράμματα τού Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας και το αναφέρω), αλλά δεν θυμάμαι με τίποτα τι… χρώμα είχαν οι sessions. Επειδή τον Buddy Guy τον έχω δει και στους Βράχους –πιο μετά, μην ξαναψάξω τώρα…– , λέω πως και οι δύο συναυλίες του ήταν εξαιρετικές.
Φώντα είμαστε και οι δύο Πατρινοί, είχα επαφή, πιτσιρικάς τότε, με τον Μουσικό Δίαυλο και κάποια από τα παιδιά που έπαιζαν εκεί. Εχουμε γνωριστεί και μιλήσει παλιότερα, δυό τρείς φορές μέσω του Manwolf Louie.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα υπενθυμίσω πάντως ότι δε με ενοχλεί το χρώμα του δέρματος, εννοείται. Η συναυλία στην Πάτρα ήταν πολύ καλή. Απλά επειδή ήταν από τις πρώτες που έβλεπα, είχα φτιάξει μία εικόνα στο μυαλό μου, ότι θα έβλεπα μια all black μπάντα, σαν αυτές που έβλεπα στα περιοδικά. Πάντως ως καταγραφή νομίζω ότι μετράει, γιατί το να παίζεις ως αναγνωρίσιμος καλλιτέχνης με όποιους σχετικά ικανούς μουσικούς εύρισκες σε κάθε πόλη που επισκεπτόσουν, είναι σημαντικό μέρος της λαικής μουσικής σε πολλά μέρη του κόσμου. Συνέβαινε κατα κόρον στην Αμερική. Ακόμα και τώρα, μπλούζμεν και τζαζ τραγουδίστριες, δεν παίζουν με Ελληνικές μπάντες που ξέρουν τα στάνταρτ στο Half Note π.χ.; Έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του.
Κατάλαβα. Πρέπει να είχαμε βρεθεί στους Χάρτες…
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι περισσότεροι από τους μουσικούς του blues που παίζουν σε ανοιχτούς χώρους (ενταγμένοι συνήθως σε μεγάλα φεστιβάλ) έρχονται κατά τεκμήριο με τις δικές τους μπάντες, αφού βρίσκονται σε πανευρωπαϊκή περιοδεία. Βεβαίως, στην Ελλάδα οι Blues Wire ας πούμε, αλλά και οι Blues Cargo, έχουν συνοδέψει δεκάδες bluesmen και blueswomen (και σε κάποιους ανοιχτούς χώρους, αλλά ιδίως στα κλαμπ). Αυτό το γεγονός είναι σύνηθες, και δεν είναι ελληνικό. Από τη μία είναι οι οικονομικοί λόγοι που το επιβάλλουν και από την άλλη η σχετική ευκολία στο να συνοδεύσεις έναν bluesman (όταν κατέχεις το είδος). Θυμάμαι προχείρως τον Champion Jack Dupree που έχει δισκογραφήσει κιόλας (και σε live) με Γερμανούς, Φινλανδούς, Γάλλους, Δανούς και βεβαίως Βρετανούς μουσικούς.
Επιμένω οτι το σχόλιο σας για άστρωτους ή μη μουσικούς,απο μία κ μόνο live εμφάνιση,κατ'εμε είναι άστοχο.Και δεν σταυρώνω "αγνώστους" μου.Αφήνω το βαρύ αυτο φορτίο σε άλλους που "βλέπουν" περιοδικά και μετα κριτικάρουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρ'ολα αυτά αν θεωρείτε κύριε το σχόλιο μου για το σχόλιο σας,"ανάγωγη συμπεριφορά",ελπίζω να δεχθείτε την συγγνώμη μου για αυτό των πέντε γραμμών κείμενο(?).