Από τις αξιοπρόσεκτες και αξιομνημόνευτες περιπτώσεις του
σύγχρονου ελληνικού-ελληνόφωνου pop/rock o Πέτρος Θεοτοκάτος τέσσερα χρόνια μετά το “a-political correct” έχει καινούριο CD· ο τίτλος του είναι
«Ιστορίες με Βλέμματα» [Lyra,
2011], περιέχει δέκα τραγούδια και διαρκεί κάτι λιγότερο από 43 λεπτά. Τρίλεπτα
και τετράλεπτα κομμάτια βασικά, τα οποία αναπτύσσονται με άνεση, είναι
αρμονικώς δεμένα, έχουν ρέουσες μελωδίες, και βοηθούμενα από την παιδικότητα της φωνής τού ερμηνευτή προσφέρουν
ένα ωραίο νεανικό ακρόαμα. Έχοντας ελάχιστα όργανα στη διάθεσή του (κιθάρα,
μπάσο, ντραμς, συν κάποια σύνθια στο background, που μοιάζουν ετοιματζίδικα,
αλλά κάνουν καλή δουλειά, αφήνοντας ένα κάπως 80s ηχόχρωμα), ο
Θεοτοκάτος αφηγείται τις ιστορίες του, που έχουν ενδιαφέρον είτε αφορούν σε
ερωτικά, είτε σε κοινωνικά, είτε σε υπαρξιακά ζητήματα. Και πράγματι,
ακούγοντας ένα-ένα και με προσοχή τα κομμάτια του αντιλαμβάνεσαι την άνεση με την οποία γράφει ο
Θεοτοκάτος, εκμεταλλευόμενος τις απλούστερες των συνταγών. Μπορεί, δε, να
διακρίνεται μερικές φορές κι ένα ωραίο
κλίμα, το οποίον όμως δεν είναι αφελές, ούτε ενοχλεί με τη γλαφυρότητά του.
Δύσκολο, λοιπόν, να ξεχωρίσεις κομμάτι, ή κομμάτια, σ’ ένα άλμπουμ που κυλάει
μέσα σ’ ένα συμπαγές, προσωπικό περιβάλλον.
Η επανεμφάνιση του συνθέτη Σταύρου Σοφιανόπουλου, τέσσερα χρόνια μετά «Το Κέρασμα» (2006), συνέβη
πρόπερσι με το άλμπουμ «Κ.Π. Καβάφης, μια ανάγνωση» [Ankh Productions, 2010]. Εν
αντιθέσει με τη λανθασμένη κοινή λογική που θέλει τα ποιήματα του Αλεξανδρινού
να μελοποιούνται με τρόπους οι οποίοι επιβάλλονται επί των στίχων (επιχειρώντας
εκείνοι –οι τρόποι– να κλέψουν τις εντυπώσεις), ο Σοφιανόπουλος επιλέγει μίαν
άλλη μουσική προσέγγιση, περισσότερο συμβατή, οπωσδήποτε, με την εγγενή
αυτοτέλειά τους· από την οποίαν αυτοτέλεια δεν απολείπει, έτσι κι άλλως, η μουσικότητα. Απαγγελία λοιπόν του καβαφικού λόγου και απαλή
οργανική συνοδεία (ένα πιάνο, ένα τσέλο, μία έξτρα φωνή), προκειμένου τα
ποιήματα να μην κονιορτοποιηθούν, ανάμεσα σε ακατανόητα κρεσέντα, συνηχήσεις
και παραμορφώσεις (τα έχουμε ακούσει και αυτά). Ο Σταύρος Σοφιανόπουλος
συνθέτει, ενορχηστρώνει και παίζει πιάνο (υποθέτω), ο ιστορικός/ιστορικός
τέχνης και συγγραφέας του βιβλίου «Κωνσταντίνος Καβάφης Αιγύπτιος ποιητής
Ελληνικής γραφής» Γιώργος Κουρούπης διαβάζει τα 36 ποιήματα, κάπου ακούγεται το
τσέλο του Κώστα Θέου, κάπου αλλού η φωνή της Αθηνάς Δημητρακοπούλου… Η
σεμνότητα κι οι ταιριαστοί χαμηλοί τόνοι είναι εκείνο που μένει από τη «μιαν
ανάγνωση».
Μετά το προπέρσινο “Maria and the Photo Frame” (2010) και νέο άλμπουμ του Μάρκου Δεληβοριά γυρίζει στο πλατώ (ναι), τούτη τη φορά σε
συνεργασία με τους… Φίλους του Παβαρότι.
Ο τίτλος του είναι «Κάτω από τη Γη» [Lyra, 2011] και αποτελεί (και αυτό) μία ακόμη απόπειρα του καλού
μουσικού προς την εξερεύνηση (ας την πω έτσι) των δυνατοτήτων της αγγλόφωνης
μπαλάντας. Μπορεί βεβαίως, εδώ, τα περισσότερα από τα κομμάτια –όχι όλα– να
έχουν στίχους ελληνικούς (κάτι που, ίσως, συμβαίνει για πρώτη φορά μετά από έξι
άλμπουμ), όμως η ουσία δεν αλλάζει. Τα τραγούδια του Δεληβοριά εξακολουθεί να
έχουν τα ίδια χαρίσματα. Απλές φόρμες, ωραίες μελωδίες, ενδιαφέροντες καθημερινούς στίχους. Top
εδώ το… Κρανίο του Άρη Βελουχιώτη και τι
βρήκε η σφαίρα εκεί (δεν το αποκαλύπτω…) και πολύ καλές οι εκδοχές των
ιρλανδικών «Πώς να μην τραγουδήσω» (Φοίβος Δεληβοριάς), «Η ακτή του Μαλαμπάρ»
(Κώστας Παρίσης) και “The coast of Malabar”
(Μάρκος Δεληβοριάς).
Δεν γίνεται ν’ αποφύγεις τον κοινό λόγο. Ίσως δεν υπάρχει και λόγος για να τον αποφύγεις. Τα
τραγούδια του Γιάννη Σπύρου, έτσι
όπως καταγράφονται στο παρθενικό CD του «Καθένας έχει ένα δικό του χάρτη» [Lyra, 2011] είναι συμπαθή, ως προς όλες
τις κατευθύνσεις. Αλλά, κυρίως, ως προς την εξωτερική τους παρουσία, υπό την
έννοια ότι ο τραγουδοποιός εκτός από το να γράφει στίχους, μουσικές και να
τραγουδά, επιμελείται των ενορχηστρώσεων, παίζοντας ταυτοχρόνως κιθάρα, μπάσο,
τύμπανα και πλήκτρα. Υπάρχει, δηλαδή, ένα σφιχτό ενιαίο χρώμα στο άλμπουμ του,
που το καθιστά συγκεκριμένο. Βεβαίως,
τα περιθώρια βελτίωσης είναι πολλά (θα πρέπει να είναι), κυρίως όσον αφορά
στους στίχους, που χωρίς να είναι αδιάφοροι μπορεί να γίνουν πιο ενδιαφέροντες,
βεβαίως στον ήχο, που μπορεί (ενδεχομένως) να γίνει ακόμη πιο προσωπικός και,
οπωσδήποτε, στις ερμηνείες, εκεί όπου ο Σπύρου θα πρέπει να ξεκόψει άμεσα από τις αναφορές του. Γνωρίζει ο ίδιος ποιες είναι αυτές.
Έχει τη γοητεία τού καλοφτιαγμένου, τού μετά λόγου γνώσης,
το άλμπουμ της Καίτης Κουλιά
«Γαλάζιο στον Ορίζοντα» [Μικρός Ήρως, 2011], το οποίον περιλαμβάνει διασκευές
παραδοσιακών τραγουδιών (κυρίως – καθότι υπάρχουν και μερικά επώνυμα) κατά
βάση από τα Δωδεκάνησα. Τι δεν έχει; Μία φωνή με το κάτι παραπάνω, που να
περνάει τούτα εδώ τα άσματα (και το άλλο… Ντιρλαντά ανάμεσα, το «Αγάντα γιαλέσα») σε
κάποιαν άλλη διάσταση. Πολλά ζητώ; Τα ζήτησα και τα έλαβα, πάντως, από τον
Χρίστο Τσιαμούλη και τους συνοδοιπόρους μουσικούς (Πάνος Δημητρακόπουλος, Ντάσο
Κούρτι, Βασίλης Κετεντζόγλου, Σωκράτης Γανιάρης).
Κωδικοποιημένη και προκατασκευασμένη ελληνόφωνη ποπ, με
στίχους ενίοτε κοινωνικώς ευαίσθητους, όπως και με σαφείς μελωδισμούς, που
πέφτουν, δυστυχώς, πάνω σε ενορχηστρωτικά τετριμμένα. Ο Χρήστος «Όταν σβήνει η οθόνη» Γιαννόπουλος
συνθέτει, οι Μάκης και Μανώλης Ευσταθίου γράφουν λόγια, η Αναστασία άδει στα… «Χρώματα της Άνοιξης» [Protasis, 2011]. Ανάμεσα
και μια αχρείαστη version τού “Duniya mein hum aaye hain” του Naushad (στην ελληνική εκδοχή
των Μπάμπη Μπακάλη-Δημήτρη Γκούτη, το γνωστό τοις πάσι «Δεν με πόνεσε κανείς»),
που παρουσιάζεται ως… παραδοσιακό.
Δεν γνωρίζω αν είναι
«αμιγώς λαϊκά τραγούδια» τα όσα ερμηνεύει ο Μανώλης Μητσιάς (κι η Γιώτα
Νέγκα) στο άλμπουμ «Συντομογραφίες» [Lyra, 2011] των Βασίλη
Δημητρίου-Γιάννη Κακουλίδη. Προσωπικώς, έχω άλλην αίσθηση για το λαϊκό τραγούδι. Δεν είναι δηλαδή θέμα
ρυθμών και «έντεχνης» στιχουργικής, αλλά, βασικά, λαϊκής υψηλής δημιουργικής.
Τραγούδια, δηλαδή, που να διαθέτουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά, που να τα
κάνουν αδάμαστα από το χρόνο. Δεν του βγαίνουν
του Βασίλη Δημητρίου· ίσως να ευθύνεται κι η φωνή του Μανώλη Μητσιά, που
ακούγεται στ’ αυτιά μου αρκούντως γερασμένη.
Απεναντίας, του βγαίνουν οι μελωδίες
στις μπαλάντες («Κι εγώ να λιώνω», «Τώρα είσαι μια φωτογραφία»)· ίσως να
ευθύνεται το ταμπεραμέντο του συνθέτη, που δεν είναι λαϊκό (με την έννοια του
Καλδάρα, του Πάνου, του Ζαμπέτα), ίσως, δε, και η φωνή της Νέγκα, που είναι νέα και ωραία.
Προπέρσινο ήδη το «Τα Όνειρα δεν Ξυπνάνε» [Lyra, 2010] του Δημήτρη Αρναούτη, άρα με καθυστέρηση θα σημειώσω κι εγώ την
ξεχωριστή περίπτωση του νέου τραγουδοποιού, που συνίσταται, χονδρικώς, στον
ιδιότυπο σαρκασμό στίχου και ερμηνείας, ο οποίος φανερώνει άνθρωπο που
παρατηρεί και συγκινείται από τον κρυμμένο έσω κόσμο (του κόσμου), στη μελωδική
ευστροφία, στην καλή γνώση των ενορχηστρωτικών λύσεων (π.χ. οι πνευστές
γραμμές), στο γενικότερο εν τέλει κλίμα που αποπνέουν τα τραγούδια, στοιχεία
που φανερώνουν δηλαδή πως ο Αρναούτης πορεύεται με σχέδιο, έχοντας, διυλίσει
εντός του ακούσματα που ξεπερνούν κατά πολύ την ηλικία του. Το αποτέλεσμα μπορεί
να μην είναι εκείνο που θ’ αποκαλούσαμε «υπεράνω κριτικής», πιθανώς, όμως,
κάποια στιγμή να γίνει.
Βόμβοι είναι μία
ομάδα καλλιτεχνών, που μπαίνει σε μια τάξη κάτω από την μπαγκέτα του Νίκου
Ξύδη. Το αποτέλεσμα της δουλειάς της καταγράφεται σ’ ένα άλμπουμ με τον ίδιον
τίτλο [7], που κυκλοφόρησε πρόπερσι (2010) και το οποίον ακούγεται με
ενδιαφέρον και… ενάμιση χρόνο αργότερα. Οι Βόμβοι έχουν περί πολλού εκείνο που
θ’ αποκαλούσαμε διαχρονική ελληνικότητα.
Η παράδοση, το Βυζάντιο, το δημοτικό τραγούδι, το λαϊκό τραγούδι και από ’κει
και πέρα το ελληνοποιημένο rock,
ου μην και το ανάλογο hip-hop και
από πάνω ένας στίχος περιπαικτικός, κοινωνικώς ευαίσθητος, που επιχειρεί να
αποτυπώσει μιαν αίσθηση αντίστασης απέναντι σε μια πραγματικότητα, που όσο
περισσότερο τη ζούμε, τόσο λιγότερο την καταλαβαίνουμε. Το αποτέλεσμα είναι
οπωσδήποτε συμπαθές, με όλους τους συμμετέχοντες (Ελένη Βιτάλη, Ανδρέας
Θωμόπουλος, Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος, Τάκης Βαμβακίδης, Βαλέρια Κουρούπη,
Πέτρος Γιωρκάτζης) να υποστηρίζουν με δόνηση εσωτερική τους στίχους του Πάνου
Πενταρίτσα. Μικρό δείγμα: «Κι ο πιο
ατάλαντος εγώ, είπα σκουλήκι να γενώ/ να σκάψω και να μάθω!/ Μα μεσ’ τα χούματα
ο φτωχός/ ζήλεψα τ’ άστρα και το φως κι είπα να ξαναπάθω».
Ρίχνοντας μια ματιά στο track list του “Duende”
[Lyra, 2011] της Ελένης Πέτα και του Παναγιώτη Μάργαρη και βλέποντας εκεί,
στη θέση 7, το “Oh!... mon amour” του Christophe (εννοώ
πως το έχει πει ο Christophe) είπα… δεν μπορεί, τούτος εδώ θα
είναι ένας καλός δίσκος. Και όντως. Οι δύο μουσικοί, η Πέτα (που παίζει και
βιολοντσέλο στο άλμπουμ) και ο κιθαρίστας Μάργαρης παρουσιάζουν μία σειρά 14
θεμάτων (των Pink Floyd,
των Kinks, των Madredeus, των Police, του Juan Manuel Serrat, του Μίκη Θεοδωράκη,
του Astor Piazzolla…,
υπάρχει και το φερώνυμο original
ανάμεσα), ενορχηστρωμένα από τους μουσικούς (καλεσμένος και ο Al Di Meola) και τραγουδισμένα από
την Πέτα, που δείχνει για ακόμη μία φορά τη στροφή της προς ένα περισσότερο
ενδιαφέρον ρεπερτόριο. Ωραίες οι versions, με την κλασική κιθάρα του Μάργαρη να πρωταγωνιστεί και
τη φωνή τής Πέτα ώριμη και εκφραστική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου