Σήμερα αναγκάστηκα και πήγα για πρώτη φορά σε ΑΤΜ για να πάρω 60 ευρώ. Μεσημέρι 1 η ώρα, σε κεντρικό κατάστημα γειτονιάς της Αθήνας.
Ουρά μάλλον μικρή (γύρω στα 15 με 20 άτομα), αλλά διαρκώς ανανεούμενη. Περίμενα
κανα τέταρτο με είκοσι λεπτά…
Κατ’ αρχάς, εκείνο που πρέπει να πω είναι πως θα μπορούσε να
περιμέναμε, όλοι μας, πολύ λιγότερο, αλλά τέτοιαν ώρα τέτοια λόγια… Οι
περισσότεροι, μέσης ηλικίας και μεγαλύτεροι, «χτυπούσαν» πρώτα τα 120 ευρώ στο
μηχάνημα, ορισμένοι και δεύτερη φορά, και μόνο όταν βεβαιώνονταν πως το ΑΤΜ
μπορούσε να δώσει μόνον 60 συμβιβάζονταν
μ’ αυτό. Χαμένες ελπίδες…
Συνήθως στα ΑΤΜ πηγαίνω νύχτα και είμαι πάντα πρώτος ή
δεύτερος. Έτσι δεν γνώριζα «τι παίζει» σε φάση ουράς μπροστά από ένα μηχάνημα. Μια-δυο
διαπιστώσεις λοιπόν (η πρώτη μπορεί να φανεί σε ορισμένους άκαιρη), που
οφείλω να τις κάνω.
Οι περισσότεροι άνθρωποι που ήσαν μπροστά μου (άντρες και γυναίκες) δεν ήξεραν να
χειριστούν το ΑΤΜ. Πατούσαν άλλα αντί άλλων, τσαντίζονταν (ενώ στην ουρά ήταν
ήρεμοι), κάποιοι έβριζαν… Μπορεί να οφειλόταν στην ένταση και το άγχος της συγκυρίας,
όμως η αλήθεια είναι αυτή. Ελάχιστοι άνθρωποι πάνω από τα 50 είναι
εξοικειωμένοι με τα «κουμπιά»… κάτι που το υποστηρίζω από παλιά και όχι λόγω του σημερινού. Και δεν αναφέρομαι στους 90χρονους. Είναι ένα ζήτημα αυτό. Γενικότερο. Δεν το παίζω «γνώστης» και «μάγκας», ξέρω όμως να
χειρίζομαι όλα εκείνα που μ’ ενδιαφέρουν (και αγνοώ όσα δεν μ’ ενδιαφέρουν και
δεν τα χρειάζομαι). Θέλω να πω πως από τη στιγμή που κάποιος έχει μια κάρτα
ανάληψης οφείλει να ξέρει να τη «δουλεύει» στο τσάκα-τσάκα. Και για τον ίδιον,
αλλά και για όλους τους άλλους που μπορεί να είναι στημένοι πίσω του…
Το σημαντικότερο όμως.
Αυτό που είδα σήμερα δεν το είχα ξαναδεί. Δεν είχα ξαναδεί
γέρους, πάνω από 80 και όχι... 45άρηδες, να τρέμουν για τις συντάξεις τους. Όλοι
μπορεί ν’ αγωνιούμε, αλλά καμμία αγωνία δεν συγκρίνεται μ’ εκείνην ενός απόμαχου
της δουλειάς, που φθάνει στα 80 ή τα 85 του και αντιμετωπίζεται σαν
ρετάλι. Εμείς, ok. Ακόμη
και αν χάσουμε τις (χαμένες) δουλειές μας, ακόμη και αν φάνε τις όποιες καταθέσεις μας
οι… φίλοι μας οι Ευρωπαίοι, κάτι θα κάνουμε. Είμαστε νέοι ακόμη, υγιείς, κάπως
θα το παλέψουμε. Έχουμε κάποια περιθώρια. Ένας φουκαράς όμως, στα 80βάλε του, που
παίρνει 4 κατοστάρικα ή 5, τα μισά από τα οποία του τρώνε οι τοτόροι (οι
γιατροί εννοώ), τι θα κάνει; Του κόβεις το οξυγόνο, τον πεθαίνεις πριν την ώρα
του.
Πίσω από μένα ήταν ένα τέτοιο γερόντι. Δεν μπορούσε να πάρει
τα πόδια του. «Κύριε» μού λέει μόλις τελείωσα, «μπορείτε να μου βγάλετε 60 ευρώ;».
«Παρακαλώ... Θέλω το πιν σας όμως…». Το ήξερε, μου το έδωσε. Κρεμόταν από
πάνω μου, τη συγκεκριμένη στιγμή. Το έβλεπα, το ένοιωθα. Του έβγαλα στο πι και
φι τα λεφτά του και του τα ’δωσα (μαζί με καρτούλα και απόδειξη). Κάτι τόσο
απλό και μηχανικό για εμάς, κάτι τόσο σημαντικό για ’κείνον. Τις ευχές που μου
έδωσε, δεν μου τις είχε δώσει ούτε η μανούλα μου… «Καλοφάγωτα» του λέω «και μην
ανησυχείτε, κάπως θα γίνει…».
Για όνομα του θεού. ΠΡΟΣΤΑΤΕΨΤΕ ΤΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ. ΣΤΑΜΑΤΕΙΣΤΕ
ΤΩΡΑ ΝΑ ΤΑ ΤΑΛΑΙΠΩΡΕΙΤΕ. Αν ούτε αυτό δεν μπορείτε να καταφέρετε, τότε να πάτε
να πνιγείτε. ΟΛΟΙ.