Διαβάζω για τους Σουηδούς Iskra από τα μέσα του ’80 – πρώτα από το βρετανικό περιοδικό
Impetus (No.10, 1979) και έπειτα από το ελληνικό συν και πλην (#3, Φεβρουάριος
1982). Και τα δύο αυτά έντυπα έπεσαν στα χέρια μου μετά το 1985 (πρώτα το
βρετανικό και μετά το ελληνικό), μιαν εποχή που είχα πλημμελείς γνώσεις και
ακούσματα γύρω από το free-improv, και που σε κάθε
περίπτωση ενδιαφερόμουν να ενισχύσω – ιδίως όταν έβλεπα τους ευρωπαίους
αυτοσχεδιαστές να αντιμετωπίζουν αυτού του τύπου τις μουσικές σαν την αριστερή
απάντηση απέναντι στο εμπορικό κύκλωμα, που περιελάμβανε ακόμη και μεγάλο μέρος
της τζαζ, η οποία εθεωρείτο γενικώς… σκουπίδι. Ήταν άγρια τα πράγματα...
Κοπερατίβες, κρατικές εταιρείες ακόμη και σε χώρες της
Δύσης, πολύ επαναστατική αριστερά και… αριστερίστικη αριστερά, φουλ και επί της
ουσίας αντιαμερικανισμός (αντιπολεμικό και αντιιμπεριαλιστικό πνεύμα εννοώ),
πλήρης στήριξη των πάσης φύσεως προσφύγων και μειονοτήτων, ανάδειξη των εθνικών
μουσικών ως βασικού κυματοθραύστη των πολιτιστικών κατακαθιών τού
ιμπεριαλισμού, συνεχής δράση με λόγια και έργα απέναντι σ’ εκείνο που
αποκαλούσαμε και εξακολουθούμε να αποκαλούμε «κυρίαρχη κουλτούρα» και τέτοια... Έτσι είχε η κατάσταση...
Η μεγάλη σουηδική σκηνή των seventies (Iskra, Vargavinter, Spjärnsvallet, Archimedes Badkar,
Lokomotiv Konkret, Förklädd Gud κ.ά.) διέπρεψε σ’ αυτόν
τον τομέα, και πέραν του ιδεολογικού και πολιτικού περιβάλλοντος προσέφερε μια τζαζ πρωτοπόρα και ζωντανή, που εξακολουθεί και σήμερα να συναρπάζει (μέσω
των ηχογραφήσεων πια). Διαβάζουμε στο κείμενο του Thomas Millroth «ο ελεύθερος
αυτοσχεδιασμός στη Σουηδία» από το περιοδικό συν και πλην:
«Δύο μουσικοί με
αντίληψη των πραγμάτων ήταν ο παλιός ντράμερ του μπίμποπ Sune
Spångberg (που έπαιζε που και
που με τον σπουδαίο σαξοφωνίστα Bernt
Rosengren) και ο Jörgen
Adolfsson, που εκτός από
σαξόφωνο έπαιζε κι ένα σωρό άλλα όργανα. Όχι μόνον καταλάβαιναν που έπρεπε να
παίζουν, άλλα άρχισαν να οργανώνουν τους Iskra και να εμφανίζονται σε
διάφορα μικρά και αριστερίζοντα θέατρα της Στοκχόλμης και αλλού. Η εξέλιξη της
σουηδικής αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής είχε αρχίσει με όλους τους κανόνες αργά
και σταθερά και οι τυχόν υπάρχοντες δίσκοι αποτελούν ντοκουμέντο αυτού του
γεγονότος, αυτής της έντονης δραστηριοποίησης.(…) Συγκροτήματα όπως οι Iskra ή
οι Lokomotiv
Konkret δεν παίζουν ελαφρά
μουσική, σαν αυτήν που ακούς οδηγώντας ή ξεσκονίζοντας. Αυτή δεν μοιάζει με
καμιάν άλλη (π.χ. ροκ-εν-ρολ) που να κολλάει στην καπιταλιστική κοινωνία με την
χρηματική, φετιχιστική αντίληψη περί τέχνης και κουλτούρας. Απ’ αυτή την άποψη
η αυτοσχεδιαζόμενη μουσική φαίνεται να έχει περισσότερα κοινά με την έντεχνη
παράδοση (σ.σ. η μετάφραση μάλλον πάσχει) απ’ ό,τι με τον Gerry Mulligan και την happy
jazz κι όλη την υπόλοιπη σαβούρα (σ.σ. ε όχι
και «σαβούρα» ο Mulligan ρε φίλε!). Αυτό
γίνεται αντιληπτό καθώς ακούει κανείς συγκροτήματα όπως οι Iskra ή οι Archimedes
Badkar, όπου μερικά από τα μέλη των Iskra συμμετέχουν κατά καιρούς. Εδώ οι
επιδράσεις από τον Terry
Riley και τον Steve
Reich είναι ανάμικτες με μπίμποπ και
εξωευρωπαϊκή μουσική (Αφρική, Ινδία). Τα συγκροτήματα που αναφέραμε πριν λίγο
ανήκουν στη μουσική κοοπερατίβα Ett
Minne för
Livet (Ανάμνηση Ζωής) που παρουσιάζει τζαζ,
αυτοσχεδιαζόμενη μουσική, χορό και λαϊκή μουσική, ενώ διαθέτει και μια μικρή
εταιρεία δίσκων».
Στο Impetus,
επειδή οι άνθρωποι (οι δημοσιογράφοι εννοώ) είχαν και κάποια ουσιαστικότερη
σχέση με το rock ήταν λιγότερο αφοριστικοί (και γενικότερα το πράγμα κυλούσε πιο καλά). Ο Neil Sandford κουβεντιάζει με τον σοπρανίστα και βαρυτονίστα των Iskra, τον Allan
Olsson, ο οποίος το 1979 ήταν 63 ετών, με τον ντράμερ-περκασιονίστα Sune Spångberg, με τον περκασιονίστα Per Tjernberg (από τους Archimedes Badkar),
τον σαξοφωνίστα, κιθαρίστα κλπ. Jörgen Adolfsson,
ενώ προσθέτει και τις δικές του απόψεις:
«Οι
Iskra βρίσκονται εδώ για το σπάσιμο των
φραγμών. Ο Sune και ο Allan, και οι δύο αξιοσέβαστοι τζαζ μουσικοί (σ.σ. ο πρώτος, για παράδειγμα, είχε παίξει με τον Albert Ayler),
πειραματίζονταν με νέους τρόπους και φόρμες καιρό πριν από το συγκρότημα. Εξέφρασα την έκπληξή μου γιατί η
μπάντα, που αποτελείται
μόνο από αυτοσχεδιαστές, είχε διατηρήσει σχεδόν την
ίδια line-up από το 1970 μέχρι σήμερα (καθότι μόνο ένας μουσικός είχε
αποχωρήσει). Οι περισσότερες αυτοσχεδιαστικές ομάδες, μετά από λίγο διάστημα, φαίνεται
πως διαλύονται, αφού τα μέλη τους αναζητούν εξωτερικές εμπνεύσεις, ώστε να
προχωρήσουν προς τα μπρος.
Για τον Allan Olsson όλα
αυτά τα χρόνια, όπως και ολόκληρη η ζωή του
εξάλλου, ήταν μια συνεχής διαδικασία μάθησης. Πρώτα υπήρξε η ανάγκη της εξεύρεσης μιας νεότερης
γενιάς μουσικών, που θα
εκπαιδεύονταν, ώστε να μπορούσαν να καλύψουν κάποια στιγμή εκείνον και τον Sune, ενώ στη συνέχεια ήρθε η διαδικασία
τής από κοινού
οικοδόμησης
του γκρουπ, μέσα από τα πολλά και διαφορετικά καλλιτεχνικά υπόβαθρα».
Ποιος είναι κάτω από την αφίσα του Λένιν; O Allan Olsson. |
Για να προσθέσει ο Per Tjernberg, τονίζοντας την σκληρότητα,
ορισμένες φορές, των καταστάσεων μέσα στο προοδευτικό κίνημα:
«Σε κάποιο βαθμό οι Iskra και οι Archimedes Badkar έχουν
απορριφθεί από τους προοδευτικούς κύκλους, μας θεωρούν κάπως σαν παράξενα, μαστουρωμένα
φρικιά. Οι Iskra ποτέ δεν θα μπορούσε να είχαν κάνει δίσκο για τα προοδευτικά labels της εποχής, και ήταν αυτός ένας από
τους λόγους που ξεκίνησε η Ett
Minne för Livet. Μετά τον δεύτερο δίσκο μας με τους Archimedes Badkar, η εφημερίδα Aftonbladet, στην κριτική που έκανε για το άλμπουμ,
τοποθέτησε τη λέξη “flummigt”, “χαλαρό”, “ασαφές” κάτι τέτοιο. Όμως για τους αναγνώστες της εφημερίδας
αυτή η λέξη σήμαινε ένα πράγμα: ναρκωτικά. Τώρα, με την Minnet, δεν μετράνε πια οι ορισμοί “τζαζ”, “ροκ”,
“προοδευτική μουσική” κτλ., με αποτέλεσμα να έχει ανοίξει και ηλικιακά ο κύκλος
των ακροατών μας».
Και λίγο πιο κάτω...
«Υπάρχει,
ωστόσο, μιαν εγγενής πολιτική κατάσταση μέσα στους Iskra. Με τη χρήση μη-οργάνων, κατσαρολιών,
τηγανιών και άλλων τέτοιων ειδών οικιακής χρήσης, πηγαίνουν κόντρα στην τυπική
ακαδημαϊκή παράδοση της δεξιοτεχνίας (ιδίως όταν εμφανίζονται σε ωδεία, όπως συχνά
πράττουν), όπως και σ’ εκείνη την αντίληψη που θέλει την τεχνολογία να
υπερισχύει της έμπνευσης και της αλήθειας. Όλες αυτές οι διαφημίσεις για τα
μουσικά όργανα κλπ. –με τους ABBA τέλος πάντων να χρησιμοποιούν ένα στούντιο όπως βλέπουμε, με το
ν’ αγοράζεις ντραμς Ludwig για παράδειγμα, με το να χρειάζεσαι εκατοντάδες βατ– μοιάζουν
όλα αυτά σαν έναν μαγικό τρόπο, μέσω του οποίου θα μπορούσες να γίνεις,
αυτομάτως, καλύτερος μουσικός. “Αναπτύσσεται δηλαδή μιαν επικίνδυνη
ψευδαίσθηση, πως χρειάζεσαι δηλαδή όλα αυτά τα πράγματα για να παίξεις μουσική
κι αυτό δεν ισχύει” όπως σημειώνει και ο Jörgen Adolfsson».
Το πρώτο άλμπουμ των Iskra κυκλοφορεί
το 1975 από την κρατική σουηδική εταιρεία Caprice
[CAP 2006], ήταν διπλό και είχε τίτλο “Jazz i Sverige
- 75”. Όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο το συγκρότημα πήρε το όνομά του από την
εφημερίδα με το ίδιο όνομα των ρώσων Σοσιαλιστών-Δημοκρατών, που είχε ιδρυθεί
το 1900 από τον Λένιν και τον Πλεχάνωφ (ανάμεσα σε άλλους). Δεν θα μπορούσε να γινόταν κι αλλιώς, με το πρώτο φύλλο τής Искра́ να μετατρέπεται σε... σουηδικό εξώφυλλο.
Η μπάντα είναι πενταμελής και αποτελείται
από τους Jörgen Adolfsson
σοπράνο, τενόρο, ηλεκτρική κιθάρα, φλάουτο, Tuomo Haapala κοντραμπάσο, κέρατο αγελάδας, μαντολίνο, βιμπράφωνο (αυτός ήταν Φινλανδός), Allan Olsson
σοπράνο, βαρύτονο, φλάουτο από μπαμπού, Sune Spångberg κρουστά, Arvid
Uggla κοντραμπάσο, τούμπα, μπάντζο. Το υλικό τους, που απλώνεται σε δύο LP, είναι πλήρως χαρακτηριστικό των θεωρητικών, αισθητικών και
πολιτικών αντιλήψεών τους, με τους αυτοσχεδιασμούς να αποκτούν μιαν
εντελώς πρωτότυπη χροιά δημιουργώντας πρωτόφαντα συγκινησιακά περιβάλλοντα. Το
λέω αυτό ακούγοντας, βασικά, το εισαγωγικό “Broman-Erik”, ένα σπάνιας ομορφιάς track,
περασμένο στο φλάουτο και με υποχθόνιο background,
που λειτουργεί σαν ίσο και «τρελαίνει». Συναρπαστικό το 27λεπτο “Iskra 1900”, που ξεκινάει μέσα από έναν ηλεκτρικό κιθαριστικό ορυμαγδό,
με συνεχή γεμίσματα από κρουστά και στιβαρές πνευστές παρεμβάσεις – μία «σύνθεση»
που τα έχει όλα στην ανάπτυξή της, κινούμενη ανάμεσα στο improv και
την avant. Αναπάντεχη η διασκευή τους στο “Kites”, που ανάδειξαν οι Simon Dupree and The Big Sound
(το παρουσιάζουν με τον τίτλο “Leija”
και ως σύνθεση του Richard
Evans –
ουδεμία σχέση), που φανερώνει την (αναμενόμενη εξάλλου) πληρότητά τους ως
οργανοπαίκτες, ενώ κομμάτια όπως τα “Βlodstörtning” (Αιμόπτυση) και “Höglandstorget” συγκαταλέγονται μεταξύ
των κορυφαίων στιγμών της swedish jazz,
αλλά και του free-improv στην Ευρώπη, στα μέσα
των seventies.
Το άλμπουμ θα έκλεινε εμβατηριακά με το
παραδοσιακό “Avanti popolo”,
έναν κλασικό πια σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό ύμνο… και κάθε ταύτιση με πρόσωπα και
καταστάσεις δεν θα ήταν, έκτοτε, ποτέ συμπτωματική…
“το ισκρα και ο αυτοσχεδιασμός πάει για τον σύριζα?”
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν θα το ΄λεγα...
Διαγραφή