Νέο improv σχήμα, νέο label,
αλλά όχι νέοι και άγνωστοι μουσικοί, αφού οι Jacques Di Donato κλαρινέτο,
σοπράνο σαξόφωνο, Gaël Mevel πιάνο,
βιολοντσέλο, μπαντονεόν, κιθάρα και Thierry Waziniak ντραμς,
κρουστά μάς είναι γνωστοί από τις εγγραφές τους στην βρετανική Leo (μαζί και με τον κοντραμπασίστα
Jean-Jacques Avenel) στα 00s.
Εδώ, στο φερώνυμο CD τους [Label Rives, 2014] που είναι κλεισμένο σ’ ένα πλαστικό-μαγνητικό cover, οι τρεις
αυτοσχεδιαστές υπό νέο όνομα, ως Trio Rives, και νέα στέγη επιδεικνύουν εκείνο που γνωρίζουν καλύτερα
από κάθε άλλο. Να επικοινωνούν διαισθητικώς και με κλειστά μάτια (αλλά όχι και
με κλειστά αυτιά…) προτείνοντας ένα άλμπουμ σχετικώς μικρής διάρκειας (42
λεπτά), αλλά με μόλις δύο θέματα στο track list – το 16λεπτο “première rive”
και το 26λεπτο “deuxième rive”.
Το πρώτο κομμάτι ξεκινά με μερικές νότες στο σοπράνο και κάποιες μπάσες στην κιθάρα, για ν’ ακολουθήσουν φωνητικοί αυτοσχεδιασμοί σ’ ένα περιβάλλον που διαμορφώνεται, κατά πρώτον από τα κρουστά. Οι νότες στο πιάνο, σε… μη τέμπο, κάπως «εδώ κι εκεί», προεξοφλούν την διαρκή ελευθερία, που επιτείνεται από το... σωματικό παίξιμο των οργάνων (ήχοι από παντού), αλλά και από τα κατακερματισμένα timbre του μπαντονεόν, του πιάνου, του κλαρινέτου, της φωνής… Το κλείσιμο, σε κάπως πειραματικό ύφος, ακούγεται σχεδόν μηχανιστικό, δίχως την παρουσία-βοήθεια κάποιας ηλεκτρικής ή ηλεκτρονικής πλατφόρμας και με τον ρόλο του τσέλου να αποδεικνύεται αποφασιστικός. Ως συνέχεια του “première”, το “deuxième” ξεκινά να αναπτύσσεται μέσα στο ίδιο πειραματικό σκηνικό, το οποίο διαμορφώνεται, κυρίως, από το πλήθος των ακουστικών εφφέ· εκεί, δηλαδή, όπου θα «πατήσουν» σταδιακώς όλα τα υπόλοιπα lead όργανα (τσέλο, πιάνο, κλαρίνο, σοπράνο), «χτίζοντας» πάνω σε ποικίλες όσο και ακαριαίες ρυθμικές βάσεις.
Το πρώτο κομμάτι ξεκινά με μερικές νότες στο σοπράνο και κάποιες μπάσες στην κιθάρα, για ν’ ακολουθήσουν φωνητικοί αυτοσχεδιασμοί σ’ ένα περιβάλλον που διαμορφώνεται, κατά πρώτον από τα κρουστά. Οι νότες στο πιάνο, σε… μη τέμπο, κάπως «εδώ κι εκεί», προεξοφλούν την διαρκή ελευθερία, που επιτείνεται από το... σωματικό παίξιμο των οργάνων (ήχοι από παντού), αλλά και από τα κατακερματισμένα timbre του μπαντονεόν, του πιάνου, του κλαρινέτου, της φωνής… Το κλείσιμο, σε κάπως πειραματικό ύφος, ακούγεται σχεδόν μηχανιστικό, δίχως την παρουσία-βοήθεια κάποιας ηλεκτρικής ή ηλεκτρονικής πλατφόρμας και με τον ρόλο του τσέλου να αποδεικνύεται αποφασιστικός. Ως συνέχεια του “première”, το “deuxième” ξεκινά να αναπτύσσεται μέσα στο ίδιο πειραματικό σκηνικό, το οποίο διαμορφώνεται, κυρίως, από το πλήθος των ακουστικών εφφέ· εκεί, δηλαδή, όπου θα «πατήσουν» σταδιακώς όλα τα υπόλοιπα lead όργανα (τσέλο, πιάνο, κλαρίνο, σοπράνο), «χτίζοντας» πάνω σε ποικίλες όσο και ακαριαίες ρυθμικές βάσεις.
Επαφή: www.labelrives.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου