Να πούμε, κατ’
αρχάς, πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια έκδοση κόσμημα. Και τούτο το λέμε όχι
για να υπερθεματίσουμε έναντι του εικαστικού μέρους, αλλά για να διακρίνουμε
πάνω απ’ όλα την ουσία. «Τα Πρώτα Λόγια» [Hxoi Kato Apo To Spiti/ More Mars/ Noise-below, 2017] είναι βασικά ένα βιβλίο κάπως τετράγωνου σχήματος και εξήντα τεσσάρων
άψογα τυπωμένων σελίδων, στα εξώφυλλα του οποίου (μπρος-πίσω) είναι
τοποθετημένα τα δύο CD του σχήματος Οπτική Μουσική (που είχε για έδρα τον Βόλο). Το
περιεχόμενό τους; Εντυπωσιακό. Ο Κωστής Δρυγιανάκης (που βρίσκεται πίσω από κάθε τι, που αφορά στην Οπτική Μουσική) καταγράφει με πάθος τις ιστορικές
μέρες της μπάντας (1984-1987), δίνοντας συνεχείς λεπτομέρειες για κάθε στιγμή εκείνης της
διαδρομής, σκύβοντας με σεβασμό σε πρόσωπα (συνεργάτες του) και καταστάσεις.
Αυτό το κείμενο, που διαβάζεται, εννοείται και σαν ημερολόγιο, είναι, θα έλεγα,
εξ ίσου σημαντικό με τις εγγραφές του σχήματος – με το «νέο», σε κάθε
περίπτωση, που κόμιζαν εκείνη την περίοδο οι συγκεκριμένες δραστηριότητες στη δική μας πραγματικότητα.
Σε τι συνίστατο το «νέο»; Στον εκδημοκρατισμό της μουσικής πράξης. Στο γεγονός πως
μουσικοί, μη μουσικοί ή λιγότερο μουσικοί (με την ακαδημαϊκή έννοια) θα
μπορούσε να συμμετάσχουν επί ίσοις όροις στην ηχητική διαδικασία, παράγοντας μετρήσιμα αποτελέσματα.
Το ζήτημα το είχε
περιγράψει σαφώς ο David Toop στο βιβλίο του «Ωκεανός του Ήχου/ Αιθέριες
συνομιλίες, περιβαλλοντικοί ήχοι & φανταστικοί κόσμοι» [οξ υ, Αθήνα 1998]
μιλώντας για τις περιπτώσεις των AMM,
MEV (Musica Elettronica Viva), αλλά και γενικότερα:
«Για τους αμερικανούς μαύρους
αυτοσχεδιαστές(…) και περίπου την ίδια εποχή για τους Ευρωπαίους και λευκούς
Αμερικανούς αντίστοιχούς τους, όπως οι AMM, οι Musica Elettronica Viva(…) η μερική απομάκρυνση από τα κύρια μουσικά
όργανα των συναυλιών jazz και
κλασικής μουσικής ήταν μια πράξη πολιτική όσο και μουσική. Από τα μέσα της
δεκαετίας του ’60 και στη χωρίς ψευδαισθήσεις δεκαετία του ’70 μικρά μουσικά
όργανα και μη-όργανα (ραδιόφωνα τσέπης, μικρόφωνα επαφής που ενίσχυαν
ανεπαίσθητους ήχους που προέρχονταν από τραπέζια, γενειάδες, τρίφτες τυριού
κ.λπ.), γίνονταν σύμβολα της προσπάθειας να εκδημοκρατιστεί η μουσική, να
επιτραπεί η πρόσβαση σε ανειδίκευτους μουσικούς (συμπεριλαμβανομένων και
παιδιών) να παραχθεί ήχος από τα όργανα, αντί αυτά να υποτάσσονται σε συστήματα,
να επιτραπεί να συμβούν στη μουσική τυχαία γεγονότα και να δημιουργηθεί μια
αίσθηση συλλογικά οργανωμένης κοινότητας, ως προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης από
τον ψυχρό επαγγελματισμό, ειδικότερα από το star-system, το οποίο επηρέασε τους καλλιτέχνες τόσο της
jazz όσο
και της κλασικής μουσικής».
Στο ίδιο μήκος
κύματος ο έλληνας συνθέτης της πρωτοπορίας Γιάννης Χρήστου σημείωνε:
«Μουσικοί και μη μουσικοί, ηθοποιοί και μη
ηθοποιοί, χορευτές και άνθρωποι απλοί. Ένας οποιοσδήποτε απ’ αυτούς ή και όλοι
τους μπορούν να εκτελέσουν κάποια χειρονομία, να περάσουν σε κάποια δράση, να
κινηθούν είτε σχηματίζοντας μια μορφή, όπως σε κάποιο χορό, είτε έξω από τη
μορφή, όπως σε μια κατάσταση της καθημερινής ζωής. Ένας οποιοσδήποτε ή και όλοι
τους μπορούν να παίξουν όργανα μουσικά και μη – απλά αντικείμενα που τα χτυπούν
μ’ ένα είδος μπαγκέτας ή το ένα με το άλλο ή και τα χρησιμοποιούν διαφορετικά
για να βγάλουν τον ήχο τους, ή ακόμη περίπλοκες ηλεκτρονικές συσκευές που
επεξεργάζονται ήχους ζωντανούς ή play-back, παράγοντας εφέ υπολογισμένα
από πριν ή τυχαία: ήχους που είναι μουσικοί ή concrete ή αναπαράγουν τους συνηθισμένους ήχους της
καθημερινής ζωής. Ένας οποιοσδήποτε ή και όλοι τους μπορούν να παίζουν μέσα στα
πλαίσια της κατηγορίας όπου ανήκουν (πράξη) λ.χ. ένας βιολιστής που παίζει
βιολί ή έξω από τα πλαίσια της κατηγορίας αυτής (μετάπραξη) λ.χ. ένας βιολιστής που ουρλιάζει».
[από το βιβλίο
της Anna-Martine Lucciano «Γιάννης Χρήστου» Βιβλιοσυνεργατική, Αθήνα 1987]
Πάνω σ’ αυτές τις
βάσεις στηρίζονται ο Κωστής Δρυγιανάκης και οι φίλοι του (Γιάννης Αργυρόπουλος,
Τάκης Αγριγιάννης, Αλέξης Καραβέργος, Κώστας Παντόπουλος, Κώστας Κωστόπουλος,
Νίκος Ξηράκης, Κώστας Ανέστης, Ελένη Βαρουξή, Χρήστος Καλτής, Θανάσης Χονδρός),
προκειμένου να δημιουργήσουν το… ρεπερτόριο της Οπτικής Μουσικής,
χρησιμοποιώντας ιδιότροπα όργανα ή μη όργανα (ελεφαντάκια, γραφείο, κρεβάτι,
γείωση, παιδικά πνευστά, συρτάρι, μπουκάλια, σπίρτα, μπαλόνι, σταχτοδοχείο…),
μαζί με συμβατικά βεβαίως (πιάνο, κιθάρα, συνθεσάιζερ, μπάσο, φλογέρα…). Το
αποτέλεσμα, έτσι όπως καταγράφεται στα δύο CD, είναι εκείνο που αναμένει ο καθείς.
Μια μουσική
ρέουσα, απρογραμμάτιστη στις λεπτομέρειές της, πολλάκις και στην ουσία της,
ζωντανή, πάλλουσα, γεμάτη με απροσδόκητα και εκπλήξεις και, συγκριτικά, πολύ
καλά ηχογραφημένη – αν αναλογιστούμε τις συνθήκες και τις προδιαγραφές των χώρων της εποχής.
Μουσική, που δεν θα την χαρακτήριζα δύσκολη για το μέσο και κάπως υποψιασμένο
αυτί, που γειτνιάζει άλλοτε με τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, άλλοτε με τον πιο
οργανωμένο, άλλοτε με τη σύνθεση και άλλοτε μ’ έναν συνδυασμό όλων αυτών στα
μακριά σχετικά στο χρόνο tracks (στο πρώτο CD κυμαίνονται χοντρικά
από τα πέντε έως δέκα λεπτά). Όποιος έχει υπόψη του τον «Τόμο 1» της Οπτικής
Μουσικής είναι σίγουρο πως θα ενθουσιαστεί με την ποιότητα και την προσφορά των
κομματιών, ενώ θα εκπλαγεί και από την αισθητική αρτιότητα συνθέσεων όπως η
έσχατη (από το πρώτο CD) «Πόνος
μνησιπήμων», με το σύνθι του Κωστή Δρυγιανάκη και το μπάσο του Κώστα
Παντόπουλου να αναπλάθουν γενναία cosmic περιβάλλοντα.
Και καθώς προχωράμε
στο χρόνο, μπαίνοντας στο δεύτερο CD,
που περιλαμβάνει εγγραφές τής διετίας 1986-87, της τελευταίας eighties-εποχής της Οπτικής Μουσικής, αλλάζει προς το
πιο… χειροπιαστό και ολοκληρωμένο και η λειτουργία-παραγωγή του γκρουπ – με τα
ακόμη πιο απαιτητικά tracks
να διαδέχονται το ένα το άλλο («Καταμετρήσεις χάους», «Ένα γράμμα που δεν έφυγε
ποτέ», «Ο άγνωστος πεδιομάχης», «Ο κόκκινος κύκλος» κ.λπ.).
Αυτή η φάση, που
είναι διαφορετική από εκείνη της πρώτης εποχής, έρχεται να καταγραφεί με τον πιο
απαιτητικό και ουσιωδώς διεισδυτικό τρόπο, παρά τις όποιες μικρές τεχνικές
ατέλειες (το ξαναλέω, για να μην το ξεχνάμε, πως πρόκειται για ερασιτεχνικές
ηχογραφήσεις, επιμελημένες φυσικά, που έγιναν σε πρόβες και αίθουσες, καταγραμμένες
κυρίως σε κασέτες), δείχνοντας πως η Οπτική Μουσική ήταν ένα δημιουργικό σχήμα
εν εξελίξει (πάντα με κινητήριο παράγοντα τον Κωστή Δρυγιανάκη), που διέκοψε τη
δραστηριότητά του την πιο κρίσιμη, για ’κείνο, στιγμή.
Ειδική (και
καλώς!) και βεβαίως εξαιρετικής σημασίας έκδοση, που περικλείει κάτι σημαντικό από την ιστορία του δικού μας (πειραματικού) χώρου.
https://www.youtube.com/watch?v=L1agCbIrlTw
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάποιο λάθος έκανες.
ΔιαγραφήΤί "εκδημοκρατισμό της μουσικής πράξης" και λοιπές αριστεροπαπάντζες μας τσαμπουνάς εδώ; Μπορεί κάποιος που δεν ξέρει την αλφαβήτα να σου γράψει μυθηστόρημα; Όλοι ίσια κι όμοια γίνανε; Αυτός που έχει φάει το κώλο του στη μάθηση και εξάσκηση ενός οργάνου, με αυτόν που άνοιξε τη πόρτα είδε φως και μπήκε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΨιτ, χτύπα το κεφάλι σου στον τοίχο. Μη φοβάσαι δε θα σπάσει...
Διαγραφή