Ο ιταλός βοκαλίστας και συνθέτης Stefano Luigi Mangia (γενν. το 1981) ίσως
είναι γνωστός σε κάποιους από τα άλμπουμ του στη βρετανική Leo – έχει
κυκλοφορήσει εκεί (μαζί με άλλους) τα “Painting on Wood” (2009), “Ulysses” (2012) και “Glad to be Unhappy” (2014). Με σπουδές
σε ωδεία και πανεπιστήμια, ο Mangia
έχει καταφέρει στα 33 χρόνια του να βρεθεί δίπλα σε επίλεκτα στελέχη της
ιταλικής improv σκηνής
(Gianni Lenoci,
Stefano Battaglia,
Paolo Damiani…), συνεργαζόμενος
ακόμη και με «αστέρες» του χώρου, όπως τους Carlos Zingaro, Karl Berger,
Marcus
Stockhausen ή
την Joëlle Léandre. Μέρος των γενικότερων σπουδών του αποτέλεσαν βεβαίως οι
ποικίλες τεχνικές των βοκαλισμών (άκου π.χ. τις φωνές των Μογγόλων που
τραγουδάνε με τον λάρυγγα, όντας «μάστορες» σ’ αυτό), πράγμα το οποίον
καταθέτει στο πολλάκις ενδιαφέρον “John Cage/ cagExperience”
[Amirani, 2014].
Εδώ ο ιταλός βοκαλίστας αποδίδει, όπως μαρτυρά και ο τίτλος,
έργα του John Cage
(1912-1992). Πιο συγκεκριμένα τα: “Aria” (1958), “Four6” (1992), “Solo for voice n.17” από τα “Songbooks I” (1970), “Solo for voice n.72” από τα “Songbooks II” (1970) και “Experiences No.2” (1948). Στα τρία απ’ αυτά (το “Four6” και τα δύο “Solo for voice”) τον Mangia συνοδεύει στα ηλεκτρονικά ο Gianni Lenoci. Το άλμπουμ συνοδεύει booklet με
μεσοστιχίδες (mesostics)
του Stefano Pocci
και κάποια βιογραφικά των καλλιτεχνών.
Φυσικά, βλέποντας τις μεσοστιχίδες (σ’ ένα κείμενο ή σ’ ένα
ποίημα, όταν μια κάθετη φράση ή λέξη τέμνει τις οριζόντιες γραμμές του κειμένου
ή του ποιήματος) θυμήθηκα αμέσως το έργο του Cage “Sixty-Two
Mesostics Re Merce Cunningham” και το απόσπασμά του που απέδωσε ο Demetrio Stratos σ’
εκείνο το LP της Cramps
το 1974. Ο Mangia έχει
ακούσει οπωσδήποτε Stratos, παρότι η δική του άποψη για τον
βοκαλισμό δεν πάει τόσο μακριά – ή, μάλλον, έχει άλλη κατεύθυνση, για να είμαι πιο
ακριβής. Η φωνή του, πάντως, είναι αρκετά «εύπλαστη», δίχως να χάνει την…
ανθρώπινη χροιά της, παρά τις επιμέρους τεχνικές, τις σχετικές με το overtone singing, ή τα multiphonics.
Στο “Aria” αφιερωμένο στην Cathy Berberian, ο Cage περιγράφει ένα πρώτο επίπεδο φωνητικών timbre, το οποίον όμως ολοκληρώνει ο ερμηνευτής επιλέγοντας τις δικές του λέξεις ή μη λέξεις κατά την διάρκεια της (φωνητικής) άσκησης. Ο Mangia επιλέγει μια σειρά παραφθαρμένων λέξεων-φράσεων σε μια μη γλώσσα, «κάπως» γλώσσα ή κανονική γλώσσα (την μητρική του ας πούμε), δίχως να καταφεύγει σε αναγκαστικές ακρότητες. Το 30λεπτο “Four6”, ήταν αφιερωμένο στις Pauline Oliveros, Joan La Barbara και στους William Winant, Leonard Stein και αρχικώς αφορούσε σε τέσσερις παίκτες, ο καθένας εκ των οποίων θα επέλεγε να παράξει 12 διαφορετικούς ήχους εντός ενός κάπως εύπλαστου χρονικού πλαισίου. Οι ήχοι θα έπρεπε να είχαν σταθερό πλάτος, συγκεκριμένη αντηχητική δομή κ.λπ. Στην περίπτωσή μας το έργο αποδίδεται από δύο (και όχι από τέσσερις παίκτες). Αυτό το κάνει φαινομενικώς πιο γραμμικό, παρότι τα multiphonics του Mangia και οι επινοήσεις του Lenoci στα ηλεκτρονικά προσθέτουν «επίπεδα». Tα “Song Books (Solos for Voice 3–92)” αποτελούν μια συλλογή σύντομων στο χρόνο συνθέσεων του John Cage. Οι συγκεκριμένες, η «17» και η «72» εννοώ, αφορούν σε φωνή και ηλεκτρονικά, τα soli των οποίων σημειογραφούνται (όταν σημειογραφούνται) μ’ έναν κάπως περίπλοκο τρόπο. Σίγουρα υπεισέρχεται το προσωπικό στοιχείο, υπάρχουν όμως και «οδηγίες» που υπηρετούν το όραμα του Cage (να συνδέσει δηλαδή σ’ ένα «σώμα» δύο από τις μεγαλύτερες επιρροές του, τον Satie και τον Thoreau). Οι Ιταλοί, προφανώς έχουν διαθέσιμη την παρτιτούρα και πιθανώς ακόμη την πλήρη αποτύπωση των “Song Books” από τους Lore Lixenberg, Gregory Rose και Robert Worby στο προπέρσινο 2CD της Sub Rosa. Στο έσχατο “Experiences No.2” του 1948 για σόλο φωνή ο Cage μελοποιεί κατά βάση (για μια παραγωγή του Merce Cunningham) ένα ποίημα του E. E. Cummings (το “III”, ένα από τα “Sonnets-Unrealities” for Tulip and Chimneys του 1923). Ο Stefano Luigi Mangia μας χαρίζει ένα μαγικό τραγούδι. Το γεγονός ότι μετέφερε σ’ εμένα ένα κλίμα exotica, είναι μια προσωπική αίσθηση…
Στο “Aria” αφιερωμένο στην Cathy Berberian, ο Cage περιγράφει ένα πρώτο επίπεδο φωνητικών timbre, το οποίον όμως ολοκληρώνει ο ερμηνευτής επιλέγοντας τις δικές του λέξεις ή μη λέξεις κατά την διάρκεια της (φωνητικής) άσκησης. Ο Mangia επιλέγει μια σειρά παραφθαρμένων λέξεων-φράσεων σε μια μη γλώσσα, «κάπως» γλώσσα ή κανονική γλώσσα (την μητρική του ας πούμε), δίχως να καταφεύγει σε αναγκαστικές ακρότητες. Το 30λεπτο “Four6”, ήταν αφιερωμένο στις Pauline Oliveros, Joan La Barbara και στους William Winant, Leonard Stein και αρχικώς αφορούσε σε τέσσερις παίκτες, ο καθένας εκ των οποίων θα επέλεγε να παράξει 12 διαφορετικούς ήχους εντός ενός κάπως εύπλαστου χρονικού πλαισίου. Οι ήχοι θα έπρεπε να είχαν σταθερό πλάτος, συγκεκριμένη αντηχητική δομή κ.λπ. Στην περίπτωσή μας το έργο αποδίδεται από δύο (και όχι από τέσσερις παίκτες). Αυτό το κάνει φαινομενικώς πιο γραμμικό, παρότι τα multiphonics του Mangia και οι επινοήσεις του Lenoci στα ηλεκτρονικά προσθέτουν «επίπεδα». Tα “Song Books (Solos for Voice 3–92)” αποτελούν μια συλλογή σύντομων στο χρόνο συνθέσεων του John Cage. Οι συγκεκριμένες, η «17» και η «72» εννοώ, αφορούν σε φωνή και ηλεκτρονικά, τα soli των οποίων σημειογραφούνται (όταν σημειογραφούνται) μ’ έναν κάπως περίπλοκο τρόπο. Σίγουρα υπεισέρχεται το προσωπικό στοιχείο, υπάρχουν όμως και «οδηγίες» που υπηρετούν το όραμα του Cage (να συνδέσει δηλαδή σ’ ένα «σώμα» δύο από τις μεγαλύτερες επιρροές του, τον Satie και τον Thoreau). Οι Ιταλοί, προφανώς έχουν διαθέσιμη την παρτιτούρα και πιθανώς ακόμη την πλήρη αποτύπωση των “Song Books” από τους Lore Lixenberg, Gregory Rose και Robert Worby στο προπέρσινο 2CD της Sub Rosa. Στο έσχατο “Experiences No.2” του 1948 για σόλο φωνή ο Cage μελοποιεί κατά βάση (για μια παραγωγή του Merce Cunningham) ένα ποίημα του E. E. Cummings (το “III”, ένα από τα “Sonnets-Unrealities” for Tulip and Chimneys του 1923). Ο Stefano Luigi Mangia μας χαρίζει ένα μαγικό τραγούδι. Το γεγονός ότι μετέφερε σ’ εμένα ένα κλίμα exotica, είναι μια προσωπική αίσθηση…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου