Ο Αμερικανός Chris Forsyth είναι κιθαρίστας με ήχο ιδιότροπο, που ηχογραφεί εκτενώς την
τελευταία δεκαετία. Συνήθως κινούμενος προς μια πειραματική-αυτοσχεδιαστική
κατεύθυνση είναι ικανός να δημιουργεί πρωτότυπα εικονοκλαστικά περιβάλλοντα,
παράγοντας «χαλιά» κιθαρισμών, με τους βόμβους να έχουν μεγάλο μερίδιο στις
ηχητικές επιλογές του. Στο discogs καταγράφονται
καμμιά 20αριά CD και LP
του, με το πιο πρόσφατο, αυτό που έχει τίτλo “Third” [Rekem Records, 2014], να
αποτελεί ελληνική παραγωγή. Αμερικανός, όμως, είναι και ο τρομπετίστας Nate Wooley, ένας από τους πιο αναγνωρισμένους
παίκτες της νεοϋορκέζικης σκηνής (πάντα κινούμενος εντός του improv, noise περιβάλλοντος), συνεργάτης μεταξύ
άλλων και των John Zorn,
Anthony Braxton,
Fred Frith και Evan Parker. Άρα συζητούμε για δύο
μουσικούς με ευρύ βιογραφικό, οι οποίοι, καθώς συνεργάζονται στο “Third”, το κάνουν ευρύτερο…
“Third”
λοιπόν, καθότι πρόκειται για την τρίτη συνεργασία των Forsyth & Wooley (είχε προηγηθεί το “The Duchess Of Oysterville” στην πορτογαλική Creative
Sources το 2007 και το “The Duchess Is Dead, Long Live The Duchess” στην Chocolate Monk το 2009), ένα LP που
αποτυπώνει βασικά ένα κομμάτι – το “Evening rage”, χωρισμένο σε δύο μέρη,
καταλαμβάνει τις αντίστοιχες πλευρές του βινυλίου. Η ηχογράφηση είναι ζωντανή (Φιλαδέλφεια,
USA, 16/3/2013)… και
δεν θα είναι λάθος αν υποθέσουμε πως ό,τι φτάνει στ’ αυτιά μας προέρχεται από
την τρομπέτα και την κιθάρα μόνο. Εννοώ, πως τα δύο όργανα πρέπει να
ηχογραφούνται σε real time,
χωρίς, κατ’ ανάγκην, σύγχρονη ή μεταγενέστερη ηλεκτρονική επεξεργασία. Εξάλλου τίποτα
σχετικό δεν αναγράφεται στο οπισθόφυλλο.
Παρά ταύτα θα πω πως αυτός ο χωρισμός δεν είναι
τυπικός. Το “Evening rage,
Part IΙ” δεν είναι μια γραμμική συνέχεια,
σώνει και καλά, του “Evening rage,
Part I” – εννοώ πως καταγράφονται
πλείστες όσες ανατροπές καθώς αναπτύσσονται οι μουσικές των Forsyth και Wooley, και πως, στην ουσία, η δύναμη κι
η αγριότητα, με τους χαμηλούς τόνους και την επικίνδυνη ηρεμία βρίσκονται σε μια
διαρκή όσο και διαλεκτική επικοινωνία. Η εισαγωγή, για παράδειγμα, του “I” είναι «ακραία». Ένα
βιομηχανικό θορυβώδες παρανάλωμα, που θα μπορούσε να θυμίζει από Sonic Youth μέχρι οτιδήποτε σχετικό
ή ανάλογο. Καθώς το track
προχωρά ο βόμβος αναγορεύεται σε βασική ηχητική πράξη – με τους δύο improvisers να παράγουν,
πράγματι, αδιανόητα ηχοχρώματα. Θέλω να πω πως αν δεν ξέρεις από πού
προέρχονται όσα ακούς, θα μπορούσε να υποθέσεις πως αφορούν σ’ ένα prepared πιάνο κι ένα σετ κρουστών (ή σε κάποιον
άλλο συνδυασμό). Οι Forsyth
και Wooley δεν νοιάζονται
δηλαδή μόνο για την «παροχέτευση» του ήχου τους, αλλά και για το πώς θα
μετατρέψουν τα όργανά τους (μια κιθάρα και μια τρομπέτα υπενθυμίζω) σε…
παν-όργανα. Στο μέρος “II”
τούτο είναι ακόμη πιο εμφανές με τη φαντασία των παικτών να οργιάζει και με τα
δύο όργανα ν’ ακούγονται περισσότερα κοντά στη φύση τους (η κιθάρα κυρίως), με
την τρομπέτα να παράγει διαρκείς… σειρήνες και βόμβους, εξωθώντας και αυτή την
πλευρά στα «άκρα».
Επαφή: www.rekemrecords.tumblr.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου