Το λαϊκό τραγούδι ανέδειξε πολύ μεγάλες ερμηνεύτριες στο
ξεκίνημα της χρυσής εποχής του, στη δεκαετία του ’50. Ανάμεσα σ’ αυτές
ξεχωριστή θέση έχει η Καίτη Γκρέυ – για πολλούς η μεγαλύτερη λαϊκή φωνή της
εποχής.
Η Καίτη Γκρέυ γεννιέται στην Σάμο και από πολύ μικρή, από βρέφος, γνωρίζει το πιο σκληρό πρόσωπο της ζωής, καθώς μεγαλώνει με θετούς γονείς, που ζούσαν στα Ταμπούρια του Πειραιά.
Επτά ετών χάνει τον θετό πατέρα της, ζώντας στην ανέχεια και τη φτώχεια, ενώ όταν ξεσπά ο πόλεμος επιστρέφει στην Σάμο, για να γλιτώσει από τα χειρότερα. Τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί παντού η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου, με την μικρή Κικίτσα να περιπλανιέται σε Τουρκία και Παλαιστίνη, φθάνοντας κατατρεγμένη μέχρι και στην χερσόνησο του Σινά (Πηγές του Μωυσέως), πριν επανέλθει στον Πειραιά, το 1945.
Κοριτσάκι ακόμη και με ατελείωτα βάσανα, περιπέτειες και περιπλανήσεις, η μικρή θα βρεθεί στα 18 της μ’ έναν αποτυχημένο γάμο και δύο παιδιά, επιχειρώντας να επιβιώσει μέσα από δουλειές του ποδαριού. Και είναι τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ’50 πια, όταν η ζωή θα αρχίσει κάπως να της χαμογελά.
Το ξεκίνημα
Η Κικίτσα λατρεύει τον τραγουδιστή του ελαφρού Τζίμη Μακούλη, ενώ της αρέσουν επίσης η Σοφία Βέμπο, ο Τώνης Μαρούδας και ο Σώτος Παναγόπουλος.
Επιχειρεί να δει το είδωλό της, τον Μακούλη, στο καφενείο-εστιατόριο «Πανελλήνιον» (στο 59 της Πανεπιστημίου, στη γωνία με την Μπενάκη), αλλά εκεί θα την προσέξει το χορευτικό ζευγάρι Ντούο Ρεξ, με αποτέλεσμα, πολύ σύντομα, η νεαρή Κικίτσα Καλαϊτζή να ξεκινήσει στον καλλιτεχνικό στίβο ως χορεύτρια στην αρχή, ως ηθοποιός σε μπουλούκι, και από κοντά ως τραγουδίστρια του... ευρωπαϊκού, πάντα, τραγουδιού.
Είναι η εποχή όπου γνωρίζεται με τους μαέστρους Γιάννη Βέλλα και Γιώργο Μυρογιάννη, αποκτώντας παράλληλα και το καλλιτεχνικό της ονοματεπώνυμο, με το οποίο θα την μάθαινε λίγο αργότερα, όλος ο κόσμος. Η Κικίτσα Καλαϊτζή ήταν πια η Καίτη Γκρέυ.
Το πώς, τώρα, η Καίτη Γκρέυ θα μπλέξει με το λαϊκό τραγούδι είναι μια άλλη ιστορία, κομβικό σημείο της οποίας υπήρξε το περίφημο μπαράκι του Μάριου, στην Ίωνος, στην Ομόνοια, στο οποίο σύχναζε όλος ο κόσμος τους παλαιού ρεμπέτικου και του λαϊκού (συνθέτες, στιχουργοί, τραγουδιστές, μουσικοί, οι πάντες).
Εκεί βρίσκει την Καίτη Γκρέυ ο Λουκάς Νταράλας και της προτείνει να πει το περίφημο «Το βουνό» (στίχοι Ευάγγελος Πρέκας) για το ραδιόφωνο. Και όντως το λέει και παθαίνουν στο στούντιο όλοι την πλάκα τους – από μια τραγουδίστρια, που ήταν άγνωστη και ακόμη δεν είχε δισκογραφήσει.
Θα γίνει, όμως, πολύ σύντομα κι αυτό, καθώς τον Νοέμβριο του 1953 η Καίτη Γκρέυ θα γράψει το περίφημο «Το δικό σου το μαράζι (Να ’χεις χάρη που σε αγαπώ)», το οποίο θα κάνει αμέσως πάταγο (κάτι σπάνιο για ντεμπούτο), ενώ θεωρείται και σήμερα ως ένα από τα κορυφαία τραγούδια της.
Το 1954 η Καίτη Γκρέυ θα ηχογραφήσει πρώτη, όπως πρώτη το είχε πει και στο ραδιόφωνο, «Το βουνό» (με τον Δημήτρη Ρουμελιώτη δεύτερη φωνή), κάνοντας τόσο γρήγορα ακόμη μία τεράστια επιτυχία – δείχνοντας, περαιτέρω, και τις απαράμιλλες φωνητικές της δυνατότητες στους τονισμούς των λέξεων, στον έλεγχο του μέτρου και βεβαίως στα ανεβάσματα της φωνής, που ήταν πεντακάθαρα, δίχως να χάνουν σε όγκο, κάνοντας τα χωνιά των γραμμόφωνων να τρίζουν.
Και κάπου εδώ ξεκινάει το κεφάλαιο... Στέλιος Καζαντζίδης.
Η σχέση, αισθηματική και καλλιτεχνική, Καίτης Γκρέυ και Στέλιου Καζαντζίδη, δύο τεράστιων τραγουδιστικών προσωπικοτήτων, έχει πλέον περάσει τα όρια του μύθου, με αφηγήσεις τόσο της Γκρέυ στα βιβλία με την αυτοβιογραφία της, όσο και στα ανάλογα με τις αφηγήσεις του Καζαντζίδη. Βασικά λέμε για έναν μεγάλο έρωτα, που δεν είχε όμως αίσια κατάληξη.
Ας δούμε ένα απόσπασμα από την σχετική αφήγηση της Καίτης Γκρέυ στο βιβλίο «Αυτή είναι η ζωή μου» [Εκδόσεις Οδός Πανός, 1983], με την επιμέλεια του Γιώργου Χρονά...
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/kaiti-gkrey-1924-2025-mia-mythiki-foni-toy-klasikoy-laikoy-tragoydioy
Η Καίτη Γκρέυ γεννιέται στην Σάμο και από πολύ μικρή, από βρέφος, γνωρίζει το πιο σκληρό πρόσωπο της ζωής, καθώς μεγαλώνει με θετούς γονείς, που ζούσαν στα Ταμπούρια του Πειραιά.
Επτά ετών χάνει τον θετό πατέρα της, ζώντας στην ανέχεια και τη φτώχεια, ενώ όταν ξεσπά ο πόλεμος επιστρέφει στην Σάμο, για να γλιτώσει από τα χειρότερα. Τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί παντού η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου, με την μικρή Κικίτσα να περιπλανιέται σε Τουρκία και Παλαιστίνη, φθάνοντας κατατρεγμένη μέχρι και στην χερσόνησο του Σινά (Πηγές του Μωυσέως), πριν επανέλθει στον Πειραιά, το 1945.
Κοριτσάκι ακόμη και με ατελείωτα βάσανα, περιπέτειες και περιπλανήσεις, η μικρή θα βρεθεί στα 18 της μ’ έναν αποτυχημένο γάμο και δύο παιδιά, επιχειρώντας να επιβιώσει μέσα από δουλειές του ποδαριού. Και είναι τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ’50 πια, όταν η ζωή θα αρχίσει κάπως να της χαμογελά.
Το ξεκίνημα
Η Κικίτσα λατρεύει τον τραγουδιστή του ελαφρού Τζίμη Μακούλη, ενώ της αρέσουν επίσης η Σοφία Βέμπο, ο Τώνης Μαρούδας και ο Σώτος Παναγόπουλος.
Επιχειρεί να δει το είδωλό της, τον Μακούλη, στο καφενείο-εστιατόριο «Πανελλήνιον» (στο 59 της Πανεπιστημίου, στη γωνία με την Μπενάκη), αλλά εκεί θα την προσέξει το χορευτικό ζευγάρι Ντούο Ρεξ, με αποτέλεσμα, πολύ σύντομα, η νεαρή Κικίτσα Καλαϊτζή να ξεκινήσει στον καλλιτεχνικό στίβο ως χορεύτρια στην αρχή, ως ηθοποιός σε μπουλούκι, και από κοντά ως τραγουδίστρια του... ευρωπαϊκού, πάντα, τραγουδιού.
Είναι η εποχή όπου γνωρίζεται με τους μαέστρους Γιάννη Βέλλα και Γιώργο Μυρογιάννη, αποκτώντας παράλληλα και το καλλιτεχνικό της ονοματεπώνυμο, με το οποίο θα την μάθαινε λίγο αργότερα, όλος ο κόσμος. Η Κικίτσα Καλαϊτζή ήταν πια η Καίτη Γκρέυ.
Το πώς, τώρα, η Καίτη Γκρέυ θα μπλέξει με το λαϊκό τραγούδι είναι μια άλλη ιστορία, κομβικό σημείο της οποίας υπήρξε το περίφημο μπαράκι του Μάριου, στην Ίωνος, στην Ομόνοια, στο οποίο σύχναζε όλος ο κόσμος τους παλαιού ρεμπέτικου και του λαϊκού (συνθέτες, στιχουργοί, τραγουδιστές, μουσικοί, οι πάντες).
Εκεί βρίσκει την Καίτη Γκρέυ ο Λουκάς Νταράλας και της προτείνει να πει το περίφημο «Το βουνό» (στίχοι Ευάγγελος Πρέκας) για το ραδιόφωνο. Και όντως το λέει και παθαίνουν στο στούντιο όλοι την πλάκα τους – από μια τραγουδίστρια, που ήταν άγνωστη και ακόμη δεν είχε δισκογραφήσει.
Θα γίνει, όμως, πολύ σύντομα κι αυτό, καθώς τον Νοέμβριο του 1953 η Καίτη Γκρέυ θα γράψει το περίφημο «Το δικό σου το μαράζι (Να ’χεις χάρη που σε αγαπώ)», το οποίο θα κάνει αμέσως πάταγο (κάτι σπάνιο για ντεμπούτο), ενώ θεωρείται και σήμερα ως ένα από τα κορυφαία τραγούδια της.
Το 1954 η Καίτη Γκρέυ θα ηχογραφήσει πρώτη, όπως πρώτη το είχε πει και στο ραδιόφωνο, «Το βουνό» (με τον Δημήτρη Ρουμελιώτη δεύτερη φωνή), κάνοντας τόσο γρήγορα ακόμη μία τεράστια επιτυχία – δείχνοντας, περαιτέρω, και τις απαράμιλλες φωνητικές της δυνατότητες στους τονισμούς των λέξεων, στον έλεγχο του μέτρου και βεβαίως στα ανεβάσματα της φωνής, που ήταν πεντακάθαρα, δίχως να χάνουν σε όγκο, κάνοντας τα χωνιά των γραμμόφωνων να τρίζουν.
Και κάπου εδώ ξεκινάει το κεφάλαιο... Στέλιος Καζαντζίδης.
Η σχέση, αισθηματική και καλλιτεχνική, Καίτης Γκρέυ και Στέλιου Καζαντζίδη, δύο τεράστιων τραγουδιστικών προσωπικοτήτων, έχει πλέον περάσει τα όρια του μύθου, με αφηγήσεις τόσο της Γκρέυ στα βιβλία με την αυτοβιογραφία της, όσο και στα ανάλογα με τις αφηγήσεις του Καζαντζίδη. Βασικά λέμε για έναν μεγάλο έρωτα, που δεν είχε όμως αίσια κατάληξη.
Ας δούμε ένα απόσπασμα από την σχετική αφήγηση της Καίτης Γκρέυ στο βιβλίο «Αυτή είναι η ζωή μου» [Εκδόσεις Οδός Πανός, 1983], με την επιμέλεια του Γιώργου Χρονά...
https://www.lifo.gr/culture/music/kaiti-gkrey-1924-2025-mia-mythiki-foni-toy-klasikoy-laikoy-tragoydioy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου