Πρόκειται, γενικώς, για ένα παράξενο ανάγνωσμα, γραμμένο από τον τρανό αμερικανό συνθέτη Charles Ives (1874-1954). Παράξενο γιατί, ενώ πρόκειται για το συγγραφικό έργο ζωής ενός ανθρώπου της μουσικής – άρα θα περίμενε κάποιος, και σωστά, άμεσες αναφορές σε σχετικούς προβληματισμούς –, εντούτοις, τα «δοκίμια πριν τη σονάτα» είναι επί της ουσίας ένα σύνολο φιλοσοφικών καταγραφών, που θα μπορούσε να διαβασθούν ανεξαρτήτως των όποιων/κάποιων, αναμενόμενων ή όχι, μουσικών στοχεύσεων.
Πέντε ήταν οι πνευματικοί πατέρες του Charles Ives. Ο ποιητής, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος Ralph Waldo Emerson (1803-1882), ο πεζογράφος Nathaniel Hawthorne (1804-1864), ο φιλόσοφος και δάσκαλος Amos Bronson Alcott (1799-1888), όπως και η κόρη του, συγγραφέας Louisa May Alcott (1832-1888) και τέλος ο επιφανέστερος, ίσως, εκπρόσωπος του Υπερβατισμού, ο φιλόσοφος, ποιητής και δοκιμιογράφος Henry David Thoreau (1817-1862).
Στα «δοκίμια πριν τη σονάτα» ο Ives επιχειρεί να εμβαθύνει στο φιλοσοφικό στοχασμό καθ’ ενός από τους προαναφερθέντες – κανείς εκ των οποίων δεν υπήρξε μουσικός – αναζητώντας, εκεί, τις κύριες συνιστώσες του δικού του μουσικού οράματος. Για τον Emerson αναφέρει χαρακτηριστικώς: «Αν ένας ποιητής αποσυρθεί σε μια βουνοπλαγιά για να αποφύγει το χυδαίο μη-πολιτισμό των ανθρώπων και την ενόχλησή τους, ώστε να μπορέσει ευκολότερα να εμπνευστεί ένα σπουδαίο θέμα για τη συμφωνία του, ο Emerson τού λέει πως ο πολιτισμός του ανθρώπου δεν μπορεί να αφήσει τίποτα αχρησιμοποίητο, χρειάζεται όλα τα υλικά, μετατρέπει όλα τα εμπόδια σε εργαλεία, όλους τους εχθρούς σε ισχύ». Για τον Thoreau σημειώνει: «Ήταν τόσο οικουμενικός ώστε δεν είχε ανάγκη να κάνει το γύρω του κόσμου για να το αποδείξει. Όπως έλεγε ο ίδιος, εγώ έχω το μεγαλύτερο μέρος του Θεού, και αυτοί μεγαλύτερο μέρος του δρόμου».
Τα «δοκίμια» ολοκληρώνονται με τον Επίλογο, το πιο εκτεταμένο τμήμα του βιβλίου, στο οποίο ο Ives συνοψίζει τις βασικές κατευθύνσεις του στοχασμού του, κάνοντας την κύρια διάκριση ανάμεσα στον «τρόπο» (έκφραση της κατώτερης αξίας) και την «ουσία», που την ορίζει ως υπερβατική έννοια. Οι παρατηρήσεις του, εδώ, δεν είναι απλώς καίριες, είναι τόσο σαφείς και διεισδυτικές, που θα μπορούσε να προξενήσουν πλήγματα ηθικής φύσεως, ταρακουνώντας κοιμισμένες συνειδήσεις. Η ουσία, δε, όλων αυτών φαίνεται να περικλείεται στο ακόλουθο: «ίσως η Τέχνη γεννηθεί τη στιγμή που χαθεί και ο τελευταίος άνθρωπος που είναι πρόθυμος να κερδίσει τα προς το ζην από αυτήν». Κάτω απ’ αυτήν την ιδεαλιστική ομπρέλα, ο Ives, που υπήρξε συνάμα ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας, παρέμεινε σταθερά προσηλωμένος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου