Πριν μιλήσω για τη «σπηλιά του Δράκου» θα ήθελα να συνδεθεί το τώρα του κιθαριστή Μπάμπη Παπαδόπουλου με το παρελθόν του. Να τι έγραφα, πριν από δύο χρόνια περίπου, στο J&T επ’ αφορμής, τότε, του πρώτου προσωπικού CD του “Σκηνές Από Ένα Ταξίδι” [Puzzlemusik]. «Τον Μπάμπη Παπαδόπουλο μπορεί πολλοί να τον γνωρίζουν από δύο πιο... major σχηματισμούς, όπως ήταν οι Τρύπες και οι Λαϊκεδέλικα του Θανάση Παπακωνσταντίνου, όμως το άλμπουμ εκείνο που φανέρωσε, κατά πρώτον, τις διαθέσεις του να υπερβεί τα εσκαμμένα, ήταν το “Fictional Lies On Right Occasions” [j.n.d. re-records, 2002], η αναπάντεχη, όσον αφορά στο αποτέλεσμα, συνεργασία του με τον Φλώρο Φλωρίδη. Ένα είδος προμελετημένου αυτοσχεδιασμού είναι εκείνο στο οποίο αρέσκεται εσχάτως και καταγίνεται σαφώς στο «Σκηνές Από Ένα Ταξίδι» ο βορειοελλαδίτης κιθαρίστας, παίρνοντας αφορμές από κάποια κλασικά μοτίβο (γιατί μέσα από το «Κάτι για το δρόμο» να μην αναβλύζει ένα blues όπως το “On the road again”; – για να μην μιλήσω για ρεμπέτικο και φανεί ότι ταυτίζω δύο παντελώς ανόμοια «πράγματα»), επεμβαίνοντας επί τούτων στην πορεία(…)». Φαινόταν, δηλαδή, ήδη από εκείνο το άλμπουμ (ή, τουλάχιστον, προσωπικώς, αυτό είχα αντιληφθεί) πως το ρεμπέτικο ήταν ένα από τ’ «ακούσματα» που απασχολούσαν δημιουργικώς τον Παπαδόπουλο, φέρνοντάς τον στην πορεία, σε μία πιο ευθεία επαφή με τους λαϊκούς μας ήχους. Το αποτέλεσμα; Η ηχογράφηση ενός ολόκληρου CD, υπό τον τίτλο «Απ’ τη σπηλιά του Δράκου» [Puzzlemusik, 2010], το οποίο, και εν αντιθέσει με το προηγούμενο άλμπουμ, περιλαμβάνει κανονικό συγκρότημα. Ήτοι: Μπάμπης Παπαδόπουλος κιθάρα, Δημήτρης Βλαχομήτρος μπουζούκι, Διονύσης Μακρής κοντραμπάσο, Γιώργος Χριστιανάκης πιάνο.Δεν υφίσταται πρόβλημα, εννοείται· να χτυπάνε με jazz και improv-jazz παλμούς παλαιά λαϊκά και ρεμπέτικα άνευ μπουζουκιού. Θυμάμαι, προχείρως, τον Γεράσιμο Λαβράνο στα mid-sixties να «ζωγραφίζει» πάνω στη «Συννεφιασμένη Κυριακή», στην δεύτερη “Rebeta Nova”, αλλά και το πάλαι ποτέ KROK TRIO, των Φλώρου Φλωρίδη, Δημήτρη Πολυζωΐδη και Μιχάλη Σιγανίδη, να «διαλύει» το «Πέντε Έλληνες στον Άδη» του Γιάννη Παπαϊωάννου, το 1986, όμως στην περίπτωση του Παπαδόπουλου έχουμε, φρονώ, μία απομυθοποίηση της πράξης (σε πρώτη φάση) και μία παραδοχή (σε μία δεύτερη), οι οποίες τοποθετούν αυτού του τύπου τις προσεγγίσεις, πια, σε άλλη βάση. (Δε λέω «καλύτερη» ή «χειρότερη», λέω «άλλη»). Ο Παπαδόπουλος, δηλαδή, φαίνεται πως επέλεξε να βαδίσει στον πιο απάτητο δρόμο επιλέγοντας όχι μόνον – όντας ερχόμενος από ένα μη «λαϊκό» στρατόπεδο – να χρησιμοποιήσει το μπουζούκι στις ενοργανώσεις του, αλλά και να… παραδεχθεί, πως άνευ των συγκεκριμένων μπουζουκοδράσεων, δύσκολα θα μπορούσε να επιτύχει, για τον εαυτό του, ένα προσωπικό αναγνωρίσιμο. Είμαι μαζί του. Υπό την έννοια ότι εκείνο που ακούω έχει την ταυτότητά του.Έτσι, λοιπόν, τα τραγούδια, διατηρώντας τη «λαϊκή» τους γοητεία, αφού οι μελωδίες παραμένουν «καθαρές», ή «σχεδόν καθαρές», και άρα αναγνωρίσιμες, έχουν τον τρόπο ν’ ακουστούν – έστω και με κάποια… δυσκολία – ακόμη κι από κείνους που άκουγαν, πιθανώς, ρεμπέτικα στα χρόνια της αναβίωσης (δεν γνωρίζω πως θ’ αντιδρούσαν οι πιουρίστες…). Κάτι ο ακουστικός ήχος, κάτι οι πειθαρχημένες αυτοσχεδιαστικές προσεγγίσεις, κάτι η αρμονική επεξεργασία, κάτι η φωνητική απουσία, όλα τούτα οδηγούν τον Μπάμπη Παπαδόπουλο και τους συνεργάτες του στη δημιουργία μιας «ιδιότροπης» λαϊκής ατμόσφαιρας, εντός της οποίας εμφιλοχωρούν όλα τα καθέκαστα· το δικό μας (σας) σιγο-ψιθύρισμα, οι δικές μας (σας) βόλτες.
Τα τραγούδια, που επελέγησαν για την… σπηλαιώδη περιπλάνηση είναι κλασικά. Το «Ένα τραγούδι απ’ τ’ Αλγέρι» του Καλδάρα (το μόνο μη ρεμπέτικο), η «Γυφτοπούλα» του Μπάτη, η «Καλογριά» του Βαγγέλη Παπάζογλου, το «Μινόρε του ντεκέ» (όχι «τεκέ», αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς) του Ιωάννη Χαλικιά (όχι Χαλκιά, όπως αναφέρει η παραγωγή) ηχογραφημένο στη Νέα Υόρκη τον Ιανουάριο του 1932 (όχι το «1930 περίπου», όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο), o «Σινάχης» του Βαμβακάρη, το «Τουμπελέκι-τουμπελέκι» των Μπέζου-Δημητριάδη, το «Ζεϊμπεκάνο σπανιόλο» του Μπάτη. Θα έλεγα δε πως η κορυφαία στιγμή του άλμπουμ είναι η version στο «Μινόρε», με θαυμαστή σύμπνοια κιθάρας και μπουζουκιού και με οδηγό τα κλασικά πρότυπα των thirties (Βαμβακάρης-Σκαρβέλης ας πούμε). Φανταστικά, υπό την έννοια ότι η φαντασία οργιάζει το «Τουμπελέκι-τουμπελέκι», αλλά και το εισαγωγικό «Ένα τραγούδι απ’ τ’ Αλγέρι» με την «άλλη» εισαγωγή (κοντραμπάσο-κιθάρα) και την, από ’κει και κάτω, καθαρότητα της αφήγησης.
Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος με το «Απ’ τη σπηλιά του Δράκου» τόλμησε, με την επιδεξιότητα γεωμέτρη, σε πολλά και… επικίνδυνα πεδία. Προσωπικώς, δεν έχω τίποτα επιλήψιμο να του προσάψω. Απεναντίας…
ΥΓ. Στην Athens Voice, τεύχος 308, 1-7/7/2010, ο Μάκης Μηλάτος αναφερόμενος στο δίσκο έγραψε κάτι περί… post-rock και serf (έτσι, με “e”). Προσωπικώς, δεν καταλαβαίνω, πόσο… post rock και πόσο… serf μπορεί να είσαι, χωρίς να χρησιμοποιείς ηλεκτρικές κιθάρες, αλλά, εκείνο που καταλαβαίνω (ό,τι ακούω δηλαδή), είναι πως στο CD του Μπάμπη Παπαδόπουλου δεν υπάρχουν επ’ ουδενί rock (άσε το post… που είναι μαϊντανός και κολλάει με όλα) και surf αναφορές. Απεναντίας, για τις «μπουζουκοαναφορές», που είναι σαφείς και απόλυτες, στις… 32 λέξεις που χρησιμοποιεί ο Μηλάτος για να κάνει «κριτική» δε λέει τίποτα. Ή, μάλλον, λέει. Πως την προσωπική ματιά του Παπαδόπουλου δεν την περίμενε τόσο «σεβαστική»… Να τον πάρουμε στο γάμο μας…
(Δεν εννοώ τον Παπαδόπουλο. Μ’ αυτόν μια χαρά θα περνούσαμε).
Άξιος (όσο λίγοι)
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ συγκεκριμένα δουλειά είναι όντως καταπληκτική. Τα περί post οτιδήποτε αποτελούν τα συνήθη στερεότυπα όσων δεν έχουν κάτσει να ακούσουν τους δίσκους. Ότι ξεφεύγει από το κανονικό "τραγούδι/ρεφρέν/μπάσο/κιθάρα/ντραμς" το χαρακτηρίζουμε post και καθαρίσαμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Παπαδόπουλος είναι και ο κυρίως υπεύθυνος για την τρομαχτική εξέλιξη στον ήχο των Τρύπες. Με την ένταξη του στο συγκρότημα αφήνουν πίσω την ξεπατικούρα από Wipers, Gang Of Four κλπ και φτάνουν σε αυτό που μπορεί να χαρακτηριστεί και ως "δικός τους ήχος" (ΟΚ όχι ολότελα δικός τους, αλλά πιο δικός τους από πριν)
Άρης Καραμπεάζης είπε...σωστά πράγματα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣιγά μην είναι και post-Blues... Αμαν πια αυτές οι κριτικές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικό Album.
serf????????????????? plirwnontai oi typoi? aporia to xw!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήspoudaios o babis!!!!!!!!!!
"Μινόρε του τεκέ" είναι, Φώντα, και όχι "ντεκέ" (όπως φαίνεται και στην ετικέτα του δίσκου)
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια για το Blog!
Έχεις δει την ετικέτα του 78άρι δίσκου, ανώνυμε; Αν ναι, πάω πάσο (και ανακαλώ). Εγώ δεν την έχω δει, αλλά οι πληροφορίες μου από την ανθολόγηση του τραγουδιού στα CD “Rembetika, Historic Urban Folk Songs from Greece” [USA. Rounder CD 1079] του 1992 και “Mortika, Rare vintage recordings from a greek underworld” [SW. Arko 008] του 2005, που έχει επιμεληθεί ο Charles Howard (τον οποίον εμπιστεύομαι) μιλάνε καθαρά για “Minore tou deke” δηλ. «Μινόρε του ντεκέ». (Στα ίδια CD, σε άλλα τραγούδια, υπάρχει και η λέξη “tekes”. Το λέω για να μη νομιστεί ότι πρόκειται περί ορθογραφικού λάθους). Παρ’ όλα αυτά θα το ψάξω κι άλλο. Κι αν μπορέσω να εξασφαλίσω φωτό του label θα την αναρτήσω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦωτογραφία του δίσκου στο Π. Κουνάδης, "Τα ρεμπέτικα", εκδ. ΤΑ ΝΕΑ, τόμος 7, σελ.27
ΑπάντησηΔιαγραφήOk, φίλε μου. Σ’ ευχαριστώ και για το στοιχείο. Επέτρεψέ μου να το ψάξω κι εγώ λίγο, αύριο, και θα επανέλθω, για να επανορθώσω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜία ερώτηση μόνο. Το label είναι κόκκινη Columbia με τα στοιχεία 56294-F;
Αυτή που λες πρέπει να είναι η αμερικάνικη, ενώ αυτή που βλέπω στου Κουνάδη είναι η Columbia Ελλάδας DGX 36 με χρώμα σκούρο μπλε (εκτός και εάν έχει πέσει "φωτοσοπάρισμα")
ΑπάντησηΔιαγραφήΓι’ αυτό σου λέω… Το αμερικανικό είναι το original, κι εκεί πρέπει να έγραφε «ντεκέ». Δυστυχώς, δεν θα έχω το label πριν από τις αρχές Δεκεμβρίου και τότε θα βεβαιωθούμε αμφότεροι. Θα ακολουθήσει σχετική ανάρτηση. Εδώ (http://is.gd/guost) βλέπεις το original label της άλλης πλευράς («Το μυστήριο»).
ΑπάντησηΔιαγραφήpou mporoume na vroume ton disko? uparxei kapoio link?
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαβάστε και εδώ
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://waiwaimusic.blogspot.com/2011/02/babis-papadopoulos-from-dracos-cave.html