Από τις απρόσμενες (προπέρσινες) επανακυκλοφορίες. Όμως υπήρχε λόγος. Σαράντα χρόνια μετά το “If....” (με τις τέσσερις τελείες), το, ρομαντικά ακραίο, φιλμ-σύμβολο του Lindsay Anderson, πάνω στο οποίο πάντα θα σκοντάφτουν οι εκάστοτε... εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, οι Βρετανοί ξαναδίνουν ένα άλμπουμ, το οποίο συνδέθηκε άμεσα μαζί του.Το “Missa Luba” [el/Cherry Red, 2008] των Troubadours du Roi Baudouin δεν είναι ακριβώς το soundtrack της ταινίας, εμπεριέχει όμως το κομμάτι “Sanctus”, που βρισκόταν στο... i-pod του Mick Travis (Malcolm McDowell), λίγο πριν το τελικό black out. Πέραν αυτού τι; Γιατί δεν είναι το θέμα μας το “If....”. Τι άλλο από ένα περιποιημένο ημίωρο CD, με το σύνολο της “Missa Luba”, της κογκολέζικης λειτουργίας που εμπνεύστηκε ένας βέλγος φραγκισκανός μοναχός o πατήρ Guido Haazen, και την οποία παρουσίασε και ηχογράφησε [Philips, 1958], με τη βοήθεια μιας χορωδίας παιδιών και δασκάλων από το τότε Βελγικό Κονγκό. Θα το πω το... άσχετο. Νομίζω πως πάνω στην ιδέα τού καλόγερου Haazen στηρίχτηκαν οι Jean Kluger και Daniel Vangarde μερικά χρόνια αργότερα (1971), όταν αποφάσισαν να «japan-οποιήσουν» τα διδάγματα της γαλλικής pop στον «Θαυμαστό Κόσμο του Yamasuki». Το “Touch of Evil” (1958) είναι ένα από τα λίγα φιλμ του Orson Welles που δεν έχω δει. Ας πω λοιπόν ότι θεωρείται ως ένα από τα τελευταία μεγάλα noir της «παλαιάς σχολής» – παρότι κάτι τέτοιο ακούγεται σχεδόν υβριστικό, μια και το έργο του Welles εξετάζεται ως «σχολή» από μόνο του. Το soundtrack στην el/Cherry Red (2008) έχω τώρα στη διάθεσή μου, συντεθιμένο από τον Henry Mancini· στην ουσία ένα παράξενο μουσικό σύμπαν, απολύτως ενταγμένο στο ηχητικό πλαίσιο της περιόδου (exotica, latin, rock n’ roll, τύπου... Chicago electric blues, cine-jazz, jump-blues, «ελαφρά» μουσική – πολλά τα θαυμαστικά). Το ’χουμε δει και στην Ελλάδα το... έργο με τον Μίμη Πλέσσα, τον Κώστα Κλάββα κ.ά. Οι μεγάλοι συνθέτες, χειριζόμενοι με άνεση τα εκάστοτε ηχοχρώματα, μπορούν να γράψουν οτιδήποτε.Το “Driftwood and Dreams” του Henry Mancini βγήκε για πρώτη φορά, ως mono, από την Liberty, το 1957. Όπως διάβασα στο δίκτυο, δύο χρόνια αργότερα (1959), ο Mancini ξαναηχογράφησε το συγκεκριμένο άλμπουμ, σε stereo version αυτή τη φορά, ως “The Versatile Henry Mancini” (έκδοση και πάλι της Liberty). Αυτές οι δύο εκδοχές, η mono και η stereo, συν δυο-τρία «άσχετα» tracks (εννοώ από ταινίες, που δεν είχαν σχέση με το εν λόγω έργο), αποτελούν το CD “The Versatile Henry Mancini” [el/Cherry Red, 2008].
Τι να πει κανείς για τον Mancini (του συγκεκριμένου άλμπουμ εννοώ); Είναι η μεγάλη εποχή της exotica και της mood music και ο συνθέτης, όντας μέσα στο ευρύ εκείνο πλάνο, δημιουργεί το δικό του μαγικό κόσμο, παίρνοντας ισχυρές βοήθειες από τη σοπράνο Loulie Jean Norman, τον βραζιλιάνο κιθαρίστα Laurindo Almeida, τον οργανίστα Lou Maury, τον ακορντεονίστα Dominic Frontiere και τον μπασίστα Robert Bain – όλοι τους «ονόματα» – και βεβαίως από την ορχήστρα και τη χορωδία του. Παράξενο άλμπουμ το “Driftwood and Dreams”. Weird ασυζητητί. Και, γενικώς, διαφορετικό από εκείνα του Les Baxter, του Martin Denny, του Arthur Lyman ή του George Melachrino. Ο Mancini δεν φαίνεται να εκβιάζει καταστάσεις, ούτε ηχοχρώματα. Τα… world στοιχεία εντοπίζονται ύστερα από επισταμένο ψάξιμο, με την «παραδείσια» μουσική του να πηγάζει ως φυσική ανάγκη και όχι ως... έχοντας κατά νου «κάτι». Το “Bali hai” είναι ένα θαυμάσιο υποβλητικό κομμάτι, με το απίθανο δίδυμο bass guitar-όργανο να γράφει (και) ιστορία. Εξώκοσμο το “Moon of Manakoora” και ηδονικώς θριλερικό το “Sleepy lagoon” (ο Mancini είχε γράψει μουσική για το “Creature from the Black Lagoon” του Jack Arnold, το 1954). Η mono version μοιάζει πιο κοντινή στο ηχητικό κλίμα της εποχής. Κατατοπιστική συλλογή, από την ίδιαν εταιρία, με στόχευση στη γέννηση του ρυθμού των… αγγέλων στα χρόνια του ’50. Μπορεί οι επιμελητές τής “The Birth of Bossa” (2009) να πηγαίνουν αρκετά πίσω στο χρόνο, πιάνοντας το νήμα από τον Garoto και τις πενιές του στα early fifties, όμως είναι, βασικά, το άλμπουμ της Elizete Cardoso “Cancao do Amor Demais” [Festa, 1958] γραμμένο εξ ολοκλήρου από τους A.C. Jobim και Vinicius de Moraes (με τον Joao Gilberto στην κιθάρα), που σηματοδοτεί την… επίσημη αρχή (περιλαμβάνεται ολάκερο στη συλλογή). Στο εν λόγω LP ακουγόταν και το “Chega de saudade”, στην πρώτη του εκτέλεση, πριν το πάρει λίγους μήνες αργότερα ο Gilberto και το μετατρέψει σε hit. Ανθολογείται επίσης το “Bim bom”, που θεωρείται ως το πρώτο bossa nova τραγούδι, αφού συνετέθη από τον Gilberto το 1956 – παρότι δισκογραφήθηκε τον Ιούλιο του ’58 στο LP του “Chega de Saudade” [Odeon, 1958] –, αλλά και κομμάτια των Luiz Bonfa, Os Cariocas, Agostinho Dos Santos, Laurindo Almeida και Sylvia Telles, που έπαιξαν ένα ρόλο (μικρό, μεγάλο ή μεγαλύτερο) στη γέννηση του στυλ. Αν και όλα τούτα με τις «πρωτιές» δε μου λένε και πολλά πράγματα, ξανατονίζω πως πρόκειται για κατατοπιστική συλλογή.Στο “The First Book of Songs 1954-58” [el/ Cherry Red, 2009], CD αφιερωμένο στον Burt Bacharach, καταγράφονται 28 τραγούδια της πρώιμης εποχής του· η οποία μπορεί να μην είχε την τεράστια επιτυχία των sixties (χωρίς να απολείπουν τα hits), άφησε όμως δυνατά κομμάτια. Έτσι, το “The story of my life” (1957) με τον Marty Robbins, αν και έφθασε μέχρι το νούμερο 1 τον Ιανουάριο του ’58, δεν έπιανε μία μπροστά στο “Warm and tender” με τον Johnny Mathis (ακόμη και ο Andrew Lloyd Webber φαίνεται πως τσαλαβούτηξε στα απόνερά του), ή στο “Uninvited dream” με την Peggy Lee. Στη συλλογή και τα “Magic moments” με τον Perry Como, “The blob” με τους Five Blobs και “Heavenly” ξανά με τον Johnny Mathis, που γνώρισαν μεγάλη εμπορική επιτυχία και ανέβηκαν στα charts, τη συγκεκριμένη πενταετία. Χρήσιμη συλλογή. Μάλλον, θα πρέπει να περιμένουμε (λέμε τώρα…), άλλα δέκα χρόνια για να δούμε, με την ίδια φροντίδα (ας το πω έτσι) αποτυπωμένα, και τα μεγάλα τραγούδια του Burt Bacharach από τα sixties· και ο νοών νοείτω.
Το Μissa Luba ειναι σαφώς εντυπωσιακό αν σκεφτει κανεις οτι μιλάμε για το 1958.Κάπου διάβασα οτι ο Timothy Leary θεωρούσε τον Ravi Shankar,τον Beethoven καί τους "Missa Louba",απο το Zaire σαν τα αγαπημένα του ακούσματα.Ποιος ειμαι εγώ που θα διαφωνήσω?
ΑπάντησηΔιαγραφή