“Far Out begin their classic re-issue series with a much sought after brazilian rarity” γράφουν στο οπισθόφυλλο του CD “Latino Fantastico” (2010) των Rubens Bassini y Los Latinos, οι άνθρωποι της Far Out, φέρνοντας στην επικαιρότητα, σχεδόν μισόν αιώνα μετά την πρώτη κυκλοφορία του (1963), ένα από τα πιο άγνωστα βραζιλιάνικα ρυθμικά LP της εποχής.
Ο Rubens Bassini δεν ήταν τυχαία περίπτωση περκασιονίστα (bongos, congas), παρότι ο πολύς κόσμος θα σημείωσε τ’ όνομά του από τη συμμετοχή του στο “Deodato 2” [CTI, 1973] του Eumir Deodato, όπως και σε άλλα fusion αμερικανικά έργα. Στα βραζιλιάνικα sixties, όμως, ο Bassini, ήταν ένας από τους κρουστούς εκείνους που έφτιαξαν ήχο για σημαντικούς καλλιτέχνες και θρυλικά άλμπουμ, όπως π.χ. το “Dance Moderno” [Philips, 1961] του Sergio Mendes, το “Embalo” [RGE, 1964] του Tenorio Jr., το φερώνυμο των Ipanemas [CBS, 1964], το “Muito Na Onda” [Copacabana, 1967] των Conjunto 3-D και άλλα διάφορα, ενώ είχε και μία μικρή, προσωπική, καριέρα.
Το πρώτο(;) LP του ήταν το “Rubens Bassini e Os 11 Magnificos: Ritmo Fantastico” στην ετικέτα Pawal, το οποίον άλλοι υποστηρίζουν ότι προέρχεται από το 1961, άλλοι από το ’62 και άλλοι (όπως η Far Out) από το 1964. Από το 1963, πάντως, φαίνεται να προέρχεται το “Latino Fantastico” [Nilser], που εδώ μας απασχολεί, άλμπουμ σχεδόν για σόλο κρουστά (κάπου ακούγεται ένα φλάουτο, αλλού ένα μπάσο) και που είχε πρωτοβγεί ως ένα περιορισμένης κυκλοφορίας long play.
Διάβασα στο δίκτυο (σε μια καταχώρηση στο popsike.com) ότι μερικά latin κρουστά, όπως π.χ. οι maracas, δεν είχαν συνδεθεί εξ αρχής με το κίνημα της bossa και πως ο Bassini ήταν ο πρώτος που το επιχείρησε εκείνη την περίοδο. Η ουσία είναι πως ο Bassini έφερε έναν κουβανικόν αέρα στη βραζιλιάνικη μουσική, παρουσιάζοντας cha-cha-cha, mambo, guaguanco, bembe, χειριζόμενος maracas, guiro, tumbadoras, timbales, quinto, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στη δημιουργία ενός exotica κλίματος, που μπορεί μεν να θυμίζει κάτι (λίγο) από τα αμερικανικά 50s, αλλά που, σε κάθε περίπτωση, βρήκε την πλήρη εκφραστική του δύναμη στο πρώτο εκείνο ανεπανάληπτο LP των Ipanemas. Tracks όπως για παράδειγμα το κλασικό “Tabu” ή “Taboo” της Margarita Lecuona (δεν το ξέχασαν οι Les Baxter, Arthur Lyman και δεκάδες άλλοι) καταγράφουν μία ιδιότυπη τελετουργική ατμόσφαιρα, την οποίαν εκτοξεύουν όχι μόνο τα κρουστά και το μπάσο, αλλά κυρίως τα φωνητικά.#
Το ενδιαφέρον των μουσικόφιλων για τους ήχους που ακούγονταν στην Κολομβία, στα χρόνια του ’60 και του ’70, είναι δεδομένο· αν κρίνω, δηλαδή, από την ανταπόκριση που βρίσκουν οι σχετικές εκδόσεις (με τη μία να διαδέχεται την άλλη). Η βρετανική Soundway έχοντας ήδη δώσει το άλμπουμ “Colombia!, The Golden Age of Discos Fuentes - The Powerhouse of Colombian Music 1960-76”, αλλά και επιμέρους εγγραφές σε LP/CD/singles, όπως το “Aqui Los Bravos, The Best of Michi Sarmiento y su Combo Bravo 1967-77” ή εκείνο το απίθανο “Comencemos” των Phirpo Y Sus Caribes από την Medellin, συνεχίζει να εκπλήσσει με σωρεία εγγραφών από την λατινο-αμερικανική χώρα. Εδώ, το CD/2LP “Cartagena!, Curro Fuentes & The Big Band Cumbia and Descarga Sound of Colombia 1962-72” (2011), που αποτελεί κατ’ ουσίαν μία επίτομη καταγραφή των έργων και των ημερών του Jose Maria “Curro” Fuentes, του νεότερου γιου της οικογενείας που καθόρισε, με τις παραγωγές τής Discos Fuentes, τη σύγχρονη μουσική της Κολομβίας.
Με δική του σφραγίδα, την Discos Curro, αλλά από κάποια στιγμή και μετά σε συνεργασία με την τοπική Philips, ο Curro Fuentes ξεκινά να ηχογραφεί τη μία μπάντα μετά την άλλη, καταγράφοντας συν τοις άλλοις και την εξέλιξη του τοπικού latin ήχου. Έτσι, από τις πιο παραδοσιακές εγγραφές των cumbias, porros και mapales των sixties, περνάμε στο σεισμικό ανακάτεμά τους με την ηλεκτρική salsa, τα βαρβάτα μπάσα και τα ιλιγγιώδη κρουστά των seventies, στη δημιουργία δηλαδή ενός ήχου (και) σημερινού, τον οποίον αναπαράγει ο Quantic π.χ. και διάφοροι άλλοι. Αν και δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις κομμάτια σ’ ένα άλμπουμ που κυλάει με αξιοθαύμαστη πυκνότητα, θα κόλλαγα, προσωπικώς, στη δυάδα των “Puerto Rico zumbando” και “Silencio” από τους Clodomiro Montes y El Super Combo Curro και τους (Los) Seven del Swing αντιστοίχως, η οποία (δυάδα), έτσι όπως τοποθετείται από τους compilers Roberto Gyemant, Quantic και Miles Cleret εκεί προς το μέσον της συλλογής, αποτελεί τον καλύτερο συνδετικό κρίκο με τα πριν και τα μετά. (Για το CD ο λόγος, καθότι το 2LP έχει άλλο track list).
Ο Rubens Bassini δεν ήταν τυχαία περίπτωση περκασιονίστα (bongos, congas), παρότι ο πολύς κόσμος θα σημείωσε τ’ όνομά του από τη συμμετοχή του στο “Deodato 2” [CTI, 1973] του Eumir Deodato, όπως και σε άλλα fusion αμερικανικά έργα. Στα βραζιλιάνικα sixties, όμως, ο Bassini, ήταν ένας από τους κρουστούς εκείνους που έφτιαξαν ήχο για σημαντικούς καλλιτέχνες και θρυλικά άλμπουμ, όπως π.χ. το “Dance Moderno” [Philips, 1961] του Sergio Mendes, το “Embalo” [RGE, 1964] του Tenorio Jr., το φερώνυμο των Ipanemas [CBS, 1964], το “Muito Na Onda” [Copacabana, 1967] των Conjunto 3-D και άλλα διάφορα, ενώ είχε και μία μικρή, προσωπική, καριέρα.
Το πρώτο(;) LP του ήταν το “Rubens Bassini e Os 11 Magnificos: Ritmo Fantastico” στην ετικέτα Pawal, το οποίον άλλοι υποστηρίζουν ότι προέρχεται από το 1961, άλλοι από το ’62 και άλλοι (όπως η Far Out) από το 1964. Από το 1963, πάντως, φαίνεται να προέρχεται το “Latino Fantastico” [Nilser], που εδώ μας απασχολεί, άλμπουμ σχεδόν για σόλο κρουστά (κάπου ακούγεται ένα φλάουτο, αλλού ένα μπάσο) και που είχε πρωτοβγεί ως ένα περιορισμένης κυκλοφορίας long play.
Διάβασα στο δίκτυο (σε μια καταχώρηση στο popsike.com) ότι μερικά latin κρουστά, όπως π.χ. οι maracas, δεν είχαν συνδεθεί εξ αρχής με το κίνημα της bossa και πως ο Bassini ήταν ο πρώτος που το επιχείρησε εκείνη την περίοδο. Η ουσία είναι πως ο Bassini έφερε έναν κουβανικόν αέρα στη βραζιλιάνικη μουσική, παρουσιάζοντας cha-cha-cha, mambo, guaguanco, bembe, χειριζόμενος maracas, guiro, tumbadoras, timbales, quinto, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στη δημιουργία ενός exotica κλίματος, που μπορεί μεν να θυμίζει κάτι (λίγο) από τα αμερικανικά 50s, αλλά που, σε κάθε περίπτωση, βρήκε την πλήρη εκφραστική του δύναμη στο πρώτο εκείνο ανεπανάληπτο LP των Ipanemas. Tracks όπως για παράδειγμα το κλασικό “Tabu” ή “Taboo” της Margarita Lecuona (δεν το ξέχασαν οι Les Baxter, Arthur Lyman και δεκάδες άλλοι) καταγράφουν μία ιδιότυπη τελετουργική ατμόσφαιρα, την οποίαν εκτοξεύουν όχι μόνο τα κρουστά και το μπάσο, αλλά κυρίως τα φωνητικά.#
Το ενδιαφέρον των μουσικόφιλων για τους ήχους που ακούγονταν στην Κολομβία, στα χρόνια του ’60 και του ’70, είναι δεδομένο· αν κρίνω, δηλαδή, από την ανταπόκριση που βρίσκουν οι σχετικές εκδόσεις (με τη μία να διαδέχεται την άλλη). Η βρετανική Soundway έχοντας ήδη δώσει το άλμπουμ “Colombia!, The Golden Age of Discos Fuentes - The Powerhouse of Colombian Music 1960-76”, αλλά και επιμέρους εγγραφές σε LP/CD/singles, όπως το “Aqui Los Bravos, The Best of Michi Sarmiento y su Combo Bravo 1967-77” ή εκείνο το απίθανο “Comencemos” των Phirpo Y Sus Caribes από την Medellin, συνεχίζει να εκπλήσσει με σωρεία εγγραφών από την λατινο-αμερικανική χώρα. Εδώ, το CD/2LP “Cartagena!, Curro Fuentes & The Big Band Cumbia and Descarga Sound of Colombia 1962-72” (2011), που αποτελεί κατ’ ουσίαν μία επίτομη καταγραφή των έργων και των ημερών του Jose Maria “Curro” Fuentes, του νεότερου γιου της οικογενείας που καθόρισε, με τις παραγωγές τής Discos Fuentes, τη σύγχρονη μουσική της Κολομβίας.
Με δική του σφραγίδα, την Discos Curro, αλλά από κάποια στιγμή και μετά σε συνεργασία με την τοπική Philips, ο Curro Fuentes ξεκινά να ηχογραφεί τη μία μπάντα μετά την άλλη, καταγράφοντας συν τοις άλλοις και την εξέλιξη του τοπικού latin ήχου. Έτσι, από τις πιο παραδοσιακές εγγραφές των cumbias, porros και mapales των sixties, περνάμε στο σεισμικό ανακάτεμά τους με την ηλεκτρική salsa, τα βαρβάτα μπάσα και τα ιλιγγιώδη κρουστά των seventies, στη δημιουργία δηλαδή ενός ήχου (και) σημερινού, τον οποίον αναπαράγει ο Quantic π.χ. και διάφοροι άλλοι. Αν και δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις κομμάτια σ’ ένα άλμπουμ που κυλάει με αξιοθαύμαστη πυκνότητα, θα κόλλαγα, προσωπικώς, στη δυάδα των “Puerto Rico zumbando” και “Silencio” από τους Clodomiro Montes y El Super Combo Curro και τους (Los) Seven del Swing αντιστοίχως, η οποία (δυάδα), έτσι όπως τοποθετείται από τους compilers Roberto Gyemant, Quantic και Miles Cleret εκεί προς το μέσον της συλλογής, αποτελεί τον καλύτερο συνδετικό κρίκο με τα πριν και τα μετά. (Για το CD ο λόγος, καθότι το 2LP έχει άλλο track list).
σχετικα με τη τελευταια φραση http://youtu.be/4XcpID-Ri2w
ΑπάντησηΔιαγραφή