Οι τυφλοί μουσικοί στο blues (ειδικώς στο blues – γιατί ειδικώς στο blues είναι ένα θέμα που σηκώνει κουβέντα) είναι εκατοντάδες. Μερικές δεκάδες είναι μόνον οι «διασημότητες», οι πιο επώνυμοι ας πούμε. Ένας απ’ αυτούς, που εξακολουθούν να διασπείρουν τις πενιές τους τριγύρω, είναι και ο 69χρονος Bryan Lee από το Wisconsin. Ο Lee έχει μακριά καριέρα στο χρόνο (πρωτοέγραψε LP το 1979 και από το 1991 συνεργάζεται κυρίως με την Justin Time). Μάλιστα, πριν από 4-5 χρόνια είχα γράψει καλά λόγια για το άλμπουμ του “Katrina Was Her Name” (2007), που αποτύπωνε τις σκέψεις του καλού μουσικού για τη Μεγάλη Καταστροφή. Το “My Lady Don’t Love My Lady” [Justin Time, 2009] είναι ένα από τα σχετικώς πρόσφατο CD του Bryan Lee, ένα ουσιαστικό blues άλμπουμ σε παραγωγή του Duke Robillard. Ο Lee είναι καλός σε όλα. Παίζει κιθάρες και τραγουδά με άνεση. Διασκευάζει με κέφι και πάθος αγαπημένους του συνθέτες-bluesmen-τραγουδοποιούς (Doc Pomus, Willie Mabon, Earl King, Junior Wells, Big Bill Broonzy…), γράφει ωραία δικά του κομμάτια (με μια νέο-ορλεανική σφραγίδα, αλλά όχι μόνο), έχει αγαπητό όνομα στην πιάτσα, έλκοντας δίπλα του άλλους παικταράδες (Buddy Guy, Kenny Wayne Shepherd…). Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ένα απολύτως ευχάριστο blues άλμπουμ, που ναι μεν δεν διεκδικεί κάποια πρωτοτυπία, αλλά, από την άλλη, δεν αφήνει να πέσει και τίποτα κάτω από το παρελθόν της blues-ηλεκτρικής ιστορίας (Σικάγου τε και περιχώρων…).#
Έχω χάσει επεισόδια, όσον αφορά στη δισκογραφική πορεία του Lucky Peterson, αφού το τελευταίο δικό του CD, για το οποίο θυμάμαι πως έγραψα είναι το “Move” [Verve] πίσω στο 1997. Από ’κει και κάτω ο νεοϋορκέζος bluesman έχει βγάλει δύο άλμπουμ στην Blue Thumb (1999, 2001), ένα στην Dreyfus (2003) και μετά από κάποιαν απουσία φαίνεται (φαίνεται λέω) να επανεμφανίζεται με το “Heart of Pain” (2010) στην JSP, αλλά και με το “You Can Always Turn Around” (2010), ένα πολύ καλό, βασικά acoustic, έργο, που κυκλοφόρησε (κι αυτό) για την Dreyfus Jazz. Ο Peterson είναι ένας ολοκληρωμένος μουσικός, πράγμα το οποίον αποδεικνύεται όχι μόνον από τα όργανα που χειρίζεται (keyboards, κιθάρα, μπάσο, ντραμς, τρομπέτα), αλλά και από το ρεπερτόριο που επιλέγει να ερμηνεύσει σ’ αυτό το… προτελευταίο εξαίρετο άλμπουμ του. Κλασικά τραγούδια του Robert Johnson, του Blind Willie McTell, του Rev. Gary Davis, του Curtis Mayfield, κομμάτια του Tom Waits και της Lucinda Williams, νεότερων τραγουδοποιών όπως του Bill Callahan και του Ray LaMontagne, μα ακόμη και του πατέρα του James Peterson, ενός ολίγον ακριβοθώρητου bluesman, που εγκατέλειψε τα εγκόσμια τον Δεκέμβριο του 2010. Αν και η μπάντα που τον συνοδεύει είναι κατά βάση ακουστική (ανάμεσα ο μπασίστας Scott Petito, από τη δεύτερη εποχή των Fugs, αλλά και η σύζυγός του τραγουδίστρια Tamara Peterson), αυτό δεν εμποδίζει σε τίποτα τον Lucky Peterson να δώσει ένα δυναμικότατο άλμπουμ, με έξοχες versions, από τις οποίες δεν απουσιάζει ποτέ το συναισθηματικό στοιχείο. Τέλειο το “Trampled rose” του Tom Waits, όπως και το “Atonement” της Lucinda Williams (το πιο full electric κομμάτι του CD), και εντός της νέας παραδοσιακότητας τα “I believe I’ll dust my broom” και “Statesboro blues”.#
Παλαιός γνώριμος ο Tino Gonzales, ο οποίος ξεπέρασε τα εξήντα (ως γεννηθείς το 1951 στο Chicago). Το πιο πρόσφατο CD του, που έχει τίτλο “Funky Tortillas” και υπογράφεται από κοινού με τους Los Reyes del K.O., έχει τρία χρόνια πίσω του, όντας βγαλμένο για την Blues Boulevard, το blues παράρτημα δηλαδή της βελγικής Music Avenue. Ηχογραφημένο και «τελειωμένο» στο Βερολίνο, το Malmö και το Freiburg, το “Funky Tortillas” εμφανίζει διαφορετικές line-up από τραγούδι σε τραγούδι, παρότι οι Marcos Coll φυσαρμόνικα και Adrian Costa φωνή, κιθάρες (οι Reyes del K.O. δηλαδή) έχουν σχετικώς σταθερή παρουσία. Τα τραγούδια τού Gonzales ανέκαθεν ήταν… αριστερόστροφα. Τούτο το είχα επισημάνει από παλαιά (3/2004), όταν χρησιμοποίησα ένα τραγούδι του στο “Blues Blasters” CD του Jazz & Τζαζ (τεύχος 132) και το ξαναλέω και τώρα ακούγοντας θέματα όπως τα “How lucky we are?”, “Cloak of misery”, “We all lose” κ.λπ. Συνθετικώς και φυσικά παικτικώς, το άλμπουμ κινείται σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο, παρουσιάζοντας ένα… πανόραμα blues τραγουδιών (από hard driving έως μπαλάντες), επί των οποίων κυριαρχεί η φωνή και η κιθάρα τού Gonzales, αλλά, ανά κομμάτι, και διάφοροι άλλοι παίκτες (όπως ο οργανίστας Sahm στο “We all loose” ή ο πιανίστας Christian Rannenberg στο “The last time”, εκεί όπου το σόλο φυσαρμόνικας του Coll σπάει καρδιές). Και κάτι τελευταίο. Το άλμπουμ είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Bill Perry, ενός πολύ σημαντικού παίκτη, που είχε περάσει και από την Αθήνα και ο οποίος πέθανε το 2007, στα 50 του χρόνια. #
Ομολογώ πως τον Little Al Thomas δεν τον γνώριζα. Τουλάχιστον δεν θυμάμαι τ’ όνομά του. Δεν θυμάμαι να έχω ακούσει κάτι δικό του. Γεννημένος στο Chicago το 1930, ο Thomas υπήρξε «τρόφιμος» της Maxwell Street, ανοίγοντας σώου του Bobby Bland και συνοδεύοντας (όντας τραγουδιστής) τον κιθαρίστα Lacy Gibson (ο οποίος Gibson – άσχετο – είχε γράψει για την El Saturn τού… κουνιάδου του Sun Ra!). Επηρεασμένος από το τραγούδισμα του Louis Jordan, αλλά κυρίως του B.B King, ο Little Al Thomas πρέπει να άργησε στην ηχογράφηση προσωπικής δουλειάς· κάτι που, μάλλον, τοποθετείται μετά το 2000. Το “Not my Warden” [Blues Boulevard, 2010] γίνεται με τη βοήθεια των Deep Down Fools (John Edelmann κιθάρες, Marty Binder ντραμς, Rob Waters hammond B3, Eddie Galchick, Mike Scharf μπάσο) κι είναι ένα θαυμάσιο δείγμα σύγχρονου rhythm n’ blues της πόλης, γραμμένου στα Joyride Studios του Chicago. Η μπάντα παίζει πραγματικά καλά, με τον χαμοντίστα να δίνει την άλλη διάσταση, τον κιθαρίστα να τα χώνει εκεί όπου πρέπει, και τον Little Al Thomas να ερμηνεύει με ένταση και ζέστη, μερικά θαυμάσια τραγούδια (“Anger heats my house”), συνθέσεις, κυρίως, του John Edelmann.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου