(…) Ωστόσο, ενώ δεν είχα προβλήματα στα γήπεδα, κάτι δεν
πήγαινε καλά με την υπόλοιπη παραμονή μου (στην Αγγλία). Λεφτά δεν υπήρχαν για
ξενοδοχείο, ούτε μέτριο. Ευτυχώς, είχε φροντίσει ένας γνωστός και με δέχτηκαν
στο κτίριο του εφοπλιστή Πατέρα, που ήταν τεράστιο και βρισκόταν σε ένα κάπως
μακρινό προάστιο του Λονδίνου. Μόλις τελείωσα λοιπόν τις δουλειές μου, μια και
δυο για του Πατέρα να κοιμηθώ. Οι άνθρωποι, εκεί, δεν μου έδωσαν το ροζ
δωμάτιο, ούτε τις μεταξωτές μπιτζάμες του κυρίου. Για μένα υπήρχε το υπόγειο
του τεράστιου σπιτιού. Και κει τη βρήκα. Ήταν ένα πολύ μεγάλο σκοτεινό υπόγειο,
γεμάτο παλιά έπιπλα και σκεύη, κιβώτια, ανταλλακτικά από αυτοκίνητα, τεράστια
κασόνια με σαβούρες. Κάπου στην άκρη, στήθηκε ένα μικρό ράντσο και βολεύτηκα. Πάνω
από την οποιαδήποτε έλλειψη άνεσης είχα βάλει τη δίψα της μάθησης. Ούτε πείνα
με έπιανε, ούτε το διαβολεμένο κρύο σ’ αυτό το καταραμένο υπόγειο. Όμως, αυτό
που δεν άντεξα ήταν ο φόβος. Ένα βράδυ, που δεν μπορούσα να κοιμηθώ με τίποτα
(και ήθελα πολύ να κοιμηθώ και να ονειρευτώ ότι βρισκόμουν στο ξενοδοχείο Ριτζ,
όπου δυο κομψοί σερβιτόροι μου σερβίρουν ένα βασιλικό γεύμα), σηκώθηκα και
έκοψα μερικές βόλτες στο υπόγειο. Από περιέργεια, αλλά ίσως και μηχανικά,
στάθηκα σε μια γωνιά που βρίσκονταν κάτι κιβώτια. Βάζω το χέρι και ανοίγω ένα.
Και τι να δω: ήταν γεμάτο κόκαλα. Τρελάθηκα. Όλο μου το κορμί το είχε ζώσει
ανατριχίλα. Μη κάνουμε τους πολύ μάγκες γιατί βλάφτει. Με δυο λόγια είχα χεστεί
από το φόβο μου. Και πάνω στη θολούρα μου, ανοίγει το πορτάκι στο βάθος του
υπογείου. Μπροστά στο άνοιγμα, στεκόταν η υπηρέτρια, κρατώντας ένα μεγάλο φακό.
«Πάθατε τίποτα κύριε Νίκο;», μου λέει. Τρελάθηκα από το φόβο μου. «Κάτι κόκαλα
βρήκα εδώ», της λέω. «Ναι, το ξέρω», απαντά. «Είναι για να παίζουν τα σκυλιά
του κυρίου Πατέρα». Άντε να κοιμηθείς μετά, ή να πιστέψεις τη γριά υπηρέτρια.
Που ήταν ίσως η πιο άσχημη γυναίκα που είχα δει στη ζωή μου. Να σκεφτείτε ότι
το πρόσωπό της μπροστά στο φακό, μου είχε φέρει πιο δυνατή ανατριχίλα από τα κόκαλα.
(…)
Απόσπασμα από το κεφάλαιο Στο Υπόγειο με τα Φαντάσματα, του βιβλίου του Νίκου Αλέφαντου Από τη Φτώχεια στην Αναγνώριση [Φύκιρης,
2η έκδοση Αθήνα 1985].
Χε χε Λάβκραφτ ο Αλέ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσοι ζυμώθηκαν με το ποδόσφαιρο της 15ετίας 1970-1985 και τα λαϊκά από ψυχής αναγνώσματα, να βρουν και να διαβάσουν την αυτοβιογραφία του Νίκου Αλέφαντου. Εγώ, για να μην τη χάνω στη βιβλιοθήκη, την έχω δίπλα στις αυτοβιογραφίες των ρεμπετών.
ΔιαγραφήΔεν είναι τυχαίο που τον έχεις δίπλα στους ρεμπέτες, επειδή ο Αλέφαντος και οι ρεμπέτες είναι το ίδιο αντισυμβατικοί στη ζωή τους και πάντα έκαναν μόνο αυτό που είχαν στο μυαλό τους. Όπως λέει και το άσμα, "Γεια σου ρε Αλέφαντε είσαι παλληκάρι, μην υποχωρείς".
Διαγραφήγια τον αλεφαντο στο λονδινο το εγραψε αυτο ο σιδηροπουλοσ ρε φωντα?
ΑπάντησηΔιαγραφήΚίτρινο το σούρουπο η ώρα έξι και μισή
πες μου κάτι μίλησε δεν αντέχω στη σιωπή
κλείσε το παράθυρο, τρέμω και το σκέπασμα βαρύ
τούτη η πόλη γίνηκε ανυπόφορη πληγή.
Α.Κ.
Δεν ξέρω Α.Κ. Ρώτα τον Εφιάλτη του… κίτρινου σούρουπου να σου πει.
Διαγραφή