Η ιστορία της jazz στην Ελλάδα δεν είναι μόνο τα σημαντικά και τα μεγάλα, αλλά συχνά και τα «μικρότερα» γεγονότα, με τις ανάλογες καταστάσεις, τα οποία –όταν
συνδεθούν– είναι ικανά να «δέσουν» ένα σύνολο. Όσα θ’ αναφερθούν στη συνέχεια
δεν είναι τίποτ’ άλλο από την ιστορία ή, αν θέλετε, την προϊστορία της jazz στην Θεσσαλονίκη… και
συνεπώς ένα ακόμη κομμάτι της ελληνικής jazz history.
Η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη, η οποία ψάχνει το παρελθόν
της. Δεν γνωρίζω τι μπορεί να γίνεται σε κάθε πόλη της Ελλάδας, στη Θεσσαλονίκη
όμως εκείνο που γίνεται το μαθαίνεις. Δεν μένει σε τοπικό επίπεδο. Δεν χάνεται.
Βοηθούν οι εκδόσεις, βεβαίως, προς αυτή την κατεύθυνση, τα βιβλία και τα
περιοδικά, αλλά πάνω απ’ όλα «βοηθά» η ίδια η πολιτιστική φυσιογνωμία της
πόλης, που πάντα διαθέτει μικρά ή μεγαλύτερα «φώτα» προκειμένου να «λούσει»
εκείνο που έχει αξία και συμβαίνει.
Τη χρονιά κατά την οποίαν η πόλη ήταν Πολιτιστική Πρωτεύουσα
της Ευρώπης (1997) κυκλοφορούσε, ανάμεσα σε άλλα, κι ένα ιδιαίτερο θεματικό
(κάθε φορά) περιοδικό, που είχε τίτλο Τάμαριξ.
Στο εξώφυλλο του 4ου τεύχους του (Απρίλιος 1997) εικονιζόταν Η Ορχήστρα
Συμφωνικής Τζαζ του… Γερμανικού Ραδιοφωνικού Σταθμού Θεσσαλονίκης, της περιόδου
1941-1944. Ολάκερο εκείνο το τεύχος ήταν αφιερωμένο στη… Μουσική της Κατοχής!
Όπως διαβάζω, ανάμεσα σε άλλα: «Από τα
ίδια αποκρουστικά μεγάφωνα οι Γερμανοί μεταδίδουν τις συναυλίες της συμφωνικής
ορχήστρας του επιταγμένου Ραδιοφωνικού Σταθμού Θεσσαλονίκης. Άκουγες λοιπόν…
δωρεάν, περπατώντας πεινασμένος στους δρόμους της ζοφερής Θεσσαλονίκης της
Κατοχής, Μπετόβεν και Μότσαρτ (όχι όμως και Μέντελσον, Βιβάλντι κ.ά. γιατί ήταν
Εβραίοι…) και ελαφρά μουσική τζαζ από
την ορχήστρα του Αλέκου Σπάθη». Και λίγο πιο κάτω στη συνέντευξη του
Κώστα Καρανίκα (ακορντεονίστας και πιανίστας στη ορχήστρα Σπάθη): «Το ’34, μόλις τελείωσα το σχολείο, με πήραν
σε μια ορχήστρα που έπαιζε στο Φάληρο. Επειδή δεν είχα ακορντεόν μου έδωσε ο
πιανίστας το δικό του. Τότε συνηθιζόταν οι πιανίστες να έχουν ακορντεόν, για να
παίζουν στα ταγκό. Την ορχήστρα μας τη λέγαμε Les Saloniciens. Είχαμε κάνει λάβαρα ωραία,
όπως και αναλόγια με τον τίτλο του συγκροτήματος. Παίζαμε κομμάτια τζαζ. Ήμασταν δηλαδή τότε οι μοντέρνοι της εποχής.
Γινόταν χαμός όταν παίζαμε. Οι νέοι πετούσαν τα καπέλα και τα κασκόλ από
ενθουσιασμό. Για τους μεγάλους σε ηλικία μουσικούς της εποχής ήμασταν
επαναστάτες».
Κι ενώ αυτά γίνονταν πριν τον πόλεμο και κατά τη διάρκεια
της Κατοχής, στην περίοδο του Εμφυλίου και στα πρώτα χρόνια του ’50 τα πράγματα
φαίνεται πως είχαν δυσκολέψει. Γράφει σχετικώς ο Ντίνος
Χριστιανόπουλος στο περιοδικό Θεσσαλονικέων
Πόλις (#13/36, Ιούνιος 2011): «Από
την άλλη μεριά, εμείς λίγο-πολύ είχαμε αυτό που θα λέγαμε εχέγγυα
εθνικοφροσύνης. Δεν ήμασταν ύποπτοι για αριστερές αποκλίσεις. Άλλωστε, δεν είχε
ξεφύγει πια ρουθούνι. Όσοι δεν είχαν σκοτωθεί στα βουνά είχαν πάει στις
εξορίες. Εμείς πια ήμασταν τα αγγελούδια της αστικής κοινωνίας, καλά παιδιά από
καλές οικογένειες, από καλά σωματεία, κατηχητικά και τέτοια. Δεν υπήρχε υποψία.
Και όμως από αυτά τα καλά παιδιά άρχισε σιγά σιγά να ξεφυτρώνει το αίτημα ενός
συνδικαλισμού. Ως τότε κάτι μικροκινήματα ήταν καπελωμένα, δεν μπορείτε να
φανταστείτε από ποιόν: από την Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών. Υπήρχε και
αυτό το φρούτο. Μια Υπηρεσία εντεταλμένη να κάνει κάτι σποραδικές πνευματικές
εκδηλώσεις· θυμούμαι, ας πούμε, ότι το 1953, στα εντευκτήρια αυτής της Υπηρεσίας
εγώ έκανα μια διάλεξη, από τις πρώτες
μου, με τίτλο ‘Μια υπεράσπιση της τζαζ’. Για πρώτη φορά είχε γίνει κάτι τέτοιο
πράγμα, να υπερασπιστώ την τζαζ, η οποία ήταν πανούκλα – το λιγότερο. Πανούκλα
για τους πάντες».
Κι ενώ η τζαζ φαίνεται πως δεινοπαθούσε, κατά τον Χριστιανόπουλο, στα
πρώτα χρόνια του ’50, προς το τέλος της δεκαετίας είχαν γίνει κάμποσα βήματα
μπροστά. Σ’ ένα κείμενο της αγγλικής έκδοσης του παλαιού περιοδικού Jazz Forum (#25, October 1973), το οποίο κυκλοφορούσε από
τις Polish Jazz Society
και European Jazz Federation, o Σάκης Παπαδημητρίου παρουσιαζόταν από το έντυπο ως ο έλλην
συνεργάτης-ανταποκριτής, που θα πληροφορούσε τους ευρωπαίους αναγνώστες για τα
δικά μας jazz δρώμενα.
Έτσι, σ’ εκείνο το τεύχος διαβάζουμε πως ο γνωστός, σήμερα, πιανίστας,
αυτοσχεδιαστής, συγγραφέας και συνεργάτης (και-κάτι-παραπάνω) στο Jazz & Τζαζ, σχηματίζει το πρώτο του τζαζ σχήμα στο
Κολέγιο Ανατόλια, το 1957, παίζοντας ακορντεόν! Το σχήμα εκείνο θα παρέμενε για
κανα-δυο χρόνια εν ζωή, έως ότου δηλαδή ο Παπαδημητρίου «μετακόμιζε», ως
φοιτητής, στο Αριστοτέλειο, εγκαταλείποντας το ακορντεόν και ασχολούμενος πλέον
με το πιάνο (αναφέρομαι στο διάστημα 1959-1963).
Είναι η εποχή (1963) της κυκλοφορίας του βιβλίου τού Σάκη
Παπαδημητρίου Εισαγωγή στην Τζαζ στις
εκδόσεις Διαγώνιος του Ντίνου
Χριστιανόπουλου–, ένα βιβλίο για το οποίον είχε σημειώσει ο ίδιος ο συγγραφέας
του: «Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο για
την τζαζ γραμμένο από έλληνα συγγραφέα και μάλιστα σε μια εποχή που ακόμα και η
διεθνής βιβλιογραφία της τζαζ δεν ήταν ιδιαίτερa μεγάλη.
Αναλύονται τα στυλ της εξέλιξης της τζαζ από τη γέννησή της μέχρι τα τέλη της
δεκαετίας του ’50, η διάδοσή της, οι επαφές της με άλλα είδη μουσικής, καθώς
και τα κυριότερα όργανα. Το βιβλίο συμπληρώνεται με ευρετήριο μουσικών όρων και
εκφράσεων» (από το Τριήμερο Σύγχρονης
Τζαζ, Δήμος Πατρέων/ Πέμπτο Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας, 1990). Βεβαίως, πλην
του βιβλίου, ο Παπαδημητρίου αρθρογραφούσε για την jazz σε θεσσαλονικιώτικα φοιτητικά ή μη
περιοδικά κι εφημερίδες της εποχής (Διαγώνιος, Ελληνικός Βορράς), ενώ το 1968
θα εκδοθεί ένα ακόμη πόνημά του, το Σκέψεις
για τη Σύγχρονη Μουσική [Διαγώνιος], εκεί όπου η jazz εξακολουθεί να δηλώνει παρούσα μέσα
από… πιο πλάγιους τρόπους.
Η τζαζ συνείδηση στην πόλη προχώρησε (στο βαθμό που θα
μπορούσε να προχωρήσει) φυσικά (και) μέσα από τις συναυλίες· είτε εκείνες
αφορούσαν στις μετακλήσεις καλλιτεχνών από το εξωτερικό, τις οποίες
επιχειρούσαν οι διάφοροι φορείς (λίγες αλλά σημαντικές), είτε στις πιο…
εφαρμόσιμες παρουσίες των ποικίλων χορευτικών ορχηστρών στα κλαμπ της εποχής. Από
τον Σάκη Παπαδημητρίου πάλι (Jazz & Τζαζ #27,
6/1995) πληροφορούμαστε πως την 30/4/1963 δύο γερμανικά συγκροτήματα
εμφανίστηκαν στο Βασιλικόν Θέατρο Θεσσαλονίκης. Το πρώτο ήταν οι Dixieland Messengers, ενώ το δεύτερο
ήταν το κουιντέτο σύγχρονης jazz
του γερμανού τρομπονίστα Albert Mangelsdorff!
Η συναυλία είχε διοργανωθεί από το Ελληνικό
Ίδρυμα Εξυπηρετήσεως Πανεπιστημίων σε συνεργασία με το αντίστοιχο
γερμανικό, υπό την προστασία του γερμανού προξένου. Γενικώς, ο γερμανικός παράγων
έπαιζε πάντα ένα ρόλο στα ελληνικά τζαζ δρώμενα, κάτι που αποδεικνύεται και από
τα υπόλοιπα live που θα πραγματοποιηθούν στην πόλη τα επόμενα χρόνια. Ποια
ήταν αυτά;
Κατά πρώτον το 1965 έρχεται στη Θεσσαλονίκη ο βιμπραφωνίστας
και φλαουτίστας Gunter Hampel.
Είναι η εποχή τού άλμπουμ “Heartplants”
[SABA, 1965] και άρα
είναι πολύ πιθανόν ο Hampel να εμφανίστηκε στην πόλη με τους Manfred Schoof τρομπέτα, Alexander Von Schlippenbach πιάνο, Buschi Niebergall μπάσο και Pierre Courbois ντραμς. Αν
είναι όντως έτσι τότε μιλάμε για ένα ιστορικό free live! Επτά χρόνια αργότερα
(μάλλον το 1972) εμφανίζεται στην πόλη το Otto Wolters Trio πιθανώς με τη σύνθεση Otto Wolters πιάνο, Horst Wagner μπάσο και Charles Benecke ντραμς, ενώ την άνοιξη του ’74 (18/3) το Manfred Schoof Quintet
(Manfred Schoof τρομπέτα, Michel Pilz μπάσο κλαρίνο, Erhard Kroeger τρομπόνι, Dieter Flimm ντραμς,
Eberhard Weber
μπάσο) βάζει τη δική του υπογραφή στη… free σκηνή της πόλης. (Είχε προϋπάρξει η συναυλία της Αθήνας, την
15/3, στο Θέατρο Στοά στου Ζωγράφου).
Μία άλλη εκδήλωση, για την οποίαν έχει γράψει ο Σάκης
Παπαδημητρίου στο Jazz & Τζαζ (#88, 7/2000), ήταν
η Φοιτητική Εβδομάδα του 1965,στην
οποία θα εμφανίζονταν το Συγκρότημα Τζαζ και το Θέατρο Χορού του Πανεπιστημίου Charles της Πράγας. Το συγκρότημα
Revival Club
απαρτιζόταν αποκλειστικώς από φοιτητές που έπαιζαν dixieland, ενώ το χοροθέατρο είχε μέλη
της Σχολής Καλών Τεχνών (του Πανεπιστημίου Charles προφανώς), που πειραματίζονταν με συνθέσεις των... «André Previn, Modern Jazz Quartet, George
Shearing και αποσπασμάτων από την Σαιξπηρική Σουίτα του Duke Ellington». Την ίδιαν
ώρα μία άλλη τζαζ παρουσιαζόταν στα κέντρα και τα κλαμπ της Θεσσαλονίκης.
Γράφει ο Λευτέρης Κογκαλίδης στους Μοντέρνους Ρυθμούς (#31, 9/6/1965): «Από το Πάσχα ως τώρα εμφανίσθηκαν στα
δύο-τρία κέντρα –ή κλαμπ– της Θεσσαλονίκης οι εξής: Ορχήστρα Λούκας με την
Νέλλη Μάνου και τον Τζούλιο, Φόρμιγξ, Ορχήστρα Λεβ με τον Τζίμυ, ο πιανίστας
Σπάρτακος με την Λίντα Χαλκιαδάκη, ο Γιάννης Βογιατζής, η νέγρα τραγουδίστρια
Τζόυς Πήτερς με τον συνθέτη και πιανίστα Γιώργο Θεοδοσιάδη. Από τις 3 Ιουνίου
άρχισε εμφανίσεις στο ‘Λουξεμβούργο’ το ιταλικό κουιντέτο Έτζιο Γκραίη και από
την 1η Ιουνίου στη ‘Ρέμβη’ παίζει η ορχήστρα του Κώστα Κλάβα». Το
συγκρότημα εκείνο, όμως, που άλλαξε τα τζαζ δεδομένα στην πόλη δεν ήταν άλλοι
από τους Jo-Ba-Sa και όχι… ΤΖΟΜΠΑΣΑ...
Για να δούμε, όμως, πως ακριβώς έχουν τα πράγματα…
Κατ’ αρχάς όλα σχετίζονται με την Μακεδονική Καλλιτεχνική
Εταιρεία Τέχνη, που ιδρύθηκε το 1951.
Μέσα στα πλαίσια της Τέχνης θα
λειτουργήσει, το 1973, η Λέσχη Τζαζ και
Ποπ, που θα φέρει σ’ επαφή τους Θεσσαλονικείς με τα νέα ρεύματα της jazz
και του rock της περιόδου. Να πώς παρουσίασε τη Λέσχη στο περιοδικό Jazz
Forum (#26, December 1973) ο Σάκης Παπαδημητρίου: «Μία τζαζ λέσχη άνοιξε τις πύλες της στη
Θεσσαλονίκη, τον Ιανουάριο του 1973. Μολονότι διάφορες ανάλογες προσπάθειες
είχαν ξεκινήσει στα fifties και τα sixties, αυτή
είναι η πρώτη φορά που κάτι τέτοιο συμβαίνει σοβαρά και μάλιστα κάτω από την
προστασία της ‘Τέχνης’, της πιο ενδιαφέρουσας καλλιτεχνικής κοινότητας της
πόλης. Το Ίδρυμα Φορντ (Ford Foundation) επιχορήγησε την Εταιρεία για τα έτη 1972-74 “προκειμένου
να μπορέσει η ‘Τέχνη’ να συνεχίσει το έργο και τις πολιτιστικές δραστηριότητές της”.
Η ‘Τέχνη’ αγόρασε και εγκατέστησε στην αίθουσά της ενισχυτές, στερεοφωνικό
συγκρότημα, ηχεία, μαγνητόφωνο, αλλά και κάποια μουσικά όργανα. Έτσι, τα μέλη
του κλαμπ θα μπορούσε να συναντηθούν, ν’ ακούσουν μουσική, να συζητήσουν για τη
μουσική και με τους μουσικούς, να παρακολουθήσουν live, ταινίες
κ.λπ. Τα μέλη του κλαμπ έχουν μάλιστα σχηματίσει κι ένα κουαρτέτο με τον Σάκη
Παπαδημητρίου στο πιάνο και το όργανο, τον Βασίλη Οικονομόπουλο στην κιθάρα και
το μπάσο, τον Φλώρο Φλωρίδη στο φλάουτο και το σοπράνο σαξόφωνο και τον Γιάννη
Καμπούρογλου στα ντραμς. Το κουαρτέτο έχει ήδη εμφανιστεί στη Λέσχη
αυτοσχεδιάζοντας σε συνθέσεις του Παπαδημητρίου, ο οποίος είναι και ο υπεύθυνος
(της Λέσχης). Οι συναντήσεις γίνονται κάθε Τρίτη από τις 8-10 το βράδυ. Η Λέσχη
έχει επιτυχή πορεία μέχρι τώρα και θα συνεχίσει τις δραστηριότητές της. Ανάμεσα
στα μελλοντικά της σχέδια είναι εισηγήσεις και σεμινάρια πάνω στη μουσική,
περισσότερα live από το σχήμα της Λέσχης, αλλά και
από άλλα γκρουπ, οργανογνωσία, καινοτομικές ηχητικές τεχνικές, φιλμ από jazz φεστιβάλ και συζητήσεις για δίσκους».
Το συγκρότημα της Λέσχης (Γιάννης “John” Καμπούρογλου, Βασίλης “Basil” Οικονομόπουλος, Σάκης “Sakis” Παπαδημητρίου) μπορεί
να μην είχε επίσημο όνομα, όμως στο χώρο ήταν γνωστό ως Jo-Ba-Sa (τα δύο πρώτα γράμματα από τα αγγλικά ονόματα των μελών
του). Οι Jo-Ba-Sa αν και δεν άφησαν κάποιαν επίσημη
ηχογράφηση, άφησαν όμως ουκ ολίγες ανεπίσημες (φυλαγμένες στα αρχεία των
μουσικών), που φανερώνουν τζαζ μεράκι και πρωτοτυπία. Με ρεπερτόριο που περιελάμβανε
Miles Davis (κομμάτια από το “Kind of Blue”), Sonny Rollins (“Doxy”), Charles Lloyd (“Forest flower”), McCoy Tyner (“Walk spirit, talk spirit”) και βεβαίως δικές
τους συνθέσεις όπως το “Gradually”
(με επιρροές από Soft Machine
εποχής “Third”) ή άλλες
σε «περίεργα» μέτρα, οι Jo-Ba-Sa ήταν ένα προχωρημένο τζαζ σχήμα της
εποχής – και όχι μόνο για τα δεδομένα της Θεσσαλονίκης.
Άλλη μια μαρτυρία από
τον τόμο Χρονικό ’73/ καλλιτεχνική
πνευματική ζωή [Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα, Αθήνα 1973], την οποίαν
είχε πρωτοϋπογράψει, μάλλον, ο Λευτέρης Κογκαλίδης σε άρθρο του σε εφημερίδα της
Θεσσαλονίκης: «Η προσπάθεια για την
δημιουργία μουσικής λέσχης φίλων της τζαζ και της ποπ δεν είναι καινούργια στη
Θεσσαλονίκη, αλλά είναι η πρώτη φορά που μια τέτοια κίνηση στεγάζεται σ’ ένα
σοβαρό καλλιτεχνικό σωματείο, όπως η ‘Τέχνη’. Σε ερώτηση που υποβάλαμε στον
υπεύθυνο για την δημιουργία του τμήματος κ. Παπαδημητρίου για τις επιδιώξεις
της ομάδος του είπε τα εξής: “Προς το παρόν σημασία έχει να υπάρχει ένα στέκι
όπου να μπορεί κανείς να ακούσει τζαζ και ποπ έστω και μια φορά την εβδομάδα
από ένα καλό σύστημα ενισχυτών και μεγαφώνων, δυνατά και καθαρά, χωρίς τον φόβο
ότι ενοχλεί τον γείτονά του. Επίσης, να ξέρει ότι εκεί θα συναντήσει κι άλλους,
που αγαπούν την ίδια μουσική, θα συζητήσει για τους νέους δίσκους, θα ακούσει
την εισήγηση ενός μέλους γύρω από κάποιο μουσικό θέμα, θα βρει περιοδικά,
καταλόγους δίσκων, βιβλία, παρτιτούρες κ.λπ., που θα τον βοηθήσουν να μάθει
περισσότερα για την μουσική και τους δημιουργούς της. Οι εισηγήσεις από απλή
παρουσίαση στην αρχή θα γίνονται πιο λεπτομερείς, δηλαδή θα εξετασθεί ιστορικά
η τζαζ και η ποπ, οι πηγές τους, οι μουσικές επιδράσεις, το κοινωνικό
περίγραμμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν, η σχέση τους με άλλες μορφές μουσικής
και Τέχνης, τα μουσικά όργανα, η νέα τεχνολογία κ.ά. Επίσης, ελπίζω σιγά-σιγά
να φτάσουμε σε μια βαθύτερη μουσική ανάλυση των χαρακτηριστικών της τζαζ και
της ποπ με παραδείγματα στο πιάνο ή σε άλλα μουσικά όργανα. Κάτι άλλο που μας
ενδιαφέρει πολύ είναι η δημιουργία ορχήστρας από τα μέλη. Ήδη υπάρχει ένα τρίο,
που αποτελείται από τον Βασίλη Οικονομόπουλο στο μπάσο, τον Γιάννη Καμπούρογλου
στα ντραμς και από εμένα στο πιάνο. Τον Φεβρουάριο παίξαμε ένα βράδυ για τα
μέλη, δηλαδή ουσιαστικά αυτοσχεδιάσαμε πάνω σε πέντε δικά μας κομμάτια.
Υπάρχουν και άλλοι από τα μέλη που παίζουν κάποιο μουσικό όργανο κι έτσι ίσως
δημιουργηθεί κι άλλο γκρουπ. Ήδη το τρίο κάνει πρόβες ως κουαρτέτο με τον Φλώρο
Φλωρίδη στο φλάουτο. Το σπουδαιότερο βέβαια είναι το ότι η ‘Τέχνη’ μάς διαθέτει
για πρόβες την αίθουσά της, όπου υπάρχει ένα καταπληκτικό πιάνο Σταϊνγουαίη,
ένα ηλεκτρικό όργανο, μαγνητόφωνο, μικροφωνική και μεγαφωνική εγκατάσταση, όλα
ιδιοκτησία της ‘Τέχνης’. Εμείς κουβαλήσαμε τα ντραμς, το μπάσο και έχουμε
παραγγείλει ένα σοπράνο σαξόφωνο”. Ζητήσαμε επίσης από τον κ. Παπαδημητρίου να
μας κάνη ένα σύντομο απολογισμό των πρώτων
τεσσάρων μηνών λειτουργίας του τμήματος ‘Τζαζ και Ποπ’. “Από τα τέλη Ιανουαρίου
μέχρι τον Μάιο έγιναν 14 τακτικές εκδηλώσεις της Τρίτης. Ο μέσος όρος των μελών
ήταν γύρω 40-50 άτομα. Ακούστηκαν από δίσκους (οι περισσότεροι από τους οποίους
δεν κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά) περίπου 100 διαφορετικά γκρουπ και
μουσικοί της τζαζ και της ποπ. Προεβλήθησαν δύο φιλμ που παρεχώρησε η
Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών, από τα οποία το ένα αφορούσε την μουσική εκπαίδευση
των μαθητευομένων της τζαζ στη σχολή Μπέρκλη της Βοστώνης και το άλλο το
φεστιβάλ του Κονκόρντ της Αμερικής. Το τρίο έπαιξε μια φορά σύγχρονη τζαζ για
τα μέλη. Έγιναν δύο βραδυές αφιερωμένες η μία στα μπλουζ και η άλλη στο
συγκρότημα Pink Floyd. Από τις πολλές εισηγήσεις οι σπουδαιότερες ήσαν για τα
μπλουζ, τα σπιρίτσουαλς, τις επιδράσεις ινδικής μουσικής, τα μουσικά όργανα,
συγκρίσεις μικρών και μεγάλων ορχηστρών. Τα σχέδια της ομάδας αυτής, που
ξεκίνησε με τόση διάθεση και πέτυχε πολλά μέσα σε λίγους μήνες, είναι να
συνεχίσει τις τακτικές εκδηλώσεις κάθε Τρίτη βράδυ από τον Σεπτέμβριο, να
αυξήσει τις ζωντανές εμφανίσεις του γκρουπ και να παρουσιάσει κι άλλα
συγκροτήματα τζαζ και ποπ, να γίνει επίδειξη μουσικών οργάνων και συγχρόνων
εγκαταστάσεων από ειδικούς, να προβάλλει φιλμ, να παρουσιάσει τους νέους
δίσκους κ.λπ.».
Η Λέσχη Τζαζ και Ποπ
δεν διατηρήθηκε για πολύ καιρό. Το στρατιωτικό καθεστώς, μετά τα γεγονότα του
Πολυτεχνείου –και στην προσπάθειά του να επιβιώσει μέσα από τις γνωστές
εσωτερικές ανακατατάξεις– κλείνει την Φοιτητική
Ένωση Μορφωτικής Νεολαίας Θεσσαλονίκης, όπως και την Τέχνη (και μαζί της τη Λέσχη) προφανώς λόγω του ότι εκεί συναθροίζονταν φοιτητές και όχι επειδή ακουγόταν jazz,
έπειτα από προκήρυξη του στρατιωτικού διοικητή της πόλης. Γράφει, σχετικώς, ο
Σάκης Παπαδημητρίου (Jazz & Τζαζ, #87, 6/2000): «Θυμάμαι επί χούντας, όταν είχαν σφραγίσει
την Τέχνη με εκείνο το περίφημο διάταγμα “περί καταστάσεως πολιορκίας” στις 22
Νοεμβρίου του 1973. Με ένα χαρτί του τύπου: “Απεφασίσαμεν και διατάσσομεν… την
κατάργησιν και διάλυσην της Τέχνης, συσταθείσης το 1951… και την θέσιν υπό
μεσεγγύησιν απάσης της περιουσίας τού ως άνω συλλόγου κατά της διατάξεως του
Α.Ν. 2636/40 περί δικαιοπραξιών εχθρών και εχθρικών περιουσιών”».
Το κλείσιμο της Τέχνης (και της Λέσχης Τζαζ και Ποπ) ήταν όμως πρόσκαιρο. Μετά την πτώση της χούντας, στους πρώτους μήνες της Μεταπολίτευσης (Σεπτέμβριος του ’74) η Τέχνη ξανανοίγει (υπάρχει βεβαίως ακόμη και σήμερα), ενώ και η Λέσχη παίρνει κι αυτή σιγά-σιγά μπροστά, συνεχίζοντας τις δραστηριότητές της από το 1975 έως και το 1977. Μετά τα πράγματα άλλαξαν (κοινωνικώς και ό,τι άλλο). Έχει ήδη ανοίξει το Jazz Club του Γιώργου Μπαράκου στην Πλάκα (12/1974), ο Παπαδημητρίου έχει ξεκινήσει τις εκπομπές του στην ΕΡΑ, ενώ έχει ήδη εκδώσει και το άλλο σημαντικό βιβλίο του Θέματα και Πρόσωπα της Σύγχρονης Τζαζ (1950-1970) [Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1974], ετοιμάζεται το περιοδικό ΤΖΑΖ (12/1977) στο οποίο ο Παπαδημητρίου είναι υπεύθυνος ύλης (εκδότης ο Κώστας Γιαννουλόπουλος) και γενικώς η κατάσταση αποκτά άλλα χαρακτηριστικά· εκείνα που και σήμερα, λίγο-πολύ, γνωρίζουμε…
(Ευχαριστώ τους Γ. Καμπούρογλου και Σ. Παπαδημητρίου)
Το κλείσιμο της Τέχνης (και της Λέσχης Τζαζ και Ποπ) ήταν όμως πρόσκαιρο. Μετά την πτώση της χούντας, στους πρώτους μήνες της Μεταπολίτευσης (Σεπτέμβριος του ’74) η Τέχνη ξανανοίγει (υπάρχει βεβαίως ακόμη και σήμερα), ενώ και η Λέσχη παίρνει κι αυτή σιγά-σιγά μπροστά, συνεχίζοντας τις δραστηριότητές της από το 1975 έως και το 1977. Μετά τα πράγματα άλλαξαν (κοινωνικώς και ό,τι άλλο). Έχει ήδη ανοίξει το Jazz Club του Γιώργου Μπαράκου στην Πλάκα (12/1974), ο Παπαδημητρίου έχει ξεκινήσει τις εκπομπές του στην ΕΡΑ, ενώ έχει ήδη εκδώσει και το άλλο σημαντικό βιβλίο του Θέματα και Πρόσωπα της Σύγχρονης Τζαζ (1950-1970) [Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1974], ετοιμάζεται το περιοδικό ΤΖΑΖ (12/1977) στο οποίο ο Παπαδημητρίου είναι υπεύθυνος ύλης (εκδότης ο Κώστας Γιαννουλόπουλος) και γενικώς η κατάσταση αποκτά άλλα χαρακτηριστικά· εκείνα που και σήμερα, λίγο-πολύ, γνωρίζουμε…
(Ευχαριστώ τους Γ. Καμπούρογλου και Σ. Παπαδημητρίου)
Ti Jo-Ba-Sa?
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαμπούρογλουοικονομόπουλοπαπαδημητρίου λεγόταν το συγκρότημα, κατά το τζαβαδαμασκούκα...
Ανώνυμε, άφηνε κανα ονοματάκι (με κανα avatar ει δυνατόν), γιατί ορισμένοι κακεντρεχείς φαντασιόπληκτοι θα πουν ότι το έγραψα εγώ αυτό το σχόλιο.
ΑπάντησηΔιαγραφή"Verba volant, scripta manent". Εξαιρετικό post Φώντα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ.
ΔιαγραφήΈχει και συνέχεια, αλλά πρέπει να βρω χρόνο για να την ετοιμάσω.
Άλλο ένα πολύ καλό ποστ που καλύπτει μια εποχή για την οποία υπάρχει ασαφής εικόνα, ενώ είναι φυσικό να υποθέτει κανείς ότι υπάρχει κάποια συνέχεια, κάποια πρόσωπα και γεγονότα που δικαιολογούν τις μετέπειτα -γνωστές- εξελίξεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟπωσδήποτε. Δεν μπορεί ο Παπαδημητρίου και ο Φλωρίδης να ξεκίνησαν ξαφνικά ν’ αυτοσχεδιάζουν στου Μπαράκου. Είχαν δει (live), είχαν ακούσει (δίσκους), είχαν μελετήσει κι είχαν παίξει (και μαζί) πολύ καιρό πριν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάποια στιγμή άκουσα τυχαία στο ραδιόφωνο, μια Ελληνίδα τραγουδίστρια που έκανα για κάποια μέτρα scat solo..(!) ψάχνω από τότε ποια μπορεί να είναι αλλά δεν κατάφερα να βρω κάτι..
ΑπάντησηΔιαγραφήη ηχογράφηση πρέπει να ήταν αρχές του '50 και ήταν swing κομμάτι.. Αν κάποιος μπορεί να δώσει καμία πρόταση για το ποια μπορεί να ήταν...