Οι ηχογραφήσεις για σόλο κρουστά
δεν είναι κάτι κοινό στην Ελλάδα. Όχι πως είναι ανύπαρκτες, αλλά εν πάση
περιπτώσει δεν είναι συνηθισμένες. Επίσης, είναι ακόμη σπανιότερο έλληνας
percussion player να ερμηνεύει (σε κρουστά – και στη δισκογραφία) δικά του και
μόνον κομμάτια. Γιατί, ok, έργα του Ξενάκη (η «Ψάπφα» π.χ.), ή και άλλων
συνθετών της πρωτοπορίας, για σόλο κρουστά μπορεί να έχουν ηχογραφηθεί, αλλά
πρωτότυπα έργα γραμμένα από εκείνον που τα ερμηνεύει δεν είναι κάτι το
καθημερινό (το ξανατονίζω).
Ο Χρίστος Χονδρόπουλος (Christos Chondropoulos) λοιπόν, ένας
νέος μουσικός που προσωπικώς τον θυμάμαι από την παρουσία του σ’ ένα από τα
καλύτερα προχωρημένα γκρουπ που
εμφανίσθηκαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, τους Xysm (έχω αναφερθεί
παλαιότερα, σ’ αυτούς, στο δισκορυχείον),
επιχειρεί στο “Fingerpainting” [Ιδιωτική Έκδοση, 2013] να περιγράψει μέσω
κρουστών διαδρομών συγκεκριμένες ηχοποιητικές καταστάσεις. Χρησιμοποιώντας το
κλασικό drum set και από ’κει και πέρα κύμβαλα, γκονγκ, ταμ-ταμ, κουδούνια,
κρόταλα, woodblocks και άλλα τινά δημιουργεί πέντε κρουστά κομμάτια, τα οποία
και τυπώνει στη μία πλευρά 12ιντσου βινυλίου!
Στο “Apple hunters” παρακολουθούμε
μία κάπως ακανόνιστη ηχοροή, κάπως σαν κατολίσθηση, κρουστών «λίθων» με
ποικίλους χρωματισμούς. Οι εντυπώσεις βόμβων και αναδράσεων, που παρεισφρέουν
εδώ κι εκεί, είναι σκέτες εντυπώσεις. Στο “Flock” η κρουστή ροή είναι πιο ήπια,
πιο φυσική, μοιάζοντας περισσότερο ελεγχόμενη, εν αντιθέσει δηλαδή με το
“Images of chaos in Athens”, στο οποίον αναπαρίσταται ο αστικός θόρυβος με
θαυμαστή ενάργεια. Όχι μόνο στακάτοι, αλλά και συνεχείς-διαρκείς ήχοι κρουστών
(που θα μπορούσε δηλαδή να προέρχονται από έγχορδα ή ακόμη και από πνευστά
όργανα) δημιουργούν ένα προφανές στην εξέλιξή του… χαοτικό περιβάλλον. Άλλη
τροπή παίρνουν τα πράγματα στο “Sequence of three stars”, το οποίον
εντυπωσιάζει (όντως!) με τον cosmic χαρακτήρα του. Δύσκολο να πιστέψεις, αν δεν
το ξέρεις, πως ό,τι ακούγεται εδώ προέρχεται από κρουστά όργανα. Αυθεντική kraut κατάσταση,
που θα μπορούσε να αφορά στους Popol Vuh ή στον Deuter (αφαιρώντας τους τα
σύνθια). Το τελευταίο «κανονικό» track του άλμπουμ είναι το μονόλεπτο
“Syncope”, που αφήνει μία free-jazz αίσθηση (τύπου FMP), παρότι τελειώνει πριν
το καταλάβεις. Κι ενώ το “Fingerpainting” ολοκληρώνεται, ακούγοντας, μάλιστα,
την… ψεύτική βελόνα τού πικάπ να γυρίζει σ’ ένα… ψεύτικο dead wax, διαπιστώνεις
πως υπάρχει ένα ακόμη χαραγμένο track (κάπως σαν κρυφό), το οποίον το ακούς
σπρώχνοντας λιγάκι τον βραχίονα. Περισσότερο αφηγηματικό απ’ όλα τα υπόλοιπα,
το κομμάτι αυτό σου αφήνει μιαν ακόμη πιο ολοκληρωμένη εικόνα όσον αφορά στις
δυνατότητες και τις ιδέες του Χονδρόπουλου.
Εν ολίγοις; Ένας μουσικός με όραμα
και… θάρρος, τον οποίον αξίζει να προσέξουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου