Για την Lisa Hilton διάβασα για πρώτη φορά στο Jazz & Τζαζ (#231, 6/2012). Ήταν μια
συνέντευξή της στον Βαγγέλη Αραγιάννη, εκεί όπου η αμερικανίδα πιανίστα,
συνθέτις και bandleader μάς πληροφορούσε για την γεμάτη εμπόδια μουσική πορεία
της, τουλάχιστον έως το 1997, και την γνωριμία της, από ’κει και πέρα, σ’ ένα
πάρτυ με τον συνθέτη και παραγωγό David Foster, που απεδείχθη καθοριστική. Όπως
έλεγε και η ίδια: «Κάποια στιγμή ήταν ο
Foster εκείνος που κάθισε στο πιάνο, αρχίζοντας να παίζει και να μιλά για τα
τραγούδια που είχε γράψει μεταξύ άλλων για την Barbra Streisand και την Celine
Dion. Αυτό ήταν! Αυτό που χρειαζόμουν ήταν να παίξω ποπ μουσική. Την επόμενη
μέρα αγόρασα μια αγκαλιά βιβλία με ποπ παρτιτούρες και άρχισα να ψάχνω με ανυπομονησία
για κάτι που θα μου άρεσε να παίξω. Με απελπισία –καθώς τα βιβλία κόστιζαν ένα
σωρό χρήματα– ανακάλυψα ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν αυτό που έψαχνα.
Σκέφτηκα λοιπόν ότι αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να γράψω τη δική μου μουσική,
κι αυτό κάνω από τότε. Οι συνθέσεις μου μπορούν ν’ αγγίξουν ανθρώπους σε
ολόκληρο τον κόσμο και αυτό είναι κάτι σαν το όμορφο τέλος της ιστορίας. Δεν
είναι πάντα εύκολο να γίνεις μουσικός, και ιδιαίτερα μουσικός της τζαζ. Είναι
όμως ευκολότερο από το να χάσεις εκείνο που αγαπάς». Η Hilton, έκτοτε,
κατόρθωσε να κυκλοφορήσει περισσότερα από 15 άλμπουμ, σχεδόν όλα δικές της
παραγωγές στο προσωπικό της label Ruby Slippers Productions, με το τελευταίο απ’ αυτά να
έχει τίτλο “Getaway” (ηχογράφηση στις αρχές της τρέχουσας χρονιάς, στη Νέα
Υόρκη). Δίπλα της δύο μεγάλες μονάδες, ο μπασίστας Larry Grenadier (από το τρίο
του Brad Mehldau)
και ο ντράμερ Nasheet Waits (με τις ήδη «άπειρες» μέσα σε μια 20ετία ηχογραφήσεις).
Το στυλ της Hilton είναι μοναδικό. Ή, μάλλον, δεν ξέρω αν
είναι προς ώρας μοναδικό, αλλά είναι σίγουρα προσωπικό. Οι αναφορές-επιρροές
της είναι ποικίλες και τούτο φαίνεται στο ύφος και την ανάπτυξη των συνθέσεών
της. Υπάρχει οπωσδήποτε το κλασικό στοιχείο, βεβαίως η jazz, σίγουρα τα blues,
οπωσδήποτε η pop και το rock, μα ακόμη και η μουσική του κινηματογράφου. Και
όλα τούτα όχι ασαφώς τοποθετημένα ή ατάκτως ερριμμένα, αλλά τοιουτοτρόπως
συνδυασμένα συμβάλλοντας έτσι σε μια καινοφανή (και σίγουρα υψηλής αισθητικής)
αφηγηματικότητα. Πρόκειται για τη λέξη κλειδί στην προσπάθεια κατανόησης της
μουσικής της Hilton. Μια μουσική συναρπαστική, απολύτως εύκολη στο αυτί, αλλά, ταυτοχρόνως, και τόσο βαθιά επεξεργασμένη
και οριοθετημένη (φυσικά) από τα βασικά συστατικά της. Τον ρυθμό, την μελωδία
και την αρμονία. Έτσι, αν η ίδια παίρνει επάνω της και φέρνει εις πέρας το
μελωδικό και το αρμονικό κομμάτι, υπάρχουν οι Grenadier και Waits, που κάνουν
έξοχη δουλειά, φτιάχνοντας κατ’ ουσίαν τις βάσεις των συνθέσεών της.
Η Hilton έχω την εντύπωση πως συνθέτει έχοντας κατά νου
ολοκληρωμένες σκηνές, και όχι απλώς εικόνες. Οι μουσικές της είναι
σχολιαστικές, ου μην και σχολαστικές, επενδύοντας στο λεπτό και το ωραίο.
Έχοντας επιτύχει έναν μοναδικό συνδυασμό αγαπημένων της πιανιστών-συνθετών –να
αναφέρω τα ονόματα τριών μόνον: Thelonious Monk, Jelly Roll Morton, Henry
Mancini– η αμερικανίδα μουσικός γνωρίζει την τέχνη να μεταχειρίζεται με τον δικό
της τρόπο τους ηχητικούς «όγκους», δημιουργώντας συγκεκριμένες ψυχικές
φορτίσεις. Και είναι αλήθεια πως όσο περισσότερο ακούς αυτόν τον ωριαίο ιμπρεσιονιστικό
χείμαρρο, τόσο πιο πολύ ανακαλύπτεις και εμπεδώνεις τα στοιχεία που κάνουν τη
μουσική της Hilton όχι απλώς προσωπική, αλλά, εν τέλει, και μοναδική. Απλότητα,
συναίσθημα, μελωδία, αφήγηση, ευφράδεια, φόρτιση, σκηνές, πλάνα, εικόνες,
φωτογραφίες...
Πολύ σημαντικό piano-trio άλμπουμ, που ρέει με την αίσθηση
του soundtrack και το οποίο θα ενθουσιάσει απαξάπαντες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου