Σαν
σήμερα, πριν από πέντε χρόνια, στις 23 Αυγούστου 2016, έφυγε από την ζωή ο
αγαπημένος ηθοποιός Ανδρέας Μπάρκουλης στα 80 χρόνια του.
Ο Μπάρκουλης σημάδεψε, με την παρουσία του, πολλές δεκαετίες στο θέαμα (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, τραγούδι κ.λπ.), δημιουργώντας από πολύ νωρίς ένα «μύθο», που τον κράτησε ζωντανό έως το τέλος της ζωής του. Στην δημιουργία και περαιτέρω στην εξέλιξη αυτού του «μύθου» συνέβαλε αποφασιστικά ο κινηματογράφος.
Μπορεί στην αρχή, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ο Ανδρέας Μπάρκουλης να διέπρεψε σε ρόλους ζεν πρεμιέ ή εν πάση περιπτώσει ενσαρκώνοντας θετικούς ήρωες, αλλά στην... αμοραλιστική δεκαετία του ’70, και μέχρι τα μέσα του 1974, θα αναδεικνυόταν, όλως περιέργως, σε κεντρική φιγούρα της εγχώριας ρεαλιστικής / αισθησιακής περιπέτειας. Πρέπει, όμως, να εξηγήσουμε εν τάχει διάφορα.
Κατ’ αρχάς γιατί «όλως περιέργως»; Μα γιατί ήταν ανεξήγητη εκείνη η στροφή του. Δεν προδικαζόταν από τους ρόλους, που ερμήνευε έως τότε. Και μπορεί να υπήρχαν διάφοροι λόγοι γι’ αυτό. Από πιο πεζούς, έως πιο «εσωτερικούς».
Πιθανώς να εκμεταλλευόταν, για απλό βιοπορισμό, τα νέα δεδομένα του κινηματογράφου μας, μετά το 1970, όταν κάτω από την αυξανόμενη βαριά επίδραση της τηλεόρασης, οι σκηνοθέτες τής λαϊκής κατεύθυνσης αναζητούσαν νέες διεξόδους, στον αντίποδα των «οικογενειακών» τηλεοπτικών παραγωγών, προκειμένου να επιβιώσουν. Κάπως έτσι αναδύθηκε και αναδείχθηκε ο ρεαλιστικός / αισθησιακός κινηματογράφος.
Πιθανώς να ήθελε να αποτινάξει και ο ίδιος ο Ανδρέας Μπάρκουλης από πάνω του την εικόνα του «καλού παιδιού», του «θετικού ήρωα» των παλιότερων εποχών, φθάνοντας στο σημείο να μεταβάλλει μέχρι και την εμφάνισή του. Και βασικά αναφερόμαστε στην χρήση της περούκας.
Ωστόσο μερικά χρόνια αργότερα ο Ανδρέας Μπάρκουλης θα αρνιόταν και την περούκα, αφήνοντας γυμνό το κεφάλι του και δημιουργώντας ένα άλλο, ένα νέο look.
Τον
απασχολούσαν αυτά τα θέματα τον Μπάρκουλη και δεν πρέπει να τα περνάμε
ξώφαλτσα. Σηματοδοτούσαν κάποιες γενικότερες απόψεις και επιλογές του.
Έπειτα, θέλει εξήγηση εκείνο το «μέχρι τα μέσα του 1974». Γιατί μπαίνει αυτό το όριο; Συνέβη κάτι τότε; Φυσικά, και έχουμε γράψει παλιότερα γι’ αυτό εδώ https://www.lifo.gr/now/greece/mia-palia-peripeteia-toy-andrea-mparkoyli.
Στις
7 Νοεμβρίου 1973 ο Ανδρέας Μπάρκουλης συλλαμβάνεται για αγορά, κατοχή και χρήση
χασίς. Κάποια μικροποσότητα σε κάθε περίπτωση, που θα άλλαζε εντελώς τα σχέδιά
του και την διαδρομή του. Φυλακίζεται, αποφυλακίζεται προσωρινά με εγγύηση,
παραπέμπεται να δικασθεί από κακουργιοδικείο, προσφεύγει στον Άρειο Πάγο κ.λπ.
Βασικά ο άνθρωπος βρίσκεται άνεργος από την μια μέρα στην άλλη, καταστρέφεται η
καριέρα του και φεύγει κυνηγημένος, ουσιαστικά, στην Αμερική, ξεκινώντας
καριέρα τραγουδιστή!
Έτσι λοιπόν όσες ταινίες πρόλαβε να γυρίσει στην δεκαετία του ’70, στην Ελλάδα, είναι πριν τα μέσα του ’74. Μια εποχή που συνέπεσε, φυσικά, με την έκρηξη του ελληνικού sexploitation, crime και adventure φιλμ, με τον Ανδρέα Μπάρκουλη να αναδεικνύεται σε ηγετική φυσιογνωμία.
Να
θυμίσουμε τίτλους; «Πρόκλησις» (1971), «Ιδιωτική μου Ζωή» (1971), «Διαμάντια
στο Γυμνό σου Σώμα» (1972), «Οι Εκβιασταί» (1972), «Τα Παιδιά των Λουλουδιών»
(1973), «Οι Απάνθρωποι» (1973), «Σπίτι στους Βράχους» (1974) κ.λπ.
Η
συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/san-simera/pente-hronia-horis-ton-andrea-mparkoyli
Ο Μπάρκουλης σημάδεψε, με την παρουσία του, πολλές δεκαετίες στο θέαμα (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, τραγούδι κ.λπ.), δημιουργώντας από πολύ νωρίς ένα «μύθο», που τον κράτησε ζωντανό έως το τέλος της ζωής του. Στην δημιουργία και περαιτέρω στην εξέλιξη αυτού του «μύθου» συνέβαλε αποφασιστικά ο κινηματογράφος.
Μπορεί στην αρχή, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ο Ανδρέας Μπάρκουλης να διέπρεψε σε ρόλους ζεν πρεμιέ ή εν πάση περιπτώσει ενσαρκώνοντας θετικούς ήρωες, αλλά στην... αμοραλιστική δεκαετία του ’70, και μέχρι τα μέσα του 1974, θα αναδεικνυόταν, όλως περιέργως, σε κεντρική φιγούρα της εγχώριας ρεαλιστικής / αισθησιακής περιπέτειας. Πρέπει, όμως, να εξηγήσουμε εν τάχει διάφορα.
Κατ’ αρχάς γιατί «όλως περιέργως»; Μα γιατί ήταν ανεξήγητη εκείνη η στροφή του. Δεν προδικαζόταν από τους ρόλους, που ερμήνευε έως τότε. Και μπορεί να υπήρχαν διάφοροι λόγοι γι’ αυτό. Από πιο πεζούς, έως πιο «εσωτερικούς».
Πιθανώς να εκμεταλλευόταν, για απλό βιοπορισμό, τα νέα δεδομένα του κινηματογράφου μας, μετά το 1970, όταν κάτω από την αυξανόμενη βαριά επίδραση της τηλεόρασης, οι σκηνοθέτες τής λαϊκής κατεύθυνσης αναζητούσαν νέες διεξόδους, στον αντίποδα των «οικογενειακών» τηλεοπτικών παραγωγών, προκειμένου να επιβιώσουν. Κάπως έτσι αναδύθηκε και αναδείχθηκε ο ρεαλιστικός / αισθησιακός κινηματογράφος.
Πιθανώς να ήθελε να αποτινάξει και ο ίδιος ο Ανδρέας Μπάρκουλης από πάνω του την εικόνα του «καλού παιδιού», του «θετικού ήρωα» των παλιότερων εποχών, φθάνοντας στο σημείο να μεταβάλλει μέχρι και την εμφάνισή του. Και βασικά αναφερόμαστε στην χρήση της περούκας.
Ωστόσο μερικά χρόνια αργότερα ο Ανδρέας Μπάρκουλης θα αρνιόταν και την περούκα, αφήνοντας γυμνό το κεφάλι του και δημιουργώντας ένα άλλο, ένα νέο look.
Έπειτα, θέλει εξήγηση εκείνο το «μέχρι τα μέσα του 1974». Γιατί μπαίνει αυτό το όριο; Συνέβη κάτι τότε; Φυσικά, και έχουμε γράψει παλιότερα γι’ αυτό εδώ https://www.lifo.gr/now/greece/mia-palia-peripeteia-toy-andrea-mparkoyli.
Έτσι λοιπόν όσες ταινίες πρόλαβε να γυρίσει στην δεκαετία του ’70, στην Ελλάδα, είναι πριν τα μέσα του ’74. Μια εποχή που συνέπεσε, φυσικά, με την έκρηξη του ελληνικού sexploitation, crime και adventure φιλμ, με τον Ανδρέα Μπάρκουλη να αναδεικνύεται σε ηγετική φυσιογνωμία.
https://www.lifo.gr/san-simera/pente-hronia-horis-ton-andrea-mparkoyli
Από το fb...
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιώργος Χαρωνίτης
Θα κάτσω να την ξαναδώ! Η κρουαζιέρα της πλάκας είναι αλλά για την Karin Schubert τα δίνω όλα!
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Και για την Ann Smyrner τίποτα;
Γιώργος Χαρωνίτης
Όταν υπάρχει η Karin οι άλλες ωχριούν!
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
A, ok...
Γιώργος Χαρωνίτης
Την θυμάμαι σε μια τηλεοπτική εκπομπή της εποχής προσκαλεσμένη - δεν θυμάμαι αν ήταν κι ο Μπάρκουλης - να σκύβει λίγο και... τι βυζί ήταν αυτό, Θεέ μου!
Μετά, την έφαγε ο Κυανοπώγων!
Dimitris Karytsiotis
"Θεέ μου πόσο χαμηλά έπεσα" του Comencini.