Σάββατο 30 Απριλίου 2022

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΕΒΕΝΤΟΠΟΥΛΟΣ τζαζ συνθέσεις, και όχι μόνο, για ακουστική κιθάρα

Ο Απόστολος Λεβεντόπουλος (Apostolos Leventopoulos) είναι κιθαρίστας της ελληνικής τζαζ σκηνής και αν μέχρι τώρα δεν είχε κάποιο προσωπικό άλμπουμ να προτάξει, αυτό οφειλόταν κυρίως στο γεγονός πως βρισκόταν ως εκτελεστής μέσα σε ευρύτερα σύνολα (και άλμπουμ) – άρα σηματοδοτούσε και από ’κει την διαδρομή του στα πράγματα, με έναν τρόπο,  επαρκή ενδεχομένως.
Ρίχνοντας μια ματιά στο site του διαπιστώνεις πως ο Α. Λεβεντόπουλος συμμετέχει σε άλμπουμ του σαξοφωνίστα Γιάννη Κασσέτα, των Bouoroke Mello, του πιανίστα Γιώργου Ψυχογιού, της Janet Kapuya, ενώ βλέπουμε να εικονίζεται στην δισκογραφία του και το CD τού Jazz & Τζαζ “Euro Jazz 2003” (προφανώς ο κιθαρίστας θα σχετιζόταν με την ελληνική συμμετοχή της εποχής, τους Greek Warriors, αλλά δεν έχουμε, τώρα, χρόνο για να το τσεκάρουμε). Επίσης οι συμμετοχές του σε ποικίλα projects (Apostolos Leventopoulos Trio, Hot Organic Trio, Blues Family κ.ά.) δεν είναι και αυτές λίγες.
Θέλουμε να πούμε με αυτά πως ο Α. Λεβεντόπουλος, που έχει σπουδάσει στο Berklee College of Music, δεν είναι κάποιο τυχαίο πρόσωπο, αλλά ένας μουσικός με ιστορία πίσω του και με μέλλον μπροστά του.
Αυτό το τελευταίο το αντιλαμβάνεσαι ακούγοντας το πρώτο προσωπικό CD του, που αποκαλείται Songs for Acoustic Guitar (2022) και το οποίο κυκλοφορεί, σ’ ένα ωραίο digipak, από την εταιρεία του κοντραμπασίστα Πέτρου Κλαμπάνη, την ΠΚ Music.
Το άλμπουμ περιλαμβάνει οκτώ tracks, όλα συνθέσεις του Α. Λεβεντόπουλου, ηχογραφημένα στα Sierra Studios, το καλοκαίρι του 2021, με δύο κιθάρες (για αριστερόχειρα) τις Taylor 810 και Taylor 512, σε ρυθμικό και lead ρόλο.
Όπως διαβάζουμε στις σημειώσεις του ενθέτου (David Adlet), στις μελωδίες των περισσότερων κομματιών το κούρδισμα είναι το standard, αλλά υπάρχει κι ένα κομμάτι (“Forest breeze”) σε DADGAD (ρε μπάσο, λα, ρε, σολ, λα, ρε), δηλαδή στο κούρδισμα κιθάρας που είχε κάνει ο Jimmy Page στο “White summer” με τους Yardbirds και αργότερα στο “Black mountain side” των Led Zeppelin κ.ά. (ένα κούρδισμα, που το είχε ξεσηκώσει, φυσικά, από τον Davey Graham, που πρώτος, κατά πάσα πιθανότητα, το παρουσίασε στη δισκογραφία), όπως κι ένα άλλο track (“The sky, the clouds”) σε Drop-D κούρδισμα.
Οι μελωδικές επιρροές, τώρα, του Α. Λεβεντόπουλου είναι ποικίλες – καθώς στο “Songs for Acoustic Guitar” δεν θ’ ακούσεις μόνον jazz, μα ακόμη και blues, folk, ballads και σύγχρονη acoustic music. Επίσης μελωδίες χαρούμενες ή όχι, που αποτυπώνονται «καθαρά», με μιαν ευγένεια και κυρίως μ’ ένα πάθος, άλλοτε πιο συγκρατημένο και άλλοτε περισσότερο ξέχειλο (βοηθούν και τα μικρόφωνα, που αφουγκράζονται την προσπάθεια και τις ανάσες του μουσικού).
Καταπληκτικό το κλείσιμο, με το 5λεπτο “Silence within”... αποτελεί, και αυτό, ακόμη μία απόδειξη της μαγείας και της αισθητικής πληρότητας του ακουστικού (κιθαριστικού) ήχου.
Επαφή: https://apostolosleventopoulos.bandcamp.com/releases

Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

CERAMIC DOG το φοβερό και τρομερό νέο άλμπουμ τους

Το Hope [enja & yellowbird records / ΑΝ Μusic, 2021] των Ceramic Dog ακολουθεί το φοβερό και τρομερό “YRU Still Here?” από το 2018, για το οποίον τα λέγαμε σε ανάρτηση της 4 Ιουν. εκείνης της χρονιάς και, επί της ουσίας, είναι το ίδιο φοβερό και τρομερό, δείχνοντας πως η μπάντα των Marc Ribot κιθάρες, φωνή, Shahzad Ismaily μπάσο, πλήκτρα, φωνητικά και Ches Smith ντραμς, κρουστά, ηλεκτρονικά, φωνητικά, εξακολουθεί να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή τής... ροκ πρωτοπορίας, ηχογραφώντας για ακόμη μία φορά έναν συναρπαστικό δίσκο.
Το “Hope” μπορεί να διαθέτει και guests σε ορισμένα tracks, σε άλτο σαξόφωνο (Darius Jones), τσέλο (Rubin Khodeli, Gyda Valtysdottir) και φωνητικά (Syd Straw), αν και, σε κάθε περίπτωση, η συμβολή τους στον συνολικό ήχο τού CD δεν μπορεί να συγκριθεί με τις κιθάρες, τα πλήκτρα, το μπάσο και τα ντραμς – που κυριαρχούν στις ενοργανώσεις. (Παρότι το άλτο σε δύο tracks, και βασικά στο “The met in the middle”, τα χώνει αγρίως).
Ηχογραφημένο κατά την διάρκεια των διαφόρων φάσεων της covid-19, αρχής γενομένης από τον Μάιο του 2020, το “Hope” εκφράζει αυτήν ακριβώς την ανάγκη για «ελπίδα» και επικοινωνία, ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη, ψάχνοντας στο rock και την punk-jazz να βρει την ηχητική ισορροπία του, κι έχοντας το funk-rock, την rock-reggae, το rhythm nblues και το hip hop στις μόνιμες και εξελισσόμενες «καβάτζες» του, από τις οποίες ανακτά συνεχώς ρυθμικές δομές και άλλα διάφορα στοιχεία (που συνδέονται άλλοτε με τις ερμηνείες και άλλοτε με την επιδιωκόμενη οργανική κατεύθυνση).
To αποτέλεσμα είναι δύσκολο να περιγραφεί, ειδικώς track το track, γιατί και τα εννέα κομμάτια του άλμπουμ είναι τόσο πυκνά και απαιτητικά στην διαμόρφωση και εξέλιξή τους, με αποτέλεσμα τελικώς να χάνεται το στίγμα τού ενός και να αναδεικνύεται η δύναμη και το εκτόπισμα του συνόλου.
Τα δύο υπερ-δεκάλεπτα κομμάτια, εκεί προς το τέλος, το “The long goodbye” και το “Maple leaf rage”, φαίνεται να συμπυκνώνουν την προσφορά των Ceramic Dog στο “Hope” (με το πύρινο κιθαριστικό σόλο του Ribot στο πρώτο, και με τα συνεχόμενα breaks στα ντραμς στο αρχικό μισό του δεύτερου, πριν από την επακόλουθη «χεντριξοειδή» blues rock καταιγίδα), όμως και το κλείσιμο του δίσκου με την διασκευή στο κλασικό “Wear your love like heaven” του Donovan έρχεται να υπογραμμίσει τις ιδεολογικές ρίζες αυτού του άλμπουμ, που επιχειρεί να περιγράψει άλλοτε σκληρά και αδυσώπητα και άλλοτε με περισσότερο λυρισμό, δύσκολες όψεις της σύγχρονης κοινωνικοπολιτικής καθημερινότητας.

Πέμπτη 28 Απριλίου 2022

JAMES BASDANIS κόσμος και ντουνιάς

Όπως είχαμε γράψει και πρόπερσι με αφορμή το EP/CDDiddycoy” [JB Music], ο James Basdanis ή Δημήτρης Μπασδάνης είναι ένας κιθαρίστας (και κιμπορντίστας), που του αρέσει να κινείται αισθητικώς σε πολλούς και διαφόρους χώρους.
Το rock μπορεί να είναι, γενικώς, ένα τέτοιος χώρος, αλλά δεν είναι ο μόνος και ενδεχομένως να μην είναι ούτε ο κυρίαρχος.
Το λέμε, γιατί παρά το εν γένει ηλεκτρικό πνεύμα των ηχογραφήσεων του Μπασδάνη, στο CosmosnDuniyas[Jazz Breeze Records / Just Born Arts, 2022], που είναι το πιο νέο άλμπουμ του, οι ethnic επιρροές-αναφορές, μα και οι jazz ακόμη ή και οι blues, είναι και σαφείς και προφανείς.
Έχοντας δίπλα του μερικούς πολύ καλούς σολίστες, που εμφανίζονται πότε εδώ και πότε εκεί, αναλόγως των απαιτήσεων των συνθέσεων (Fabio Turchetti ακορντεόν, Άλκης Ζοπόγλου κανονάκι, Χρήστος Ντούλιας κλαρίνο, Άννα Σολωμονίδου φωνητικά), ο Μπασδάνης εκμεταλλεύεται το γεγονός πως ηχογραφεί σε διαφορετικά μέρη (Αθήνα, Ιωάννινα, Καβάλα, Cremona), δίνοντας στο άλμπουμ του έναν ευρύτερο μεσογειακό αέρα.
Με συνθέσεις δικές του, και με μία μόλις version στο κλασικό «Στο ’πα και στο ξαναλέω», που εδώ το ακούμε ως “Firtina”, o James Basdanis προτείνει ένα πολύ ευχάριστο και σίγουρα συνεπές άκουσμα – συνεπές με ό,τι ωριμότερο, και πλέον ιστορικότερο, μπορείς να ανακαλέσεις από την ελληνική σκηνή των 90s-00s.
Αρκετοί τίτλοι εν τω μεταξύ είναι προγραμματικοί, μαρτυρώντας ήχους και επιρροές, όπως οι “Balkanusion”, “Blues mediterrano” κ.λπ., ενώ άλλοι (“Charmolype”, “Athenian August”) επιχειρούν, με επιτυχία, να μεταφέρουν στις συνθέσεις άλλα, πιο ειδικά, κλίματα.
Επίσης, υπάρχουν συνθέσεις στο “CosmosnDuniyas”, που ακούγονται περισσότερο oriental, όπως η εισαγωγική με τον ίδιο τίτλο, κοντά στο ύφος του anadolu rock, ενώ άλλες, ως πιο cool και ακουστικές, θυμίζουν ύφος Café del Mar και τα τοιαύτα.
Γενικώς, ένα ακόμη ενδιαφέρον άλμπουμ από τον James Basdanis και τους συνεργάτες του. Και κυρίως όχι συνηθισμένο.
Επαφή: https://jamesbasdanis.bandcamp.com/album/cosmos-n-duniyas

Τετάρτη 27 Απριλίου 2022

JUN MIYAKE το πιο νέο εντυπωσιακό άλμπουμ του ιάπωνα μουσικού

Τέσσερα χρόνια είχε να κυκλοφορήσει άλμπουμ ο ιάπωνας συνθέτης και τραγουδοποιός Jun Miyake – μια «σιωπή», που έσπασε πέρυσι με το Whispered Garden [yellowbird records / AN Music, 2021], ένα CD-έργο, που κινείται στην παράδοση που έχει δημιουργήσει τα τελευταία (αρκετά) χρόνια ο ευφυής αυτός μουσικός.
Δεν είναι εύκολο να περιγράψεις τις συνθέσεις του Jun Miyake, οι οποίες δανείζονται στοιχεία από πάμπολλες «μουσικές του κόσμου», ανακατεύοντας ηχοχρώματα διαφορετικών ηπείρων, πολιτισμών, εποχών, και φυσικά ειδών, δημιουργώντας ένα εντελώς ακατάτακτο ακρόαμα-πλαίσιο... ήχων, εικόνων, συναισθημάτων.
Οι παραγωγές του Hal Willner (1956-2020) διέθεταν τούτο το πληθωρικό στοιχείο – και το γεγονός ότι ο ίδιος ο Miyake αφιερώνει το “Whispered Garden” στον αμερικανό συνοδοιπόρο του, που χάθηκε εσχάτως, φανερώνει το προφανές.
Να πούμε λοιπόν, κατ’ αρχάς, πως το “Whispered Garden” εξαιτίας των θεμάτων με την νόσο covid-19 είναι ηχογραφημένο σε πολλά και ποικίλα μέρη του κόσμου (Παρίσι, Σόφια, Λος Άντζελες, Τόκυο, Ρίο ντε Τζανέιρο, Βαρκελώνη, Τορόντο), έχοντας καταφέρει να φέρει σε επαφή πάμπολλους μουσικούς, γνωστά και λιγότερο γνωστά ονόματα, από κάθε άκρη της Γης. Ανάμεσα και οι Hitoshi Watanabe μπάσο, Lisa Papineau φωνή, Dave Liebman σοπράνο σαξόφωνο, Cosmic Voices from Bulgaria, Dhafer Youssef φωνή και πολλοί άλλοι και άλλες, ων ουκ έστιν αριθμός.
Το αποτέλεσμα είναι το δίχως άλλο εντυπωσιακό.
Παρ’ όλη την πολυδιάσπαση του project, o Miyake όχι μόνον καταφέρνει να τιθασεύσει το υλικό του, αλλά και να του δώσει μία συγκεκριμένη προοπτική, δίχως να υποστέλλει την αισθητική συνέπειά του.
Έτσι λοιπόν πέρα από τις μουσικές του, που έχουν τον τρόπο να σε μεταφέρουν σε διαφορετικούς, κάθε φορά, κόσμους, υπάρχουν και τα τραγούδια, που μπορούν και ξυπνούν μέσα σου ποικίλες μνήμες –απτές ή διανοητικές–, έχοντας την ικανότητα να συνταράζουν.
Αρκεί κανείς ν’ ακούσει δύο τέτοια τραγούδια, όπως είναι το “Farois distantes” (με φοβερή ομάδα εδώ... Bruno Capinan, Jun Miyake, Vinicius Cantuária, Arto Lindsay, Zé Luis Nascimento κ.ά.) ή το “Progeny” (με Lisa Papineau, Jun Miyake, Masahiro Itami, Nicolas Montazoud κ.ά.), για να αντιληφθεί το βάθος της δουλειάς του Miyake και της ικανότητάς του να γράφει πότε σαν γνήσιος Βραζιλιάνος, πότε σαν Βορειοευρωπαίος φολκ υμνωδός, πότε σαν Βαλκάνιος κ.ο.κ, δίχως, και σε καμία περίπτωση, να χάνει το μέτρο και να υπολείπεται σε πάθος.

Τρίτη 26 Απριλίου 2022

ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΟΓΑΡΙΔΗΣ «εγώ εδώ τελειώνω την σύντομη καριέρα μου και γράφω για τελευταία φορά»

Στις 18 Σεπτεμβρίου 2010, σε μια... ιστορική ανάρτηση του «δισκορυχείου», που σχετιζόταν μ’ ένα θέμα του ελληνικού ροκ (Juniors, Eric Clapton κ.λπ.) είχαν προστεθεί 147 σχόλια.
Η κουβέντα στα σχόλια, που είχε ξεκινήσει την ίδια μέρα, είχε τραβήξει σε μάκρος, με δεκάδες τοποθετήσεις να προστίθενται έως και την 13η Οκτωβρίου 2010 – 25 μέρες, δηλαδή, μετά την βασική ανάρτηση.
Κι ενώ η συζήτηση φαινόταν πως είχε φθάσει σ’ ένα τέρμα (έχοντας σχολιάσει και ο Δημήτρης Πουλικάκος, ανάμεσα σε πολλούς άλλους), επτά μήνες αργότερα έρχεται να πει τη γνώμη του, δηλαδή να τοποθετηθεί γενικότερα ως προς το ελληνικό ροκ, και ο Σταύρος Λογαρίδης, αφήνοντας ένα πρώτο σχόλιο στις 15 Μαΐου 2011 και συνεχίζοντας με μερικά ακόμη την επόμενη μέρα (16 Μαΐου 2011).
Αυτά τα τέσσερα σχόλια του Σταύρου Λογαρίδη, μετά μάλιστα και από τον χαμό του, πριν από μερικές ημέρες (14 Απριλίου 2022), αποκτούν μίαν επιπρόσθετη αξία – ιδίως όταν σ’ ένα απ’ αυτά ο Σ. Λογαρίδης γράφει πως «εγώ εδώ τελειώνω την σύντομη καριέρα μου» και πως «γράφω για τελευταία φορά».
Και όντως δηλαδή, γιατί μετά τον Μάιο του 2011 ο Λογαρίδης σταδιακά αποσύρεται από τα μουσικά πράγματα, με πολύ λίγες, έκτοτε, ζωντανές εμφανίσεις, ενώ δεν αποκλείεται να είναι έτσι όπως το λέει κι εκείνο το «γράφω για τελευταία φορά», υπό την έννοια πως στο «δισκορυχείον» είχε εκφραστεί εντελώς ελεύθερα, λέγοντας τα πράγματα με τη δική του γλώσσα, αλογόκριτα και καθόλου ωραιοποιημένα (από την όποια παρέμβαση κάποιου τρίτου).
Παρότι, λοιπόν, σε προσωπικό επίπεδο, διαφωνούσα με αρκετά (όχι με όλα) απ’ αυτά που είχε γράψει ο Σ. Λογαρίδης στο «δισκορυχείον», εντούτοις, και σεβόμενος την προσφορά του και στο ελληνικό ροκ, μα και στην ελληνική μουσική γενικότερα, δεν είχα επιχειρήσει να γράψω τις διαφωνίες μου, σημειώνοντας σε σχόλιο της 15ης Μαΐου 2011:
«Mε αφορμή όσα πρόσθεσε ο Σταύρος Λογαρίδης –τον ευχαριστώ και τον τιμώ γι’ αυτά που έχει προσφέρει στο χώρο– κάθισα και ξαναδιάβασα την ανάρτηση και κυρίως τα σχόλια... (και τα λοιπά, και τα λοιπά)».
Αν δεν ήθελα, τότε, να πω την γνώμη μου για όσα είχε υποστηρίξει ο Σταύρος Λογαρίδης στο «δισκορυχείον» (το 2011), άλλο τόσο και περισσότερο δεν θέλω να την πω και σήμερα, σε στυλ αντιπαράθεσης με τον αείμνηστο πλέον τραγουδοποιό. 
Εξάλλου, στα χρόνια που μεσολάβησαν (από το 2011 έως και τώρα) είχα την ευκαιρία να αρθρογραφήσω επί των θεμάτων αυτών πάρα πολλές φορές και νομίζω πως σ’ ένα βαθμό, μικρότερο ή μεγαλύτερο, όλοι ξέρουν τις απόψεις μου επί των συγκεκριμένων ζητημάτων (όλοι αυτοί που ενδιαφέρονται βαθύτερα για τα θέματα του ελληνικού ροκ εννοώ).
Εδώ λοιπόν έχουν σημασία τα «τελευταία λόγια» του Σταύρου Λογαρίδη, και αυτά παραθέτω στην συνέχεια:
«
Εμείς τότε δεν ήμασταν με κανένα. Μόνο η μουσική, οι γκόμενες και τα drugs μας ενδιέφεραν. Σας γράφαμε και σας γράφουμε στ’ αρχίδια μας κομματόσκυλα, και από την μια και από την άλλη πλευρά, ταγμένους και στρατευμένους κατά καιρούς, πολιτικομανιάκηδες.
Εμείς φάγαμε ξύλο και από την χούντα και από τους κομμουνιστές (ως αμερικανάκια). Αυτά που τραβήξαμε εμείς μόνο οι ρεμπέτες τα τράβηξαν. Εμάς δεν μας ήθελε κανείς. Ούτε η αριστερά, ούτε η δεξιά. Ήμασταν η καυτή πατάτα.
Φαντάζεστε τον Μπονάτσο, τον Τουρκογιώργη, τον Τριανταφύλλου ή τον Πουλικάκο και τον Τουρνά αντιστασιακούς; Χα χα χα... αστείο...Θα θέλατε ε;
Ασχοληθήκαμε με πιο σοβαρά πράγματα, όπως η ζωή.
Με τα φουλάρα και το station ο Μήτσος στο Κολωνάκι με την Λιλή, εγώ μόλις έχω έρθει από την Κωνσταντινούπολη άσχετος με τα πολιτικά εντελώς. Ο Μπονάτσος στον fashion κόσμο του, ο Τουρκογιώργης από το κολλέγιο τρελαμένος με το Αμέρικα.
Δεν γουστάραμε κανέναν, ήμασταν για πάρτη μας και σνομπάραμε τους πάντες και τα πάντα. Μόνο μουσική θέλαμε να παίξουμε. Αληθινοί επαναστάτες και αληθινά επικίνδυνοι δηλαδή. Δεν ανήκαμε πουθενά. ΠΟΥΘΕΝΑ.
Και δεν μιλώ για M.G.C., που δεν ξέρω, γιατί δεν είχα έρθει στην Ελλάδα ακόμα, αλλά για τα «ιστορικά συγκροτήματα», όπως τα αποκαλεί ο κύριος άσχετος Νταλούκας και οι διάφορες Νταλούκες, ανά καιρούς, που μπερδεύουν τον Θεοδωράκη, τον Λαμπράκη, την Μαρίζα Κωχ και τον Ξυλούρη, ανάκατα, στην ελληνική ροκ σκηνή. Σαν να ήτανε η κοινωνική συνέχεια ενός και του αυτού γεγονότος.
Καμία σχέση δεν είχαμε με αυτούς τους αγίους... εμείς σε άλλο θεό πιστεύαμε. Στην μουσική και την άρνηση. Ανένταχτοι και ελεύθεροι από παραμυθιάσματα των αριστερών και των χουντοκεφαλάκηδων.
Και γαμούσαμε, και πίναμε, και χορεύαμε για πάρτη μας. Αυτό μας έκανε ξεχωριστούς και αληθινούς.
Τώρα, αν αυτό είναι μεμπτό ή αν αρέσει σε κάποιους ή όχι... χεστήκαμε».

[15 Μαΐου 2011 – 10:22 μ.μ.]

 «“Κανένα δεν πειράζω και όλο πάντα προσπαθώ / να μην ενοχλώ τον άλλον και μονάχος να την βρω” (1970). Περί αυτού πρόκειται μάγκες.
Μην προσπαθείτε όλα να τα φέρετε στα μέτρα σας. Δεν σαν ανήκουμε. Ούτε στους μεν, ούτε στους δε. Ήμασταν και θα είμαστε για πάρτη μας. Και σταματήστε να γράφετε βιβλία και σαχλαμάρες. Το ελληνικό ροκ είναι γραμμένο στο βινύλιο».
[15 Μαΐου 2011 – 10:50 μ.μ.]
 
«Εγώ εδώ τελειώνω την σύντομη καριέρα μου. Και γράφω για τελευταία φορά.
Ποιος σας είπε ότι ήμασταν επαναστάτες πολιτικοί; Το rock κοινωνική επανάσταση ήτανε. Μουσικοί ήμασταν. Μήπως και έχουν ιστορικό δικαίωμα μόνο όσοι ασχολήθηκαν με την πολιτική; Και οι τέχνες; Κ.λπ.; Τα στέλνουμε αυτά; Ή σώνει και καλά η τέχνη πρέπει να ασχολείται μόνο με την πολιτική παράταξη και να επιβληθεί στον κόσμο μέσω των μηχανισμών, της παράταξης; Μόνο οι ρεμπέτες και το rock είχαν την αλητεία και το θράσος να σας την κάνουνε σε όλα τα επίπεδα.
Αυτοί που μάτωσαν δεν υπάρχουν πουθενά αγαπητέ μου, τους πρόδωσαν κάτι τύποι σαν και αυτούς που το παίζουνε γενιά του Πολυτεχνείου, νυν υπουργοί, και μας φέρανε εδώ που είμαστε.
Άσε τα αίματα και τα ξερονήσια, καμία σχέση με την rock. Καλώς, κακώς, έτσι είναι.
Άλλη η δουλειά του Κνίτη και άλλη του αλήτη... Δικό μου αυτό, γουστάρεις;».

[15 Μαΐου 2011 – 11:55 μ.μ.]

«Εχθές το βράδυ έγραψα εδώ για μερικά πράγματα. Επειδή βλέπω ότι ο κ. Νταλούκας δεν απαντάει σε αυτά που του καταλογίζω, προσθέτω και άλλα μήπως και φιλοτιμηθεί.
Αγαπητέ κ. Νταλούκα... ο μεγαλύτερος μπασίστας όλων των εποχών Γιώργος Φιλιππίδης, Άρης Τασούλης ο πιανισταράς, Δήμης Παπαχρήστου ο κιθαρισταράς, Θόδωρος Παπαντίνας, το συγκρότημα Ακρίτας. Γιατί λείπουν από το τόσο πλούσιο βιβλίο σας; Ούτε μια αναφορά, ούτε μία φωτογραφία, αλλά φροντίσατε να έχετε μισή σελίδα φωτό μόστρα τους Νοστράδαμος, το πιο pop συγκρότημα όλων των εποχών;
Τον Θεοδωράκη, τον Καλογιάννη και την Μαρίζα Κωχ βρήκατε να έχετε φωτογραφίες τους;
Ας ονομάζατε το βιβλίο σας τα μοντέρνα ρεύματα στην Ελλάδα ή ό,τι άλλο προτιμάτε. Ή έστω το “rock nroll” σε εισαγωγικά και ας βάζατε και τον Μαργαρίτη. Αλλά όταν λέμε Ελληνικό Rock... έχετε αποτύχει και είστε εμπαθής.
Επειδή το ελληνικό rock δεν θα μπορούσε να πιάσει πάνω από σαράντα-πενήντα σελίδες... εδώ οι Stones, με 25 χρόνια καριέρας (σ.σ. πάνω από 45 τότε) και η βιογραφία τους είναι ένα κανονικό βιβλίο.
Λοιπόν, για να βγάλετε μια έκδοση με πολλά φύλλα και μόστρα, σώνει και καλά βιβλίο με περιεχόμενο, βάλατε μέσα όποιον κατέβασε η κούτρα σας.
Σας παραπέμπω στις χτεσινές αναρτήσεις. Θεοδωράκης, Καλογιάννης, Κωχ, Ξυλούρης. Δεν ντραπήκατε λίγο κύριε; Άλλο Κνίτης και άλλο αλήτης, τα ’παμε αυτά».

[16 Μαΐου 2011 – 5:04 μ.μ.]

SUGAR FACTORY ένα ελληνικό συγκρότημα, που βαδίζει από το καλό στο καλύτερο

Για τους Έλληνες Sugar Factory έχουμε γράψει κι άλλες φορές στο blog – για κασέτες και 45άρια τους. Τώρα, έχουμε να στρίβει στο player το πιο νέο άλμπουμ τους (CD), που αποκαλείται Liminal Spaces [Submersion Records, 2022]. Πρόκειται για μία βινυλιακής διάρκειας έκδοση, που δεν ξεπερνά τα 33 λεπτά, και που αποτελείται από πέντε tracks.
Μέλη των Sugar Factory, σ’ αυτή την ηχογράφηση, είναι οι: Stelios Gagaris κιθάρες, σύνθια, λούπες, Grigoris Mavropoulos κιθάρες, ντραμς, Sergei Tochmachov κιθάρες, μπάσο και Nikodemos Triaridis κρουστοί θόρυβοι.
Οι κιθάρες, λοιπόν, δίνουν την γενική και κατευθυντήρια γραμμή, καθώς έχουμε να κάνουμε, χοντρικώς, μ’ ένα post-rock σχήμα, με το μπάσο-ντραμς να ακούγεται αρκετά δυναμικό και με τα πλήκτρα (και τα υπόλοιπα ηλεκτρονικά) να «γεμίζουν» τον ήχο, ο οποίος κάπου αποκτά επικές διαστάσεις.
Και οι πέντε συνθέσεις είναι πολύ καλές, καταγραμμένες με έμπνευση, δείχνοντας ενδεχομένως και «μεγαλύτερες» απ’ όσο είναι – όμως αυτό είναι καλό, γιατί οι Sugar Factory φαίνεται πως δίνουν βάρος στο θέμα της ηχογράφησης-παραγωγής, έχοντας τον τρόπο να κάνουν, εκείνο που έχουν στο μυαλό τους, ν’ ακούγεται ακόμη πιο εντυπωσιακό.
Δεν είναι εύκολο σαν άκουσμα το “Liminal Spaces”. Μπορεί η (βινυλιακή) διάρκεια να του δίνει μια πρώτη αβάντα, όμως οι μουσικές, εδώ, είναι συχνά απαιτητικές, και δύστροπες, αλλά πάντα αρκετά καλά τοποθετημένες μέσα στο ευρύτερο αφηγηματικό πλάνο.
Το τελευταίο κομμάτι του CD, για παράδειγμα, το 9λεπτο “Mole people”, είναι πάρα πολύ καλό, δηλαδή εκπληκτικό(!), με τους τοίχους από τις κιθάρες και τα πλήκτρα να υψώνονται αγέρωχα... πατώντας πάνω στις βαριές ρυθμικές βάσεις και δημιουργώντας ένα τσιτωμένο κλίμα έντασης, που έχει τον τρόπο να σε παρασύρει.
Από το καλό στο καλύτερο, λοιπόν, οι Sugar Factory, σ’ αυτό το περιποιημένο τελευταίο άλμπουμ τους, για την Submersion Records (από την Θεσσαλονίκη).
Επαφή: 

Δευτέρα 25 Απριλίου 2022

EMILE PARISIEN το εντυπωσιακό καινούριο άλμπουμ του

O γάλλος σοπράνο σαξοφωνίστας Emile Parisien είναι από τους σταθερούς και πολύ διακεκριμένους «ήρωες» της ACT. Το αποτέλεσμα αυτής της σχέσης είναι πολλά και διάφορα άλμπουμ του να βλέπουν το φως της δισκογραφίας – άλμπουμ, που κατά γενική ομολογία κινούνται από «πολύ καλά» έως και «καταπληκτικά». Να θυμίσουμε μερικούς τίτλους, για τους οποίους υπάρχουν και τα σχετικά reviews στο blog;
1. Jan Lundgren / Lars Danielsson / Emile Parisien: Into the Night [ACT, 2021]
2. Michael Wollny / Emile Parisien / Tim Lefebvre / Christian Lillinger: XXXX [ACT, 2021]
3. Vincent Peirani / Emile Parisien: Abrazo [ACT, 2020]
4. Emile Parisien Quartet: Double Screening [ACT, 2019]
5. Emile Parisien Quintet: Sfumato live in Marciac [ACT, 2018]
Το πιο νέο άλμπουμ του Emile Parisien, αυτή την φορά σε συνέργεια με το σεξτέτο του, αποκαλείται Louise [ACT Music + Vision / ΑΝ Μusic, 2022] και είναι ηχογραφημένο στην Αμιένη της Γαλλίας, τον Ιούνιο του 2021. Για την επίτευξή του δε θα συνεργαστούν σπουδαίοι οργανοπαίκτες, σαν τους Theo Croker τρομπέτα, Roberto Negro πιάνο, Manu Codjia κιθάρα, Joe Martin μπάσο και Nasheet Waits ντραμς, με τον Emile Parisien να παίζει, φυσικά, το σοπράνο σαξόφωνό του.
Με τους περισσότερους απ’ αυτούς τους μουσικούς, αν όχι με όλους, ο Parisien έχει συνευρεθεί σε διάφορα φεστιβάλ, με ορισμένους δε εξ αυτών και στην δισκογραφία (Roberto Negro, Manu Codja), οπότε η δημιουργία του σεξτέτου δεν έπεσε από τον ουρανό, καθώς ήταν αποτέλεσμα κοινών αισθητικών πεποιθήσεων και γενικότερης συνοδοιπορίας. Έτσι, κάποιοι από τους μουσικούς συμμετέχουν στο “Louise” και συνθετικώς, υπογράφοντας πρώτης τάξεως κομμάτια σαν τα “Il giorno della civetta” (Roberto Negro) [με παράξενη μελωδική γραμμή και μαγική ροή], “Jungle jig” (Manu Codjia) [δυναμικό, γρήγορο track, με «ελεύθερα» στοιχεία] και “Prayer 4 peace” (Theo Cocker) [αργό, βαρύ, θρηνητικό track, με «λεπτά» breaks απ’ όλα τα όργανα, που ανεβαίνει σε ένταση, όσο κυλάει χρόνος, χωρίς ποτέ να χάνει την πνευματικότητά του].
Από ’κει και πέρα τι; Μία καταπληκτική διασκευή στο μεγαλύτερο σε διάρκεια track του δίσκου, το 8λεπτο “Madagascar” του Joe Zawinul (από το LP των Weather ReportNight Passage” του 1980), που διακρίνεται για την εσωτερική του ένταση και την ωραία συνύπαρξη Parisien-Croker (σοπράνου-τρομπέτας δηλαδή), με το πιάνο, το μπάσο και την κιθάρα να προσφέρουν ωραίες στιγμές (είτε σε φάση soli ή είτε σε breaks) και με τον καταπληκτικό Nasheet Waits να στηρίζει με τους συνεχείς ρούλους του όλη την εξέλιξη της σύνθεσης.
Μένουν, τελευταία, τα κομμάτια του ίδιου του Parisien, τέσσερα στον αριθμό, που δείχνουν και αυτά το υψηλό συνθετικό και παικτικό επίπεδο του Γάλλου, ιδίως στην περίπτωση του τριμερούς “Memento”, με το τελευταίο μέρος του να ξεσκονίζει όλη την σύγχρονη avant-jazz.
Δίσκος κλάσης, από μεγάλους μουσικούς, με συνθέσεις και παιξίματα, που διαπερνούν τον χρόνο.

Κυριακή 24 Απριλίου 2022

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 440

23/4/2022
Berry Sakharof (των Minimal Compact) και Yehuda Poliker στο "Πάπλωμα" του Γιώργου Μητσάκη... [Πρώτη Ανάσταση]
https://www.youtube.com/watch?v=OAdrK3G9GIo

22/4/2022
Την ταινία την είχα πρωτοδεί στην κρατική TV στα χρόνια του ’80. Μου είχε κάνει εντύπωση, το θέμα της, η σκηνοθεσία της, τα εφφέ της, η μουσικής της, οι ηθοποιοί της. 
Δυνατές ερωτικές σκηνές, εξαιρετική σκιαγράφηση της εποχής (έτσι νομίζω) και βεβαίως άψογη απεικόνιση της… πάλης των τάξεων. Του μεγαλοαστού Κολανακιώτη, της κυράτσας και της κόρης τους (η λιγότερο διεφθαρμένη, εκείνη που ακόμη νοιώθει και σκέφτεται) από τη μια μεριά, και του άτολμου μικροαστού καθηγητή, που μπαίνει στο άβατο με στόχο να το αλώσει, λίγο πριν συντριβεί εξ αποστάσεως, από την άλλη…
[μία ανάρτηση του 2009]
https://diskoryxeion.blogspot.com/2009/12/face-to-face.html

22/4/2022
Ροβήρος Μανθούλης (1929-21 Απρ. 2022). Εδώ για την ταινία του «Μπλούζ με Σφιγμένα Δόντια»...
https://www.lifo.gr/culture/music/mployz-me-sfigmena-dontia-i-emblimatiki-tainia-toy-robiroy-manthoyli-gia-ta-mployz

20/4/2022
«Εδώ δεν είναι κομμουνισμός ρέι, εδώ είναι κεφάλαιο ρέι...»
https://www.youtube.com/watch?v=PYy9krpMX9k

20/4/2022
Από τα ωραιότερα τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδας. Ακούγεται απόψε και αύριο το πρωί, νομίζω, στον όρθρο. Και φοβερό μουσικά, ως ήχος πλάγιος του δ (ραστ) –με λίγη προσπάθεια τραγουδιέται «πάνω του» ακόμη και η Συννεφιασμένη Κυριακή– και λόγια γερά, που τα χώνουν στον παραδόπιστους και τους εξωνημένους.
https://www.youtube.com/watch?v=KOos9PCwMpo

20/4/2022
Πριν από 5 μέρες πέθανε ο Orlando Julius στα 79 του, ένας από τους σημαντικότερους νιγηριανούς μουσικούς (σαξοφωνίστας βασικά) από το ’60 και μετά. Δεν θα έγραφα λέξη, αν δεν είχα βινύλια και CD του, και αν δεν τον άκουγα πάρα πολύ μιαν εποχή, πριν από 20 περίπου χρόνια...
https://www.youtube.com/watch?v=54mZWohkGmI

19/4/2022
Ανδρέας Ρούσσης: «Θωρώντα»
https://www.youtube.com/watch?v=N9FpvYv-VVM

18/4/2022
Πέθανε χθες η Catherine Spaak στα 77 της - και νομίζω πως ήταν πολύ καλύτερη σαν ηθοποιός, παρά σαν τραγουδίστρια.
Μεταξύ των ταινιών της, που μου έχουν μείνει περισσότερο, ήταν και μία με... καλόγριες, που την είχα δει στο βίντεο, στα έιτις.
Τότε κυκλοφορούσαν και ελληνικές ταινίες με καλόγριες (μια πολύ ειδική κατηγορία sexploitation films, με φανατικούς φίλους), αλλά μπροστά στις ιταλικές δεν πιάνανε μία.
Η ταινία, εξ όσων μόλις διαπίστωσα, ήταν του ’73, είχε τίτλο “Storia di Una Monaca di Clausura” και το μόνο που θυμάμαι απ’ αυτήν, μετά από τόσα χρόνια, είναι πως ήταν περισσότερο «σοβαρή» απ’ όσο την περίμενα...

18/4/2022
Στο νέο Yellow Box, που κυκλοφορεί στα περίπτερα, με 160 σελίδες και 6,90 ευρώ, συνεχίζουμε, ανάμεσα σε άλλα, το αφιέρωμα στην γερμανική MPS Records...

16/4/2022
Ωραία παρέα. Κελεσίδης, Μητροπάνος, Δαβουρλής. Κάπου τα πίνουνε, περί τα μέσα του ’70. Βλέπω βαρέλια πίσω και διακόσμηση με ψάθες. Λογικά είναι καλοκαιρινό το μαγαζί, γιατί ο Δαβουρλής είναι με κοντομάνικο. Ο Μητροπάνος μπορεί και να τραγούδαγε εκεί πέρα, αλλά μπορεί και όχι. Προσωπικά νομίζω ότι είναι κάπου έξω από την Πάτρα, αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω...
Τέλος πάντων, αύριο συμπληρώνονται 10 χρόνια από το θάνατο του Μητροπάνου, οπότε τα λέμε από απόψε...

ΓΩΓΩ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, ΜΠΕΜΠΑ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΑΙΤΗ ΘΕΟΧΑΡΗ τρεις σπουδαίες λαϊκές τραγουδίστριες, με μεγάλη ιστορία στην αθηναϊκή νύχτα – έκαναν αξιόλογες πορείες, για πολλά χρόνια, πριν γίνουν αναμνήσεις

Το λαϊκό τραγούδι έχει πολλούς «ήρωες» και πολλές «ηρωίδες». Πίσω από τα πρώτα ονόματα, τις τεράστιες δισκογραφίες, τα μεγάλα μεροκάματα, τις πρώτες θέσεις στις μαρκίζες των μεγάλων μαγαζιών, ζούσε και δημιουργούσε ένα πλήθος καλλιτεχνών, γυναίκες και άντρες, που είχαν την τύχη να πούνε σπουδαία τραγούδια, αφήνοντας βαθύ ίχνος μέσα στα χρόνια – ίχνος, που καθώς σκεπάστηκε από τόνους... παρατράγουδων, από το ’90 και μετά, σήμερα, και μέσω του YouTube βασικά (καθότι τηλεόραση και ραδιόφωνο αδιαφορούν), επιχειρεί να αναδυθεί και πάλι στο φως.
Επιλέγουμε τρεις σημαντικές λαϊκές τραγουδίστριες από το χθες, την Γωγώ Θεοδώρου, την Μπέμπα Διαμαντοπούλου και την Καίτη Θεοχάρη, προκειμένου να αφηγηθούμε τις ιστορίες τους. Όχι με όλες τις δυνατές λεπτομέρειες, μα με τις πλέον βασικές και κυρίως διανθίζοντας αυτές με μερικά πολύ ωραία τραγούδια.
Ας πούμε για αρχή πως η Γωγώ Θεοδώρου εξακολουθεί να βρίσκεται στο χώρο (μάλιστα στο τέλος του 2019 έδωσε και καινούρια τραγούδια), πως η Μπέμπα Διαμαντοπούλου έχει φύγει από τη ζωή και πως για την Καίτη Θεοχάρη δεν γνωρίζουμε, σήμερα, ούτε πού βρίσκεται, ούτε τι κάνει.

ΓΩΓΩ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Η Γωγώ Θεοδώρου θα έγραφε ιστορία ακόμη κι αν είχε πει ένα μόνο τραγούδι, το περίφημο «Έψαξα να βρω μια ευκαιρία» των Κώστα Ξενάκη (μουσική) και Βασίλη Φωτεινάκη (λόγια), που ακούστηκε για πρώτη φορά στο άλμπουμ της με τον ίδιο τίτλο, στην General Gramophone, το 1979.
Το τραγούδι, που κυριαρχεί στον «ήχο της Ομόνοιας» (η General Gramophone είχε την έδρα της στο 79-81 της οδού Σωκράτους), είναι ένα κλασικό «σκυλάδικο» ζεϊμπέκικο, υψηλού δυναμικού, το οποίον ερμηνεύει με πίστη και πάθος η Γωγώ Θεοδώρου (η φωνή της περνάει από τις νότες της Ρίτας Σακελλαρίου, αλλά ανεβαίνει πιο ψηλά).
Είναι γραμμένο δε από ένα δίδυμο, τους Ξενάκη-Φωτεινάκη, που σχετίστηκε κάποια στιγμή, στη διαδρομή του, και με το ελληνικό ποπ-ροκ, καθώς οι δυο τους είχαν γράψει τραγούδια για τους Sounds, Δάκη, Ελπίδα κ.ά.).
Το λέμε «σκυλάδικο» το τραγούδι όχι φυσικά για να το υποτιμήσουμε (ακριβώς το αντίθετο!), αλλά για να δείξουμε πως στην αρχή το «Έψαξα να βρω μια ευκαιρία» έκανε πορεία στα πιο «βήτα» μαγαζιά, στα λαϊκά μπαρ, και στα «μεσαία» στο ραδιόφωνο, και λιγότερο στις λεγόμενες «μεγάλες πίστες», οι οποίες το ανακάλυψαν πολύ αργότερα.
Κι έτσι μπορεί πλέον ν’ ακούσει κάποιος αυτό το θρυλικό κομμάτι και από τους Βασίλη Καρρά, Νατάσα Θεοδωρίδου, Αγγελική Ηλιάδη, Αλέκο Ζαζόπουλο και από πολλούς άλλους και άλλες σημερινούς τραγουδιστές.
Λέμε λοιπόν για ένα κλασικό, πια, λαϊκό τραγούδι, η πρώτη εκτέλεση του οποίου ήταν, είναι και θα παραμείνει ανυπέρβλητη.
https://www.youtube.com/watch?v=YZ-sqm76vPQ
Φυσικά η Γωγώ Θεοδώρου δεν είπε μόνο το «Έψαξα να βρω μια ευκαιρία»...
Γεννημένη στο Μαρτίνο της Λοκρίδας, η Γωγώ Θεοδώρου σπουδάζει σχέδιο στη Σχολή Δοξιάδη, για να αφοσιωθεί όμως, σιγά-σιγά, στο τραγούδι, μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’60.
Τυχαίνει, μάλιστα, από πολύ νωρίς (1968) να της δώσει ένα τραγούδι του ο Άκης Πάνου, που πάντα έψαχνε και εμπιστευόταν νέες φωνές, και αυτό το τραγούδι ήταν το πολύ ωραίο ζεϊμπέκικο «Σαν ζευγαρώσουν δυο καημοί» [His Masters Voice], που το είχε πει η Γωγώ Θεοδώρου ως πρώτη τραγουδίστρια, με δεύτερη φωνή την Βούλα Γκίκα, κι έχοντας στα μπουζούκια τους κορυφαίους Κώστα Παπαδόπουλο και Λάκη Καρνέζη.
Δεν ήταν το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε η Γ.  Θεοδώρου, αλλά ήταν εκείνο που την ανέδειξε ως ένα νέο όνομα στο χώρο του λαϊκού, με παρουσίες σε καλά μαγαζιά της εποχής, όπως στα Χρυσά Κλειδιά, στην Πλάκα, εκεί όπου τραγουδούσε μαζί με τον Λευτέρη Ψιλόπουλο, τον Γιώργο Καμπουρίδη κ.ά.
Λέμε πάντα για τα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν ο αείμνηστος Λ. Ψιλόπουλος ερμήνευε το mega-hit «Αδυναμία μου μεγάλη» (Μίμης Χριστόπουλος-Σάκης Καπίρης), με την Γωγώ Θεοδώρου να τον ακολουθεί και στο κέντρο Αδυναμία, στη Λεωφόρο Συγγρού (χαμηλά, κοντά στο Πλανητάριο), που πρέπει να άνοιξε το καλοκαίρι του ’70. Αργότερα, οι δυο τους, θα συνεργάζονταν και στο Queen Anne στη Βούλα, και αλλού.
Στην δισκογραφία όμως, εκείνη την εποχή, η Γωγώ Θεοδώρου θα περάσει λίγα τραγούδια και βασικά δεύτερες εκτελέσεις – είτε στις 45 στροφές, είτε σε τουριστικά άλμπουμ, που απευθύνονταν στους αλλοδαπούς. Από τέτοιες καταγραφές την ακούμε στο «Τι να φταίη» (Γ. Ζαμπέτας-Δ. Χριστοδούλου), στην «Γοργόνα» (Μ. Λοΐζος-Λ. Παπαδόπουλος), στην «Κυρα-Γιώργαινα» (Γ. Κατσαρός-Πυθαγόρας) (στα δύο τελευταία ως δεύτερη φωνή στον Χρήστο Εμμανουήλ) κ.λπ.
Είχε παρουσίες, όμως, και στον κινηματογράφο εκείνα τα χρόνια η Γωγώ Θεοδώρου.
Είχα διαβάσει παλιά πως συμμετείχε στην ταινία «Όταν ήμουν 16 Χρονών» (1970) σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Αντωνάκη (με την Ματίνα Καρρά και τον Γιώργο Ζαχαριάδη), αλλά αυτό δεν κατόρθωσα να το επιβεβαιώσω.
Ακούγεται πάντως να ντουμπλάρει την Μπέττυ Αρβανίτη, όταν εκείνη υποτίθεται πως τραγουδά (δύο τραγούδια του Βασίλη Αρχιτεκτονίδη), στην ταινία του Νίκου Αβραμέα «Μια Μάνα Κατηγορείται» (1972).
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο δίσκος 45 στροφών έχει υποχωρήσει, τα LP βρίσκονται σε πολύ καλή εμπορική φάση (γιατί ο κόσμος αποκτά κάποια λεφτά και μπορεί να αγοράσει ένα στερεοφωνικό), ενώ οι μικροεταιρείες που ξεφυτρώνουν γύρω από την Ομόνοια επιχειρούν να ικανοποιήσουν τη μεγάλη ζήτηση σε λαϊκά τραγούδια, για τον... απλό λαό, τα οποία, ουσιαστικά, τα έχουν κάνει πέρα οι μεγάλες εταιρείες.
Αναγκαστικά, λοιπόν, οι πολύ σπουδαίες φωνές, που κατάφεραν να αντέξουν μέσα στην δεκαετία του ’70, θα βρούνε στέγη σ’ αυτές τις μικρές ανεξάρτητες ετικέτες, που σε πολλές περιπτώσεις επιχειρούσαν να κάνουν «πλούσιες» παραγωγές, εφάμιλλες των μεγάλων labels.
Πλήρωναν, δηλαδή, καλούς μουσικούς (χρησιμοποιούσαν αληθινά πνευστά, βιολιά κ.λπ., και όχι σύνθια), ηχογραφούσαν στα καλά στούντιο της Columbia, στον Περισσό, έφτιαχναν περιποιημένα LP, με διπλά εξώφυλλα, ωραίες στο μέτρο του δυνατού φωτογραφίες κ.λπ. Το πάλευαν, εννοούμε, επιχειρώντας να πιάσουν ένα λαϊκό κοινό που ήταν τοποθετημένο πέραν του Δημήτρη Μητροπάνου και της Ρίτας Σακελλαρίου (των μεγάλων κοσμικών κέντρων και των μεγάλων εταιρειών).
Και κάπως έτσι, το 1979, η Γωγώ Θεοδώρου μπαίνει στην δισκογραφία των
long-plays πια, με απανωτά άλμπουμ για την General Gramophone και την Panivar –σαν το «Έψαξα να Bρω μια Ευκαιρία» με τις τραγουδάρες «Είναι πολλά τα λάθη μας» (του Κώστα Ψυχογιού), «Σαββατοκύριακα» (Ξενάκης-Φωτεινάκης) κ.λπ.–, συνεργαζόμενη με άξιους τραγουδοποιούς (συνθέτες-στιχουργούς), ανάμεσά τους και με τον μεγάλο Γιώργο Ζαμπέτα.
Θυμάται ο Ζαμπέτας για ’κείνη τη συνεργασία του (από το βιβλίο της Ιωάννας Κλειάσιου «Βίος & Πολιτεία / “και η βρόχα έπιπτε... στρέιτ θρου”, στις εκδόσεις ντέφι, το 1997):
«Το καλοκαίρι του ’66 ερχότανε στο μαγαζί, στα Ξημερώματα, ένα κοριτσάκι και το βάζαμε κι έλεγε κανα τραγουδάκι καμιά φορά, η Γωγώ Θεοδώρου. Την είχα χάσει αρκετό διάστημα, όπου μια φορά στο Δεύτερο Πρόγραμμα του ραδιοφώνου, που κάνανε εκπομπές οι εταιρίες και διαφημίζανε τα τραγούδια τους, ακούω τη Γωγώ να τραγουδάει. Πήγα στο μαγαζί που τραγούδαγε, την άκουσα, είχε γίνει πολύ καλή τραγουδίστρια. Μου λέει πως θέλει να της κάνω εγώ τον καινούργιο της δίσκο. Με πάει στην εταιρία της(…) και κάνουμε τον δίσκο, το ’81, πριν τις εκλογές, το “Χαλάλι σου”. Τότε έκανα και τέσσερα τραγούδια για το δίσκο του Περικλή του Περάκη, στην Columbia.(…). Αλλά κι οι δύο αυτοί δίσκοι μείνανε αδιαφήμιστοι, γιατί βγαίνει ο Ανδρέας ο Παπανδρέου και τις κόβει τις διαφημίσεις απ’ τα ραδιόφωνα, γιατί ήθελε να διαφημίζει μόνο το ΠΑΣΟΚ! Δεν ακουστήκανε αυτοί οι δίσκοι, πήγανε στράφι και είχανε ωραία τραγούδια, πολύ καλά. Χωρίς διαφήμιση δεν κάνει τίποτα ένας δίσκος και πόσο μάλλον όταν δεν είσαι και φίρμα τραγουδιστής».
Τα τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα, σε στίχους Κατερίνας Πανάγου, με τη φωνή της Γωγώς Θεοδώρου, στην General Gramophone (1981), είναι όντως πολύ καλά, και είναι κρίμα, που θάφτηκαν στον καιρό τους. Έχει και ζεϊμπέκικα φοβερά εκεί ο Γ. Ζαμπέτας, που δεν ήταν και το πλέον δυνατό χαρτί του, διαχρονικά, όπως και διάφορα κανταδόρικα, χασάπικα, κ.λπ., τα οποία η Γ. Θεοδώρου ερμηνεύει θεσπέσια («Χαλάλι σου», «Δυο αετοί», «Μαύρες τουλίπες» και άλλα διάφορα).
Θα ακολουθήσουν κι άλλοι δίσκοι, πιο μετά, όπως οι «Αναστενάρισσα Καρδιά μου» [General Gramophone, 1984] και «Ναι! Για Πάντα» [GSF Records, 1993], που είχαν ενδιαφέροντα τραγούδια ανάμεσα, με τη φωνή της Γ. Θεοδώρου να ακούγεται πάντα δυνατή, και στα ψηλά περάσματα και στα χαμηλά, πριν υπάρξει ένα ηθελημένο μεγάλο κενό, και μια επανεμφάνιση πριν από δυόμισι χρόνια, με δυο καινούρια τραγούδια – κάτι που έδειξε πως η σπουδαία αυτή τραγουδίστρια δεν είχε εγκαταλείψει...
 
H συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/gogo-theodoroy-mpempa-diamantopoyloy-kaiti-theohari-treis-spoydaies-laikes

ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ! 

Σάββατο 23 Απριλίου 2022

TANIDUAL, GONG WAH σύγχρονα γαλλικά και γερμανικά συγκροτήματα

TANIDUAL: Al _ gnement [Atypeek Diffusion, 2022]
Κάτω από το όνομα Tanidual αναγνωρίζεται ο Γάλλος (από την Τουλούζη) William Laudinat (δηλαδή Tanidual, αν διαβάσεις το επώνυμό του από το τέλος προς την αρχή). Στο ηλεκτρονικό, σε γενικές γραμμές, “Al _ gnement” (ή και “Alignement”) πάντως δεν είναι μόνος, καθότι εδώ τον συνοδεύουν (μάλλον διακριτικά) και οι Guillaume Pique τρομπόνι, Antoine Paulin κιθάρες, Reno Silva Couto σαξόφωνα και Arthur Langlois - Lrreür φωνή. Μ’ αυτή την line-up ο/οι Tanidual επιχειρούν να προβάλλουν ένα ορχηστρικό κατά βάση άλμπουμ, που διαθέτει πολλά στοιχεία ηλεκτρονικής μουσικής – αν και όχι μόνον.
Μπορεί τα ηλεκτρονικά να είναι πολύ βασικά, λοιπόν, και να διεκδικούν μεγάλο μερίδιο των πειραματισμών των Tanidual, όμως υπάρχουν και πολλοί άλλοι σκόρπιοι υπαινιγμοί στο άλμπουμ, που το καθιστούν, και γι’ αυτούς τους λόγους, ενδιαφέρον.
Στο υπ’ αριθμόν 2 track για παράδειγμα, το “Suling”, οι folk αναφορές στην μελωδία είναι προφανείς, ενώ στο track 4 (“Crème”) τα hip hop μέρη, ιδίως προς το τέλος, κάνουν πολύ αισθητή την παρουσία τους.
Αλλού πάλι, στο κομμάτι  8 (“Reno au pays des synthétiseurs”) μπορεί τα συνθεσάιζερ να κυριαρχούν, αλλά το σαξόφωνο παίζει καθαρά τζαζ μέτρα. Σε άλλα κομμάτια, πάλι, ακούς throat singing (“La main mise”), ενώ άλλα θυμίζουν κλασικό electronic sound των seventies / eighties, με αναμεμιγμένες αναφορές (“Le bénef Pt. A”), σε συνδυασμό με κάπως funk beat, θυμίζοντας Toshinori Kondo & IMA (τρομπέτα λογικώς παίζει ο ίδιος ο Laudinat).
Γενικώς, οι Tanidual έχουν πολύ ψαγμένες αναφορές, οι οποίες, σε συνδυασμό με το ταλέντο που καταδεικνύεται από τις συνθέσεις αυτές καθ’ αυτές, έχουν τον τρόπο να σε κρατούν σε εγρήγορση, ως ακροατή, δίχως να σε εξαναγκάζουν να το κάνεις (από καλή δική σου διάθεση ή από φτηνά δικά τους κόλπα).
Όλα είναι πολύ καλοβαλμένα εδώ, εννοούμε, με συνέπεια και γούστο καταγραμμένα, πράγμα που οδηγεί το “Al _ gnement” να ακούγεται ως μία μικρή (ή μεγαλύτερη) έκπληξη. Κάτι όχι αυτονόητο...
Επαφή: www.tanidual.comwww.atypeekmusic.com 
GONG WAH: A Second [Tonzonen Records, 2022]
Είναι το δεύτερο άλμπουμ των Gong Wah, για το οποίο γράφουμε στο blog (και μάλλον δεύτερο, συνολικά, δικό τους). Ο τίτλος του είναι “A Second” και ακούγονται σ’ αυτό οι Inga Nelke φωνή, Thorsten Dohle κιθάρες, σύνθια, Felix Will κιθάρες, σύνθια, Giso Simon μπάσο και Nima Davari ντραμς.
Οι Gong Wah είναι Γερμανοί φυσικά, προέρχονται από την Κολωνία και το ύφος τους είναι εκείνο της power pop – της δυναμικής ποπ, δηλαδή, με τα πολλά και διάσπαρτα ροκ στοιχεία. Το «ποπ» σχετίζεται κυρίως με τα φωνητικά της Inga Nelke, με τις κιθάρες και τα πλήκτρα να έχουν πολύ ανεβασμένο ρόλο στην εγγραφή, στηρίζοντάς την παντοιοτρόπως.
Τα ατού των Γερμανών είναι πολλά, αλλά, και σε σχέση με το ντεμπούτο άλμπουμ τους [Tonzonen, 2020], εδώ είναι ακόμη πιο στενά καθορισμένα – κάτι που προσφέρει στο “A Second” ακόμη μεγαλύτερη σιγουριά και αισθητική ενότητα.
Υπάρχει ταλέντο λοιπόν, και βεβαίως διάθεση να περιγραφούν καταστάσεις είτε αισιόδοξες είτε πιο πικρές, μέσω μιας σειράς τραγουδιών, τα οποία ακούγονται γερά, καλώς ενοργανωμένα και κυρίως αβίαστα.
Δίχως να γίνονται καταχρήσεις σε σόλι –ακόμη και στο σχεδόν 9λεπτο “One fine day” η ανάπτυξη είναι εντυπωσιακή, σε μία περισσότερο pop-cinematic κατεύθυνση, με την φωνή να πρωταγωνιστεί με ποικίλους τρόπους– και με ακμαία την συνθετική φλέβα τους, οι Gong Wah πείθουν, απολύτως, πως πρόκειται για μία πολύ σοβαρή μπάντα, με συγκεκριμένες (μεγάλες) δυνατότητες.
Το αν θα αποδειχτεί αυτό ή όχι, στο μέλλον, μένει να φανεί...
Επαφή: www.tonzonen.de