TRIO ELF: Fram [yellowbird / enja, 2021]
Trio Elf σήμερα σημαίνει Walter Lang πιάνο, εφφέ, Sebastian Gieck κοντραμπάσο και Gerwin Eisenhauer ντραμς. Λέμε «σήμερα», γιατί το γερμανικό γκρουπ, που υφίσταται δισκογραφικώς από το 2006, έχει πλέον νέο μπασίστα.
Για το Trio Elf θυμάμαι να γράφω ύμνους ή περίπου ύμνους στο Jazz & Τζαζ, με αφορμή τα πρώτα άλμπουμ του στην Enja, και βεβαίως θυμάμαι τα ουκ ολίγα άλμπουμ του πιανίστα τους Walter Lang τα πιο πρόσφατα χρόνια, όπως τα “Cathedral” [ACT Music, 2021], με Philipp Schiepek, “Tens” [Enja / Yellowbird, 2020] ως Walter Lang Trio κ.λπ.
Στο “Fram”, το τελευταίο από τα επτά(;) άλμπουμ του
γερμανικού τρίο, τα πράγματα δεν αλλάζουν και πολύ. Και εννοούμε με αυτό πως οι
Trio Elf εξακολουθούν να πειραματίζονται με ρυθμούς,
με dance patterns, χρησιμοποιώντας μόνον ακουστικά όργανα – προφανώς
τα εφφέ σχετίζονται με prepared piano, αναπτύσσονται με φυσικές μεθόδους, αν
και η ακρόαση δεν σου δίνει αυτή την αίσθηση.
Το beat είναι διακριτικό πάντως και όχι σε όλα τα
κομμάτια, με μιαν αίσθηση e.s.t. να εμφανίζεται πότε εδώ και πότε εκεί, αν
και οι Γερμανοί έχουν την δική τους «προσωπικότητα» σαν σχήμα.
Από τα έντεκα
κομμάτια του “Fram”
οκτώ είναι συντεθειμένα από τον Walter Lang, ενώ τρία από τον Gerwin Eisenhauer,
με κάποια εξ αυτών να μην κρύβουν τις αναφορές τους, συνδυάζοντας μπαρόκ με
τζαζ στοιχεία (“An ode to Bach”),
με άλλα να προδικάζουν το ηχητικό αποτέλεσμά τους (“Meditation in Fmi”) και με άλλα να σε
προσανατολίζουν προς εντελώς κλαμπίστικες διαθέσεις (“Addicted”).
Σίγουρα οι Trio Elf είναι από τα σχήματα που κατόρθωσε με τις ηχογραφήσεις του, εκεί στα μέσα των 00s, να ανανεώσει τα jazz dance δεδομένα, μ’ έναν σίγουρο ιδιότυπο έως και ευφυή τρόπο, και αν σήμερα, μετά από μια δεκαπενταετία, μπορεί να μην εκπλήσσουν και τόσο, τούτο οφείλεται όχι στην απώλεια της δικής τους επινοητικότητας, μα σε όσα μεσολάβησαν, εν τω μεταξύ, στο εν λόγω πεδίο από άλλα... γειτονικής αισθητικής σχήματα, που ακολούθησαν ή και προηγήθηκαν κατά τι (βλ. LBT, Organ Explosion, Enders Room κ.λπ.).
PHILIP CATHERINE / PAULO MORELLO / SVEN FALLER:
Pourquoi [Werner Aldinger / enja records / enja yellowbird, 2021]
Δύο γερμανοί μουσικοί, ο κιθαρίστας Paulo Morello και ο μπασίστας Sven Faller συνεργάζονται με τον γνωστό τοις πάσι Βέλγο, αλλά γεννημένο στο Λονδίνο, κιθαρίστα Philip Catherine, σ’ ένα άλμπουμ, το “Pourquoi”, που έρχεται σαν συνέχεια του “Manoir de Mes Rêves” στην ίδια εταιρεία από το 2019 (δες και review της 5 Σεπτ. 2019).
Στο άλμπουμ αυτό καταγράφονται έντεκα συνθέσεις, με τις περισσότερες να ανήκουν στους Catherine και Morello, ενώ υπάρχουν και τρεις versions, στο “Frontera” του ιταλού, αλλά εγκατεστημένου στο Βέλγιο, πιανίστα Nicola Andrioli, στο κλασικό “Inútil paisagem” του Antonio Carlos Jobim από τα 60s και στο “First waltz” του βέλγου συνθέτη Frédéric Devreese – μυστήριες κάπως επιλογές, κοντά πάντως στο διαχρονικό ρεπερτόριο τουλάχιστον του Catherine, που δείχνουν, αν θέλετε, και κάποια από τα αισθητικά όρια, που κινείται αυτό το ιδιόμορφο τρίο.
Ιδιόμορφο, γιατί αποτελείται από δύο κιθαρίστες κι έναν μπασίστα, με τους κιθαρίστες να ακολουθούν άλλοτε lead διαδρομές, με ιδιαίτερο αρμονικό συνδυασμό μελωδιών και άλλοτε να επιχειρούν σε πιο σαφείς lead-ρυθμικούς ρόλους – και με το μπάσο να στηρίζει πάντα, και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, το συνολικό εγχείρημα.
Φυσικά, τα βαλς, οι μποσανόβες, οι romances και οι μπαλάντες είναι τα βασικά συστατικά του ρεπερτορίου των Catherine, Morello και Faller, υλικό επί του οποίου έχει διαπρέψει ο βέλγος κιθαρίστας, μέσα στα χρόνια, μα και οι συνοδοιπόροι του εξ όσων διαπιστώσαμε.
Ωραίο, απλό και... συντροφικό άλμπουμ, με τους ήπιους τόνους του να αποδεικνύονται ως το πιο μεγάλο ατού του.
HOTEL BOSSANOVA: Cruzamento [ENJA RECORDS / WERNER ALDINGER / enja yellowbird, 2021]
Οι Hotel Bossanova σχηματίστηκαν στο Βισμπάντεν της Γερμανίας, το 2005, και έως σήμερα έχουν κυκλοφορήσει οκτώ άλμπουμ, με το πιο πρόσφατο εξ αυτών να αποκαλείται “Cruzamento”.
Όπως μαρτυρά και το όνομά τους το συγκρότημα κινείται ηχητικώς σε χώρους λατινοαμερικάνικους ή και ιβηρικούς – αλλά βασικά βραζιλιάνικους, με την bossa nova να αποτελεί ένα συστατικό των μουσικών του, χωρίς, βεβαίως, να είναι το μόνο, καθώς υπάρχουν και επιρροές από fado, jazz κ.λπ. Έχουν καλή πρόσφυση σε τοιούτους ήχους οι Γερμανοί από χρόνια και αυτό αποδεικνύεται και με το πιο καινούριο CD τους, το οποίο βρίθει... βραζιλοπρέπειας, εξωτισμού, feel good διάθεσης και τα συναφή.
Βεβαίως η εύπλαστη φωνή της Liza Da Costa, που είναι γεννημένη στην Πορτογαλία (από μητέρα Πορτογαλίδα και πατέρα Ινδό) και που ζει από χρόνια στην Γερμανία είναι το πιο μεγάλο ατού των Hotel Bossanova, με τους υπόλοιπους γερμανούς μουσικούς που στέκονται δίπλα της (Wolfgang Stamm ντραμς, Tilmann Höhn κιθάρα, Alexander Sonntag μπάσο, Jens Biehl κρουστά) να κάνουν άψογη δουλειά, τόσο ως συνοδοί όσο και ως σολίστες.
Με καλά και ενδιαφέροντα τραγούδια στην φαρέτρα τους, μικρής και μέσης διάρκειας (το μακρύτερο στο χρόνο διαρκεί λίγο πάνω από πέντε λεπτά), με σεμνές, αλλά ουσιαστικές ενορχηστρώσεις, με λίγα σόλι, και με αρκετό ομαδικό παίξιμο (κάπου ακούγεται και όργανο, σε τρία-τέσσερα κομμάτια, από τον guest Ulf Kleiner) και βεβαίως με μια καλοκαιρινή και ανάλαφρη αίσθηση να ξεπροβάλλει πίσω από κάθε τραγούδι, οι Hotel Bossanova εξακολουθούν, μετά από τόσα χρόνια, να επιμένουν σ’ ένα στυλ, που θα έχει πάντα νόημα – και βεβαίως τους φίλους-ακροατές του.
KARL RATZER & ED NEUMEISTER: Alone Together [ENJA Records, 2021]
Δύο μουσικοί με μεγάλο παρελθόν συνευρίσκονται, όχι για πρώτη φορά, σε σχήμα ντούο, αποτείνοντας φόρο τιμής στο κλασικό αμερικάνικο songbook (βασικά).
Λέμε για τον αυστριακό κιθαρίστα (γενν. 1950), γνωστός, όσο, από τα ροκ συγκροτήματα των 60s-70s The Slaves, Charles Ryders Corporation, C-Department, Gipsy Love, The New Ice Age κ.λπ. και φυσικά από τους πάμπολλους μεταγενέστερους τζαζ ή περί την τζαζ δίσκους του, και ακόμη για τον αμερικανό τρομπονίστα Ed Neumeister (γενν. 1952), που είχε ξεκινήσει και αυτός την πορεία του στα seventies, παίζοντας στα τέλη της δεκαετίας ακόμη και με τον Jerry Garcia, στους εφήμερους Reconstruction και επιπλέον με την Duke Ellington Orchestra (για 15 χρόνια) και την Mel Lewis Orchestra (για 19 χρόνια). Μουσικοί με τεράστιες εμπειρίες λοιπόν... ένα το κρατούμενο.
Ο Neumeister ήταν εκείνος που θα μετακινιόταν στο Γκρατς, της Αυστρίας, το 1999, προκειμένου να διδάξει στο τοπικό University of The Performing Arts – για να συμπέσει κάποια στιγμή με τον Ratzer ο Αμερικανός και ν’ αρχίσει να συνεργάζονται από το 2012 και μετά. Το αποτέλεσμα αυτής της συνεύρεσης καταγράφεται στο CD του Karl Ratzer Septet “Underground System” [Organic Music, 2014], όπως και του Karl Ratzer Quintet “Tears” [Organic Music, 2018], πριν οι δύο μουσικοί έρθουν σε ακόμη πιο στενή επαφή, μέσω του σχήματος ντούο.
Το “Alone Together” καταγράφει, τώρα, ηχογραφήσεις των Ratzer και Neumeister από το wine bar Vinifero της Βιέννης, που συνέβησαν σε δύο συναντήσεις τους, εκεί, τον Ιούνιο του 2018 και τον Δεκέμβριο του 2019.
Για τον σκοπό του CD επιλέχθηκαν οκτώ κομμάτια, δύο originals (συνθέσεις του Ratzer) και έξι versions – με την σειρά στο στάνταρντ “Body and soul” (1930), στο “Blues on the corner” του McCoy Tyner και επίσης στα στάνταρντ “I’m old fashioned” (Jerome Kern-Johnny Mercer), “Alone together” (Arthur Schwartz-Howard Dietz), “It’s you or no one” (Jule Styne-Sammy Cahn) και “I thought about you” (Jimmy Van Heusen-Johnny Mercer).
Σ’ ένα κομμάτι, στο “I’m old fashioned”, ο Karl Ratzer τραγουδά κιόλας, αλλά εδώ βασικά έχουμε έναν συνδυασμό ηλεκτρικής τζαζ κιθάρας και slide τρομπονιού, που ακούγεται όχι απλώς «έγκυρος», αλλά και συναρπαστικός κατά τόπους, με τους δύο μουσικούς να έχουν εντοπίσει την μεταξύ τους «γλώσσα», που άπτεται και σεμνών σολιστικών καταδείξεων και κοινού παιξίματος, σε συμφωνία φάσης ή σε διαφορά, ποντάροντας σε μια ποικιλία μελωδιών, κατορθώνοντας να δημιουργήσουν ευήκοες αρμονικές γέφυρες. Προφανώς έχει προϋπάρξει και αυτοσχεδιασμός εδώ, και σίγουρα έχουν προσημειωθεί κάποια patterns, αλλά, και σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα – επειδή έχουμε να κάνουμε και με τραγούδια – δεν χάνει ποτέ την μελωδική στόχευσή του, όσο και να «τραβάνε» κάποια tracks (π.χ. στο 9λεπτο “Alone together”).
Ωραίο, ήσυχο άλμπουμ, αλλά καθόλου απλό, που δείχνει, σίγουρα, το ταλέντο και την ευστροφία αυτών των δύο εμπειροτάτων μουσικών.
Trio Elf σήμερα σημαίνει Walter Lang πιάνο, εφφέ, Sebastian Gieck κοντραμπάσο και Gerwin Eisenhauer ντραμς. Λέμε «σήμερα», γιατί το γερμανικό γκρουπ, που υφίσταται δισκογραφικώς από το 2006, έχει πλέον νέο μπασίστα.
Για το Trio Elf θυμάμαι να γράφω ύμνους ή περίπου ύμνους στο Jazz & Τζαζ, με αφορμή τα πρώτα άλμπουμ του στην Enja, και βεβαίως θυμάμαι τα ουκ ολίγα άλμπουμ του πιανίστα τους Walter Lang τα πιο πρόσφατα χρόνια, όπως τα “Cathedral” [ACT Music, 2021], με Philipp Schiepek, “Tens” [Enja / Yellowbird, 2020] ως Walter Lang Trio κ.λπ.
Σίγουρα οι Trio Elf είναι από τα σχήματα που κατόρθωσε με τις ηχογραφήσεις του, εκεί στα μέσα των 00s, να ανανεώσει τα jazz dance δεδομένα, μ’ έναν σίγουρο ιδιότυπο έως και ευφυή τρόπο, και αν σήμερα, μετά από μια δεκαπενταετία, μπορεί να μην εκπλήσσουν και τόσο, τούτο οφείλεται όχι στην απώλεια της δικής τους επινοητικότητας, μα σε όσα μεσολάβησαν, εν τω μεταξύ, στο εν λόγω πεδίο από άλλα... γειτονικής αισθητικής σχήματα, που ακολούθησαν ή και προηγήθηκαν κατά τι (βλ. LBT, Organ Explosion, Enders Room κ.λπ.).
Δύο γερμανοί μουσικοί, ο κιθαρίστας Paulo Morello και ο μπασίστας Sven Faller συνεργάζονται με τον γνωστό τοις πάσι Βέλγο, αλλά γεννημένο στο Λονδίνο, κιθαρίστα Philip Catherine, σ’ ένα άλμπουμ, το “Pourquoi”, που έρχεται σαν συνέχεια του “Manoir de Mes Rêves” στην ίδια εταιρεία από το 2019 (δες και review της 5 Σεπτ. 2019).
Στο άλμπουμ αυτό καταγράφονται έντεκα συνθέσεις, με τις περισσότερες να ανήκουν στους Catherine και Morello, ενώ υπάρχουν και τρεις versions, στο “Frontera” του ιταλού, αλλά εγκατεστημένου στο Βέλγιο, πιανίστα Nicola Andrioli, στο κλασικό “Inútil paisagem” του Antonio Carlos Jobim από τα 60s και στο “First waltz” του βέλγου συνθέτη Frédéric Devreese – μυστήριες κάπως επιλογές, κοντά πάντως στο διαχρονικό ρεπερτόριο τουλάχιστον του Catherine, που δείχνουν, αν θέλετε, και κάποια από τα αισθητικά όρια, που κινείται αυτό το ιδιόμορφο τρίο.
Ιδιόμορφο, γιατί αποτελείται από δύο κιθαρίστες κι έναν μπασίστα, με τους κιθαρίστες να ακολουθούν άλλοτε lead διαδρομές, με ιδιαίτερο αρμονικό συνδυασμό μελωδιών και άλλοτε να επιχειρούν σε πιο σαφείς lead-ρυθμικούς ρόλους – και με το μπάσο να στηρίζει πάντα, και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, το συνολικό εγχείρημα.
Φυσικά, τα βαλς, οι μποσανόβες, οι romances και οι μπαλάντες είναι τα βασικά συστατικά του ρεπερτορίου των Catherine, Morello και Faller, υλικό επί του οποίου έχει διαπρέψει ο βέλγος κιθαρίστας, μέσα στα χρόνια, μα και οι συνοδοιπόροι του εξ όσων διαπιστώσαμε.
Ωραίο, απλό και... συντροφικό άλμπουμ, με τους ήπιους τόνους του να αποδεικνύονται ως το πιο μεγάλο ατού του.
HOTEL BOSSANOVA: Cruzamento [ENJA RECORDS / WERNER ALDINGER / enja yellowbird, 2021]
Οι Hotel Bossanova σχηματίστηκαν στο Βισμπάντεν της Γερμανίας, το 2005, και έως σήμερα έχουν κυκλοφορήσει οκτώ άλμπουμ, με το πιο πρόσφατο εξ αυτών να αποκαλείται “Cruzamento”.
Όπως μαρτυρά και το όνομά τους το συγκρότημα κινείται ηχητικώς σε χώρους λατινοαμερικάνικους ή και ιβηρικούς – αλλά βασικά βραζιλιάνικους, με την bossa nova να αποτελεί ένα συστατικό των μουσικών του, χωρίς, βεβαίως, να είναι το μόνο, καθώς υπάρχουν και επιρροές από fado, jazz κ.λπ. Έχουν καλή πρόσφυση σε τοιούτους ήχους οι Γερμανοί από χρόνια και αυτό αποδεικνύεται και με το πιο καινούριο CD τους, το οποίο βρίθει... βραζιλοπρέπειας, εξωτισμού, feel good διάθεσης και τα συναφή.
Βεβαίως η εύπλαστη φωνή της Liza Da Costa, που είναι γεννημένη στην Πορτογαλία (από μητέρα Πορτογαλίδα και πατέρα Ινδό) και που ζει από χρόνια στην Γερμανία είναι το πιο μεγάλο ατού των Hotel Bossanova, με τους υπόλοιπους γερμανούς μουσικούς που στέκονται δίπλα της (Wolfgang Stamm ντραμς, Tilmann Höhn κιθάρα, Alexander Sonntag μπάσο, Jens Biehl κρουστά) να κάνουν άψογη δουλειά, τόσο ως συνοδοί όσο και ως σολίστες.
Με καλά και ενδιαφέροντα τραγούδια στην φαρέτρα τους, μικρής και μέσης διάρκειας (το μακρύτερο στο χρόνο διαρκεί λίγο πάνω από πέντε λεπτά), με σεμνές, αλλά ουσιαστικές ενορχηστρώσεις, με λίγα σόλι, και με αρκετό ομαδικό παίξιμο (κάπου ακούγεται και όργανο, σε τρία-τέσσερα κομμάτια, από τον guest Ulf Kleiner) και βεβαίως με μια καλοκαιρινή και ανάλαφρη αίσθηση να ξεπροβάλλει πίσω από κάθε τραγούδι, οι Hotel Bossanova εξακολουθούν, μετά από τόσα χρόνια, να επιμένουν σ’ ένα στυλ, που θα έχει πάντα νόημα – και βεβαίως τους φίλους-ακροατές του.
KARL RATZER & ED NEUMEISTER: Alone Together [ENJA Records, 2021]
Δύο μουσικοί με μεγάλο παρελθόν συνευρίσκονται, όχι για πρώτη φορά, σε σχήμα ντούο, αποτείνοντας φόρο τιμής στο κλασικό αμερικάνικο songbook (βασικά).
Λέμε για τον αυστριακό κιθαρίστα (γενν. 1950), γνωστός, όσο, από τα ροκ συγκροτήματα των 60s-70s The Slaves, Charles Ryders Corporation, C-Department, Gipsy Love, The New Ice Age κ.λπ. και φυσικά από τους πάμπολλους μεταγενέστερους τζαζ ή περί την τζαζ δίσκους του, και ακόμη για τον αμερικανό τρομπονίστα Ed Neumeister (γενν. 1952), που είχε ξεκινήσει και αυτός την πορεία του στα seventies, παίζοντας στα τέλη της δεκαετίας ακόμη και με τον Jerry Garcia, στους εφήμερους Reconstruction και επιπλέον με την Duke Ellington Orchestra (για 15 χρόνια) και την Mel Lewis Orchestra (για 19 χρόνια). Μουσικοί με τεράστιες εμπειρίες λοιπόν... ένα το κρατούμενο.
Ο Neumeister ήταν εκείνος που θα μετακινιόταν στο Γκρατς, της Αυστρίας, το 1999, προκειμένου να διδάξει στο τοπικό University of The Performing Arts – για να συμπέσει κάποια στιγμή με τον Ratzer ο Αμερικανός και ν’ αρχίσει να συνεργάζονται από το 2012 και μετά. Το αποτέλεσμα αυτής της συνεύρεσης καταγράφεται στο CD του Karl Ratzer Septet “Underground System” [Organic Music, 2014], όπως και του Karl Ratzer Quintet “Tears” [Organic Music, 2018], πριν οι δύο μουσικοί έρθουν σε ακόμη πιο στενή επαφή, μέσω του σχήματος ντούο.
Το “Alone Together” καταγράφει, τώρα, ηχογραφήσεις των Ratzer και Neumeister από το wine bar Vinifero της Βιέννης, που συνέβησαν σε δύο συναντήσεις τους, εκεί, τον Ιούνιο του 2018 και τον Δεκέμβριο του 2019.
Για τον σκοπό του CD επιλέχθηκαν οκτώ κομμάτια, δύο originals (συνθέσεις του Ratzer) και έξι versions – με την σειρά στο στάνταρντ “Body and soul” (1930), στο “Blues on the corner” του McCoy Tyner και επίσης στα στάνταρντ “I’m old fashioned” (Jerome Kern-Johnny Mercer), “Alone together” (Arthur Schwartz-Howard Dietz), “It’s you or no one” (Jule Styne-Sammy Cahn) και “I thought about you” (Jimmy Van Heusen-Johnny Mercer).
Σ’ ένα κομμάτι, στο “I’m old fashioned”, ο Karl Ratzer τραγουδά κιόλας, αλλά εδώ βασικά έχουμε έναν συνδυασμό ηλεκτρικής τζαζ κιθάρας και slide τρομπονιού, που ακούγεται όχι απλώς «έγκυρος», αλλά και συναρπαστικός κατά τόπους, με τους δύο μουσικούς να έχουν εντοπίσει την μεταξύ τους «γλώσσα», που άπτεται και σεμνών σολιστικών καταδείξεων και κοινού παιξίματος, σε συμφωνία φάσης ή σε διαφορά, ποντάροντας σε μια ποικιλία μελωδιών, κατορθώνοντας να δημιουργήσουν ευήκοες αρμονικές γέφυρες. Προφανώς έχει προϋπάρξει και αυτοσχεδιασμός εδώ, και σίγουρα έχουν προσημειωθεί κάποια patterns, αλλά, και σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα – επειδή έχουμε να κάνουμε και με τραγούδια – δεν χάνει ποτέ την μελωδική στόχευσή του, όσο και να «τραβάνε» κάποια tracks (π.χ. στο 9λεπτο “Alone together”).
Ωραίο, ήσυχο άλμπουμ, αλλά καθόλου απλό, που δείχνει, σίγουρα, το ταλέντο και την ευστροφία αυτών των δύο εμπειροτάτων μουσικών.
Η Enja Records εισάγεται από την AN Music
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου