Η
ιστορία της γερμανικής εταιρείας MPS Records είναι κατά βάση η ιστορία της πιο
προχωρημένης jazz, με σφοδρά λαϊκά ερείσματα, που καταγράφηκε ποτέ
στην Ευρώπη.
Πατέρας της MPS Records υπήρξε ο Hans Georg Brunner-Schwer. Γεννημένος το 1927 (πέθανε το 2004), ο Brunner-Schwer ήταν γιος του Hermann Schwer, ενός πιονιέρου του γερμανικού ραδιοφώνου και ιδρυτή της εταιρείας SABA, η οποία στην αρχή παρήγαγε μόνο ραδιόφωνα. Όντας μουσικός ο ίδιος (ο Hans Georg), καθώς έπαιζε πιάνο και ακορντεόν, θα μπλέξει από νωρίς με τις παραγωγές, εκεί προς τα μέσα της δεκαετίας του ’50, ηχογραφώντας στην πορεία διάσημους αργότερα γερμανούς και αυστριακούς σολίστες (Horst Jankowski, Albert Mangelsdorff, Hans Koller κ.ά.), που τότε πραγματοποιούσαν τα πρώτα βήματά τους.
Το
1958 η δισκογραφική SABA είναι πλέον
γεγονός, με το label να διατηρείται
κάτω από γερμανικά συμφέροντα μέχρι και το 1968, όταν ο Brunner-Schwer
πουλά
ολόκληρη την εταιρεία στην αμερικανική GTE
(General Telephone
& Electronics).
Οι
νέοι ιδιοκτήτες, όμως, φαίνεται πως δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για το μουσικό
κομμάτι της SABA, αναγκάζοντας τον Brunner-Schwer να δημιουργήσει μια καινούρια ετικέτα, προκειμένου
να ξαναβάλει σε τροχιά τα φιλόδοξα δισκογραφικά σχέδιά του.
Έτσι
κάπως μπαίνει μπροστά, εκείνη την χρονιά (1968), η MPS,
δηλαδή η Musik Produktion Schwarzwald ή Μουσικές Παραγωγές Μέλας Δρυμός (καθώς
η εταιρεία είχε ως έδρα της την πόλη Villingen, στην νότια
Γερμανία, στον Μέλανα Δρυμό), μια ετικέτα που θα συνεχίσει το έργο της SABA, επανεκδίδοντας κιόλας πολλές από τις κυκλοφορίες
της.
Την
MPS Records,
στην αρχή, θα την διανέμει η BASF, από το 1976
και μετά η Metronome Musik,
αργότερα η Philips, η Polydor,
η Universal Jazz
Germany, ενώ την τελευταία 20ετία διάφορους
τίτλους της MPS επανεκδίδει η Speakers Corner Records. Σ’ αυτό το πρώτο μέρος του αφιερώματος
θα γράψουμε για μερικούς πολύ σημαντικούς δίσκους της MPS,
ενώ θα συνεχίσουμε το αφιέρωμά μας και στο επόμενο τεύχος, καθότι ο κατάλογος
της γερμανικής εταιρείας είναι άπειρος και κατά βάση μουσικά συγκλονιστικός.
DAVE PIKE SET
Ο αμερικανός βιμπραφωνίστας Dave Pike (1938-2015) είχε ήδη μιαν αξιόλογη jazz καριέρα, πριν αποφασίσει να μετακινηθεί προς Γερμανία (στα τέλη των sixties) και ηχογραφήσει με το καινούριο του γκρουπ, τους Dave Pike Set, έξι LP, τα οποία αποτελούν μνημεία του πιο κυριολεκτικού fusion (jazz, rock, raga, pop, latin, brazilian, psych κ.λπ.).
Το
“Noisy Silence-Gentle Noise”
φερ’ ειπείν, από το 1969, είναι ένα διαχρονικό must
have, βασικά λόγω του “Mathar”,
μιας σύνθεσης του κιθαρίστα και sitar player Volker
Kriegel, η οποία κατέστη μέσα στα χρόνια
σύμβολο των indian-vibes.
Φυσικά
οι Dave Pike
Set δεν υπήρξαν μπάντα του ενός hit (το λέμε, γιατί το “Mathar”
είχε κυκλοφορήσει ακόμη και σε 45άρι), καθώς ηχογράφησαν πλείστα όσα εξαιρετικά
κομμάτια, όπως το “Raga jeeva swara”,
για παράδειγμα, από το “Infra-Red” του 1970.
Ένα
άλλο πολύ καλό LP των Dave Pike
Set ήταν και το “Live
at The
Philharmonie”, γραμμένο στο Βερολίνο τον Νοέμβριο
του ’69, με τους Dave Pike βιμπράφωνο, Volker
Kriegel κιθάρα, Johann
Rettenbacher μπάσο, τσέλο και Peter Baumeister
ντραμς.
Εδώ
καταγράφονται τα “Hey Duke” (σαφές το υπονοούμενο), “Mambo
Jack the
Scoffer”, “Riff
for rent”
(στην hard bop
παράδοση των Bobby Timmons
και
Nat Adderley),
“Nobody’s afraid of
Howard Monster”
(spy-jazz) και “The secret
mystery of
Hensh”, στην πιο psych-out στιγμή του δίσκου – ενός δίσκου, που τελειώνει στο
πι και φι (31:37 η διάρκεια), αφήνοντας πρώτης τάξεως εντυπώσεις.
DON “SUGARCANE” HARRIS
Το ξεπέταγμα της καριέρας του βιολιστή και σπανιότερα κιθαρίστα, οργανίστα και τραγουδιστή Don “Sugarcane” Harris (1938-1999) οφείλεται, βασικά, στις συνεργασίες του με τον Frank Zappa (“Hot Rats”, “Burnt Weeny Sandwich” κ.λπ.). Εκεί ανέπτυξε το προσωπικό του jazz-rock στυλ, εκεί έδρεψε τις μεγαλύτερες δάφνες της καριέρας του. Βιολιστής με μεγάλη πέραση στα τέλη των sixties με αρχές των seventies, o Harris έκανε αρκετούς προσωπικούς δίσκους για την MPS, οι οποίοι συχνά συμπορεύτηκαν με το γενικότερο fusion κλίμα της εποχής.
Στο
LP “Got
the Blues”,
που ηχογραφήθηκε ζωντανά στην Berlin Philharmonic Hall
τον
Νοέμβριο του ’71, δείχνει όχι μόνο το συνθετικό ταλέντο του, αλλά, κυρίως, τον παικτικό
οίστρο του – όταν αυτός, ένας βιολιστής, βγαίνει μπροστά από «προσωπικότητες», όπως
ήταν οι κιθαρίστες Volker Kriegel και Terje
Rypdal, ο κιμπορντίστας Wolfgang Dauner, o μπασίστας Neville
Whitehead και ο ντράμερ Robert Wyatt!
Εντάξει,
τα δύο δικά του κομμάτια αξίζουν, ιδίως το “Got
the blues”
(υπάρχουν riffs, τα οποία μπορεί να αντέγραψαν ακόμη και οι City, ο Γκέργκι Γκόγκοβ δηλαδή, στο κλασικό “Am fenster”),
αλλά εκεί όπου ξεπερνιούνται τα αυτονόητα είναι στη σύνθεση του Horace Silver
“Song for
my father”
και κυρίως στο “Where’s my
sunshine” των Pure
Food and
Drug Act.
Καταιγιστικός!
WOLFGANG DAUNER
Από την πρώτη φορά που ακούσαμε το “Free Action” [SABA, 1967] του σεπτέτου του Wolfgang Dauner (1935-2020), είχαμε την αίσθηση πως βρισκόμασταν μπροστά σε μία από τις κορυφαίες στιγμές της euro-jazz του ’60. Και όντως. Άξιοι μουσικοί (Wolfgang Dauner πιάνο, προετοιμασμένο πιάνο, Jean-Luc Ponty βιολί, Gerd Dudeck τενόρο, κλαρινέτο, Eberhard Weber τσέλο, Jurgen Karg μπάσο, Mani Neumeier ντραμς, τάμπλα, Fred Braceful ντραμς), συνθέσεις «δεσμευμένες» μέσα στην ελευθερία τους, αισθήματα γαλήνης και θορύβου να εναλλάσσονται με αυθόρμητο τρόπο, γραφικές παρτιτούρες να δίνουν τη θέση τους σε 24μετρα, σχεδόν blues, μαζί με εκρηκτικά clusters και «προετοιμασίες».
Μπορεί
ο Wofgang Dauner
να μην ξαναέκανε τέτοιο άλμπουμ, καθώς προσχώρησε, σταδιακά, σ’ ένα περισσότερο
pop-rock στρατόπεδο,
επηρεασμένος από το krautrock, αλλά διέπρεψε
κι εκεί, προσφέροντας διαμάντια-δίσκους. Πριν όμως απ’ αυτά...
Ένα
εξίσου εντυπωσιακό LP του Wolfgang Dauner
στην
MPS (με το κουιντέτο του αυτή τη φορά),
είναι αναμφισβήτητα το “The Oimels” (1969). Μπορεί το “Take
off your
clothes to
feel the
setting sun”
να μην έγινε τόσο γνωστό όσο το “Mathar”, ήταν όμως πιο
τριπαριστό και πολύ περισσότερο groovy. Σιτάρ έπαιζε εδώ
ο Siegfried Schwab,
στο πιάνο και το όργανο ήταν ο Wolfgang Dauner, στην κιθάρα ο Pierre
Cavalli, στα ντραμς ο Roland
Wittich και στο μπάσο ο κορυφαίος Eberhard Weber!
Το
“The Oimels”
είναι αρκετά σπάνιο στην πρωτότυπη έκδοσή του, αλλά υπάρχουν κάποιες
επανεκδόσεις που είναι πιο βολικές.
BARNEY WILEN
Είναι «μύθος» ο γάλλος σαξοφωνίστας Barney Wilen (1937-1996). Πρώτον, γιατί έχει παίξει με τον Art Blakey, τον Miles Davis (στο “Ascenseur pour l’echafaud”), τον John Lewis, τον Bud Powell, τον Roy Haynes κ.ά. Δεύτερον, γιατί δοκίμασε σε πολλά και διαφορετικά πεδία (rock, punk, soundtracks), γκρεμίζοντας, εμπράκτως, αισθητικά τείχη. Και τρίτον, γιατί ηχογράφησε (Ιούνιος ’68) ένα από τα πρώτα free-rock άλμπουμ της ιστορίας – αυτός και η Amazing Free Rock Band του, δηλ. οι Mimi Lorenzini κιθάρες, Joachim Kühn πιάνο, όργανο, Gunter Lenz μπάσο, Aldo Romano ντραμς και Wolfgang Paap ντραμς. Ο τίτλος του; “Dear Prof. Leary”.
Η
αναφορά στον Timothy Leary
είναι προφανής, όπως προφανές είναι, από το πρώτο κιόλας άκουσμα, πως εδώ
έχουμε να κάνουμε μ’ ένα απολαυστικό jazz-rock, από ’κείνα που ηχογραφούνταν
κατά κόρον στην Αμερική (το 1968), αλλά όχι και τόσο συχνά στην Ευρώπη.
Beatles (“The fool
on the
hill”), Bobbie Gentry (“Ode to Billie
Joe”), Otis Redding (“Respect”),
Supremes (“You
keep me
hangin’ on”), το “Lonely woman”
του Ornette Coleman,
μα και δυο πρωτότυπα (“Dur, Dur, Dur”, “Dear Prof.
Leary”), είναι το υλικό επί του οποίου ασκούνται οι φίλοι
μας, με φαντασία απερίγραπτη, με παίξιμο παθιασμένο και με τη συνείδηση και την
ορμή μουσικών, που ξέρουν που βαδίζουν και τι θέλουν.
JAZZ FOCUS ’65
Οι
Jazz Focus
’65 (Milcho Leviev πιάνο, Simeon
Shterev φλάουτο, Lyubomir Mitrov μπάσο, Peter Slavov
ντραμς) υπήρξαν το κορυφαίο συγκρότημα της βουλγαρικής jazz.
Μια μπάντα που πέρασε τα σύνορα της χώρας πολύ νωρίς, καθώς οι βούλγαροι
μουσικοί εμφανίζονταν συνεχώς στην Ευρώπη και ιδίως στη Γερμανία – εκεί όπου
ήταν επίσημοι προσκεκλημένοι του German Jazz Festival στην Φρανκφούρτη, νωρίς
το ’68. Λογικό ήταν, λοιπόν, να προξενήσουν το ενδιαφέρον της MPS, για την
ηχογράφηση κάποιου άλμπουμ.
Σε
παραγωγή των Lippmann και Rau (εκ των εμπνευστών του περίφημου American Folk
and Blues Festival) οι Jazz Focus ’65 μπαίνουν, τελικά, στο στούντιο την 9η Ιουνίου
του 1968, για την εγγραφή του καλύτερου άλμπουμ τους, που είχε ως τίτλο το
όνομά τους.
Έχοντας,
ως μουσικοί, ένα σοβαρό κλασικό υπόβαθρο, οι Jazz
Focus 65 δημιουργούν εδώ μία πρωτότυπη καινούρια jazz –ας
την πούμε chamber space jazz– με σπάνια υπόγεια ένταση και ψυχεδελική κατάληξη,
ένα αυθεντικό space trip, χωρίς ίχνος ηλεκτρονικών εφέ ή συνθετητών.
Κορυφαίο
LP, που ανακατεύει περαιτέρω baroque στοιχεία, με
«προετοιμασμένο» πιάνο, free τεχνικές, improv προσεγγίσεις και Μπαχ, με μαγικό
τρόπο.
FRED VAN HOVE / WOLFGANG DAUNER
Ο βέλγος πιανίστας Fred van Hove (γενν. 1937) θα γίνει πλατύτερα γνωστός στα χρόνια του ’70, όταν θα αποτελέσει κινητήριο μοχλό διαφόρων πρότζεκτ της εταιρείας FMP, συμβάλλοντας με το δικό του τρόπο στη δημιουργία ενός free improvised ήχου, ο οποίος ποτέ δεν έκρυψε τις προοδευτικές αναφορές του.
Το ξεκίνημα όμως του Fred van Hove δεν ήταν λιγότερο ενδιαφέρον. Σταθμός στην καριέρα του υπήρξε η γνωριμία του με τον σαξοφωνίστα Peter Brötzmann, στο βελγικό φεστιβάλ Comblain-la-Tour το 1966, με τη σχεδόν ταυτόχρονη ίδρυση του περιώνυμου Peter Brötzmann Octet, ενός σχήματος που πέρασε με κεφαλαία γράμματα στην ιστορία της euro-jazz λόγω “Machine Gun” (1968).
Ήταν τότε, όταν ο Fred van Hove, καλεσμένος του παραγωγού Joachim E. Berendt στο Berlin Jazz Festival τον Νοέμβρη του ’68, θα βρεθεί στο πάλκο μαζί με τους Cel Overberghe, Kris Wanders και Willem Breuker σαξόφωνα, Ed Kroger τρομπόνι, Peter Kowald μπάσο και Han Bennink ντραμς, προκειμένου να ερμηνεύσουν όλοι μαζί την 18λεπτη σύνθεση του πρώτου “Requiem for Che Guevara, Martin Luther King, John F. and Robert Kennedy, Malcolm X”.
Το
πρωτότυπο του εν λόγω live ήταν πως συνέβη μέσα σε εκκλησία, δείχνοντας έτσι
πως η jazz, στην πιο προχωρημένη της φόρμα, κατακτούσε και το τελευταίο οχυρό
της λεγόμενης «σοβαρής» μουσικής.
Κι ενώ όλα τούτα συμβαίνουν στη δεύτερη πλευρά του δίσκου, στην πρώτη ακουγόταν το έργο του Wolfgang Dauner “Psalmus Spei for Choir and Jazz Group”, ερμηνευμένο από τους Wolfgang Dauner όργανο, μελόντικα, Manfred Schoof τρομπέτα, Gerd Dudek τενόρο, Eberhard Weber τσέλο, Jurgen Karg μπάσο, Fred Braceful ντραμς, συν τους Κάντορες του Αγίου Μαρτίνου της πόλης Kessel (της Έσσης) υπό τον Klaus Martin Ziegler.
Εδώ,
η μυστικιστική ανάγνωση των κειμένων (μουσικών ή μη) δημιουργεί μία κάπως
«υπερβατική» jazz, από την οποία δεν απουσιάζει το free-improv στοιχείο.
CHARLIE MARIANO
Το “Helen 12 Trees” θα ισχυριζόμασταν πως είναι ένα από τα τελευταία πολύ μεγάλα άλμπουμ της MPS.
Ηχογραφήθηκε
και κυκλοφόρησε το 1976, κάτω από το όνομα του βοστωνέζου σαξοφωνίστα Charlie Mariano
(1923-2009)
και των συνοδοιπόρων του Zbigniew Seifert βιολί, Jan
Hammer πλήκτρα, Jack Bruce μπάσο, John Marshall ντραμς και Nippy
Noya κρουστά.
Υπάρχουν
κάποια γνωρίσματα, που κάνουν το “Helen 12 Trees” ξεχωριστό.
Κατ’
αρχάς η αίσθηση του progressive jazz-rock συνόλου που
δίνει η line-up (ας μην ξεχνάμε
πως ο Mariano είχε περάσει από τα συγκροτήματα Osmosis, Embryo
και Supersister), δεύτερον το μόνιμο ενδιαφέρον του
Αμερικανού για τις «μουσικές του κόσμου» και ιδίως την ινδική (το αγαπημένο του
πνευστό nagaswaram ακούγεται στο “Parvati’s dance”),
τρίτον το άψογο «κιμπορντικό» στρώμα και υπόστρωμα που θέτει ο Jan Hammer
και τέταρτον η καθαρή rock διάσταση που
«βγάζει» ο Jack Bruce,
στο “Neverglades pixie”
για παράδειγμα, ένα κομμάτι που φέρνει στο νου τους Cream.
Όλα τούτα συναποτελούν ένα άλμπουμ, που μοιάζει, σήμερα, περισσότερο ενδιαφέρον
από ποτέ.
DEWAN MOTIHAR TRIO / IRENE SCHWEIZER TRIO / MANFRED SCHOOF / BARNEY
WILEN
Αν και η πρωταρχική επαφή της jazz με την ινδική μουσική θα πρέπει να αναζητηθεί στον John Coltrane –πιθανώς οι modal αυτοσχεδιασμοί του στο “Milestones” (1958) του Miles Davis να ήταν και «ινδικοί»– το πράγμα φαίνεται ν’ αποκτά μια πιο συγκεκριμένη αισθητική τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1962, όταν στο άλμπουμ του Ravi Shankar “Improvisations and Theme from Pather Panchali” [World Pacific] ο Bud Shank φύσηξε «ινδικώς» όχι σε μπανσούρι, αλλά στο φλάουτό του. (Υπάρχει βεβαίως και το “Portrait of Ravi”, που ήταν αφιερωμένο στον Ravi Shankar, από το άλμπουμ των Tony Scott και Jimmy Knepper “Free Blown Jazz”, στην Carlton, το 1959, αλλά το κομμάτι δεν θα συγκαταλέγαμε στα «ινδοπρεπή»).
Μετά, πάντως, από τον Δεκέμβριο του ’65, όταν
το σιτάρ πέρασε στην pop λόγω Beatles και “Norwegian wood (This bird has flown)”, πήρε
περισσότερο φωτιά και το jazz circuit με τους δίσκους να βγαίνουν ο ένας μετά
τον άλλον, και με όλο και νεώτερους μουσικούς –και από την pop, και από το
rock, και από την jazz– να δοκιμάζουν στα νέα ηχοχρώματα.
Μερικά
από τα άλμπουμ, που «έφτιαξαν» αυτό το indo-jazz ιδίωμα, εκείνη την περίοδο,
ήταν το “Indo-Jazz Suite”
[UK. Columbia, 1966] των Joe Harriott-John Mayer, το “Jazz Raga” του Gabor Szabo
(ηχογραφήθηκε για την Impulse! τον Αύγουστο του ’66) και βεβαίως το “Jazz Meets India”,
της ελβετίδας πιανίστριας Irène Schweizer και της παρέας της, ηχογραφημένο για την γερμανική SABA (φυσικά τυπώθηκε και σε ετικέτα MPS), από τον Οκτώβριο του ’67.
Πατέρας της MPS Records υπήρξε ο Hans Georg Brunner-Schwer. Γεννημένος το 1927 (πέθανε το 2004), ο Brunner-Schwer ήταν γιος του Hermann Schwer, ενός πιονιέρου του γερμανικού ραδιοφώνου και ιδρυτή της εταιρείας SABA, η οποία στην αρχή παρήγαγε μόνο ραδιόφωνα. Όντας μουσικός ο ίδιος (ο Hans Georg), καθώς έπαιζε πιάνο και ακορντεόν, θα μπλέξει από νωρίς με τις παραγωγές, εκεί προς τα μέσα της δεκαετίας του ’50, ηχογραφώντας στην πορεία διάσημους αργότερα γερμανούς και αυστριακούς σολίστες (Horst Jankowski, Albert Mangelsdorff, Hans Koller κ.ά.), που τότε πραγματοποιούσαν τα πρώτα βήματά τους.
Ο αμερικανός βιμπραφωνίστας Dave Pike (1938-2015) είχε ήδη μιαν αξιόλογη jazz καριέρα, πριν αποφασίσει να μετακινηθεί προς Γερμανία (στα τέλη των sixties) και ηχογραφήσει με το καινούριο του γκρουπ, τους Dave Pike Set, έξι LP, τα οποία αποτελούν μνημεία του πιο κυριολεκτικού fusion (jazz, rock, raga, pop, latin, brazilian, psych κ.λπ.).
Το ξεπέταγμα της καριέρας του βιολιστή και σπανιότερα κιθαρίστα, οργανίστα και τραγουδιστή Don “Sugarcane” Harris (1938-1999) οφείλεται, βασικά, στις συνεργασίες του με τον Frank Zappa (“Hot Rats”, “Burnt Weeny Sandwich” κ.λπ.). Εκεί ανέπτυξε το προσωπικό του jazz-rock στυλ, εκεί έδρεψε τις μεγαλύτερες δάφνες της καριέρας του. Βιολιστής με μεγάλη πέραση στα τέλη των sixties με αρχές των seventies, o Harris έκανε αρκετούς προσωπικούς δίσκους για την MPS, οι οποίοι συχνά συμπορεύτηκαν με το γενικότερο fusion κλίμα της εποχής.
Από την πρώτη φορά που ακούσαμε το “Free Action” [SABA, 1967] του σεπτέτου του Wolfgang Dauner (1935-2020), είχαμε την αίσθηση πως βρισκόμασταν μπροστά σε μία από τις κορυφαίες στιγμές της euro-jazz του ’60. Και όντως. Άξιοι μουσικοί (Wolfgang Dauner πιάνο, προετοιμασμένο πιάνο, Jean-Luc Ponty βιολί, Gerd Dudeck τενόρο, κλαρινέτο, Eberhard Weber τσέλο, Jurgen Karg μπάσο, Mani Neumeier ντραμς, τάμπλα, Fred Braceful ντραμς), συνθέσεις «δεσμευμένες» μέσα στην ελευθερία τους, αισθήματα γαλήνης και θορύβου να εναλλάσσονται με αυθόρμητο τρόπο, γραφικές παρτιτούρες να δίνουν τη θέση τους σε 24μετρα, σχεδόν blues, μαζί με εκρηκτικά clusters και «προετοιμασίες».
Είναι «μύθος» ο γάλλος σαξοφωνίστας Barney Wilen (1937-1996). Πρώτον, γιατί έχει παίξει με τον Art Blakey, τον Miles Davis (στο “Ascenseur pour l’echafaud”), τον John Lewis, τον Bud Powell, τον Roy Haynes κ.ά. Δεύτερον, γιατί δοκίμασε σε πολλά και διαφορετικά πεδία (rock, punk, soundtracks), γκρεμίζοντας, εμπράκτως, αισθητικά τείχη. Και τρίτον, γιατί ηχογράφησε (Ιούνιος ’68) ένα από τα πρώτα free-rock άλμπουμ της ιστορίας – αυτός και η Amazing Free Rock Band του, δηλ. οι Mimi Lorenzini κιθάρες, Joachim Kühn πιάνο, όργανο, Gunter Lenz μπάσο, Aldo Romano ντραμς και Wolfgang Paap ντραμς. Ο τίτλος του; “Dear Prof. Leary”.
Ο βέλγος πιανίστας Fred van Hove (γενν. 1937) θα γίνει πλατύτερα γνωστός στα χρόνια του ’70, όταν θα αποτελέσει κινητήριο μοχλό διαφόρων πρότζεκτ της εταιρείας FMP, συμβάλλοντας με το δικό του τρόπο στη δημιουργία ενός free improvised ήχου, ο οποίος ποτέ δεν έκρυψε τις προοδευτικές αναφορές του.
Το ξεκίνημα όμως του Fred van Hove δεν ήταν λιγότερο ενδιαφέρον. Σταθμός στην καριέρα του υπήρξε η γνωριμία του με τον σαξοφωνίστα Peter Brötzmann, στο βελγικό φεστιβάλ Comblain-la-Tour το 1966, με τη σχεδόν ταυτόχρονη ίδρυση του περιώνυμου Peter Brötzmann Octet, ενός σχήματος που πέρασε με κεφαλαία γράμματα στην ιστορία της euro-jazz λόγω “Machine Gun” (1968).
Ήταν τότε, όταν ο Fred van Hove, καλεσμένος του παραγωγού Joachim E. Berendt στο Berlin Jazz Festival τον Νοέμβρη του ’68, θα βρεθεί στο πάλκο μαζί με τους Cel Overberghe, Kris Wanders και Willem Breuker σαξόφωνα, Ed Kroger τρομπόνι, Peter Kowald μπάσο και Han Bennink ντραμς, προκειμένου να ερμηνεύσουν όλοι μαζί την 18λεπτη σύνθεση του πρώτου “Requiem for Che Guevara, Martin Luther King, John F. and Robert Kennedy, Malcolm X”.
Κι ενώ όλα τούτα συμβαίνουν στη δεύτερη πλευρά του δίσκου, στην πρώτη ακουγόταν το έργο του Wolfgang Dauner “Psalmus Spei for Choir and Jazz Group”, ερμηνευμένο από τους Wolfgang Dauner όργανο, μελόντικα, Manfred Schoof τρομπέτα, Gerd Dudek τενόρο, Eberhard Weber τσέλο, Jurgen Karg μπάσο, Fred Braceful ντραμς, συν τους Κάντορες του Αγίου Μαρτίνου της πόλης Kessel (της Έσσης) υπό τον Klaus Martin Ziegler.
CHARLIE MARIANO
Το “Helen 12 Trees” θα ισχυριζόμασταν πως είναι ένα από τα τελευταία πολύ μεγάλα άλμπουμ της MPS.
Αν και η πρωταρχική επαφή της jazz με την ινδική μουσική θα πρέπει να αναζητηθεί στον John Coltrane –πιθανώς οι modal αυτοσχεδιασμοί του στο “Milestones” (1958) του Miles Davis να ήταν και «ινδικοί»– το πράγμα φαίνεται ν’ αποκτά μια πιο συγκεκριμένη αισθητική τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1962, όταν στο άλμπουμ του Ravi Shankar “Improvisations and Theme from Pather Panchali” [World Pacific] ο Bud Shank φύσηξε «ινδικώς» όχι σε μπανσούρι, αλλά στο φλάουτό του. (Υπάρχει βεβαίως και το “Portrait of Ravi”, που ήταν αφιερωμένο στον Ravi Shankar, από το άλμπουμ των Tony Scott και Jimmy Knepper “Free Blown Jazz”, στην Carlton, το 1959, αλλά το κομμάτι δεν θα συγκαταλέγαμε στα «ινδοπρεπή»).
Αν και στην περίπτωση των Joe Harriott-John Mayer τούτο συνέβη μ’ έναν όντως εμπνευσμένο τρόπο (ο Harriott έπαιξε ελεύθερα σόλι, πάνω στο αυστηρό υπόστρωμα του rhythm section), στην περίπτωση του “Jazz Meets India” ακολουθείται μία άλλου τύπου προσέγγιση.
Κατ’ ουσίαν, και όσο κι αν ακούγεται περίεργο, δεν υπάρχει στο άλμπουμ κάποια ιδιαίτερη επικοινωνία ανάμεσα στις δύο παραδόσεις.
Στις πιο βασικές και χρονικώς πιο εκτεταμένες συνθέσεις του δίσκου, την “Sun love” και την “Brigach and ganges”, τα δύο γκρουπ ξεκινούν το ένα ανεξαρτήτως του άλλου, προκαλώντας το ένα το άλλο, κάπου συναντώνται, με το πιάνο της Schweizer να κάνει όλη τη «δύσκολη» δουλειά, προβάλλοντας σύντομα ρυθμικά μοτίβο –το πιάνο ως κρουστό υπήρξε το σήμα κατατεθέν της ελβετίδας πιανίστριας–, ξαναχωρίζοντας στην πορεία.
Το άκουσμα έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Η ανάπτυξη των συνθέσεων είναι μαγική, με τους μουσικούς να ελέγχουν πλήρως τον ήχο τους, δίχως να προβαίνουν σε «ακρότητες», δίνοντας δυναμικά σόλι, ιδίως ο Manfred Schoof σε κορνέτα, τρομπέτα και ο Barney Wilen σε σοπράνο και τενόρο σαξόφωνα.
Το τρίο των ινδών μουσικών (o Dewan Motihar σιτάρ, o Keshav Sathe τάμπλα και η Kusum Thakur ταμπούρα) ήταν ένα από τα πιο αναγνωρισμένα τότε στην Ευρώπη –o Motihar και ο Sathe εμφανίζονται εξάλλου και στην “Indo-Jazz Suite” του Joe Harriott–, ενώ το τρίο της Schweizer, το οποίο συμπληρώνουν ο Uli Trepte μπάσο και ο Mani Neumaier ντραμς, ήταν ένα από τα πρώτα ευρωπαϊκά free γκρουπ του καιρού του. Να πούμε πως οι Trepte και Neumaier αποτέλεσαν λίγο αργότερα τη ρυθμική βάση ενός γκρουπ «εικόνα» του krautrock, των Guru Guru.
Από ’κει και μέχρι το “Jazz Meets India” δεν κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι…
Η σύγχρονη μουσική της Ινδονησίας παραμένει αχαρτογράφητη – εννοούμε για το «μέσο» δυτικό αυτί.
Χώρα με 270 εκατομμύρια ανθρώπους (η τέταρτη πολυπληθέστερη του κόσμου) και με μια μουσική παράδοση που χάνεται στους αιώνες, η Ινδονησία ανακάλυψε την jazz στη δεκαετία του ’20, το rock στη δεκαετία του ’60, την pop και οτιδήποτε άλλο όλα τα μετέπειτα χρόνια.
Τα ονόματα των χιλιάδων ινδονησίων μουσικών μπορεί να μη φθάνουν μέχρι τη μακρινή Ελλάδα, όμως η Ευρώπη πήρε μία καλή γεύση ινδονησιακής jazz, ήδη από τα χρόνια του ’60, όταν ο ξεχωριστός αμερικανός κλαρινετίστας Tony Scott παρουσίασε τους Indonesian All Stars (ο πιανίστας Bubi Chen ανάμεσα – ίσως η μεγαλύτερη μορφή της τοπικής jazz) στο SABA Tonstudio, στο Villingen, ηχογραφώντας το έξοχο άλμπουμ “Djanger Bali” (1967).
Τρανή περίπτωση της αμερικανικής ενορχηστρωτικής τέχνης, ο μαέστρος και τρομπετίστας Don Ellis, που πέθανε νέος, στα 44 χρόνια του το 1978, είχε δύο ολοκληρωμένα άλμπουμ για την MPS στα σέβεντις. Το “Soaring” του 1973 και το “Haiku” του 1974.
Έχοντας γράψει ιστορία ήδη από το δεύτερο μισό των σίξτις με δύο (κυρίως) LP στην Columbia –τo “Electric Bath”, ένα αρχέτυπο fusion και το “Shock Treatment”, που εκινείτο στην ηχητική παράδοση του μεξικανού «βασιλιά» της space age pop Esquivel– ο Don Ellis εξελίσσεται σ’ έναν μάστορα των «παράξενων μέτρων» από την στιγμή της γνωριμίας του με τον βούλγαρο πιανίστα Milcho Leviev (άκου π.χ. το “Tears of Joy”, στην Columbia, το 1971).
Το άλμπουμ διαμορφώνει ένα πολύ ιδιαίτερο κλίμα κινηματογραφικής nostalgia, αγγίζοντας κορυφή με το “Cherry petals”, με τον Ellis ν’ αποτίνει φόρο τιμής στη «Λυρική Σουίτα για Κουαρτέτο Εγχόρδων» του Alban Berg, πιάνοντας ξανά κορυφή με το “Parting” – εκεί όπου τα walking μπάσα του Ray Brown, συνδυάζονται με μία strip μελωδία, που απλώνεται κυριεύοντας το σύμπαν. Δύσκολα, πολύ δύσκολα, επαναλαμβάνονται τέτοια άλμπουμ σήμερα.
THE JAN HAMMER TRIO
Το 1968, λίγες μέρες πριν από την σοβιετική εισβολή της 21ης Αυγούστου στην Τσεχοσλοβακία, ο σημαίνων πιανίστας και κιμπορντίστας Jan Hammer, στο δρόμο της εγκατάστασής του προς τις ΗΠΑ, «κολλάει» για λίγο στο Μόναχο, για να μπει την 30η του ίδιου μήνα στο Jazzclub Domicile, με τον George Mraz στο μπάσο και τον ολλανδό ντράμερ Cees See, προκειμένου να ηχογραφήσει το άλμπουμ “Malma Maliny” ως The Jan Hammer Trio. (Σε επανεκδόσεις το άλμπουμ τιτλοφορείται ως “Maliny Maliny”). Τρεις νεαροί μουσικοί (αν και ο Ολλανδός ήταν στα 34), ερμηνεύουν επτά original συνθέσεις, όλες του Hammer, με τον τσέχο πιανίστα να χειρίζεται όχι μόνο πιάνο, αλλά και όργανο!
Το εισαγωγικό “Make love” είναι ένα τυπικό soul-jazz κομμάτι, με το groovy στοιχείο να είναι πανταχού παρόν. Το “Waltz for Ivonna”, παρότι διαθέτει όργανο, δεν είναι τόσο soul, όσο waltz, ενώ στο “Braching” το αρχικό οστινάτο στο πιάνο, φαίνεται να προδιαγράφει μία απρόβλεπτη «ελεύθερη» εξέλιξη. Στο “Domicile’s last night” το όργανο παίρνει την εκδίκησή του, στο “Mal
Το εισαγωγικό “Make love” είναι ένα τυπικό soul-jazz κομμάτι, με το groovy στοιχείο να είναι πανταχού παρόν. Το “Waltz for Ivonna”, παρότι διαθέτει όργανο, δεν είναι τόσο soul, όσο waltz, ενώ στο “Braching” το αρχικό οστινάτο στο πιάνο, φαίνεται να προδιαγράφει μία απρόβλεπτη «ελεύθερη» εξέλιξη. Στο “Domicile’s last night” το όργανο παίρνει την εκδίκησή του, στο “Malma Maliny” το γκρουπ προβάρει μία μπαλάντα, πριν επιστρέψει με το top groovy “Goats-song” και πριν κλείσει οριστικά με το “Responsibility”, ένα κομμάτι το οποίο συνοψίζει, θα λέγαμε, τη συνολικότερη άποψη του trio, έτσι όπως αυτή προβλήθηκε στα προηγούμενα κομμάτια. Έξοχος δίσκος!
Οι Maxwells ήταν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα δανικά ροκ συγκροτήματα στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Μέλη τους υπήρξαν προσωπικότητες της jazz και rock σκηνής της σκανδιναυικής χώρας, ευτυχώντας μάλιστα στον έναν και μοναδικό μεγάλο δίσκο τους, για την MPS, να έχουν για παραγωγό τον σπουδαίο Joachim-Ernst Berendt. Ο Berendt ήταν εκείνος εξάλλου που τους προσκάλεσε στο Villingen, το τετραήμερο 9-12 Ιουνίου του 1969, προκειμένου να ηχογραφήσουν.
Από την ομάδα “Frank Zappa, Jean-Luc Ponty, Don ‘Sugarcane’ Harris” βγήκε ένας ακόμη καινοτόμος μουσικός, ο κιμπορντίστας George Duke, με το LP του “Faces In Reflection” (1974), να ξεχωρίζει στην MPS στα μέσα του ’70.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου