Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022

MPS Records: σημαντικοί jazz, funk, fusion και rock δίσκοι, από μια θρυλική εταιρεία που είχε την έδρα της στον γερμανικό Μέλανα Δρυμό

Η ιστορία της γερμανικής εταιρείας MPS Records είναι κατά βάση η ιστορία της πιο προχωρημένης jazz, με σφοδρά λαϊκά ερείσματα, που καταγράφηκε ποτέ στην Ευρώπη.
Πατέρας της MPS Records υπήρξε ο Hans Georg Brunner-Schwer. Γεννημένος το 1927 (πέθανε το 2004), ο Brunner-Schwer ήταν γιος του Hermann Schwer, ενός πιονιέρου του γερμανικού ραδιοφώνου και ιδρυτή της εταιρείας SABA, η οποία στην αρχή παρήγαγε μόνο ραδιόφωνα. Όντας μουσικός ο ίδιος (ο Hans Georg), καθώς έπαιζε πιάνο και ακορντεόν, θα μπλέξει από νωρίς με τις παραγωγές, εκεί προς τα μέσα της δεκαετίας του ’50, ηχογραφώντας στην πορεία διάσημους αργότερα γερμανούς και αυστριακούς σολίστες (Horst Jankowski, Albert Mangelsdorff, Hans Koller κ.ά.), που τότε πραγματοποιούσαν τα πρώτα βήματά τους.
Το 1958 η δισκογραφική SABA είναι πλέον γεγονός, με το label να διατηρείται κάτω από γερμανικά συμφέροντα μέχρι και το 1968, όταν ο Brunner-Schwer πουλά ολόκληρη την εταιρεία στην αμερικανική GTE (General Telephone & Electronics).
Οι νέοι ιδιοκτήτες, όμως, φαίνεται πως δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για το μουσικό κομμάτι της SABA, αναγκάζοντας τον Brunner-Schwer να δημιουργήσει μια καινούρια ετικέτα, προκειμένου να ξαναβάλει σε τροχιά τα φιλόδοξα δισκογραφικά σχέδιά του.
Έτσι κάπως μπαίνει μπροστά, εκείνη την χρονιά (1968), η MPS, δηλαδή η Musik Produktion Schwarzwald ή Μουσικές Παραγωγές Μέλας Δρυμός (καθώς η εταιρεία είχε ως έδρα της την πόλη Villingen, στην νότια Γερμανία, στον Μέλανα Δρυμό), μια ετικέτα που θα συνεχίσει το έργο της SABA, επανεκδίδοντας κιόλας πολλές από τις κυκλοφορίες της.
Την MPS Records, στην αρχή, θα την διανέμει η BASF, από το 1976 και μετά η Metronome Musik, αργότερα η Philips, η Polydor, η Universal Jazz Germany, ενώ την τελευταία 20ετία διάφορους τίτλους της MPS επανεκδίδει η Speakers Corner Records. Σ’ αυτό το πρώτο μέρος του αφιερώματος θα γράψουμε για μερικούς πολύ σημαντικούς δίσκους της MPS, ενώ θα συνεχίσουμε το αφιέρωμά μας και στο επόμενο τεύχος, καθότι ο κατάλογος της γερμανικής εταιρείας είναι άπειρος και κατά βάση μουσικά συγκλονιστικός.
DAVE
PIKE SET
Ο αμερικανός βιμπραφωνίστας Dave Pike (1938-2015) είχε ήδη μιαν αξιόλογη jazz καριέρα, πριν αποφασίσει να μετακινηθεί προς Γερμανία  (στα τέλη των sixties) και ηχογραφήσει με το καινούριο του γκρουπ, τους Dave Pike Set, έξι LP, τα οποία αποτελούν μνημεία του πιο κυριολεκτικού fusion (jazz, rock, raga, pop, latin, brazilian, psych κ.λπ.).
Το “Noisy Silence-Gentle Noise” φερ’ ειπείν, από το 1969, είναι ένα διαχρονικό must have, βασικά λόγω του “Mathar”, μιας σύνθεσης του κιθαρίστα και sitar player Volker Kriegel, η οποία κατέστη μέσα στα χρόνια σύμβολο των indian-vibes.
Φυσικά οι Dave Pike Set δεν υπήρξαν μπάντα του ενός hit (το λέμε, γιατί το “Mathar” είχε κυκλοφορήσει ακόμη και σε 45άρι), καθώς ηχογράφησαν πλείστα όσα εξαιρετικά κομμάτια, όπως το “Raga jeeva swara”, για παράδειγμα, από το “Infra-Red” του 1970.
Ένα άλλο πολύ καλό LP των Dave Pike Set ήταν και το “Live at The Philharmonie”, γραμμένο στο Βερολίνο τον Νοέμβριο του ’69, με τους Dave Pike βιμπράφωνο, Volker Kriegel κιθάρα, Johann Rettenbacher μπάσο, τσέλο και Peter Baumeister ντραμς.
Εδώ καταγράφονται τα “Hey Duke” (σαφές το υπονοούμενο), “Mambo Jack the Scoffer”, “Riff for rent” (στην hard bop παράδοση των Bobby Timmons και Nat Adderley), “Nobodys afraid of Howard Monster” (spy-jazz) και “The secret mystery of Hensh”, στην πιο psych-out στιγμή του δίσκου – ενός δίσκου, που τελειώνει στο πι και φι (31:37 η διάρκεια), αφήνοντας πρώτης τάξεως εντυπώσεις.
DON
SUGARCANEHARRIS
Το ξεπέταγμα της καριέρας του βιολιστή και σπανιότερα κιθαρίστα, οργανίστα και τραγουδιστή DonSugarcaneHarris (1938-1999) οφείλεται, βασικά, στις συνεργασίες του με τον Frank Zappa (“Hot Rats”, “Burnt Weeny Sandwich” κ.λπ.). Εκεί ανέπτυξε το προσωπικό του jazz-rock στυλ, εκεί έδρεψε τις μεγαλύτερες δάφνες της καριέρας του. Βιολιστής με μεγάλη πέραση στα τέλη των sixties με αρχές των seventies, o Harris έκανε αρκετούς προσωπικούς δίσκους για την MPS, οι οποίοι συχνά συμπορεύτηκαν με το γενικότερο fusion κλίμα της εποχής.
Στο LP Got the Blues”, που ηχογραφήθηκε ζωντανά στην Berlin Philharmonic Hall τον Νοέμβριο του ’71, δείχνει όχι μόνο το συνθετικό ταλέντο του, αλλά, κυρίως, τον παικτικό οίστρο του – όταν αυτός, ένας βιολιστής, βγαίνει μπροστά από «προσωπικότητες», όπως ήταν οι κιθαρίστες Volker Kriegel και Terje Rypdal, ο κιμπορντίστας Wolfgang Dauner, o μπασίστας Neville Whitehead και ο ντράμερ Robert Wyatt!
Εντάξει, τα δύο δικά του κομμάτια αξίζουν, ιδίως το “Got the blues” (υπάρχουν riffs, τα οποία μπορεί να αντέγραψαν ακόμη και οι City, ο Γκέργκι Γκόγκοβ δηλαδή, στο κλασικό “Am fenster”), αλλά εκεί όπου ξεπερνιούνται τα αυτονόητα είναι στη σύνθεση του Horace SilverSong for my father” και κυρίως στο “Wheres my sunshine” των Pure Food and Drug Act. Καταιγιστικός!
WOLFGANG
DAUNER
Από την πρώτη φορά που ακούσαμε το “Free Action” [SABA, 1967] του σεπτέτου του Wolfgang Dauner (1935-2020), είχαμε την αίσθηση πως βρισκόμασταν μπροστά σε μία από τις κορυφαίες στιγμές της euro-jazz του ’60. Και όντως. Άξιοι μουσικοί (Wolfgang Dauner πιάνο, προετοιμασμένο πιάνο, Jean-Luc Ponty βιολί, Gerd Dudeck τενόρο, κλαρινέτο, Eberhard Weber τσέλο, Jurgen Karg μπάσο, Mani Neumeier ντραμς, τάμπλα, Fred Braceful ντραμς), συνθέσεις «δεσμευμένες» μέσα στην ελευθερία τους, αισθήματα γαλήνης και θορύβου να εναλλάσσονται με αυθόρμητο τρόπο, γραφικές παρτιτούρες να δίνουν τη θέση τους σε 24μετρα, σχεδόν blues, μαζί με εκρηκτικά clusters και «προετοιμασίες».
Μπορεί ο Wofgang Dauner να μην ξαναέκανε τέτοιο άλμπουμ, καθώς προσχώρησε, σταδιακά, σ’ ένα περισσότερο pop-rock στρατόπεδο, επηρεασμένος από το krautrock, αλλά διέπρεψε κι εκεί, προσφέροντας διαμάντια-δίσκους. Πριν όμως απ’ αυτά...
Ένα εξίσου εντυπωσιακό LP του Wolfgang Dauner στην MPS (με το κουιντέτο του αυτή τη φορά), είναι αναμφισβήτητα το “The Oimels” (1969). Μπορεί το “Take off your clothes to feel the setting sun” να μην έγινε τόσο γνωστό όσο το “Mathar”, ήταν όμως πιο τριπαριστό και πολύ περισσότερο groovy. Σιτάρ έπαιζε εδώ ο Siegfried Schwab, στο πιάνο και το όργανο ήταν ο Wolfgang Dauner, στην κιθάρα ο Pierre Cavalli, στα ντραμς ο Roland Wittich και στο μπάσο ο κορυφαίος Eberhard Weber!
Το “The Oimels” είναι αρκετά σπάνιο στην πρωτότυπη έκδοσή του, αλλά υπάρχουν κάποιες επανεκδόσεις που είναι πιο βολικές.
BARNEY
WILEN
Είναι «μύθος» ο γάλλος σαξοφωνίστας Barney Wilen (1937-1996). Πρώτον, γιατί έχει παίξει με τον Art Blakey, τον Miles Davis (στο “Ascenseur pour l’echafaud”), τον John Lewis, τον Bud Powell, τον Roy Haynes κ.ά. Δεύτερον, γιατί δοκίμασε σε πολλά και διαφορετικά πεδία (rock, punk, soundtracks), γκρεμίζοντας, εμπράκτως, αισθητικά τείχη. Και τρίτον, γιατί ηχογράφησε (Ιούνιος ’68) ένα από τα πρώτα free-rock άλμπουμ της ιστορίας – αυτός και η Amazing Free Rock Band του, δηλ. οι Mimi Lorenzini κιθάρες, Joachim Kühn πιάνο, όργανο, Gunter Lenz μπάσο, Aldo Romano ντραμς και Wolfgang Paap ντραμς. Ο τίτλος του; Dear Prof. Leary.
Η αναφορά στον Timothy Leary είναι προφανής, όπως προφανές είναι, από το πρώτο κιόλας άκουσμα, πως εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ ένα απολαυστικό jazz-rock, από ’κείνα που ηχογραφούνταν κατά κόρον στην Αμερική (το 1968), αλλά όχι και τόσο συχνά στην Ευρώπη.
Beatles (“The fool on the hill”), Bobbie Gentry (“Ode to Billie Joe”), Otis Redding (“Respect”), Supremes (“You keep me hanginon”), το “Lonely woman” του Ornette Coleman, μα και δυο πρωτότυπα (“Dur, Dur, Dur”, “Dear Prof. Leary”), είναι το υλικό επί του οποίου ασκούνται οι φίλοι μας, με φαντασία απερίγραπτη, με παίξιμο παθιασμένο και με τη συνείδηση και την ορμή μουσικών, που ξέρουν που βαδίζουν και τι θέλουν.
JAZZ
FOCUS ’65
Οι Jazz Focus ’65 (Milcho Leviev πιάνο, Simeon Shterev φλάουτο, Lyubomir Mitrov μπάσο, Peter Slavov ντραμς) υπήρξαν το κορυφαίο συγκρότημα της βουλγαρικής jazz. Μια μπάντα που πέρασε τα σύνορα της χώρας πολύ νωρίς, καθώς οι βούλγαροι μουσικοί εμφανίζονταν συνεχώς στην Ευρώπη και ιδίως στη Γερμανία – εκεί όπου ήταν επίσημοι προσκεκλημένοι του German Jazz Festival στην Φρανκφούρτη, νωρίς το ’68. Λογικό ήταν, λοιπόν, να προξενήσουν το ενδιαφέρον της MPS, για την ηχογράφηση κάποιου άλμπουμ.
Σε παραγωγή των Lippmann και Rau (εκ των εμπνευστών του περίφημου American Folk and Blues Festival) οι Jazz Focus ’65 μπαίνουν, τελικά, στο στούντιο την 9η Ιουνίου του 1968, για την εγγραφή του καλύτερου άλμπουμ τους, που είχε ως τίτλο το όνομά τους.  
Έχοντας, ως μουσικοί, ένα σοβαρό κλασικό υπόβαθρο, οι Jazz Focus 65 δημιουργούν εδώ μία πρωτότυπη καινούρια jazz –ας την πούμε chamber space jazz– με σπάνια υπόγεια ένταση και ψυχεδελική κατάληξη, ένα αυθεντικό space trip, χωρίς ίχνος ηλεκτρονικών εφέ ή συνθετητών.
Κορυφαίο LP, που ανακατεύει περαιτέρω baroque στοιχεία, με «προετοιμασμένο» πιάνο, free τεχνικές, improv προσεγγίσεις και Μπαχ, με μαγικό τρόπο.
FRED
VAN HOVE / WOLFGANG DAUNER
Ο βέλγος πιανίστας Fred van Hove (γενν. 1937) θα γίνει πλατύτερα γνωστός στα χρόνια του ’70, όταν θα αποτελέσει κινητήριο μοχλό διαφόρων πρότζεκτ της εταιρείας FMP, συμβάλλοντας με το δικό του τρόπο στη δημιουργία ενός free improvised ήχου, ο οποίος ποτέ δεν έκρυψε τις προοδευτικές αναφορές του.
Το ξεκίνημα όμως του Fred van Hove δεν ήταν λιγότερο ενδιαφέρον. Σταθμός στην καριέρα του υπήρξε η γνωριμία του με τον σαξοφωνίστα Peter Brötzmann, στο βελγικό φεστιβάλ Comblain-la-Tour το 1966, με τη σχεδόν ταυτόχρονη ίδρυση του περιώνυμου Peter Brötzmann Octet, ενός σχήματος που πέρασε με κεφαλαία γράμματα στην ιστορία της euro-jazz λόγω “Machine Gun” (1968).
Ήταν τότε, όταν ο Fred van Hove, καλεσμένος του παραγωγού Joachim E. Berendt στο Berlin Jazz Festival τον Νοέμβρη του ’68, θα βρεθεί στο πάλκο μαζί με τους Cel Overberghe, Kris Wanders και Willem Breuker σαξόφωνα, Ed Kroger τρομπόνι, Peter Kowald μπάσο και Han Bennink ντραμς, προκειμένου να ερμηνεύσουν όλοι μαζί την 18λεπτη σύνθεση του πρώτου Requiem for Che Guevara, Martin Luther King, John F. and Robert Kennedy, Malcolm X.
Το πρωτότυπο του εν λόγω live ήταν πως συνέβη μέσα σε εκκλησία, δείχνοντας έτσι πως η jazz, στην πιο προχωρημένη της φόρμα, κατακτούσε και το τελευταίο οχυρό της λεγόμενης «σοβαρής» μουσικής.
Κι ενώ όλα τούτα συμβαίνουν στη δεύτερη πλευρά του δίσκου, στην πρώτη ακουγόταν το έργο του Wolfgang DaunerPsalmus Spei for Choir and Jazz Group, ερμηνευμένο από τους Wolfgang Dauner όργανο, μελόντικα, Manfred Schoof τρομπέτα, Gerd Dudek τενόρο, Eberhard Weber τσέλο, Jurgen Karg μπάσο, Fred Braceful ντραμς, συν τους Κάντορες του Αγίου Μαρτίνου της πόλης Kessel (της Έσσης) υπό τον Klaus Martin Ziegler.
Εδώ, η μυστικιστική ανάγνωση των κειμένων (μουσικών ή μη) δημιουργεί μία κάπως «υπερβατική» jazz, από την οποία δεν απουσιάζει το free-improv στοιχείο.
CHARLIE
MARIANO
Το “Helen 12 Trees” θα ισχυριζόμασταν πως είναι ένα από τα τελευταία πολύ μεγάλα άλμπουμ της MPS.
Ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε το 1976, κάτω από το όνομα του βοστωνέζου σαξοφωνίστα Charlie Mariano (1923-2009) και των συνοδοιπόρων του Zbigniew Seifert βιολί, Jan Hammer πλήκτρα, Jack Bruce μπάσο, John Marshall ντραμς και Nippy Noya κρουστά.
Υπάρχουν κάποια γνωρίσματα, που κάνουν το “Helen 12 Trees” ξεχωριστό.
Κατ’ αρχάς η αίσθηση του progressive jazz-rock συνόλου που δίνει η line-up (ας μην ξεχνάμε πως ο Mariano είχε περάσει από τα συγκροτήματα Osmosis, Embryo και Supersister), δεύτερον το μόνιμο ενδιαφέρον του Αμερικανού για τις «μουσικές του κόσμου» και ιδίως την ινδική (το αγαπημένο του πνευστό nagaswaram ακούγεται στο “Parvatis dance”), τρίτον το άψογο «κιμπορντικό» στρώμα και υπόστρωμα που θέτει ο Jan Hammer και τέταρτον η καθαρή rock διάσταση που «βγάζει» ο Jack Bruce, στο “Neverglades pixie” για παράδειγμα, ένα κομμάτι που φέρνει στο νου τους Cream. Όλα τούτα συναποτελούν ένα άλμπουμ, που μοιάζει, σήμερα, περισσότερο ενδιαφέρον από ποτέ.
DEWAN MOTIHAR TRIO / IRENE SCHWEIZER TRIO / MANFRED SCHOOF / BARNEY WILEN
Αν και η πρωταρχική επαφή της jazz με την ινδική μουσική θα πρέπει να αναζητηθεί στον John Coltrane –πιθανώς οι modal αυτοσχεδιασμοί του στο “Milestones” (1958) του Miles Davis να ήταν και «ινδικοί»– το πράγμα φαίνεται ν’ αποκτά μια πιο συγκεκριμένη αισθητική τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1962, όταν στο άλμπουμ του Ravi Shankar Improvisations and Theme from Pather Panchali[World Pacific] ο Bud Shank φύσηξε «ινδικώς» όχι σε μπανσούρι, αλλά στο φλάουτό του. (Υπάρχει βεβαίως και το “Portrait of Ravi”, που ήταν αφιερωμένο στον Ravi Shankar, από το άλμπουμ των Tony Scott και Jimmy Knepper Free Blown Jazz, στην Carlton, το 1959, αλλά το κομμάτι δεν θα συγκαταλέγαμε στα «ινδοπρεπή»).
Μετά, πάντως, από τον Δεκέμβριο του ’65, όταν το σιτάρ πέρασε στην pop λόγω Beatles και “Norwegian wood (This bird has flown)”, πήρε περισσότερο φωτιά και το jazz circuit με τους δίσκους να βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλον, και με όλο και νεώτερους μουσικούς –και από την pop, και από το rock, και από την jazz– να δοκιμάζουν στα νέα ηχοχρώματα.
Μερικά από τα άλμπουμ, που «έφτιαξαν» αυτό το indo-jazz ιδίωμα, εκείνη την περίοδο, ήταν το “Indo-Jazz Suite” [UK. Columbia, 1966] των Joe Harriott-John Mayer, το “Jazz Raga” του Gabor Szabo (ηχογραφήθηκε για την Impulse! τον Αύγουστο του ’66) και βεβαίως το “Jazz Meets India”, της ελβετίδας πιανίστριας Irène Schweizer και της παρέας της, ηχογραφημένο για την γερμανική SABA (φυσικά τυπώθηκε και σε ετικέτα MPS), από τον Οκτώβριο του ’67.
Στα LP του Harriott και της Schweizer το ζητούμενο ήταν στο πώς θα μπορούσε να συνδεθούν δύο διαφορετικά γκρουπ, ένα ανατολικό κι ένα δυτικό – πώς θα μπορούσε να συνεργασθούν (τα γκρουπ) βρίσκοντας κοινά σημεία επαφής, χωρίς ν’ ακούγονται «ξένα» μεταξύ τους.
Αν και στην περίπτωση των Joe Harriott-John Mayer τούτο συνέβη μ’ έναν όντως εμπνευσμένο τρόπο (ο Harriott έπαιξε ελεύθερα σόλι, πάνω στο αυστηρό υπόστρωμα του rhythm section), στην περίπτωση του “Jazz Meets India” ακολουθείται μία άλλου τύπου προσέγγιση.
Κατ’ ουσίαν, και όσο κι αν ακούγεται περίεργο, δεν υπάρχει στο άλμπουμ κάποια ιδιαίτερη επικοινωνία ανάμεσα στις δύο παραδόσεις.
Στις πιο βασικές και χρονικώς πιο εκτεταμένες συνθέσεις του δίσκου, την “Sun love” και την “Brigach and ganges”, τα δύο γκρουπ ξεκινούν το ένα ανεξαρτήτως του άλλου, προκαλώντας το ένα το άλλο, κάπου συναντώνται, με το πιάνο της Schweizer να κάνει όλη τη «δύσκολη» δουλειά, προβάλλοντας σύντομα ρυθμικά μοτίβο –το πιάνο ως κρουστό υπήρξε το σήμα κατατεθέν της ελβετίδας πιανίστριας–, ξαναχωρίζοντας στην πορεία.
Το άκουσμα έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Η ανάπτυξη των συνθέσεων είναι μαγική, με τους μουσικούς να ελέγχουν πλήρως τον ήχο τους, δίχως να προβαίνουν σε «ακρότητες», δίνοντας δυναμικά σόλι, ιδίως ο Manfred Schoof σε κορνέτα, τρομπέτα και ο Barney Wilen σε σοπράνο και τενόρο σαξόφωνα.
Το τρίο των ινδών μουσικών (o Dewan Motihar σιτάρ, o Keshav Sathe τάμπλα και η Kusum Thakur ταμπούρα) ήταν ένα από τα πιο αναγνωρισμένα τότε στην Ευρώπη –o Motihar και ο Sathe εμφανίζονται εξάλλου και στην “Indo-Jazz Suite” του Joe Harriott–, ενώ το τρίο της Schweizer, το οποίο συμπληρώνουν ο Uli Trepte μπάσο και ο Mani Neumaier ντραμς, ήταν ένα από τα πρώτα ευρωπαϊκά free γκρουπ του καιρού του. Να πούμε πως οι Trepte και Neumaier αποτέλεσαν λίγο αργότερα τη ρυθμική βάση ενός γκρουπ «εικόνα» του krautrock, των Guru Guru.
Και κάτι ακόμη. Το ενδιαφέρον της Irène Schweizer για την indo-jazz προήλθε μέσα από την επαφή της με το έργο του Joe Harriott, καθώς σε μια συνέντευξή της στο περιοδικό “The Wire(issue 11, January 1985) έλεγε χαρακτηριστικά:
«Πήγαινα στο Ronnie Scott’s (σ.σ. το γνωστό λονδρέζικο jazz club) το 1962, σχεδόν κάθε βράδυ. Άκουγα εκεί τον Joe Harriott, τον Tubby Hayes, τον Dick Morrissey, όλους αυτούς τους ανθρώπους κι έμπαινα έτσι όλο και περισσότερο στη νέα jazz. Όταν γύρισα στη Ζυρίχη επιχείρησα μάλιστα και σχημάτισα ένα τρίο, με τον Uli Trepte μπάσο και τον Mani Neumaier ντραμς. Παίζαμε soul jazz, στο στυλ του Junior Mance και του Ray Bryant, αργότερα όμως οι βασικές μας επιρροές ήταν ο Bill Evans και ο McCoy Tyner».
Από ’κει και μέχρι το “Jazz Meets India” δεν κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι…
TONY SCOTT AND THE INDONESIAN ALL STARS
Η σύγχρονη μουσική της Ινδονησίας παραμένει αχαρτογράφητη – εννοούμε για το «μέσο» δυτικό αυτί.
Χώρα με 270 εκατομμύρια ανθρώπους (η τέταρτη πολυπληθέστερη του κόσμου) και με μια μουσική παράδοση που χάνεται στους αιώνες, η Ινδονησία ανακάλυψε την jazz στη δεκαετία του ’20, το rock στη δεκαετία του ’60, την pop και οτιδήποτε άλλο όλα τα μετέπειτα χρόνια.
Τα ονόματα των χιλιάδων ινδονησίων μουσικών μπορεί να μη φθάνουν μέχρι τη μακρινή Ελλάδα, όμως η Ευρώπη πήρε μία καλή γεύση ινδονησιακής jazz, ήδη από τα χρόνια του ’60, όταν ο ξεχωριστός αμερικανός κλαρινετίστας Tony Scott παρουσίασε τους Indonesian All Stars (ο πιανίστας Bubi Chen ανάμεσα – ίσως η μεγαλύτερη μορφή της τοπικής jazz) στο SABA Tonstudio, στο Villingen, ηχογραφώντας το έξοχο άλμπουμ “Djanger Bali” (1967).
Φυσικά το άλμπουμ θα τυπωνόταν και σε ετικέτα MPS, περιλαμβάνοντας φανταστικούς συνδυασμούς δυτικών (jazz) και ινδονησιακών (gamelan κ.λπ.) παραδοσιακών στοιχείων, με τους δύο lead οργανοπαίκτες από την Ινδονησία, τον κιθαρίστα Jack Lesmana και τον πιανίστα Bubi Chen, να προσφέρουν αξέχαστα σόλι, και με τους Yopi Chen μπάσο και Benny Mustafa ντραμς, να εξερευνούν εξωτικές, για εμάς, ρυθμικές και μελωδικές περιοχές.
DON
ELLIS
Τρανή περίπτωση της αμερικανικής ενορχηστρωτικής τέχνης, ο μαέστρος και τρομπετίστας Don Ellis, που πέθανε νέος, στα 44 χρόνια του το 1978, είχε δύο ολοκληρωμένα άλμπουμ για την MPS στα σέβεντις. Το “Soaring” του 1973 και το “Haiku” του 1974.
Έχοντας γράψει ιστορία ήδη από το δεύτερο μισό των σίξτις με δύο (κυρίως) LP στην Columbia –τo “Electric Bath”, ένα αρχέτυπο fusion και το “Shock Treatment”, που εκινείτο στην ηχητική παράδοση του μεξικανού «βασιλιά» της space age pop Esquivel– ο Don Ellis εξελίσσεται σ’ έναν μάστορα των «παράξενων μέτρων» από την στιγμή της γνωριμίας του με τον βούλγαρο πιανίστα Milcho Leviev (άκου π.χ. το “Tears of Joy”, στην Columbia, το 1971).
Στο “Haiku” έχοντας κοντά του πάντα τον Leviev στα πλήκτρα και ακόμη τους Ray Brown μπάσο, John Guerin ντραμς, το «νούμερο 1» της session κιθάρας Tommy Tedesco, ως επίσης τους Larry Carlton, David Cohen και βεβαίως μία πλήρη ορχήστρα από βιολιά, βιόλες, τσέλο, άρπα, κουαρτέτο εγχόρδων κ.λπ., ο Ellis, επηρεασμένος από κάποια αγαπημένα του haiku, χτίζει ένα πολύ ενδιαφέρον ορχηστρικό άλμπουμ, στο οποίο καταγράφει τις επιρροές του από την παλαιά ιαπωνική μουσική, συνδυάζοντας classic, easy και jazz αναφορές.
Το άλμπουμ διαμορφώνει ένα πολύ ιδιαίτερο κλίμα κινηματογραφικής nostalgia, αγγίζοντας κορυφή με το “Cherry petals”, με τον Ellis ν’ αποτίνει φόρο τιμής στη «Λυρική Σουίτα για Κουαρτέτο Εγχόρδων» του Alban Berg, πιάνοντας ξανά κορυφή με το “Parting” – εκεί όπου τα walking μπάσα του Ray Brown, συνδυάζονται με μία strip μελωδία, που απλώνεται κυριεύοντας το σύμπαν. Δύσκολα, πολύ δύσκολα, επαναλαμβάνονται τέτοια άλμπουμ σήμερα.
THE
JAN HAMMER TRIO
Το 1968, λίγες μέρες πριν από την σοβιετική εισβολή της 21ης Αυγούστου στην Τσεχοσλοβακία, ο σημαίνων πιανίστας και κιμπορντίστας Jan Hammer, στο δρόμο της εγκατάστασής του προς τις ΗΠΑ, «κολλάει» για λίγο στο Μόναχο, για να μπει την 30η του ίδιου μήνα στο Jazzclub Domicile, με τον George Mraz στο μπάσο και τον ολλανδό ντράμερ Cees See, προκειμένου να ηχογραφήσει το άλμπουμ “Malma Maliny” ως The Jan Hammer Trio. (Σε επανεκδόσεις το άλμπουμ τιτλοφορείται ως “Maliny Maliny”). Τρεις νεαροί μουσικοί (αν και ο Ολλανδός ήταν στα 34), ερμηνεύουν επτά original συνθέσεις, όλες του Hammer, με τον τσέχο πιανίστα να χειρίζεται όχι μόνο πιάνο, αλλά και όργανο!
Το εισαγωγικό “Make love” είναι ένα τυπικό soul-jazz κομμάτι, με το groovy στοιχείο να είναι πανταχού παρόν. Το “Waltz for Ivonna”, παρότι διαθέτει όργανο, δεν είναι τόσο soul, όσο waltz, ενώ στο “Braching” το αρχικό οστινάτο στο πιάνο, φαίνεται να προδιαγράφει μία απρόβλεπτη «ελεύθερη» εξέλιξη. Στο “Domicile’s last night” το όργανο παίρνει την εκδίκησή του, στο “Mal
Το εισαγωγικό “Make love” είναι ένα τυπικό soul-jazz κομμάτι, με το groovy στοιχείο να είναι πανταχού παρόν. Το “Waltz for Ivonna”, παρότι διαθέτει όργανο, δεν είναι τόσο soul, όσο waltz, ενώ στο “Braching” το αρχικό οστινάτο στο πιάνο, φαίνεται να προδιαγράφει μία απρόβλεπτη «ελεύθερη» εξέλιξη. Στο “Domicile’s last night” το όργανο παίρνει την εκδίκησή του, στο “Malma Maliny” το γκρουπ προβάρει μία μπαλάντα, πριν επιστρέψει με το top groovy “Goats-song” και πριν κλείσει οριστικά με το “Responsibility”, ένα κομμάτι το οποίο συνοψίζει, θα λέγαμε, τη συνολικότερη άποψη του trio, έτσι όπως αυτή προβλήθηκε στα προηγούμενα κομμάτια. Έξοχος δίσκος!
MAXWELLS
Οι Maxwells ήταν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα δανικά ροκ συγκροτήματα στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Μέλη τους υπήρξαν προσωπικότητες της jazz και rock σκηνής της σκανδιναυικής χώρας, ευτυχώντας μάλιστα στον έναν και μοναδικό μεγάλο δίσκο τους, για την MPS, να έχουν για παραγωγό τον σπουδαίο Joachim-Ernst Berendt. Ο Berendt ήταν εκείνος εξάλλου που τους προσκάλεσε στο Villingen, το τετραήμερο 9-12 Ιουνίου του 1969, προκειμένου να ηχογραφήσουν.
Ποιοι αποτελούσαν τους Maxwells; Μουσικοί με πλήρες βιογραφικό, ασχέτως αν σε πρώτη φάση μοιάζουν όλοι «άγνωστοι».
Lasse Lunderskov κιθάρες, σιτάρ, Lars Bisgaard φωνή, κρουστά, Kjeld Ipsen τρομπόνι, Bent Hesselmann φλάουτο, άλτο, σοπράνο, Torben Enghoff τενόρο, φλάουτο, Niels Harrit πιάνο, όργανο φλάουτο, φωνή, Joergen Werner μπάσο, Boerge Robert Mortensen ντραμς, κρουστά. Αξίζει να επιχειρηθεί μία πρώτη προσέγγιση τού family tree των μελών του γκρουπ, προκειμένου να αποκαλυφθεί, στο μέτρο του δυνατού, περί τίνος επρόκειτο.
Οι Bent Hesselmann και Niels Harrit ήταν την ίδιαν εποχή μέλη της Cadentia Nova Danica, της κορυφαίας big band της Δανίας που ηχογράφησε ανάμεσα σε άλλα και το ιστορικό LPAfrodisiaca” με τον σαξοφωνίστα John Tchicai (επίσης στην MPS), ενώ όλους σχεδόν θα τους συναντήσουμε στην πορεία σε διακεκριμένα γκρουπ της πατρίδας τους (κάποιοι είχαν ξεκινήσει και νωρίτερα, εννοείται).
Χοντρικά να πούμε πως τα μέλη των Maxwells είχαν περάσει ή θα περνούσαν από τους Rainbow Band, Midnight Sun, BurninRed Ivanhoe, Young Flowers, Dr. Dopo Jam, Delta Blues Band, Pan, Thors Hammer, Kashmir κ.λπ., την αφρόκρεμα δηλαδή των ροκ συγκροτημάτων της Δανίας.
Όπως αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, με τέτοιους μουσικούς το “Maxwell Street” των Maxwells δεν μπορεί παρά να κυριαρχεί στην τομή των psychedelic rock, jazz rock και progressive rock ιδιωμάτων, εκεί στα τέλη του ’60.
GEORGE
DUKE
Από την ομάδα “Frank Zappa, Jean-Luc Ponty, Don ‘Sugarcane’ Harris” βγήκε ένας ακόμη καινοτόμος μουσικός, ο κιμπορντίστας George Duke, με το LP του “Faces In Reflection” (1974), να ξεχωρίζει στην MPS στα μέσα του ’70.
Στο άλμπουμ αυτό, που θεωρείται holy grail για τη νεότερη jazz-funk σκηνή, ο George Duke στήνει από τη βάση του ένα pop-jazz-funk σκηνικό, εκμεταλλευόμενος ελάχιστα όργανα, όπως ένα ντραμ-σετ (Leon Ndugu Chancler), ένα μπάσο (John Heard), τα keyboards (clavinet, fender rhodes, wurlitzer, hammond, synths), το στούντιο και βεβαίως, τη φαντασία του, χτίζοντας ένα παράξενο άκουσμα –παράξενο όσον αφορά στα μέτρα των συνθέσεων, καθώς στο “Faces in reflection no 1” ακούς κάτι σαν αργό ζεϊμπέκικο!–, στις «αναφορές» (η αγάπη του για τη βραζιλιάνικη μουσική δεν κρύβεται) και βεβαίως στο ηχητικό περίβλημα, εκεί όπου το ARP Odyssey synthesizer κάνει τη μεγάλη διαφορά.
Θέματα όπως το “Psychocomatic dung” ακούγονται τόσο μυστηριωδώς «καινούρια», σε βαθμό που να νομίζεις πως η keyboard-jazz σταμάτησε το 1974...
 
Τα κείμενα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό YELLOW BOX, στα τεύχη #12 (Φεβρουάριος-Μάρτιος 2022) και #13 (Απρίλιος-Μάιος 2022)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου