Επαφή: www.myspace.com/erdemhelvacioglu, www.perboysen.com
Εδώ, κάτι από τον Erdem. Δεν είναι από το “Sub City 2064”, αλλά είναι στο ίδιο κλίμα και δε μας χαλάει…
Από την εποχή των Πυθαγορείων (το πάμε πολύ πίσω, αλλά δεν πειράζει) η μουσική και όσοι... συναναστρέφονταν μαζί της, αποτελούσαν το πιο ισχυρό κομμάτι ενός μηχανισμού να κατανοηθεί η γήινη και κατ’ επέκταση η συμπαντική πορεία, μέσα από διαδικασίες μελέτης και άσκησης, που στόχευαν στην απελευθέρωση του σώματος από τις διάφορες φυσικές εξαρτήσεις και βεβαίως στην ανάταση του πνεύματος, με την ταυτόχρονη προβολή του επάνω στο καθημερινό αιτούμενο. Στην εύρεση δηλαδή των απαντήσεων που να καθιστούν βεβαία τη θεωρία. Αναπτύχθηκαν έτσι κάποιοι μυστικοί κώδικες, ένα σύστημα σύνθεσης πραγμάτων και καταστάσεων, εντός του οποίου η τέχνη των ήχων είχε έναν πολύ σημαντικό ρόλο (και ως άμεση εφαρμογή της φυσικής των αριθμών), στην κατανόηση των νόμων της δημιουργίας. Από ’κει, από τους Πυθαγορείους δηλαδή, φαίνεται πως ξεκινούνε όλα – όχι τυχαίως ο Sun Ra, ιδρυτής μιας εκ των των σημαντικοτέρων μουσικών κολεκτίβων του 20ου αιώνα, στο εξώφυλλο τού “The Heliocentric Worlds of, Vol.2”, έβαλε τη δική του φωτογραφία στο κέντρο μιας εξάδας προσώπων, δίπλα σ’ εκείνη του Πυθαγόρα. Βεβαίως, όλες οι «ανάλογες» μυστικές φιλοσοφικο-θρησκευτικές σχολές ή στάσεις που εμφανίστηκαν στην ιστορική πορεία, από εκείνη του Ερμή Του Τρισμέγιστου, μέχρι της Μαντάμ Μπλαβάτσκυ, του Γκουρντζίεβ και του Harry Smith (για όλες, ο Sun Ra, είχε έναν καλό λόγο...), έπαιξαν το δικό τους αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας γενικότερης αντίληψης πως η μουσική, εν τέλει, ο ήχος καλύτερα, είναι κάτι πολύ περισσότερο απ’ ό,τι απλώς ακούμε. Μπορεί, λοιπόν, στο χώρο της αφροαμερικανικής κουλτούρας η Arkestra να υπήρξε το πιο διάσημο «κλειστό» σύστημα μουσικού-φιλοσοφικού στοχασμού, όμως και στο χώρο του rock, υπήρξαν σε μικρότερο βαθμό, ανάλογες τάσεις που διαμόρφωσαν ένα σύστημα από πιστεύω, ίσως όχι τόσο καλώς «πληροφορημένο», αλλά πάντως με σημαντική παρουσία, κάποιες φορές, μέσα στα πλαίσια της κουλτούρας των νέων. Να θυμηθούμε τους Magma, τους Gong και κυρίως τους Ya Ho Wa 13 του Father Yod, μία hippie μυστικιστική, μουσική ομάδα από την Καλιφόρνια με μεγάλη δραστηριότητα στα seventies (κοντά της ήταν κάποτε και ο Sky Saxon), τα μέλη της οποίας διδάσκονταν παλαιές πρακτικές (kabbalah, tarot, λευκή μαγεία), μαζί με yoga, ασκήσεις αναπνοής και διαλογισμό. Τούτοι οι τελευταίοι φαίνεται πως απετέλεσαν ένα από τα πιο ισχυρά πρότυπα για τους Acid Mothers Temple.
Aν και το συγκρότημα δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 στην Osaka, εντούτοις η ιστορία μας ξεκινά αρκετά χρόνια πριν, το 1978, στις πρώτες προσπάθειες δηλαδή του Kawabata Makoto να κάνει αισθητή την παρουσία του στην ιαπωνική σκηνή μέσω της Ankoku Kakumei Kyodotai, μιας ομάδας που απαρτιζόταν (και) από μη μουσικούς, οι οποίοι χειρίζονταν, συνήθως, αυτοσχέδια όργανα. Το ηχητικό αποτέλεσμα καταγράφηκε τότε σε ορισμένες κασέτες, για τις οποίες όσοι τις έχουν ακούσει μιλούν για κάποιο είδος freaky ηλεκτρονικού rock, σαν έναν φανταστικό συνδυασμό δηλαδή Deep Purple, Karlheinz Stockhausen, Amon Düül και Red Crayola. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και μέχρι τουλάχιστον το 1987, ο Makoto θα πρωτοστατήσει στη ίδρυση διαφόρων σχηματισμών (Baroque Bordello, Mura, Seiri, Enkei, Suiso, Erochika...) χτίζοντας στην ουσία τις βασικές διαστάσεις του ήχου των Acid Mothers Temple, έτσι όπως εμείς θα τον γνωρίζαμε λίγα χρόνια αργότερα. Χονδρικώς, την εξαετία 1987-92, και βάσει όσων διαβάζω στο ημερολόγιο της μπάντας (www.acidmothers.com), o Makoto θα ασχοληθεί με τον «ελεύθερο αυτοσχεδιασμό», αναπτύσσοντας συγχρόνως τις κοινοβιακές ιδέες και πρακτικές του, όντας μέσα σε διάφορες κομμούνες. Προς το 1995 όλη αυτή η καταβύθιση θα πάρει σχήμα μέσω των Acid Mothers Temple, ενός γκρουπ που ξεπήδησε μέσα από μία ευρύτερη ομάδα φίλων (Soul Collective) αποτελούμενη από αγρότες, ψαράδες, αλλά και χορευτές, μουσικούς κ.λπ. και το οποίο γκρουπ έμελε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας νέας ηλεκτρικής αυτοσχεδιαστικής, με την πληθωρική του παρουσία σε events και ηχογραφήσεις.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό τους, ή μάλλον χαρακτηριστικό του Makoto, έχει να κάνει με τα κατά καιρούς παράλληλα projects που ο ίδιος οδηγεί (Μothers of Invasion, Acid Mothers Temple SWR, Acid Mothers Afrirampo, Acid Mothers Gong, Acid Mothers & The Pink Ladies Blues, Acid Mothers Temple & the Incredible Strange Band, Acid Mothers Guru Guru... λόγω Mani Neumeier, MMMH! κ.ά.) και τα οποία περιπλέκουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Ένας παρατηρητικός αναγνώστης θα διαπιστώσει αμέσως τον τρόπο που σκέφτεται μουσικώς ο Makoto και πώς αποδίδει φόρους τιμής σε μουσικούς και συγκροτήματα, τα οποία έχει μελετήσει (Τhe Mothers of Invention, Ash Ra Tempel, Gong, Pink Floyd – ή μήπως Pink Fairies; – Jimi Hendrix, Black Sabbath, King Crimson...). Aκριβώς γι’ αυτό το λόγο δεν θα… λυπηθώ κι εγώ να πω ονόματα.
Εν ολίγοις. Το άλμπουμ των Cromagnon παραμένει μεταξύ των πιο απίστευτων ηχητικών γεγονότων που κληροδότησαν τα sixties, ένα έργο για το οποίον το πρόθεμα proto δύναται να αποκτά, ακόμη και σήμερα, ακόμη και αύριο... άπειρες ολοκληρώσεις. Proto-punk, proto-kraut, proto-industrial, proto-EBM, proto metal... δύσκολο να περιγράψεις τι ακριβώς προτείνουν με το «ροκ των σπηλαίων» οι Austin Grasmere και Brian Elliott. Αν, όντως, όπως λέει ένας αρχαίος μύθος, λίγα χρόνια αργότερα αυτά τα δύο πρόσωπα (ή τρία, γιατί τρία φαίνονται στη φωτογραφία του CD-cover – ποιος να είναι ο τρίτος άραγε, μήπως ο μηχανικός της ESP Onno Scholtze ή μήπως κάποιος από την Connecticut Tribe, που συμμετέχει στην εγγραφή κάνοντας του… κεφαλιού της;), αν αυτά τα πρόσωπα λοιπόν οδήγησαν αργότερα τους Residents (ή τους Negativland) τότε πολλά μπορεί να εξηγηθούν. Αν όχι, που είναι και το πιθανότερον, δηλαδή το... σιγουρότερον, τότε οι Cromagnon θα παραμείνουν εκεί όπου βρίσκονται, απείραχτοι, την τελευταία 40ετία· στην κορυφή των πιο σοβαρών αναδομητών της pop αφήγησης.
Τέτοιοι δίσκοι – με το hammond να κυριαρχεί – έβγαιναν σωρηδόν στα late sixties, αλλά και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας (και τώρα βγαίνουν) κι η αλήθεια είναι πως ελάχιστοι, ως σύνολα, κατόρθωσαν να ξεχωρίσουν. Τελευταίως, απέκτησαν φήμη ακόμη και τα… ανάλογα LP του Wynder K. Frog (του Mick Weaver δηλαδή), το “Sunshine Super Frog” [Island, 1967] και το “Out of the Frying Pan” [United Artists, 1968] – το δεύτερο το έχω αγορασμένο τουλάχιστον 20 χρόνια, από το μαγαζί του Φώτη, στα Εξάρχεια –, ενώ φαίνεται πως δεν εκτιμούνται και τόσο στο groovy κύκλωμα δίσκοι του Barry Goldberg φερ' ειπείν, όπως το “Street Man” στην Buddah. (Και για να γίνω λίγο... προκλητικός, έως και αφοριστικός. Όποιος δεν έχει ακούσει το ανατριχιαστικό organ break του Barry Goldberg στο “Cha cha the blues” - http://is.gd/gYX2z - από το “Stand Back!” του Charlie Mausselwhite δεν έχει ακούσει τίποτα). Όπως πάντα συμβαίνει, ψάχνουμε τα «πίσω» ονόματα, αγνοώντας ή υποτιμώντας τα βασικά. Και δεν μιλάω, εδώ, για τους οργανίστες της jazz – αυτοί είναι άλλο κεφάλαιο. Κάποτε είχα πει να βρω ένα τουλάχιστον… hammond όνομα εκείνης της εποχής, από κάθε χώρα της Ευρώπης ή της Αμερικής. Όταν όμως ανακάλυψα τον Τούρκο Ümit Aksu είπα πως δεν έχει νόημα.