Τα άλμπουμ, για τα οποία γράφω παρακάτω δεν κυκλοφορούν στην Ελλάδα (αν και αυτό δεν λέει κάτι ιδιαίτερο). Είναι όλα αμερικανικά και αφορούν σε σύγχρονες jazz παραγωγές, από ’κείνες που συντηρούν το ενδιαφέρον του σχετικού κοινού, δείχνοντας, παραλλήλως πως το… πράγμα «δουλεύει» και θα «δουλεύει» στον αιώνα τον άπαντα. THE BRITTON BROTHERS: Uncertain Living (Private Pressing)
Britton Brothers είναι ο John Britton τρομπέτα και ο Ben Britton τενόρο σαξόφωνο. Τα δύο νεαρά αδέλφια στηρίζει, με τ’ όνομα και την παρουσία του σε δύο κομμάτια, ο πολύς Chris Potter (στο τενόρο επίσης) και ακόμη οι Jeremy Siskind πιάνο, Taylor Waugh μπάσο και Austin Walker ντραμς. Σχεδόν όλο το υλικό (τα 6 από τα 8 tracks), διάρκειας περίπου 64 λεπτών, είναι συντεθιμένο από τους Brittons, ενώ δική τους είναι και η ενορχήστρωση στον παλαιό spiritual ύμνο “Come thou fount” του πάστορα Asahel Nettleton (το κομμάτι που απομένει είναι σύνθεση του πιανίστα Siskin). Εκείνο που αντιλαμβάνεται ο καθείς, ύστερα από μία πρώτη ακρόαση του “Uncertain Living”, είναι η ποιότητα και το εύρος των αυτοσχεδιασμών των Brittons. Υπάρχουν θέματα με απύθμενο groovy, και μάλιστα με rockin’ groovy, όπως το έσχατο “Ducks in a row” (εξαντλητικός ο Potter), και άλλα, όπως το “June humidity”, που φλερτάρουν με «περίεργες», a la Monk, αρμονικές περιπτύξεις. Από την άλλη μεριά, το άλμπουμ ανοίγει με το extra funky… “Extra Fuzz” και μια μικρή, απλή ιδέα στην ουσία, η οποία επεκτείνεται δημιουργικώς και συν τω χρόνω, για να διαχυθεί (το άλμπουμ) εντός της πνευματικής θάλασσας τού “Come thou fount”. Απεναντίας, στο “Molo” ακούμε τυπικό swinging, την ώρα κατά την οποίαν, στο φερώνυμο “Uncertain living”, τα περισσότερο σκοτεινά στοιχεία της αφήγησης έρχονται να υπογραμμίσουν ό,τι φανερώνει ο τίτλος.
Επαφή: www.thebrittonbrothers.com OLEG KIREYEV, KEITH JAVORS with BORIS KOZLOV and E.J. STRICKLAND: Rhyme Reason (Inarhyme)
Τα ονόματα των μουσικών προδίδουν τις καταγωγές τους, αλλά επειδή, ταυτοχρόνως, πρόκειται και για παίκτες με παρελθόν, προδίδουν θα έλεγα και την ποιότητα της μουσικής τους. Ο λόγος για τον ρώσο τενορίστα Oleg Kireyev, τον αμερικανό πιανίστα Keith Javors και ακόμη τον μπασίστα Boris Kozlov (από την Charles Mingus Big Band), όπως και τον ντράμερ E.J. Strickland (από την Ravi Coltrane Band). Έχοντας ένα απολύτως πρωτότυπο υλικό να ερμηνεύσουν (έξι κομμάτια μέσης και μεγάλης διάρκειας), συντεθιμένο από τους Javors και Kireyev, οι τέσσερις μουσικοί συναποτελούν ένα περιπετειώδες κουαρτέτο, το οποίον παραπέμπει άλλοτε σε «ιστορικούς» σχηματισμούς του παρελθόντος – φέρ’ ειπείν στα συγκροτήματα του Stan Getz (παρά ταύτα, κομμάτια όπως το “Sierra Nicole’s bossa” δείχνουν και τη διάθεση των μουσικών να γράψουν τη δική τους ηχητική σελίδα) ή στα περισσότερο «πνευματικά» του Joe Henderson (το “Happenstance” είναι ένα τέτοιο track) – και άλλοτε στις σημερινές αγωνίες ενός τμήματος της jazz να συμπορευτεί με το funk αιτούμενο (“Chinatown”). Σε κάθε περίπτωση εκείνο που μένει είναι η γνώση και το feeling τεσσάρων μουσικών, που παίζουν στα δάκτυλά τους (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς) την jazz παράδοση.
Επαφή: www.inarhymerecords.com ELLEN ROWE QUARTET: Wishing Well (PKO)
Η λυρική ομορφιά των συνθέσεων της πιανίστα Ellen Rowe, στο “Wishing Well”, όπως και η φαινομενική πολυπλοκότητά τους (κρυμμένη, και αυτή, κάτω από τα «ουράνια» μελωδικά πέπλα) σε καμία περίπτωση δεν αδυνατίζουν την πεποίθηση, πως, τελικώς, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα καθαρό και συνάμα «εσωτερικό» jazz άλμπουμ – από ’κείνα που πάντα θα ευδοκιμούν στην αμερικανική ενδοχώρα (το “Wishing Well” είναι ηχογραφημένο στην Ann Arbor του Michigan, τον Απρίλιο του ’09). Η Rowe και οι μουσικοί που τη συνοδεύουν, ο σαξοφωνίστας Andrew Bishop, ο μπασίστας Kurt Krahnke και ο ντράμερ Pete Siers (στην ηχογράφηση πήραν, επίσης, μέρος η Ingrid Jensen φλούγκελχορν και ο Andy Haefner τενόρο) διαβιούν κάτω από συνθήκες απόλυτης συναισθηματικής ταύτισης, παράγοντας μουσική, το κυριότερο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ομορφιά. Ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες όπου ο πόνος (το “Night sounds” είναι αφιερωμένο από την Rowe στον νεκρό αδελφό της) ή οι οικολογικές ανησυχίες (“For that which was living lost” – με το εντυπωσιακό σόλο της Ingrid Jensen), μπερδεύονται γλυκά με την ανάγκη για χαλάρωση (“Wishing well”) και περαιτέρω για εκτόνωση (“Sanity Clause” – από το “Night at the Opera” των Marx Brothers), η Ellen Rowe έχει τον τρόπο να διατρανώνει την αγάπη της για την jazz, συνθέτοντας στο πνεύμα των… αθανάτων· το “Tick tock” ας πούμε, που είναι ένα κλασικό hard-bop, στην παράδοση του Art Blakey και των Jazz Messengers.
Επαφή: www.pkorecords.com BOBBY AVEY: A New Face (jayDell)
Δεν μπορώ να καταλάβω, ακριβώς, τη σχέση του νεαρού πιανίστα Bobby Avey με τα Βαλκάνια, όμως το CD του “A New Face” είναι πλημμυρισμένο στις σχετικές αναφορές. Όχι, ο Avey δεν παραδίδει ένα τυπικό balkan-jazz άλμπουμ, απλώς ενσωματώνει στο ευρύτατο μελωδικό και ρυθμικό του σύμπαν κάποια «γειτονικά» στοιχεία, έχοντας δίπλα του τον σπουδαίο David Liebman (σε 4 κομμάτια) στο τενόρο και το σοπράνο σαξόφωνο, και ακόμη τους Thomson Kneeland μπάσο και Jordan Pearlson ντραμς. Ξεκινώντας από το εισαγωγικό “Late November”, με την πιανιστική αρχή να σε προετοιμάζει λες και θα σκάσει η… Μπάντα της Φλώρινας, πηγαίνοντας στο “Delusion” με τη ρυθμική του βάση που είναι καθαρώς βαλκανική και φθάνοντας στο “Half is less than half”, εκεί όπου, και πάλι, οι ασύμμετροι ρυθμοί δείχνει να κυριαρχούν, τούτη τη φορά ενταγμένοι μέσα σ’ ένα ακόμη πιο συμπαγές jazz πλαίσιο. Ο Avey δημιουργεί ένα άλμπουμ στο οποίο κυριαρχούν οι συνθέσεις (τυγχάνει να είναι και οι οκτώ δικές του). Εννοούμε πως υπάρχει μία προσήλωση του καλλιτέχνη προς την κατεύθυνση και περαιτέρω τη δημιουργία συγκεκριμένων τάσεων. Έτσι, αν από τη μια μεριά η βαλκανική παράδοση δείχνει να κατευθύνει την γραφίδα τού Avey, από την άλλη – σε κομμάτια όπως το “In retreat” – αντιλαμβάνεσαι την ικανότητα του συνθέτη να οικειοποιείται μεγάλο κομμάτι της λεγόμενης «κλασικής»· από τις ρομαντικές σονάτες του 19ου αιώνα, έως τον Bartok. (Πάλι στα Βαλκάνια γυρίζουμε δηλαδή… ή περίπου στα Βαλκάνια).
Επαφή: www.bobbyavey.com ERIKA: Obsession (Erika)
Δεν με «πιάνει» η εκδοχή της ιαπωνίδας jazz-singer Erika Matsuo στο “Night and day” του Cole Porter. Μπορεί να ηχεί πιο κοντά στον τρόπο της Ella Fitzgerald, αλλά δεν συγκρίνεται π.χ. με την afro/up-tempo version της Ουγγαρέζας Marta Szirmay και των Qualiton Jazz Ensemble, εκεί από τα early sixties. Έτσι, και παρά την κρατημένη εισαγωγή, το πράγμα δε θα μπορούσε παρά να κυλήσει καλύτερα στη διαδρομή, καθώς η Erika αποφασίζει να… βραζιλοποιήσει το set της, ερμηνεύοντας τραγούδια των Milton Nascimento, Djavan, Chico Buarque, A.C. Jobim/Vinicius de Moraes (την κλασική “Chega de saudade”), Dori Caymmi και Ivan Lins. Όχι πως αυτό θεωρείται εύκολο. Απλώς, η ιαπωνίδα ερμηνεύτρια φαίνεται πως έχει την (απαιτούμενη) εμπειρία στο εν λόγω ρεπερτόριο, διαμορφωμένη, με προσωπικό κόπο (όπως διάβασα στο βιογραφικό της) εντός της τελευταίας δεκαετίας. Μιλάμε δηλαδή για ένα σχεδόν… brazilian standards άλμπουμ, το οποίο πιάνει κορυφή με το “Samurai” του Djavan, αλλά και με την πάρα πολύ καλή έκδοση του “Moondance” του Van Morrisson – ένα καταπληκτικό, ως γνωστόν, τραγούδι, που (και) μέσω της Erika αποκαλύπτει την jazzy αισθητική του. Γενικώς, πρόκειται για ένα… σαφές, όμορφο άλμπουμ, ικανό να παράσχει (θετικές) αποδείξεις σε όσους στραβομουτσουνιάζουν με τα παγκοσμιοποιημένα ρεπερτόρια.
Επαφή: www.erikajazz.com GEORGE COTSIRILOS TRIO: Past Present (OA2)
O ελληνικής, προφανώς, καταγωγής αμερικανός κιθαριστής George Cotsirilos (ξέρω κι έναν… φαρμακοποιό Κοτσιρίλο) δεν είναι χθεσινός στο jazz circuit. Μέλος της σκηνής του San Francisco έχει ήδη δύο άλμπουμ στην κατοχή του (“Silenciosa”, “On The Rebop”), με το τρίτο “Past Present” να κυκλοφορεί εδώ και μερικούς μήνες από την εταιρία OA2 Records. To ύφος του Cotsirilos, όπως και των υπολοίπων δύο μουσικών που τον συνοδεύουν (Robb Fisher μπάσο, Ron Marabuto ντραμς) είναι χαρακτηριστικό της Bay area, υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει στάνταρντ, αλλά και original συνθέσεις σε bop ή latin φόρμες, όλα και όλες κοντά στο easy, contemporary κλίμα της ευρείας περιοχής (Δυτική Ακτή). Η πορεία των μουσικών δίπλα στους Cal Tjader, Pharoah Sanders, Pepper Adams, Tommy Flanagan και Steve Grossman διασφαλίζει την πορεία (και) του “Past Present” προς έναν jazz προορισμό, εκεί όπου το εκλεπτυσμένο γούστο κυριαρχεί, με την αμεσότητα της αφήγησης να συνδέεται, κάθε φορά, και με συγκεκριμένο κλίμα. Φερ’ ειπείν στο εισαγωγικό “Good wood”, που είναι ένα πρωτότυπο bop κομμάτι, η αλληλουχία των συγχορδιών αποκτά άλλον αέρα μέσω του… brush παιξίματος τού Marabuto, την ώρα κατά την οποίαν, στα δύο στάνταρντ που ακολουθούν (“Without a song”, “The way you look tonight”), οι «καθαροί» δακτυλισμοί του Cotsirilos, αλλά και τα παιξίματα-soli των υπολοίπων, συνάδουν με τη γλαφυρότητα, την κομψότητα και την, γενικώς, «καλή διάθεση». Το “Franny’s jump” είναι ένα ακόμη… τυπικό bop, όπως και το “Rosie’ tune” εξάλλου (με τα εμφανή bluesy στοιχεία – όπως διάβασα ο Cotsirilos υπήρξε μέγας fan του B.B King και της Butterfield Blues Band), το οποίο παραχωρεί τη θέση του στο “Cafe 4 Cats”, κομμάτι εμπνευσμένο από το διάσημο bar, restaurant, cafe της Βαρκελώνης Les Quatre Gats· εδώ, ο latin και spanish αέρας είναι εμφανής, σχετιζόμενος και με τις κλασικές σπουδές του Cotsirilos. Στα δύο τελευταία στάνταρντ το κλίμα γίνεται και πάλι ιδιάζον. Στο “Bittersweet”, το rhythm section δίνει «ρέστα», με τον Marabuto να προσφέρει ορισμένα δυνατά drum breaks, ενώ στο “What kind of fool am I?” η ακουστική κιθάρα τού Cotsirilos πάει το κομμάτι σε άλλες σφαίρες (μεσογειακή μπαλάντα, για… τετελεσμένους έρωτες).
Επαφή: www.oa2records.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου