Το “Chicago Blues Harmonica Project” διπλασιάζεται. Μετά το “Diamonds in the Rough” του 2005, η Severn ξαναεπενδύει στην ίδια συνταγή, προσφέροντας ένα άλμπουμ – για το “More Rare Gems” ο λόγος – αντάξιο των προσδοκιών μας· γενικώς. Μία σταθερή ομάδα παικτών (δύο κιθαρίστες, πιανίστας, μπάσο-ντραμς) και, κάθε φορά, ένας ξεχωριστός αρμονικίστας, μπαίνουν σ’ ένα στούντιο του Chicago το Νοέμβριο του ’06, προκειμένου να αποσαφηνίσουν τη σημασία της – rural – φυσαρμόνικας, στο σημερινό αστικό τοπίο. Ναι λοιπόν, όπως στα late thirties, στην προηλεκτρική εποχή, και στα late forties-early fifties, στην πρωτοηλεκτρική (με τις αρμόνικες να βρίσκονται, ακόμη, καλά κρυμμένες στις τσέπες των bluesmen), έτσι και σήμερα το μικροσκοπικό αυτό όργανο εξακολουθεί να αποτελεί την καρδιά της blues συνείδησης. Το επιβεβαιώνουν με την παρουσία τους οι Little Arthur Duncan (πλέον παίζει για τον... Κύριο), Harmonica Hinds, Charlie Love, Reginald Cooper, Jeff Taylor, Russ Green καθώς και ο νεαρός Big D. #
Δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά, ούτε είναι τυχαία περίπτωση ο μαύρος κιθαρίστας-αρμονικίστας Guy Davis. Παρότι όμως ηχογραφεί από τα seventies, η καριέρα του μπαίνει σε κάποιο δρόμο μόλις εδώ και μια 15ετία (περίπου), με τις δουλειές του να αφορούν περισσότερο στο protest κύκλωμα. Ένας συνοδοιπόρος του Eric Bibb, ή εκείνου του σπουδαίου Casey Anderson από τα sixties; Θα μπορούσε να το ισχυριστώ, αφού η συγκεκριμένη ομάδα τραγουδοποιών δεν φαίνεται να κρατά αποστάσεις ούτε από τα λευκά ηχοχρώματα – ο Davis χειρίζεται επίσης μαντολίνο και μπάντζο –, ούτε, πολύ περισσότερο, από τις πρώιμες και πολύ πρώιμες μπαλάντες (εποχή World War I). Lead Belly, Son House, αλλά και Willie Dixon και Bob Dylan και βεβαίως πρωτότυπα κομμάτια, άπαντα βρίσκουν χώρο στο “Sweetheart Like You” [Red House, 2009], ένα άλμπουμ άλλης εποχής σε παραγωγή του John Platania (Van Morrison και τα τοιαύτα). #
Περίεργο tribute blues project που απλώνεται – κακώς, εκ πρώτης – σε δύο CD (το πρώτο 34:47 και το δεύτερο 40:09 λεπτά). Στο “Chicago Blues A Living History” [Raisin’ Music, 2009] αναφέρομαι, μία αρμαθιά 21 τραγουδιών, τα οποία αποδίδει μια σταθερή ομάδα, η Living History Band, αποτελούμενη από καλούς, γνωστούς μουσικούς (Matthew Skoller φυσαρμόνικα, Billy Flynn κιθάρες, Johnny Iguana πλήκτρα, Felton Crews μπάσο, Kenny “Beedy Eyes” Smith ντραμς) και ακόμη πιο γνωστούς guests (Billy Boy Arnold, John Primer, Billy Branch, Lurrie Bell, Carlos Johnson, Mike Avery). Σε τι αναφέρεται η λέξη περίεργο που έγραψα στην αρχή; Στο ότι στο πρώτο CD καταγράφονται κλασικά blues άσματα της περιόδου 1940-1955, ενώ στο δεύτερο άσματα από το 1955 μέχρι σήμερα. Και ερωτώ; Γιατί δηλαδή, δεν θα μπορούσε να ενοποιηθούν τα πάντα, όλα σ’ ένα (μονό) CD διάρκειας 74:56; Θα μπορούσε. Πολλές φορές, στην προσπάθειά μας να αποδείξουμε το σεβασμό και την αγάπη μας προς κάτι οδηγούμαστε σε υπερβολές· για να χρησιμοποιήσω μία κομψή λέξη. Αλλά και πάλι. Γιατί αυτά τα όρια; Chicago-blues υπάρχει και πριν το 1940 (έστω και χωρίς πλήρες drum-set), ενώ αν θα θέλαμε, οπωσδήποτε, να χρησιμοποιήσουμε ένα πρώτο χρονικό πλαίσιο (ή και δύο ή και τρία), τότε αυτό θα ήταν το 1947 (και όχι το 1955), η χρονιά δηλαδή που γράφτηκαν τα πρώτα modern blues στην εταιρία Ora Nelle. Φυσικά, από ’κει και κάτω, θα μπορούσε να μπουν και άλλα έτη «σταθμοί». Έστω, όμως, δε χάθηκε κι ο κόσμος... Ας δούμε, επί του προκειμένου, με τι ακριβώς έχουμε να κάνουμε.
Με αυτό ακριβώς που έπρεπε λοιπόν (αναφέρομαι στα ονόματα γενικώς), μ’ εκείνο που επιτάσσει ένα τέτοιο tribute project. Τραγούδια των Sonny Boy “John Lee” Williamson, Tampa Red, Big Bill Broonzy, Big Maceo, Muddy Waters, Elmore James, Howlin’ Wolf, Lowell Fulson, Memphis Slim και Little Walter στο πρώτο δισκάκι και των Mel London, Jimmy Reed, Billy Boy Arnold, Sonny Boy “Rice Miller” Williamson, Willie Dixon, Junior Wells, Earl Hooker, Magic Sam, Muddy Waters, John Lee Hooker και Buddy Guy στο δεύτερο. Αν και, προσωπικώς, μερικούς απ’ αυτούς τους bluesmen δεν θα τους επέλεγα για ένα τέτοιο «σχέδιο» (π.χ. ο John Lee Hooker μπορεί να έγραψε και στο Chicago, όμως, κατά βάση, το δικό του blues δεν ήταν από ’κείνα που θ’ αποκαλούσαμε «κλασικό Chicago»), δεν μπορώ να μην επαινέσω την προσπάθεια των Larry και Matthew Skoller να αποφύγουν την... τουριστική περιπλάνηση, προσφέροντας διασκευές ουσίας. Χωρίς εντυπωσιασμούς και μεγαλόσχημες στουντιο-παραγωγές, κοντά όσο γίνεται στο πνεύμα και το γράμμα του... νόμου, επιχειρούν να αναπαραστήσουν την παλαιά ηλεκτρική κουλτούρα με μέτρο και με σύνεση. Και σε τούτο δεν μπορεί παρά να συμφωνήσεις. #
Κάμποσο καιρό είχε να κυκλοφορήσει άλμπουμ ο αρμονικίστας Rick Estrin, βασική μονάδα πίσω από τους Little Charlie and The Nightcats. Ήταν το 2005 το “Nine Lives” και είναι το 2009, το “In Twisted” [Alligator]. Βεβαίως, μετά την απουσία του κιθαρίστα Little Charlie Baty το γκρουπ θα έπρεπε ν’ αλλάξει όνομα· και όντως, αυτό συνέβη. Οι… Rick Estrin and The Nightcats λοιπόν ντεμπουτάρουν μ’ ένα CD, που όχι απλώς θυμίζει τις παλιές καλές ημέρες (όπως λέμε), αλλά και τις συναγωνίζεται επί ίσοις όροις στήνοντας ποικίλα ενθουσιώδη blues, ή περί το blues, σκηνικά. Ο Estrin κρατά βασικά τον πρώτο ρόλο με τη φυσαρμόνικα, τη φωνή και την γεροντο-ροκαμπιλάδικη εμφάνισή του, αλλά έχει και δίπλα του, άξιο συμπαραστάτη, τον νέο κιθαρίστα Chris “Kid” Andersen (παίζει και όργανο σε δύο κομμάτια), όπως και τους παλαιούς Lorenzo Farrell και J. Hansen στο μπάσο-ντραμς αντιστοίχως. Και είναι το στακάτο παίξιμο του Andersen εκείνο που δίνει «αέρα» στις συνθέσεις τού Estrin (“Walk all day”) και είναι το γενικότερο κλίμα, αλλά και το ειδικότερο (“Catchin’ hell”), που μεταφέρει στο τώρα μιαν ιδέα από Butterfield Blues Band της πρώτης εποχής. Κρίνοντας, βεβαίως, από τις δύο συνθέσεις του Andersen που υπάρχουν στο άλμπουμ, τα ορχηστρικά “Earthquake” και “Bigfoot”, αντιλαμβάνεσαι αμέσως πως ο Link Wray, ο Lonnie Mack και ο Freddy King είναι οι προσωπικοί ήρωες του Νορβηγού· ενός παίκτη, τέλος πάντων, που μπορεί να κάνει τη διαφορά και να ανανεώσει κατά τι (ή κατά τι περισσότερο) το προφίλ τής Alligator.
Δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά, ούτε είναι τυχαία περίπτωση ο μαύρος κιθαρίστας-αρμονικίστας Guy Davis. Παρότι όμως ηχογραφεί από τα seventies, η καριέρα του μπαίνει σε κάποιο δρόμο μόλις εδώ και μια 15ετία (περίπου), με τις δουλειές του να αφορούν περισσότερο στο protest κύκλωμα. Ένας συνοδοιπόρος του Eric Bibb, ή εκείνου του σπουδαίου Casey Anderson από τα sixties; Θα μπορούσε να το ισχυριστώ, αφού η συγκεκριμένη ομάδα τραγουδοποιών δεν φαίνεται να κρατά αποστάσεις ούτε από τα λευκά ηχοχρώματα – ο Davis χειρίζεται επίσης μαντολίνο και μπάντζο –, ούτε, πολύ περισσότερο, από τις πρώιμες και πολύ πρώιμες μπαλάντες (εποχή World War I). Lead Belly, Son House, αλλά και Willie Dixon και Bob Dylan και βεβαίως πρωτότυπα κομμάτια, άπαντα βρίσκουν χώρο στο “Sweetheart Like You” [Red House, 2009], ένα άλμπουμ άλλης εποχής σε παραγωγή του John Platania (Van Morrison και τα τοιαύτα). #
Περίεργο tribute blues project που απλώνεται – κακώς, εκ πρώτης – σε δύο CD (το πρώτο 34:47 και το δεύτερο 40:09 λεπτά). Στο “Chicago Blues A Living History” [Raisin’ Music, 2009] αναφέρομαι, μία αρμαθιά 21 τραγουδιών, τα οποία αποδίδει μια σταθερή ομάδα, η Living History Band, αποτελούμενη από καλούς, γνωστούς μουσικούς (Matthew Skoller φυσαρμόνικα, Billy Flynn κιθάρες, Johnny Iguana πλήκτρα, Felton Crews μπάσο, Kenny “Beedy Eyes” Smith ντραμς) και ακόμη πιο γνωστούς guests (Billy Boy Arnold, John Primer, Billy Branch, Lurrie Bell, Carlos Johnson, Mike Avery). Σε τι αναφέρεται η λέξη περίεργο που έγραψα στην αρχή; Στο ότι στο πρώτο CD καταγράφονται κλασικά blues άσματα της περιόδου 1940-1955, ενώ στο δεύτερο άσματα από το 1955 μέχρι σήμερα. Και ερωτώ; Γιατί δηλαδή, δεν θα μπορούσε να ενοποιηθούν τα πάντα, όλα σ’ ένα (μονό) CD διάρκειας 74:56; Θα μπορούσε. Πολλές φορές, στην προσπάθειά μας να αποδείξουμε το σεβασμό και την αγάπη μας προς κάτι οδηγούμαστε σε υπερβολές· για να χρησιμοποιήσω μία κομψή λέξη. Αλλά και πάλι. Γιατί αυτά τα όρια; Chicago-blues υπάρχει και πριν το 1940 (έστω και χωρίς πλήρες drum-set), ενώ αν θα θέλαμε, οπωσδήποτε, να χρησιμοποιήσουμε ένα πρώτο χρονικό πλαίσιο (ή και δύο ή και τρία), τότε αυτό θα ήταν το 1947 (και όχι το 1955), η χρονιά δηλαδή που γράφτηκαν τα πρώτα modern blues στην εταιρία Ora Nelle. Φυσικά, από ’κει και κάτω, θα μπορούσε να μπουν και άλλα έτη «σταθμοί». Έστω, όμως, δε χάθηκε κι ο κόσμος... Ας δούμε, επί του προκειμένου, με τι ακριβώς έχουμε να κάνουμε.
Με αυτό ακριβώς που έπρεπε λοιπόν (αναφέρομαι στα ονόματα γενικώς), μ’ εκείνο που επιτάσσει ένα τέτοιο tribute project. Τραγούδια των Sonny Boy “John Lee” Williamson, Tampa Red, Big Bill Broonzy, Big Maceo, Muddy Waters, Elmore James, Howlin’ Wolf, Lowell Fulson, Memphis Slim και Little Walter στο πρώτο δισκάκι και των Mel London, Jimmy Reed, Billy Boy Arnold, Sonny Boy “Rice Miller” Williamson, Willie Dixon, Junior Wells, Earl Hooker, Magic Sam, Muddy Waters, John Lee Hooker και Buddy Guy στο δεύτερο. Αν και, προσωπικώς, μερικούς απ’ αυτούς τους bluesmen δεν θα τους επέλεγα για ένα τέτοιο «σχέδιο» (π.χ. ο John Lee Hooker μπορεί να έγραψε και στο Chicago, όμως, κατά βάση, το δικό του blues δεν ήταν από ’κείνα που θ’ αποκαλούσαμε «κλασικό Chicago»), δεν μπορώ να μην επαινέσω την προσπάθεια των Larry και Matthew Skoller να αποφύγουν την... τουριστική περιπλάνηση, προσφέροντας διασκευές ουσίας. Χωρίς εντυπωσιασμούς και μεγαλόσχημες στουντιο-παραγωγές, κοντά όσο γίνεται στο πνεύμα και το γράμμα του... νόμου, επιχειρούν να αναπαραστήσουν την παλαιά ηλεκτρική κουλτούρα με μέτρο και με σύνεση. Και σε τούτο δεν μπορεί παρά να συμφωνήσεις. #
Κάμποσο καιρό είχε να κυκλοφορήσει άλμπουμ ο αρμονικίστας Rick Estrin, βασική μονάδα πίσω από τους Little Charlie and The Nightcats. Ήταν το 2005 το “Nine Lives” και είναι το 2009, το “In Twisted” [Alligator]. Βεβαίως, μετά την απουσία του κιθαρίστα Little Charlie Baty το γκρουπ θα έπρεπε ν’ αλλάξει όνομα· και όντως, αυτό συνέβη. Οι… Rick Estrin and The Nightcats λοιπόν ντεμπουτάρουν μ’ ένα CD, που όχι απλώς θυμίζει τις παλιές καλές ημέρες (όπως λέμε), αλλά και τις συναγωνίζεται επί ίσοις όροις στήνοντας ποικίλα ενθουσιώδη blues, ή περί το blues, σκηνικά. Ο Estrin κρατά βασικά τον πρώτο ρόλο με τη φυσαρμόνικα, τη φωνή και την γεροντο-ροκαμπιλάδικη εμφάνισή του, αλλά έχει και δίπλα του, άξιο συμπαραστάτη, τον νέο κιθαρίστα Chris “Kid” Andersen (παίζει και όργανο σε δύο κομμάτια), όπως και τους παλαιούς Lorenzo Farrell και J. Hansen στο μπάσο-ντραμς αντιστοίχως. Και είναι το στακάτο παίξιμο του Andersen εκείνο που δίνει «αέρα» στις συνθέσεις τού Estrin (“Walk all day”) και είναι το γενικότερο κλίμα, αλλά και το ειδικότερο (“Catchin’ hell”), που μεταφέρει στο τώρα μιαν ιδέα από Butterfield Blues Band της πρώτης εποχής. Κρίνοντας, βεβαίως, από τις δύο συνθέσεις του Andersen που υπάρχουν στο άλμπουμ, τα ορχηστρικά “Earthquake” και “Bigfoot”, αντιλαμβάνεσαι αμέσως πως ο Link Wray, ο Lonnie Mack και ο Freddy King είναι οι προσωπικοί ήρωες του Νορβηγού· ενός παίκτη, τέλος πάντων, που μπορεί να κάνει τη διαφορά και να ανανεώσει κατά τι (ή κατά τι περισσότερο) το προφίλ τής Alligator.
φώντα ξέρω οτι σε πρηζω με τις ερωτήσεις αλλά επειδη τα οικονομικά μου είναι χάλια πριν αγοράσω δίσκο θέλω να γνωρίζω πανω κατω για την ποιότητά του και γι'αυτό σε συμβουλεύομαι.θα ήθελα τη γνώμη σου για το δίσκο the london sessions του muddy waters και για τον paul butterfield και αν έχεις να μου προτείνεις κάποιον δίσκο του.Σ'ευχαριστώ για τον χρόνο σου πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΙ.Τζόνσον
Τα “London Sessions” και με Muddy Waters και με Howlin’ Wolf είναι διαμάντια.
ΑπάντησηΔιαγραφήPaul Butterfield με κλειστά μάτια. Θεέ μου...