Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

ε όχι και… greek underground (ρεμπέτικο μας αρκεί και μας κάνει υπερήφανους)

Προσφάτως έπεσε στα χέρια μου ένα ενδιαφέρον βιβλίο, τα «Χασικλίδικα Μελωδήματα» [εκδ. Ευρώτας, Αθήνα 2010] του Διονύση Μανιάτη (Δελταμή). Διαβάζοντάς το λοιπόν – θα γράψω άλλη φορά γι’ αυτό – αναγκάστηκα να ψάχνω στη σιντοθήκη για συγκεκριμένα χασικλίδικα, ίνα επιβεβαιώσω συμπεράσματα του συγγραφέα. Συλλογές βασικά του Charles Howard, του Παναγιώτη Κουνάδη, του Γρηγόρη Φαληρέα…, αλλά και μία κάπως πιο σκοτεινή, την “Rembetika (manges, passion, drugs, jail, disease, death), Songs of the Greek Underground, 1925-1947” της γερμανικής Trikont [US - 0293] από το 2001. Έτσι, λοιπόν, και παρότι την εν λόγω συλλογή την ανακάλυψα μετά από πολύ κόπο (και σε θέση που δεν ανέμενα να την βρω – είχα να τη δω πολλά χρόνια), θυμήθηκα αμέσως πως με είχε απασχολήσει και παλαιότερα, κυρίως για τον ελεγχόμενο τρόπο που αντιμετώπιζε το θέμα. Επειδή, έχω την εντύπωση πως οι παρατηρήσεις που είχα κάνει, κάποτε, έθιγαν ορισμένα γενικότερα ζητήματα αξίζει, νομίζω, να τις θέσω, με την αφορμή, προς… δημόσια διαβούλευση.
Κάποιος έλληνας compiler που ζούσε στη Γερμανία προφανώς (ή πιθανώς) ονόματι Χρήστος Δαβιδόπουλος, έπεισε τη γερμανική Trikont (που είχε ξαναβγάλει ρεμπέτικα στο παρελθόν, τραγούδια του Μιχάλη Γενίτσαρη ας πούμε), για τη δημιουργία μιας συλλογής με κλασικά προπολεμικά ρεμπέτικα, αλλά και με κάποια ρεμπετολαϊκά της δεκαετίας του ’40. Ο Δαβιδόπουλος επέλεξε 45 τραγούδια, έγραψε σημειώσεις στη γερμανική, μετέφρασε εν είδει περίληψης και στην αγγλική, χρησιμοποίησε φωτογραφίες από γνωστά βιβλία του Κουνάδη, του Πετρόπουλου κ.ά. (το αναφέρει), ενώ κάποιες από τις επιλογές έχω την αίσθηση πως τις είχε δανειστεί από τις σειρές με ρεμπέτικα της Rounder και της Heritage (τις συστήνει), τις οποίες είχε επιμεληθεί ο Charles Howard. Ο ίδιος, λοιπόν (ο Δαβιδόπουλος), μπορεί να κριθεί για ελάχιστα πράγματα, σ’ αυτά τα οποία φέρει την άμεση ευθύνη και για τα οποία, δυστυχώς, δεν θα έλεγα πως παίρνει και τον καλύτερο βαθμό. Εξηγούμαι.
Η έκφραση “greek underground” είναι παντελώς λανθασμένη. Τo underground έχει μία πολύ συγκεκριμένη σημασία στο λεξιλόγιο της κουλτούρας και σίγουρα δεν ταυτίζεται με το λούμπεν προλεταριάτο ή και το προλεταριάτο της ελληνικής κοινωνίας της δεκαετίας του ’30. Ο πορτοφολάς ή ο πρεζάκιας (γενικώς) δεν έχουν ουδεμία σχέση με το underground, αλλά με το περιθώριο και ενδεχομένως με τον υπόκοσμο, αφού δρουν στις παρυφές της κοινωνίας. Ο Howard, που γνωρίζει καλύτερα τα πράγματα, στη συλλογή του “Mortika”, η οποία βγήκε στη μικρή σουηδική εταιρία Arko [008] το 2005, εμφάνισε ως υπότιτλο το… rare vintage recordings from a greek underworld. Η λέξη underworld (δηλ. υπόκοσμος) μου φαίνεται απείρως πιο ταιριαστή, από το παντελώς άστοχο underground. Βεβαίως αργότερα, στις συλλογές της JSP με ρεμπέτικα, μπήκαν οι ίδιοι υπότιτλοι – “Greek Music from the Underground” και “More of the Secret History of Greece’s Underground Music” –, αλλά εκεί νομίζω πως, ολαφάνερα, υπήρξε… δάκτυλος της εταιρίας, στην προσπάθειά της τα CD να γίνουν πιο… ελκυστικά. Το underground πουλάει (παντού), εν αντιθέσει με τον υπόκοσμο, που και εμπορικώς… περιθωριοποιείται.
Περαιτέρω, το εξώφυλλο του άλμπουμ της Trikont είναι εκτός οιασδήποτε λογικής – και με την κακή έννοια προκλητικό. Τι απεικονίζονται εκεί; Σουγιάδες, περίστροφα και σύνεργα χασισοποτείας. Λες και όλοι οι ρεμπέτες ήταν χασικλήδες και μαχαιροβγάλτες (τα χασικλίδικα, χονδρικώς, δεν πρέπει να είναι ούτε το 5% των συνολικών ρεμπέτικων) ή κυκλοφορούσαν με πιστόλια, σαν τους μαφιόζους του Al Capone. Επίσης, αρκετές από τις φωτογραφίες που χρησιμοποιούνται στην έκδοση δεν είναι και οι πλέον κατάλληλες για το θέμα. Φόρα παρτίδα μία εγχρωματισμένη φωτογραφία της Θεσσαλονίκης, που είναι όντως εντυπωσιακή, αλλά δεν έχει την πρώτη σχέση με τα ρεμπέτικα. Τι θα έπρεπε να υπάρχει; Οπωσδήποτε ο Πειραιάς.
Στο κεφάλαιο «χορός» (tanz) εικονίζεται ένας νάνος(!) να χορεύει ζεϊμπέκικο (και κάπου αλλού την έχει πάρει το μάτι μου αυτή τη φωτογραφία)· υποτίθεται πως πρόκειται για χαρακτηριστική πόζα. Επειδή έχω δει νάνο να χορεύει ζεϊμπέκικο (δεν είναι και τόσο εύκολο, αλλά έχω δει), ας πω πως οι άνθρωποι αυτοί λόγω χαμηλού κέντρου βάρους είναι πιο εύκολο να γυρίζουνε σαν «σβούρες» – το θέαμα, για μένα, δεν είναι ωραίο (και η φωτογραφία μη χαρακτηριστική). Το ίδιο, φυσικά, και για 'κείνη την πόζα του ύστερου Παπαϊωάννου, που τον δείχνει να παίζει το μπουζούκι του πάνω σε αμέτρητες στοίβες σπασμένων πιάτων· η σχέση της με το ρεμπέτικο θα έλεγα πως είναι τόση, όση εκείνη του Ανέστη Δελιά με τον... Ανέστη Βλάχο.
Δεν θα έκανα ουδεμία κουβέντα, ίσως, αν ο Δαβιδόπουλος συμπεριλάμβανε μεταξύ των χασικλίδικων ρεμπέτικων που επιλέγει μία καθαρή αποτύπωση του κορυφαίου «Πέντε μάγγες» (του Γιοβάν Τσαούς). Απεναντίας, τούτο, έστω και ως «σκοτωμένο» απουσιάζει. Να δούμε ποιος επιτέλους θα το περάσει όπως πρέπει στην CD-γραφία επιτελώντας εθνικόν έργο.

2 σχόλια:

  1. Κάπου το είχα πετύχει αυτό το cd κι έκανα τις ίδιες ακριβώς σκέψεις, όσον αφορά το εξώφυλλο και τον τίτλο... Κατά τ'άλλα λέει;
    Αλέξανδρος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εντάξει, γενικώς οι επιλογές στέκουν (αν και με διάφορες ποιότητες ήχου). Εγώ, πάντως, σε συλλογή με… greek underground, δεν θα έβαζα το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» και μάλλον ούτε το «Πέντε Έλληνες στον Άδη»...

    ΑπάντησηΔιαγραφή