Πριν πολλά χρόνια, περισσότερα από είκοσι, την εποχή που άκουγα πολύ jazz-rock και γούσταρα ορισμένα άλμπουμ (ένα-δύο ή μάλλον ένα) των Γερμανών Passport είχε πέσει στα χέρια μου μία φθηνιάρικη έκδοση LP του σαξοφωνίστα του γκρουπ Klaus Doldinger. Ήταν στην low-budget σειρά “Attention!” της Fontana [6434 245, άνευ χρονιάς] – στην ίδια σειρά θα μπορούσε να βρει κανείς άλμπουμ του Jimi Hendrix, των Yardbirds, των Animals κ.ά. – συλλογές της πλάκας δηλαδή, οι οποίες περιείχαν όμως εγνωσμένης αξίας θέματα. Είχα αγοράσει το άλμπουμ εξαιτίας του Doldinger, που τον γνώριζα από τους Passport, αλλά και γιατί δεν είχα ακούσει, ακόμη τότε, παλαιές δικές του εγγραφές από τα μέσα των sixties. Πώς να ηχούσε άραγε εκείνη την εποχή; Πιο κοντά στο… rock ή την jazz; Άξιζε ν’ ακούσω. Και άκουσα. Κι έπαθα πλάκα. Όχι μόνο από τα εντελώς τριπαριστά του σόλι στο σοπράνο και το τενόρο, ούτε μόνο από την πάντα in fashion προσέγγισή του, αλλά και από το... ολέθριο hammond κάποιου τύπου, για τον οποίον δεν αναγραφόταν κουβέντα στο εξώφυλλο. Είπαμε περί συλλογής της πλάκας επρόκειτο, αλλά όχι κι έτσι…
Χρόνια αργότερα, με αφορμή το κλασικό πια βρετανικό σιντάκι “The Thriller Memorandum” [rpm 173, 1996], έμαθα πως ο οργανίστας εκείνος, που έπαιζε jazz σόλι στο hammond όπως ελάχιστοι άλλοι Ευρωπαίοι το 1965 λεγόταν Ingfried Hoffmann, ήταν βασικό στέλεχος του κουαρτέτου του Klaus Doldinger και πως στην πατρίδα του έχαιρε μεγάλης εκτίμησης, όντας συνθέτης, ενορχηστρωτής και μουσικός παραγωγός κυρίως τηλεοπτικών προγραμμάτων. Τσέκαρα τ’ όνομά του και στην πορεία, τα μετέπειτα χρόνια δηλαδή, μπόρεσα να βρω κάποιαν άκρη με τη δισκογραφική του διαδρομή, η οποία, έχει, όπως θα διαπιστώσετε, ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Γεννημένος το 1935 στο Στετίνο (πόλη, που ανήκει σήμερα στην Πολωνία) ο Ingfried Hoffmann έκανε «όνομα» στις αρχές των sixties, όντας μέσα στο κουαρτέτο του Klaus Doldinger, ενός από τα πιο αναγνωρισμένα γκρουπ της modern jazz στην τότε Δυτική Γερμανία (συμπλήρωναν οι Helmut Kandelberger μπάσο και Klaus Weiss ντραμς), το οποίον έβλεπε τους δίσκους του να κυκλοφορούν με επιτυχία όχι μόνο στην πατρίδα του, αλλά και πέραν του Ατλαντικού. Ένας από τους πρώτους ήταν το “Bossa Nova + Afro Cuban” [Philips, 1962], αλλά εκείνο που έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν το “Jazz Made in Germany” [Philips, 1963], το οποίο είχε βγει και στην Αμερική από την Mercury ως “Dig Doldinger” [Philips] την ίδια χρονιά. Ακούγοντας θέματα όπως το “Stars fell on Alabama” ή το “Bluesy toosy” αντιλαμβάνεσαι έναν ήχο κοντά σ’ εκείνον της Blue Note, που είχε πολλά να πει. Φυσικά, η συνεργασία Doldinger/ Hoffmann δε θα σταματούσε εκεί…
Το 1965, με την παρότρυνση και στήριξη του Goethe Institut, το κουαρτέτο ξεκινά για ένα ταξίδι στη Λατινική Αμερική, πραγματοποιώντας σε όλη την ήπειρο 37 συναυλίες. Επιστρέφοντας στη Δυτική Γερμανία και με την προσθήκη του ούγγρου κιθαρίστα Atilla Zoller ηχογραφεί το πολύ ωραίο “Doldinger in Sud Amerika” [Philips, 1965], ένα κόσμημα της latin-jazz, το οποίον, εκ των υστέρων, το λάτρεψαν σφόδρα κι οι DJs. Παραδοσιακό (“Negra sin sandalia”), επώνυμο (“Insensatez” του Jobim, “Malaguena” του Lecuona) και πρωτότυπο υλικό (“Viva Brasilia” του Doldinger) δημιουργούν μία τέλεια βάση, για να πατήσει το αγέρωχο παίξιμο των… κρύων Γερμανών. Μόνο και μόνο για το hammond του Ingfried Hoffmann στο “Negra…” αξίζει κάποιος να ψάξει, να βρει και ν’ ακούσει αυτό το άλμπουμ, το οποίον κυκλοφορεί και σε CD. (Λογικώς, όλο και από κάπου θα κατεβαίνει).
Ακόμη καλύτερο όμως, για τα δικά μου γούστα, ήταν το “Goes On” [Philips, 1967], ένα groovy διαμάντι που βγήκε κάτω από το επώνυμο του Doldinger και στο οποίο συναντούσες εκτός του ιδίου, του Hoffmann και του Kandlberger, τους Peter Trunk μπάσο, Volker Kriegel κιθάρες, Fats Sadi κρουστά και Cees See ντραμς. Θέματα όπως τα “Shakin’ the blues” και “Five for you” θα μπορούσε να είχαν γράψει ιστορία. Δεν έγραψαν όμως…
Μία άλλη κατεύθυνση της… ομαδικής διαδρομής του Hoffmann, πριν περάσω στην πιο προσωπική του, είναι εκείνη της συνεργασίας του με τον βέλγο κιθαρίστα Rene Thomas (1927-1975), ένα θρυλικό – γιατί όχι; – όνομα της euro-jazz, τον καλύτερο μαθητή του Django Reinhardt. Το ένα τουλάχιστον άλμπουμ που προέκυψε (οι Kandleberger και Weiss συμπλήρωναν το κουαρτέτο) είχε τίτλο “Hammond Tales” [Philips] και προερχόταν μάλλον από το 1963. Δεν το έχω ακούσει για να πω κάτι παραπάνω· αν και νομίζω πως κυκλοφορεί, και αυτό, σε CD.Μετά το 1965, όταν στη Δυτική Γερμανία άρχιζε να αναπτύσσεται η πιο «βαρβάτη» improv-jazz σκηνή ο Hoffmann κάνει την επιλογή του. Δείχνει πως τον ενδιαφέρει περισσότερο η «εφηρμοσμένη» διάσταση της jazz και μάλιστα, όχι σπανίως, εκείνη που συνδεόταν με τους άρτι αναπτυσσόμενους ευρωπαϊκούς pop μύθους – κι ένας τέτοιος «μύθος» ήταν φυσικά εκείνος του James Bond. Το 1966 ηχογραφεί μάλιστα ένα άλμπουμ, που και μόνον ως ιδέα ήταν μπροστά από την εποχή του. Ο τίτλος του στη Δυτική Γερμανία ήταν “From Twen with Love” [Philips/ Twen 843 779 PY, 1966], ενώ την επόμενη χρονιά (1967), όταν κυκλοφόρησε στη Μεγάλη Βρετανία βρήκε τον τίτλο που του άρμοζε περισσότερο. “Soul Bond” [Polydor 583015, 1967]. Τι ήταν το “Soul Bond”; Μία groovy περιπλάνηση σε μουσικές που εμπνεύστηκε ο Hoffmann από τα μέχρι τότε «τζεϊμσ-μποντικά» φιλμ – οι τίτλοι “James only lives twice”, “Yeah, Dr.No”, “007 Bond Street”, “Vabanque at Casino Royale” φανερώνουν για το τι ακριβώς συζητάμε – συν κάποιες διασκευές σε original συνθέσεις του John Barry (“Thunderball”, “Goldfinger”, “From Russia with love”). Το άκουσμα είναι... σχεδόν εντυπωσιακό. Θέματα όπως το “Sharp sharks” φερ’ ειπείν, δείχνουν πόσο μπροστά βρισκόταν ο άνθρωπος, κυρίως σε σχέση με το πώς θα συνδεόταν η jazz με την pop κουλτούρα της εποχής του, αποκτώντας ένα αλλιώτικο status. Το γκρουπ, πέραν του Hoffmann που έπαιζε hammond φυσικά, το αποτελούσαν οι Pierre Cavalli κιθάρα, Volker Kriegel κιθάρα, Peter Trunk μπάσο και Rafi Luderitz ντραμς. (To “Soul Bond” τυπώθηκε και σε CD, πριν κάποιο καιρό, ως “Hammond Bond”.)Πριν 7-8 χρόνια ψάχνοντας στον Τζάμπα, στο Μοναστηράκι, μία παρτίδα με μερικές εκατοντάδες LP κλασικής μουσικής, είχα βρει ανάμεσα και 5-6 δισκάκια, που προσέγγιζαν το κλασικό ύφος από άλλους δρόμους και τα οποία δεν ήταν από ’κείνα, που όλοι φανταζόμαστε (του Waldo de los Rios ας πούμε και τα συναφή). Θυμάμαι το “Vivat Vivaldi” [CBS, 1970] του ολλανδού φλαουτίστα Chris Hinze, το “Variations In Classics” [Supraphon, 1975] της τσεχοσλοβακικής Josef Vobruba Orchestra και κυρίως το “Swinging Bach-Organ” [GER. Polydor 249 322, 1969] του Ingfried Hoffmann.
Το 1969 ο Hoffmann, ως ένας οργανίστας που σεβόταν την τέχνη του, «τζαζοποιεί» τον Bach. Το “Swinging Bach-Organ” είναι μία ενδιαφέρουσα «στρογγυλεμένη» άποψη κλασικών συνθέσεων τού Κάντορα (“Toccata und Fuga”, “Italienisches Konzert 1,2,3”, “Praeludium und Fuga I, II”) άψογα ενταγμένων στο fusion κλίμα της περιόδου. Το ότι, εν τέλει, είχαν αγαπήσει το άλμπουμ περισσότερο οι φίλοι της κλασικής και λιγότερο οι τζαζόφιλοι, ίσως σήμαινε κάτι…Το 1969 όμως ήταν κι η χρονιά του “Soul Club” [Sunset SLS 50 059 Z], του άλμπουμ που έφερε ξανά στο προσκήνιο (ως reissue) τον γερμανό οργανίστα. Πρωτοκυκλοφορημένο για την Sunset, το φθηνιάρικο label της Liberty, υπογραφόταν από ένα περιστασιακό γκρουπ τους Memphis Black (εντελώς προκάτ τα ονόματα, καθότι τέτοιου τύπου άλμπουμ, που κόβονταν κατά εκατοντάδες στην τότε Δυτική Γερμανία, όφειλαν να μην μπερδεύουν τους καταναλωτές, οι οποίοι έπρεπε αμέσως να πληροφορούνται τι ακριβώς αγόραζαν) leader του οποίου ήταν φυσικά ο Hoffmann. Παρότι η παραγωγή ήταν εκείνο που λέμε low-budget, εντούτοις ήταν πολύ προσεγμένη (ελέω Siegfried E. Loch, το σημερινό αφεντικό της ACT), βγάζοντας ένα καταπληκτικό groovy Stax αίσθημα. Οι συνθέσεις, αν και ήταν μοιρασμένες ανάμεσα σε πρωτότυπες του Hoffmann και αμερικανικές (“Stagger Lee”, “Hey Joe”, “Soul man” του Isaac Hays, “I’m a midnight mover” των Pickett/ Womack…), εμφάνιζαν μία εντυπωσιακή ενότητα, λες και ήταν όλες φτιαγμένες από το ίδιο πρόσωπο. Θα έλεγα δε πως το υλικό του γερμανού μουσικού, με κορυφαία στιγμή το slow “Sister Aretha”, ήταν «άλλο πράγμα», αν και πάντα θα θυμάμαι το “Hang ’em high” του Dominic Frontiere, lead track στο CD του Jazz & Tzaz “Groovy Therapy”, που είχα επιμεληθεί τον Αύγουστο του ’07. Η δουλειά της Sonorama [C-10], ως συνήθως άψογη, τόσο στο βινύλιο όσο και στο CD, έκανε το 2005 ευρύτερα γνωστό ένα… σπάνιο groovy άλμπουμ. Να πω, μόνον, πως κάτω από το όνομα Memphis Black ο Hoffmann έκανε τουλάχιστον ένα ακόμη LP, το “Soul Cowboy” [GER. United Artists UAS 29 070 I], πάντα σε παραγωγή του Loch, το οποίον όμως, κάποτε, μου είχε φανεί κατώτερο. (Το είχα ακούσει πριν χρόνια, βιαστικά, στο δισκάδικο του Φώτη, στα Εξάρχεια και το απέρριψα). Υπάρχουν, όπως φαντάζεστε, κι άλλα άλμπουμ στα οποία συμμετέχει ο Hoffmann. Ένα απ’ αυτά κάποτε το κυνηγούσα, αν και μετά το παράτησα· και, τελικώς, ακόμη και σήμερα, δεν το έχω ακούσει. Είναι το “R. K. Sextet” [GER. Intercord 712-08 U] του… Rolf Kuhn Sextet, για το οποίο νομίζω πως θα έχει «θαύμα γεύση»…Μπαίνοντας στα seventies η μουσική βιομηχανία αλλάζει προσανατολισμό. Τουλάχιστον κάποιοι μουσικοί, που είχαν κάνει ήδη τις επιλογές τους, έπρεπε ν’ ακολουθήσουν τα νέα δεδομένα, έτσι όπως εκείνα επικαθορίζονταν από την τηλεόραση κυρίως, αλλά και από τον κινηματογράφο, προσαρμόζοντας τη δουλειά τους στις νέες απαιτήσεις. Ο Hoffmann μπήκε σ’ αυτό το λούκι, «έπαιξε» με την TV, τα cine-scores και τις πάσης φύσεως παραγωγές, παραμένοντας σ’ αυτό το χώρο έως και σήμερα. Κορυφαία στιγμή σ’ αυτή τη φάση της καριέρας του θεωρείται το TV-soundtrack “Robbi, Tobbi und das Fliewatuut” από το 1972, το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά ολοκληρωμένο 30 χρόνια αργότερα (2002) από την Diggler Records [DIG005LP]. Βασικά, επρόκειτο για μία παιδική σειρά της WDR, με πρωταγωνιστές κούκλες. Ο Robbi ήταν το ρομπότ, ο Tobbi το αγοράκι και Fliewatuut το φουτουριστικό όχημα, που μπορούσε να κινηθεί εξ ίσου καλά σε στεριά, θάλασσα και αέρα. Το σενάριο πλεκόταν γύρω από περιπέτειες και των… τριών, που διαδραματίζονταν κάπου στον Βόρειο Πόλο. Ο Hoffmann, αν και είχε εμπρός του ένα παιδικό σενάριο δε θέλησε να κινηθεί στα γνωστά μοτίβο των μουσικών για παιδιά. Αποφάσισε να συνθέσει ένα άλλου τύπου score, με στοιχεία jazz, rock, soul και ελαφρώς classic, εντάσσοντάς το μέσα σε μιαν ευρύτερη παιγνιδιάρικη ατμόσφαιρα. Τρεις ήταν οι βασικοί ενορχηστρωτικοί πυλώνες επί των οποίων στηρίχθηκε ο Γερμανός. Το horn section της ορχήστρας του Kurt Edelhagen, τα strings της Gurzenich Orchestra και το δικό του σχήμα, οι Steel Organ, που αποτελούνταν από τους Helmut Kandlberger μπάσο, Garcia Morales ντραμς και Phillip Catherine κιθάρες (ο ίδιος χειριζόταν όργανο φυσικά). Όλο το soundtrack είναι απίστευτα γοητευτικό, το φερώνυμο θέμα όμως είναι μια τζαζροκιά που σκίζει. (Καλοδεχούμενο το remix των Frank Popp Ensemble – υπάρχει στον ίδιο δίσκο –, αν και πάντα διερωτόμουν τι περισσότερο προσφέρει).
(από το cover της έκδοσης της Sonorama “Soul Club”, το 2005) |
Γεννημένος το 1935 στο Στετίνο (πόλη, που ανήκει σήμερα στην Πολωνία) ο Ingfried Hoffmann έκανε «όνομα» στις αρχές των sixties, όντας μέσα στο κουαρτέτο του Klaus Doldinger, ενός από τα πιο αναγνωρισμένα γκρουπ της modern jazz στην τότε Δυτική Γερμανία (συμπλήρωναν οι Helmut Kandelberger μπάσο και Klaus Weiss ντραμς), το οποίον έβλεπε τους δίσκους του να κυκλοφορούν με επιτυχία όχι μόνο στην πατρίδα του, αλλά και πέραν του Ατλαντικού. Ένας από τους πρώτους ήταν το “Bossa Nova + Afro Cuban” [Philips, 1962], αλλά εκείνο που έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν το “Jazz Made in Germany” [Philips, 1963], το οποίο είχε βγει και στην Αμερική από την Mercury ως “Dig Doldinger” [Philips] την ίδια χρονιά. Ακούγοντας θέματα όπως το “Stars fell on Alabama” ή το “Bluesy toosy” αντιλαμβάνεσαι έναν ήχο κοντά σ’ εκείνον της Blue Note, που είχε πολλά να πει. Φυσικά, η συνεργασία Doldinger/ Hoffmann δε θα σταματούσε εκεί…
Το 1965, με την παρότρυνση και στήριξη του Goethe Institut, το κουαρτέτο ξεκινά για ένα ταξίδι στη Λατινική Αμερική, πραγματοποιώντας σε όλη την ήπειρο 37 συναυλίες. Επιστρέφοντας στη Δυτική Γερμανία και με την προσθήκη του ούγγρου κιθαρίστα Atilla Zoller ηχογραφεί το πολύ ωραίο “Doldinger in Sud Amerika” [Philips, 1965], ένα κόσμημα της latin-jazz, το οποίον, εκ των υστέρων, το λάτρεψαν σφόδρα κι οι DJs. Παραδοσιακό (“Negra sin sandalia”), επώνυμο (“Insensatez” του Jobim, “Malaguena” του Lecuona) και πρωτότυπο υλικό (“Viva Brasilia” του Doldinger) δημιουργούν μία τέλεια βάση, για να πατήσει το αγέρωχο παίξιμο των… κρύων Γερμανών. Μόνο και μόνο για το hammond του Ingfried Hoffmann στο “Negra…” αξίζει κάποιος να ψάξει, να βρει και ν’ ακούσει αυτό το άλμπουμ, το οποίον κυκλοφορεί και σε CD. (Λογικώς, όλο και από κάπου θα κατεβαίνει).
Ακόμη καλύτερο όμως, για τα δικά μου γούστα, ήταν το “Goes On” [Philips, 1967], ένα groovy διαμάντι που βγήκε κάτω από το επώνυμο του Doldinger και στο οποίο συναντούσες εκτός του ιδίου, του Hoffmann και του Kandlberger, τους Peter Trunk μπάσο, Volker Kriegel κιθάρες, Fats Sadi κρουστά και Cees See ντραμς. Θέματα όπως τα “Shakin’ the blues” και “Five for you” θα μπορούσε να είχαν γράψει ιστορία. Δεν έγραψαν όμως…
Μία άλλη κατεύθυνση της… ομαδικής διαδρομής του Hoffmann, πριν περάσω στην πιο προσωπική του, είναι εκείνη της συνεργασίας του με τον βέλγο κιθαρίστα Rene Thomas (1927-1975), ένα θρυλικό – γιατί όχι; – όνομα της euro-jazz, τον καλύτερο μαθητή του Django Reinhardt. Το ένα τουλάχιστον άλμπουμ που προέκυψε (οι Kandleberger και Weiss συμπλήρωναν το κουαρτέτο) είχε τίτλο “Hammond Tales” [Philips] και προερχόταν μάλλον από το 1963. Δεν το έχω ακούσει για να πω κάτι παραπάνω· αν και νομίζω πως κυκλοφορεί, και αυτό, σε CD.Μετά το 1965, όταν στη Δυτική Γερμανία άρχιζε να αναπτύσσεται η πιο «βαρβάτη» improv-jazz σκηνή ο Hoffmann κάνει την επιλογή του. Δείχνει πως τον ενδιαφέρει περισσότερο η «εφηρμοσμένη» διάσταση της jazz και μάλιστα, όχι σπανίως, εκείνη που συνδεόταν με τους άρτι αναπτυσσόμενους ευρωπαϊκούς pop μύθους – κι ένας τέτοιος «μύθος» ήταν φυσικά εκείνος του James Bond. Το 1966 ηχογραφεί μάλιστα ένα άλμπουμ, που και μόνον ως ιδέα ήταν μπροστά από την εποχή του. Ο τίτλος του στη Δυτική Γερμανία ήταν “From Twen with Love” [Philips/ Twen 843 779 PY, 1966], ενώ την επόμενη χρονιά (1967), όταν κυκλοφόρησε στη Μεγάλη Βρετανία βρήκε τον τίτλο που του άρμοζε περισσότερο. “Soul Bond” [Polydor 583015, 1967]. Τι ήταν το “Soul Bond”; Μία groovy περιπλάνηση σε μουσικές που εμπνεύστηκε ο Hoffmann από τα μέχρι τότε «τζεϊμσ-μποντικά» φιλμ – οι τίτλοι “James only lives twice”, “Yeah, Dr.No”, “007 Bond Street”, “Vabanque at Casino Royale” φανερώνουν για το τι ακριβώς συζητάμε – συν κάποιες διασκευές σε original συνθέσεις του John Barry (“Thunderball”, “Goldfinger”, “From Russia with love”). Το άκουσμα είναι... σχεδόν εντυπωσιακό. Θέματα όπως το “Sharp sharks” φερ’ ειπείν, δείχνουν πόσο μπροστά βρισκόταν ο άνθρωπος, κυρίως σε σχέση με το πώς θα συνδεόταν η jazz με την pop κουλτούρα της εποχής του, αποκτώντας ένα αλλιώτικο status. Το γκρουπ, πέραν του Hoffmann που έπαιζε hammond φυσικά, το αποτελούσαν οι Pierre Cavalli κιθάρα, Volker Kriegel κιθάρα, Peter Trunk μπάσο και Rafi Luderitz ντραμς. (To “Soul Bond” τυπώθηκε και σε CD, πριν κάποιο καιρό, ως “Hammond Bond”.)Πριν 7-8 χρόνια ψάχνοντας στον Τζάμπα, στο Μοναστηράκι, μία παρτίδα με μερικές εκατοντάδες LP κλασικής μουσικής, είχα βρει ανάμεσα και 5-6 δισκάκια, που προσέγγιζαν το κλασικό ύφος από άλλους δρόμους και τα οποία δεν ήταν από ’κείνα, που όλοι φανταζόμαστε (του Waldo de los Rios ας πούμε και τα συναφή). Θυμάμαι το “Vivat Vivaldi” [CBS, 1970] του ολλανδού φλαουτίστα Chris Hinze, το “Variations In Classics” [Supraphon, 1975] της τσεχοσλοβακικής Josef Vobruba Orchestra και κυρίως το “Swinging Bach-Organ” [GER. Polydor 249 322, 1969] του Ingfried Hoffmann.
Το 1969 ο Hoffmann, ως ένας οργανίστας που σεβόταν την τέχνη του, «τζαζοποιεί» τον Bach. Το “Swinging Bach-Organ” είναι μία ενδιαφέρουσα «στρογγυλεμένη» άποψη κλασικών συνθέσεων τού Κάντορα (“Toccata und Fuga”, “Italienisches Konzert 1,2,3”, “Praeludium und Fuga I, II”) άψογα ενταγμένων στο fusion κλίμα της περιόδου. Το ότι, εν τέλει, είχαν αγαπήσει το άλμπουμ περισσότερο οι φίλοι της κλασικής και λιγότερο οι τζαζόφιλοι, ίσως σήμαινε κάτι…Το 1969 όμως ήταν κι η χρονιά του “Soul Club” [Sunset SLS 50 059 Z], του άλμπουμ που έφερε ξανά στο προσκήνιο (ως reissue) τον γερμανό οργανίστα. Πρωτοκυκλοφορημένο για την Sunset, το φθηνιάρικο label της Liberty, υπογραφόταν από ένα περιστασιακό γκρουπ τους Memphis Black (εντελώς προκάτ τα ονόματα, καθότι τέτοιου τύπου άλμπουμ, που κόβονταν κατά εκατοντάδες στην τότε Δυτική Γερμανία, όφειλαν να μην μπερδεύουν τους καταναλωτές, οι οποίοι έπρεπε αμέσως να πληροφορούνται τι ακριβώς αγόραζαν) leader του οποίου ήταν φυσικά ο Hoffmann. Παρότι η παραγωγή ήταν εκείνο που λέμε low-budget, εντούτοις ήταν πολύ προσεγμένη (ελέω Siegfried E. Loch, το σημερινό αφεντικό της ACT), βγάζοντας ένα καταπληκτικό groovy Stax αίσθημα. Οι συνθέσεις, αν και ήταν μοιρασμένες ανάμεσα σε πρωτότυπες του Hoffmann και αμερικανικές (“Stagger Lee”, “Hey Joe”, “Soul man” του Isaac Hays, “I’m a midnight mover” των Pickett/ Womack…), εμφάνιζαν μία εντυπωσιακή ενότητα, λες και ήταν όλες φτιαγμένες από το ίδιο πρόσωπο. Θα έλεγα δε πως το υλικό του γερμανού μουσικού, με κορυφαία στιγμή το slow “Sister Aretha”, ήταν «άλλο πράγμα», αν και πάντα θα θυμάμαι το “Hang ’em high” του Dominic Frontiere, lead track στο CD του Jazz & Tzaz “Groovy Therapy”, που είχα επιμεληθεί τον Αύγουστο του ’07. Η δουλειά της Sonorama [C-10], ως συνήθως άψογη, τόσο στο βινύλιο όσο και στο CD, έκανε το 2005 ευρύτερα γνωστό ένα… σπάνιο groovy άλμπουμ. Να πω, μόνον, πως κάτω από το όνομα Memphis Black ο Hoffmann έκανε τουλάχιστον ένα ακόμη LP, το “Soul Cowboy” [GER. United Artists UAS 29 070 I], πάντα σε παραγωγή του Loch, το οποίον όμως, κάποτε, μου είχε φανεί κατώτερο. (Το είχα ακούσει πριν χρόνια, βιαστικά, στο δισκάδικο του Φώτη, στα Εξάρχεια και το απέρριψα). Υπάρχουν, όπως φαντάζεστε, κι άλλα άλμπουμ στα οποία συμμετέχει ο Hoffmann. Ένα απ’ αυτά κάποτε το κυνηγούσα, αν και μετά το παράτησα· και, τελικώς, ακόμη και σήμερα, δεν το έχω ακούσει. Είναι το “R. K. Sextet” [GER. Intercord 712-08 U] του… Rolf Kuhn Sextet, για το οποίο νομίζω πως θα έχει «θαύμα γεύση»…Μπαίνοντας στα seventies η μουσική βιομηχανία αλλάζει προσανατολισμό. Τουλάχιστον κάποιοι μουσικοί, που είχαν κάνει ήδη τις επιλογές τους, έπρεπε ν’ ακολουθήσουν τα νέα δεδομένα, έτσι όπως εκείνα επικαθορίζονταν από την τηλεόραση κυρίως, αλλά και από τον κινηματογράφο, προσαρμόζοντας τη δουλειά τους στις νέες απαιτήσεις. Ο Hoffmann μπήκε σ’ αυτό το λούκι, «έπαιξε» με την TV, τα cine-scores και τις πάσης φύσεως παραγωγές, παραμένοντας σ’ αυτό το χώρο έως και σήμερα. Κορυφαία στιγμή σ’ αυτή τη φάση της καριέρας του θεωρείται το TV-soundtrack “Robbi, Tobbi und das Fliewatuut” από το 1972, το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά ολοκληρωμένο 30 χρόνια αργότερα (2002) από την Diggler Records [DIG005LP]. Βασικά, επρόκειτο για μία παιδική σειρά της WDR, με πρωταγωνιστές κούκλες. Ο Robbi ήταν το ρομπότ, ο Tobbi το αγοράκι και Fliewatuut το φουτουριστικό όχημα, που μπορούσε να κινηθεί εξ ίσου καλά σε στεριά, θάλασσα και αέρα. Το σενάριο πλεκόταν γύρω από περιπέτειες και των… τριών, που διαδραματίζονταν κάπου στον Βόρειο Πόλο. Ο Hoffmann, αν και είχε εμπρός του ένα παιδικό σενάριο δε θέλησε να κινηθεί στα γνωστά μοτίβο των μουσικών για παιδιά. Αποφάσισε να συνθέσει ένα άλλου τύπου score, με στοιχεία jazz, rock, soul και ελαφρώς classic, εντάσσοντάς το μέσα σε μιαν ευρύτερη παιγνιδιάρικη ατμόσφαιρα. Τρεις ήταν οι βασικοί ενορχηστρωτικοί πυλώνες επί των οποίων στηρίχθηκε ο Γερμανός. Το horn section της ορχήστρας του Kurt Edelhagen, τα strings της Gurzenich Orchestra και το δικό του σχήμα, οι Steel Organ, που αποτελούνταν από τους Helmut Kandlberger μπάσο, Garcia Morales ντραμς και Phillip Catherine κιθάρες (ο ίδιος χειριζόταν όργανο φυσικά). Όλο το soundtrack είναι απίστευτα γοητευτικό, το φερώνυμο θέμα όμως είναι μια τζαζροκιά που σκίζει. (Καλοδεχούμενο το remix των Frank Popp Ensemble – υπάρχει στον ίδιο δίσκο –, αν και πάντα διερωτόμουν τι περισσότερο προσφέρει).
Μόλις μπήκα σπίτι.Κ-Α-Τ-Α-Π-Λ-Η-Κ-Τ-Ι-Κ-Ο pοst για τον Hoffmann Φώντα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕχω σχεδόν τα απαντα.
Να ανεβάσω κανα 2-3 κομμάτια mp3 ?
Και δεν ανεβάζεις Φ.Ν.…
ΑπάντησηΔιαγραφήBossa Robbie from Robbi,Tobbi und das Fliewatuut
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.mediafire.com/?s5wt19oz2nbc4b5
Let Live And Let Die from 'From Twen with Love'
http://www.mediafire.com/?2wtr2fs1ug2x8p9
Midnight Bossa Nova from ' Hoffmann's Hammond Tales 'feat.Rene Thomas
http://www.mediafire.com/?grmhklyesczbm3c
Ολα @320.
Ευχαριστώ Φώντα,ειχα καιρό και γώ να τα ακούσω.
Ν’ ακούσω κι εγώ κάτι από το δίσκο με τον Rene Thomas…
ΑπάντησηΔιαγραφήΜέ εβαλες τώρα σε μεγάλο κανάλι με αυτο το Rolf Kühn Sextet – R.K. Sextet αλλα δεν υπάρχει τίποτα πουθενά.ουτε singlaki...Και οι Ιάπωνες κοιμουνται σε αυτα.Ολο Jade Warrior επανεκδίδουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήnear mint 1969 βινύλιο απο Γαλλία(που δεν ειχαν τότε και τα καλύτερα στερεοφωνικά)$100 ,καληνύχτα....
ΑπάντησηΔιαγραφήφωντα εχεις να μου προτεινεις καμμια καλη επανακυκλοφορια του a love supreme του coltrane?βρηκα μια ιταλικη αλλα τους ιταλους τους φοβαμαι.επισης βρηκα μια συλλογη τραγουδιων του blind lemon jefferson και του son house απο την biograph records.αξιζει?Ευχαριστω προκαταβολικά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΙ.Τζονσον
Γενικώς, τα ιταλικά απόφευγέ τα. Εκτός αν είσαι επί τόπου και τ’ ακούς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν μιλάμε για LP με παλιά blues, εγώ προτείνω τις εκδόσεις της Yazoo, οι οποίες όμως είναι πια δυσεύρετες και λιγάκι ακριβές. Φυσικά, η Yazoo έχει και CD, οπότε…
Τα CD της Biograph δεν τα ξέρω. Τα LP της ήταν καλά. Κατώτερα, όμως, από εκείνα της Yazoo.