Οι παρούσες κυκλοφορίες της νεοϋορκέζικης MoonJune Records ανταποκρίνονται στις προθέσεις της εταιρίας για μία συνολική καταγραφή του «τζαζ-ροκικού» δυναμικού, όχι αναγκαστικώς μέσω του γνωστού αισθητικού περιεχομένου του fusion, αλλά, κυρίως, μέσω επεκτάσεών του σε περισσότερο, φύσει και θέσει, progressive καταστάσεις.Η σύγχρονη μουσική της Ινδονησίας παραμένει αχαρτογράφητη· εννοώ για το «μέσο» δυτικό αυτί. Χώρα με 230 εκατομμύρια ανθρώπους (η τέταρτη πολυπληθέστερη του κόσμου) και με μια μουσική παράδοση που χάνεται στους αιώνες, η Ινδονησία – όπως έχω ξαναγράψει – ανακάλυψε την jazz στη δεκαετία του ’20, το rock στη δεκαετία του ’60, την pop και οτιδήποτε άλλο όλα τα μετέπειτα χρόνια. Τα ονόματα των χιλιάδων ινδονησίων μουσικών μπορεί να μη φθάνουν μέχρι τη μακρυνή Ελλάδα, όμως η Ευρώπη πήρε μία καλή γεύση ινδονησιακής jazz, ήδη από τα χρόνια του ’60, όταν ο ξεχωριστός αμερικανός κλαρινετίστας Tony Scott παρουσίασε τους Indonesian All Stars (ο πιανίστας Bubi Chen ανάμεσα – ίσως η μεγαλύτερη μορφή της τοπικής jazz) στο στούντιο της MPS στο Villingen, ηχογραφώντας το άλμπουμ “Djanger Bali” (1967). Κι έκτοτε τι; Θα μπορούσε να ρωτήσει ο καθείς. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι ούτε εύκολη, ούτε μονοσήμαντη. Όσον αφορά, όμως, στην MoonJune, είτε με τους simakDIALOG, είτε με τους Tohpati Ethnomission, η επαφή μας με την ινδονησιακή σκηνή δεν είναι απλώς υπαρκτή, αλλά και ικανή να μας οδηγήσει σε περαιτέρω ηχητικές εκπλήξεις.
Ο Tohpati Ario Hutomo είναι ο κιθαρίστας των simakDIALOG. Ωστόσο, οι μουσικές που μας προτείνει στο “Save the Planet” [MJR035, 2010], το παρθενικό άλμπουμ των Tohpati Ethnomission, δεν σχετίζονται και τόσο με την indonesian jazz του πρώτου του συγκροτήματος (ως όρος, η indonesian jazz, έχει απόλυτο νόημα, από τη στιγμή κατά την οποίαν οι Ινδονήσιοι δεν ξεχνούν στις… τζαζο-παρασκευές τους τις δικές τους παραδόσεις), αλλά μ’ ένα πρωτοφανές αμάλγαμα... φυσικού jazz-rock (όπως το έλεγαν παλαιά), με πολλά καλοβαλμένα στοιχεία από τον space πάγο του Terje Rypdal, τη λάβρα και τη φωτιά του John McLaughlin, όπως και από τον rock εστετισμό του Robert Fripp. Το σύνολο είναι άπαιχτο. Παρότι μοιάζει στρογγυλό, ίσως λόγω του ήχου της κιθάρας (ο Tohpati, αν κι έχει τις αναφορές του, με το ring modulator, το delay και την MIDI guitar synthesizer δημιουργεί ένα κιθαριστικό status που συγκλίνει, συνήθως, προς το ευρύτερο contemporary πεδίο – μία άλλη «αναφορά» μοιάζει να είναι ο John Scofield), είναι η ποιότητα των συνθέσεων και βεβαίως το παίξιμο των μουσικών (Indro Hardjodikaro μπάσο, Endang Ramdan ινδονησιακά κρουστά, Demas Narawangsa ντραμς, ινδονησιακά κρουστά, Diki Suwrjiki σουντανέζικο φλάουτο), που μετατρέπουν το “Save the Planet” σε μνημείο του σύγχρονου fusion. Αφήνω, δε, κατά μέρος τις… ελληνικές πλευρές του άλμπουμ, εκεί όπου η γκαμελανική πεντατονία συναντά τα… ηπειρώτικα (πεντατονικά) ηχοχρώματα (“Inspirasi baru”, “Pesta rakyat”). Κομμάτια όπως το “Perang tanding” (Μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό) φανερώνουν κάτι που είναι γνωστό (εν μέρει), αλλά δεν του δίνουμε, πάντα, τη σημασία που πρέπει. Μουσικοί, που έχουν βιώσει παμπάλαιες μουσικές παραδόσεις, βάζοντας εμπρός το ταλέντο τους, μπορούν να πραγματώσουν θαύματα.#
Με το πέρασμα του χρόνου είναι σίγουρο πως όλο και πιο πολλά «δυτικά» projects θα ασχοληθούν με τη μουσική της Κίνας, παρατηρώντας την (τη μουσική της) μέσα από ποικίλα αισθητικά κυάλια. Το λέω, παίρνοντας αφορμή από το “Views from Chicheng Precipice” [MJR034, 2010] του κιθαρίστα Dennis Rea. Μουσικός με καριέρα που ξεκινά στα seventies (υπήρξε μέλος των Αμερικανών ηλεκτρονικάριων Earthstar), o Rea έζησε στην Κίνα, στο διάστημα 1989-1993, μελετώντας τα τοπικά ηχοχρώματα, αλλά και (όσο πρόλαβε) εκείνα των γειτονικών χωρών (Ιαπωνία, Κορέα, Βιετνάμ), περνώντας το δικόν του «ανατολικό» τρόπο σε μεταγενέστερα έργα του. (Υπενθυμίζω το… βορειο-κορεατικό project του, με τους Iron Kim Style, για το οποίο επίσης έχω γράψει στο blog). Αυτό που πράττει στο “Views from Chicheng Precipice” o, εδρεύων στο Seattle, αμερικανός μουσικός είναι να μετατρέψει σε δυτικότροπο άκουσμα (χρησιμοποιώντας δυτικά όργανα, την… πυθαγόρειο αρμονία κ.λπ.) χαρακτηριστικές κινεζικές μελωδίες, τη βοηθεία μιας ομάδας μουσικών που χειρίζονται δυτικά ή μη όργανα (βιολί, ντραμς, κρουστά, τσέλο, διάφορα φλάουτα, τρομπόνι, koto, shakuhachi, το 9χορδο baliset). Ο ίδιος παίζει κιθάρες, melodica, naxi jaw harp, kalimba και dan bau (βιετναμέζικο μονόχορδο). Το αποτέλεσμα κρίνεται επιτυχές. Ο Rea στηρίζει πολλά, ως φαίνεται, στην αυτοσχεδιαστική δύναμη της μουσικής του (και των μουσικών του), επιχειρώντας να προσπεράσει τα διάφορα «εμπόδια» που εμφανίζονται στην ταλάντωση east-west, μέσω της ελευθερίας των παικτών και της προσπάθειάς τους (“Bagua”) να καλύψουν τα κενά με συμβατές παρεμβάσεις-επεμβάσεις. (Το shakuhachi του John Falconer υποδηλώνει, ίσως, τα δάνεια ανάμεσα στην ιαπωνική και την κινεζική μουσική, γύρω από τη νότια επαρχία Yunnan – στα σύνορα με Μιανμάρ, Λάος και Βιετνάμ –, κυρίως κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την εισβολή των Ιαπώνων στην περιοχή). #
Στον Copernicus (real name Joseph Smalkowski) έχω επίσης αναφερθεί στο παρελθόν, όταν έγραψα κάποια λόγια για το άλμπουμ του “Disappearance” [MoonJune/ Nevermore, 2009]. Μέλος της νεοϋορκέζικης σκηνής ήδη από τις αρχές των eighties, ο Copernicus έχει αναπτύξει έναν προσωπικό τρόπο παρέμβασης στην καθημερινότητα, μέσω αυθορμήτων παραστάσεων δρόμου, συνδυάζοντας ποιητικό λόγο με κοινωνικο-πολιτικές διαθέσεις, έχοντας ηχογραφήσει, συνολικώς, 13 άλμπουμ. Το πρώτο απ’ αυτά, που είχε τίτλο “Nothing Exists” και το οποίον είχε βγει το 1984 επανεκδίδει, τώρα, η MoonJune/ Nevermore [NCD 2085, 2010]. Εκείνο που οφείλω να πω για το ντεμπούτο του Copernicus, είναι πως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα CD ποιητικού λόγου (προφανώς), πλήρους όμως μουσικής συνοδείας (Pierce Turner διεύθυνση, πλήκτρα, φωνητικά, Larry Kirwan κιθάρες, πλήκτρα, φωνητικά, Thomas Hamlin ντραμς, Chris Katris κιθάρες, Jeffrey Lad φλάουτο, πλήκτρα, εφέ, Peter Collins μπάσο, Steve Menasche κρουστά, Fred Parcells τρομπόνι, Paddy Higgins κρουστά, Andy Leahy βιολί, φωνητικά, Fionnghuala φλάουτο, φωνητικά, Jimmy Zhivago κιθάρες, πιάνο, Fred Chalenor bass guitar). Τούτο σημαίνει πως ναι μεν ο λόγος πρωταγωνιστεί, δεν υποτιμάται όμως, επ’ ουδενί, το ηχητικόν του πράγματος. Σε τι συνίσταται αυτό; Γενικώς, σ’ ένα δυναμικό… no wave, ορισμένες φορές όχι πολύ μακρυά από τις ηχο-απόπειρες των Material εκείνης της περιόδου. Ο Copernicus, έχοντας παρουσιάσει το έργο του στους ναούς της σκηνής (CBGB, Max’s Kansas City, Mudd Club, Kenny’s Castaways), έχει διασαφηνίσει εντός του την απήχηση των στίχων του, τους οποίους και απαγγέλει χρησιμοποιώντας όλα τα μήκη και πλάτη της φωνής του (όσα, εν πάση περιπτώσει, διαθέτει). Τα θέματα; Τα αδιέξοδα των σχέσεων (ερωτικά ή άλλα), το φάντασμα του πυρηνικού ολέθρου, προσωπικά υπαρξιακά ζητήματα… Το σίγουρο; O συνδυασμός λόγου και μουσικής σε κομμάτια όπως το “Quasimodo” ή το “Nagasaki” οδηγούν το “Nothing Exists” σε χωράφια ευρύτερα του… «rock και ποίηση». #
Το έπος απασχολεί τον κιθαρίστα Barry Cleveland στο άλμπουμ Hologramatron [MJR033, 2010]. Το έπος έτσι όπως rock-ειδώς το υπερασπίστηκαν, στα seventies κυρίως, τα λεγόμενα progressive συγκροτήματα. Η σύσταση του γκρουπ – Robert Powell steel κιθάρες, Michael Manring μπάσο, Celso Alberti ντραμς, κρουστά, Amy X Neuburg φωνή, Barry Cleveland κιθάρες, samples, φωνητικά, συν extra vocals, κιθάρες, κρουστά, ανάμεσα και ο γνωστός μας τούρκος αβαντ-γκαρντίστας Erdem Helvacioglu – μπορεί να μη δίνει αμέσως γραμμή, όμως από το πρώτο λεπτό, μόλις ρίξεις το άλμπουμ στο μηχάνημα, αντιλαμβάνεσαι αμέσως με το τι έχεις να κάνεις. Π.χ. το εισαγωγικό “Lake of fire” κατακρατεί όλα εκείνα τα neo-prog στοιχεία, προσαρμοσμένα προς το… πιο βαρύγδουπο. Ο ερμηνευτικός τρόπος της Amy X Neuberg ανακαλεί στη μνήμη συναδέλφισσές της του british prog (σε συνδυασμό με μια φωνητική ελευθερία), την ώρα κατά την οποίαν οι ήχοι του Cleveland αναπροσαρμόζουν στο τώρα κομμάτια του synth rock από τα μέσα της δεκαετίας. Στο φύσει και θέσει προχωρημένο Money speaks, η Neuberg είναι πάλι τα… μισά λεφτά, καθότι, στο εν λόγω track, ο Cleveland έχει φροντίσει και για μια, επιτυχημένη, eighties zappa-ποίηση (στο CD βασικά, και όχι στο clip του τέλους). Τα ηλεκτρονικά του Helvacioglu στο instro “You’ll just have to see it to believe” προσφέρουν στη σύνθεση έναν crimson-ικόν αέρα, βρωμισμένον όμως από γαλλικό synth prog, ενώ στο “Stars of Sayulita” ας πούμε πως το όλον πράγμα οδεύει προς πιο ballad-folky καταστάσεις. Έτσι, γενικώς, κυλούν τα κομμάτια του “Hologramatron”, πριν φθάσουμε στη μοναδική version, που αφορά στο κλασικό “Telstar” του Joe Meek. Pedal-steel, ηλεκτρικές και moog κιθάρες, djembe(!), μπάσο και βεβαίως το οπερατικά φωνητικά της Neuburg, να μετατρέπουν αυτό το space κομψοτέχνημα κάπως σαν έναν επίλογο της… Οδύσσειας. (Τα τρία bonus tracks που κλείνουν το άλμπουμ δεν αλλάζουν τη γενική γραμμή).
Επαφή: http://www.moonjune.com/
Ο Tohpati Ario Hutomo είναι ο κιθαρίστας των simakDIALOG. Ωστόσο, οι μουσικές που μας προτείνει στο “Save the Planet” [MJR035, 2010], το παρθενικό άλμπουμ των Tohpati Ethnomission, δεν σχετίζονται και τόσο με την indonesian jazz του πρώτου του συγκροτήματος (ως όρος, η indonesian jazz, έχει απόλυτο νόημα, από τη στιγμή κατά την οποίαν οι Ινδονήσιοι δεν ξεχνούν στις… τζαζο-παρασκευές τους τις δικές τους παραδόσεις), αλλά μ’ ένα πρωτοφανές αμάλγαμα... φυσικού jazz-rock (όπως το έλεγαν παλαιά), με πολλά καλοβαλμένα στοιχεία από τον space πάγο του Terje Rypdal, τη λάβρα και τη φωτιά του John McLaughlin, όπως και από τον rock εστετισμό του Robert Fripp. Το σύνολο είναι άπαιχτο. Παρότι μοιάζει στρογγυλό, ίσως λόγω του ήχου της κιθάρας (ο Tohpati, αν κι έχει τις αναφορές του, με το ring modulator, το delay και την MIDI guitar synthesizer δημιουργεί ένα κιθαριστικό status που συγκλίνει, συνήθως, προς το ευρύτερο contemporary πεδίο – μία άλλη «αναφορά» μοιάζει να είναι ο John Scofield), είναι η ποιότητα των συνθέσεων και βεβαίως το παίξιμο των μουσικών (Indro Hardjodikaro μπάσο, Endang Ramdan ινδονησιακά κρουστά, Demas Narawangsa ντραμς, ινδονησιακά κρουστά, Diki Suwrjiki σουντανέζικο φλάουτο), που μετατρέπουν το “Save the Planet” σε μνημείο του σύγχρονου fusion. Αφήνω, δε, κατά μέρος τις… ελληνικές πλευρές του άλμπουμ, εκεί όπου η γκαμελανική πεντατονία συναντά τα… ηπειρώτικα (πεντατονικά) ηχοχρώματα (“Inspirasi baru”, “Pesta rakyat”). Κομμάτια όπως το “Perang tanding” (Μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό) φανερώνουν κάτι που είναι γνωστό (εν μέρει), αλλά δεν του δίνουμε, πάντα, τη σημασία που πρέπει. Μουσικοί, που έχουν βιώσει παμπάλαιες μουσικές παραδόσεις, βάζοντας εμπρός το ταλέντο τους, μπορούν να πραγματώσουν θαύματα.#
Με το πέρασμα του χρόνου είναι σίγουρο πως όλο και πιο πολλά «δυτικά» projects θα ασχοληθούν με τη μουσική της Κίνας, παρατηρώντας την (τη μουσική της) μέσα από ποικίλα αισθητικά κυάλια. Το λέω, παίρνοντας αφορμή από το “Views from Chicheng Precipice” [MJR034, 2010] του κιθαρίστα Dennis Rea. Μουσικός με καριέρα που ξεκινά στα seventies (υπήρξε μέλος των Αμερικανών ηλεκτρονικάριων Earthstar), o Rea έζησε στην Κίνα, στο διάστημα 1989-1993, μελετώντας τα τοπικά ηχοχρώματα, αλλά και (όσο πρόλαβε) εκείνα των γειτονικών χωρών (Ιαπωνία, Κορέα, Βιετνάμ), περνώντας το δικόν του «ανατολικό» τρόπο σε μεταγενέστερα έργα του. (Υπενθυμίζω το… βορειο-κορεατικό project του, με τους Iron Kim Style, για το οποίο επίσης έχω γράψει στο blog). Αυτό που πράττει στο “Views from Chicheng Precipice” o, εδρεύων στο Seattle, αμερικανός μουσικός είναι να μετατρέψει σε δυτικότροπο άκουσμα (χρησιμοποιώντας δυτικά όργανα, την… πυθαγόρειο αρμονία κ.λπ.) χαρακτηριστικές κινεζικές μελωδίες, τη βοηθεία μιας ομάδας μουσικών που χειρίζονται δυτικά ή μη όργανα (βιολί, ντραμς, κρουστά, τσέλο, διάφορα φλάουτα, τρομπόνι, koto, shakuhachi, το 9χορδο baliset). Ο ίδιος παίζει κιθάρες, melodica, naxi jaw harp, kalimba και dan bau (βιετναμέζικο μονόχορδο). Το αποτέλεσμα κρίνεται επιτυχές. Ο Rea στηρίζει πολλά, ως φαίνεται, στην αυτοσχεδιαστική δύναμη της μουσικής του (και των μουσικών του), επιχειρώντας να προσπεράσει τα διάφορα «εμπόδια» που εμφανίζονται στην ταλάντωση east-west, μέσω της ελευθερίας των παικτών και της προσπάθειάς τους (“Bagua”) να καλύψουν τα κενά με συμβατές παρεμβάσεις-επεμβάσεις. (Το shakuhachi του John Falconer υποδηλώνει, ίσως, τα δάνεια ανάμεσα στην ιαπωνική και την κινεζική μουσική, γύρω από τη νότια επαρχία Yunnan – στα σύνορα με Μιανμάρ, Λάος και Βιετνάμ –, κυρίως κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την εισβολή των Ιαπώνων στην περιοχή). #
Στον Copernicus (real name Joseph Smalkowski) έχω επίσης αναφερθεί στο παρελθόν, όταν έγραψα κάποια λόγια για το άλμπουμ του “Disappearance” [MoonJune/ Nevermore, 2009]. Μέλος της νεοϋορκέζικης σκηνής ήδη από τις αρχές των eighties, ο Copernicus έχει αναπτύξει έναν προσωπικό τρόπο παρέμβασης στην καθημερινότητα, μέσω αυθορμήτων παραστάσεων δρόμου, συνδυάζοντας ποιητικό λόγο με κοινωνικο-πολιτικές διαθέσεις, έχοντας ηχογραφήσει, συνολικώς, 13 άλμπουμ. Το πρώτο απ’ αυτά, που είχε τίτλο “Nothing Exists” και το οποίον είχε βγει το 1984 επανεκδίδει, τώρα, η MoonJune/ Nevermore [NCD 2085, 2010]. Εκείνο που οφείλω να πω για το ντεμπούτο του Copernicus, είναι πως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα CD ποιητικού λόγου (προφανώς), πλήρους όμως μουσικής συνοδείας (Pierce Turner διεύθυνση, πλήκτρα, φωνητικά, Larry Kirwan κιθάρες, πλήκτρα, φωνητικά, Thomas Hamlin ντραμς, Chris Katris κιθάρες, Jeffrey Lad φλάουτο, πλήκτρα, εφέ, Peter Collins μπάσο, Steve Menasche κρουστά, Fred Parcells τρομπόνι, Paddy Higgins κρουστά, Andy Leahy βιολί, φωνητικά, Fionnghuala φλάουτο, φωνητικά, Jimmy Zhivago κιθάρες, πιάνο, Fred Chalenor bass guitar). Τούτο σημαίνει πως ναι μεν ο λόγος πρωταγωνιστεί, δεν υποτιμάται όμως, επ’ ουδενί, το ηχητικόν του πράγματος. Σε τι συνίσταται αυτό; Γενικώς, σ’ ένα δυναμικό… no wave, ορισμένες φορές όχι πολύ μακρυά από τις ηχο-απόπειρες των Material εκείνης της περιόδου. Ο Copernicus, έχοντας παρουσιάσει το έργο του στους ναούς της σκηνής (CBGB, Max’s Kansas City, Mudd Club, Kenny’s Castaways), έχει διασαφηνίσει εντός του την απήχηση των στίχων του, τους οποίους και απαγγέλει χρησιμοποιώντας όλα τα μήκη και πλάτη της φωνής του (όσα, εν πάση περιπτώσει, διαθέτει). Τα θέματα; Τα αδιέξοδα των σχέσεων (ερωτικά ή άλλα), το φάντασμα του πυρηνικού ολέθρου, προσωπικά υπαρξιακά ζητήματα… Το σίγουρο; O συνδυασμός λόγου και μουσικής σε κομμάτια όπως το “Quasimodo” ή το “Nagasaki” οδηγούν το “Nothing Exists” σε χωράφια ευρύτερα του… «rock και ποίηση». #
Το έπος απασχολεί τον κιθαρίστα Barry Cleveland στο άλμπουμ Hologramatron [MJR033, 2010]. Το έπος έτσι όπως rock-ειδώς το υπερασπίστηκαν, στα seventies κυρίως, τα λεγόμενα progressive συγκροτήματα. Η σύσταση του γκρουπ – Robert Powell steel κιθάρες, Michael Manring μπάσο, Celso Alberti ντραμς, κρουστά, Amy X Neuburg φωνή, Barry Cleveland κιθάρες, samples, φωνητικά, συν extra vocals, κιθάρες, κρουστά, ανάμεσα και ο γνωστός μας τούρκος αβαντ-γκαρντίστας Erdem Helvacioglu – μπορεί να μη δίνει αμέσως γραμμή, όμως από το πρώτο λεπτό, μόλις ρίξεις το άλμπουμ στο μηχάνημα, αντιλαμβάνεσαι αμέσως με το τι έχεις να κάνεις. Π.χ. το εισαγωγικό “Lake of fire” κατακρατεί όλα εκείνα τα neo-prog στοιχεία, προσαρμοσμένα προς το… πιο βαρύγδουπο. Ο ερμηνευτικός τρόπος της Amy X Neuberg ανακαλεί στη μνήμη συναδέλφισσές της του british prog (σε συνδυασμό με μια φωνητική ελευθερία), την ώρα κατά την οποίαν οι ήχοι του Cleveland αναπροσαρμόζουν στο τώρα κομμάτια του synth rock από τα μέσα της δεκαετίας. Στο φύσει και θέσει προχωρημένο Money speaks, η Neuberg είναι πάλι τα… μισά λεφτά, καθότι, στο εν λόγω track, ο Cleveland έχει φροντίσει και για μια, επιτυχημένη, eighties zappa-ποίηση (στο CD βασικά, και όχι στο clip του τέλους). Τα ηλεκτρονικά του Helvacioglu στο instro “You’ll just have to see it to believe” προσφέρουν στη σύνθεση έναν crimson-ικόν αέρα, βρωμισμένον όμως από γαλλικό synth prog, ενώ στο “Stars of Sayulita” ας πούμε πως το όλον πράγμα οδεύει προς πιο ballad-folky καταστάσεις. Έτσι, γενικώς, κυλούν τα κομμάτια του “Hologramatron”, πριν φθάσουμε στη μοναδική version, που αφορά στο κλασικό “Telstar” του Joe Meek. Pedal-steel, ηλεκτρικές και moog κιθάρες, djembe(!), μπάσο και βεβαίως το οπερατικά φωνητικά της Neuburg, να μετατρέπουν αυτό το space κομψοτέχνημα κάπως σαν έναν επίλογο της… Οδύσσειας. (Τα τρία bonus tracks που κλείνουν το άλμπουμ δεν αλλάζουν τη γενική γραμμή).
Επαφή: http://www.moonjune.com/
να υπενθυμίσω και ένα από τα πρωτα ροκ γκρούπ της ινδονησσίας τους shark move,τον δίσκο τον οποίων τον ανακαλύψαμε απο τη shadoks.οχι ασχημο αλλά ούτε και αριστούργημα όπως επαίρεται η εταιρεία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΙ.Τζόνσον
Toυς Shark Move δεν τους ξέρω, αλλά οι Guruh Gipsy, επίσης από την Ινδονησία, επίσης από την Shadoks, ήταν «αποκάλυψη» όταν τους άκουσα. Πραγματικό indonesian rock, με gamelan στοιχεία, που μου θύμιζε τόπους-τόπους τους Magma!
ΑπάντησηΔιαγραφήτι μουσικάρα είναι αυτή.δεν έχω ακούσει ξανά τέτοιο πραγμα.φοβεροί οι guruh gipsy,πραγματική αποκάλυψη,τους ακούω στο youtube όλη μέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΙ.Τζόνσον