Οι δίσκοι, τα CD, οι ηχογραφήσεις και ό,τι άλλο μπορεί ν’ ανήκουν πνευματικώς στους δημιουργούς, όμως δεν πρέπει να μειώνεται (όταν δεν πρέπει) η συνεισφορά (οικονομική, ενθουσιαστική, παραγωγική κ.λπ.) κι άλλων ανθρώπων, ψυχή τε και σώματι δοσμένων στον καλλιτεχνικό κόπο. Τέτοια περίπτωση είναι ο Βέλγος John Rottiers.Για τον John Rottiers πρωτοέγραψε στο Jazz & Τζαζ ο Σάκης Παπαδημητρίου (τεύχος 148-149, Ιούλιος 2005). Πρόκειται για έναν «πολύ ωραίο τύπο από το Βέλγιο, θρυλικό πρόσωπο της ευρωπαϊκής σκηνής της τζαζ και του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού. (...) Ο John Rottiers παρακολουθεί, συμμετέχει, διοργανώνει, τραβάει φωτογραφίες, ηχογραφεί, γίνεται φίλος των μουσικών και ό,τι άλλο συνάδει. (...). Έχει βοηθήσει αποφασιστικά στην έκδοση πολλών δίσκων με το να γίνει συμπαραγωγός και χορηγός, σε λογικά πλαίσια εννοείται, διότι δεν πρόκειται για επιχειρηματία ή εισοδηματία, αλλά για ένα μανιακό των πιο τολμηρών ρηξικέλευθων μορφών της τζαζ, των πιο περίεργων και ελεύθερων συνδυασμών οργάνων, των πιο αφηνιασμένων αυτοσχεδιασμών». Τον τελευταίο καιρό έφθασαν στα χέρια μου τέσσερα CD της λεγόμενης ευρωπαϊκής σκηνής, στα οποία ο John Rottiers έχει βάλει το χέρι του (στην τσέπη του) επενδύοντας σε οτιδήποτε άλλο πλην του κέρδους. Ακούω...
Πρώτο CD το “Canaries On the Pole #2” στην πορτογαλική Creative Sources Recordings [cs 135 cd, 2008], ηχογραφημένο στη Mechelen του Βελγίου, στο κλαμπ Jazzzolder (ναι, με τρία “z”) τον Ιούνιο του 2007. Παίρνουν μέρος οι Jacques Foschia μπάσο κλαρίνο, Mike Goyvaerts κρουστά, παιδικά παιγνίδια, Christoph Irmer βιολί, Georg Wissel προετοιμασμένα άλτο και τενόρο, κρουστά με τον John “Sugar Daddy” Rogiers (ένα από τα πολλά ονόματα του τύπου) στη γενική υποστήριξη. Περιττό να πω πως η μουσική του άλμπουμ αναπτύσσεται σε real time – υποθέτω με τις λιγότερο ή και καθόλου στούντιο-παρεμβάσεις – αντιπροσωπεύοντας πλήρως εκείνο που ονομάζουμε ολοκληρωτικός αυτοσχεδιασμός. Οι τέσσερις οργανοπαίκτες εκμεταλλευόμενοι ποικίλες χρονικές διάρκειες (υπάρχουν κομμάτια των 2-3 λεπτών, κάποια μέσης κι ένα μεγαλύτερο, που ξεπερνά τα 14) κατορθώνουν να οικοδομήσουν κατ’ αρχάς έναν ήχο, που φαίνεται να παράγεται από περισσότερα άτομα. Αιτία, τα στραγγαλισμένα σαξόφωνα του Wissel και βεβαίως το κρουστό σετ, το οποίο χειρίζονται (και ταυτοχρόνως) δύο μουσικοί. Το παίξιμο είναι αποσπασματικό και όχι, αναγκαστικώς, ομαδικό – υπό την έννοια ότι τα πνευστά έχουν καθοδηγητικό ρόλο –, ενώ θα έλεγα (όχι κάτι πρωτότυπο) πως απουσιάζουν τα soli, με το βιολί π.χ. να δημιουργεί κυρίως ατμόσφαιρες «υπό». Το “In/out”, με τους ενσωματωμένους... concrete ήχους της πόλης (κίνηση, καμπαναριά κ.λπ.), παγιδευμένους από ένα μικρόφωνο που έχει στηθεί έξω, την ώρα κατά την οποίαν το γκρουπ αναπτύσσει τους αυτοσχεδιασμούς του, είναι ασυζητητί το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του άλμπουμ· ενός άλμπουμ που θ’ αναζητήσει θέση στη σύγχρονη πινακοθήκη του αυθόρμητου.
Επαφή: www.creativesourcesrec.com
Για την ιταλική Amirani Records του Gianni Mimmo έχω γράψει κι άλλες φορές στο blog. Ένα από τα CD της, στο οποίο ο John Rottiers έχει ρόλο executive producer, είναι και το “Realgar” [AMRN013, 2008] των reFLEXible – Joachim Deville τρομπέτα, φλούγκελχορν, Thomas Olbrechts άλτο σαξόφωνο, Stefan Prins live electronics – ενός γκρουπ απ’ την Αμβέρσα, που ηχογράφησε το παρόν CD ζωντανά στην πατρίδα του, το Σεπτέμβριο του ’07. Πρόκειται για τέσσερα σχετικώς μεγάλης διαρκείας tracks (από 10:10, έως 14:32), στα οποία είναι κυρίαρχη θα έλεγα μία ηλεκτρακουστική αίσθηση. Περισσότερο κοντά στην ευρωπαϊκή avant και λιγότερο στην jazz, οι reFLEXible κατορθώνουν να περιγράψουν το συναρπαστικό τη στιγμή που το δημιουργούν. Το live ηλεκτρονικό processing του Stefan Prins είναι αλήθεια πως στηρίζει και γεμίζει το διαφορετικό του πράγματος, δίχως τούτο να σημαίνει πως τα πνευστά παιξίματα των Deville και Olbrechts δεν συμβάλλουν με το δικό τους τρόπο στη διευθέτηση μιας ανορθόδοξης ατμόσφαιρας. Οι ηχητικές εκπλήξεις καραδοκούν σε κάθε δευτερόλεπτο τούτου του προχωρημένου άλμπουμ, που θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αποτελεί πρόταση συγκεκριμένης παραδοξότητας.
Επαφή: www.amiranirecords.com
Τον John Rottiers πρώτον, και ειδικώς, ευχαριστούν οι Lawrence Casserley και Jeffrey Morgan στα credits του “Room 2 Room” [Konnex KCD 5213, 2008]. Ύφος; Παρεμφερές – όχι ίδιο – με το προηγούμενο CD, αφού κι εδώ το ηλεκτρονικό processing (Casserley) και τα πνευστά, τενόρο και σοπράνο, κυριαρχούν (Morgan). Η ιστορία του Lawrence Cesserley είναι μεγάλη, αφού δημιουργεί και επεξεργάζεται ηλεκτρακουστικούς ήχους από τεσσαρακονταετίας. Η συμμετοχή του στο ICES (International Carnival of Experimental Sound – Λονδίνο, Αύγουστος 1972), υπήρξε καθοριστική όσον αφορά στην ίδρυση του multi-media ensemble Hydra, αλλά και τη γενικότερη στάση του τη σχετική με την electro τακτοποίηση δεκάδων projects. (Θυμάμαι, τα τελευταία χρόνια, τη συνεργασία-συμβολή του στο Electro-Acoustic Ensemble του Evan Parker, στην ECM). Τα ίδια σημαντικά και για τον αμερικανό reedman Jeffrey Morgan, πνευματικό τέκνο των Don Cherry και Oliver Lake, ο οποίος ζει από το 1991 στην Κολωνία, συμμετέχοντας σε δεκάδες euro-projects, κάποια εκ των οποίων απαθανάτισε η βερολινέζικη Konnex (έχουν ηχογραφήσει εκεί, ανάμεσα σε πλήθος άλλων, και οι Έλληνες Αντώνης Ανισέγκος και Τάσος Σπηλιωτόπουλος). Το “Room 2 Room” ηχογραφημένο στην Kassel και την Κολωνία, τον Μάιο του ’07, είναι ένα από ’κείνα τα avant-jazz-experimental άλμπουμ που μένουν στο αυτί με την πρώτη. Κυρίως γιατί η ένταση, η δύναμη και το πάθος που διοχετεύονται στα φυσικά όργανα, αλλά και στην electro μεταποίησή τους, ξεπερνούν τον ύφαλο του ασαφούς και του σκοπίμου, επικοινωνώντας με βαθύτερες ψυχο-σωματικές ανάγκες. Στο παίξιμο του Morgan υπάρχουν πολλές διαυγείς αναφορές, αλλά μία τουλάχιστον – εκείνη στον Albert Ayler – είναι ικανή να ενθουσιάσει. Ο Casserley αντιλαμβάνεται την ακρότητα της κατάστασης, αδιαφορεί για αναίτιες ισορροπίες και, επί της ουσίας, υψώνει στη νιοστή, την εκπεμπόμενη ενέργεια. Το 20λεπτο “Lunar lagoons” με τον υποχθόνιο kraut ταξιδευτισμό του (μία... απείθαρχη συνάντηση των Tangerine Dream του “Zeit” και του John Coltrane του “Interstellar Space”) δείχνει γιατί εκείνο που υποστηρίζει ο Rottiers, κάποιες φορές, χρειάζεται να ξεπεράσει τα όριά του ίνα διαχυθεί στο σύμπαν. Εκεί όπου ανήκει...
Επαφή: www.konnex-records.de
Τελευταία συμπαραγωγή του John Rottiers, το άλμπουμ τού Luca Miti “I Like to Stay Here a Little While Longer” [Studio V38, 2010]. Και εδώ ο ήχος μπορεί να είναι, όπως λέμε, πειραματικός, όμως με τίποτα δεν κλωτσάει τον ακροατή. Ο Luca Miti, ιταλός πιανίστας και συνθέτης, συνεργάτης, μεταξύ άλλων, του Alvin Curran και με έργα των Terry Riley και Takehisha Kosugi στο ρεπερτόριό του, συντάσσει ένα 40λεπτο άλμπουμ ηλεκτρακουστικής φύσεως και αυθόρμητης προσαρμογής, που έχει πράγματα να πει. “Estemporanea” (δηλαδή αυτοσχέδια) αποκαλούνται οι εννέα βασικές συνθέσεις τού CD, που αποτελούν, βασικά, συνομιλίες μεταξύ των live electronics, των… συμβατικών οργάνων (πιάνο, κιθάρες, κλαρινέτο, τενόρο, κοντραμπάσο, τρομπόνι…) και βεβαίως των φωνών· φωνασκούν η θρυλική, σχεδόν 90χρονη, Michiko Hirayama, συνεργάτιδα του Giacinto Scelsi – έχει τραγουδήσει και στο “Pranam I” (1972) το αφιερωμένο στον Γιάννη και την Σία Χρήστου – και ο Paolo Sinigaglia. Το αποτέλεσμα, στα μεγαλύτερα σε διάρκεια κομμάτια όπως είναι το “Estemporanea 3” και το “Estemporanea 4”, δεικνύει την απελευθερωμένη ρώμη του Luca Miti, καθώς και του Gruppo di Musica Estemporanea NED που τον συνοδεύει, και κυρίως την βαθιά υποβολή της παραγόμενης μουσικής· ένα θυελλώδες ηλεκτρακουστικό κοντίνουο, χτισμένο πάνω σ’ ένα ρυθμικό πιανιστικό υπόβαθρο αποτελούμενο από λίγες νότες αξίας.
Επαφή: www.myspace/nedetichetta.com
Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011
Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011
PLANET OF ZEUS macho libre
Τρία χρόνια μετά το “Eleven the Hard Way” [Casket, 2008] οι Planet of Zeus (Babis φωνή, κιθάρες, Jayvee μπάσο, Syke ντραμς, Yog κιθάρες) επιστρέφουν με το δεύτερο άλμπουμ τους που έχει τίτλο “Macho Libre” και κυκλοφορεί από την B-Otherside· κι αυτό πλημμυρισμένο στα κιθαριστικά riffs, κι αυτό σαλταρισμένο από το βαρύγδουπο ρυθμικό ταρακούνημα. Σκληρό, λοιπόν, rock, με στοιχεία southern (Molly Hatchet ας πούμε), «μετάλλου» (Down), αλλά και με μιαν αλήτικη αύρα να περιπλέκει το σύστημα, όχι και πολύ διαφορετική από τη γνωστή των Motorhead ή τη λιγότερο γνωστή των Dumpy’s Rusty Nuts. Το αποτέλεσμα βγάζει την ειλικρίνεια και την πειθώ, εκείνων των συγκροτημάτων που είναι σίγουρα για τον εαυτό τους. Εκείνων που δηλώνουν αποφασισμένα ανεξαρτήτως του τι τρέχει, που έχουν βρει μια φόρμα δημιουργική επί της οποίας κτίζουν, δίχως να νοιάζονται για το τι ακριβώς κτίζει ο διπλανός τους.
Το είδος που υπηρετούν οι Planet of Zeus, που κάποιοι το αποκαλούν και stoner – εμένα δεν με βρίσκει και τόσο σύμφωνο αυτός ο χαρακτηρισμός, αν και υπάρχουν στοιχεία, στα δύο instros ας πούμε, το “Unicorn without a horn” και το “Hazelnut (R.i.P)” – έχει συγκεκριμένες προδιαγραφές, οι οποίες διαμορφώνονται μέσα από ένα δούναι και λαβείν με το σχετικό κοινό, το οποίο κατακλύζει, συνήθως, τους συναυλιακούς χώρους. Υπάρχει δηλαδή μία κουλτούρα γύρω από τον εν λόγω ήχο, που πολύ δύσκολα την εγκαταλείπει όποιος, στην αρχή, την αποδεχτεί. Στα συν, πέραν της γενικότερης στάσης που είναι βαθιά ριζωμένη στις συνθέσεις και το τραγούδι, η ηχογράφηση και η παραγωγή του Θοδωρή Ζευκιλή (έχει δουλέψει για τους Rotting Christ, Nightstalker κ.ά.).
Επαφή: www.b-otherside.gr
Το είδος που υπηρετούν οι Planet of Zeus, που κάποιοι το αποκαλούν και stoner – εμένα δεν με βρίσκει και τόσο σύμφωνο αυτός ο χαρακτηρισμός, αν και υπάρχουν στοιχεία, στα δύο instros ας πούμε, το “Unicorn without a horn” και το “Hazelnut (R.i.P)” – έχει συγκεκριμένες προδιαγραφές, οι οποίες διαμορφώνονται μέσα από ένα δούναι και λαβείν με το σχετικό κοινό, το οποίο κατακλύζει, συνήθως, τους συναυλιακούς χώρους. Υπάρχει δηλαδή μία κουλτούρα γύρω από τον εν λόγω ήχο, που πολύ δύσκολα την εγκαταλείπει όποιος, στην αρχή, την αποδεχτεί. Στα συν, πέραν της γενικότερης στάσης που είναι βαθιά ριζωμένη στις συνθέσεις και το τραγούδι, η ηχογράφηση και η παραγωγή του Θοδωρή Ζευκιλή (έχει δουλέψει για τους Rotting Christ, Nightstalker κ.ά.).
Επαφή: www.b-otherside.gr
Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011
ΚΑΝΤΗΛΙΑ…
Η κατάσταση έχει ξεφύγει. Τείνει να γίνει ανεξέλεγκτη. Η αγανάκτηση που συσσωρεύεται ξεσπάει όπου και όπως να’ναι, παρασύροντας τα πάντα. Πρόσωπα, θεσμούς, έννοιες, οτιδήποτε. Η βίαιη προσαρμογή, σ’ έναν τρόπο ζωής μέσω του οποίου δύσκολα θα τα βγάζεις πέρα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή· ακόμη χειρότερα, όταν συνοδεύεται από ανεπαρκή (για να είμαι ευγενικός) πολιτική διαχείριση.
Άνθρωποι, οι οποίοι βρίσκονται στην εξουσία τριάντα και πλέον χρόνια, άρα είναι υπόλογοι ενός συστήματος διοίκησης και διακυβέρνησης που ανακατεύτηκε με το βούρκο πιάνοντας πάτο, νουθετούν από καθέδρας και σε παντελή απόσταση από τα διαδραματιζόμενα, πιπιλίζοντας τις γνωστές «ξύλινες» βλακείες (τις οποίες αναπαράγουν έτοιμοι παπαγάλοι), ρίχνοντας λάδι στη φωτιά και κάνοντας τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Καλά, δε βλέπουν μπροστά τους; Δεν αντιλαμβάνονται πως οι ίδιοι παίζουν με τους θεσμούς, καίγοντάς τους άμα τη εμφανίσει τους;
Είναι δυνατόν να μιλούν κάποιοι για μειοψηφίες, για λίγες εκατοντάδες, για υποκινούμενους από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α, για δημοσίους υπαλλήλους που τους κόψανε το φραπέ (και γι’ αυτό διαμαρτύρονται) και γι’ άλλες τέτοιες φαιδρότητες; Όπου και να περπατήσεις, όπου και να γυρίσεις, η αγανάκτηση περισσεύει. Δεν ξέρει ο καθείς που να ξεσπάσει. Οι πάντες βρίσκονται στο κόκκινο. Τις προάλλες ένας παπάς (που δεν ήταν ταξιτζής…), μέσα σ’ ένα τρόλεϋ, τα έχωνε σε «κορυφαίο» υπουργό και συγκατάνευε, χωρίς να μιλάει, (ένστολος) τριάστερος της αστυνομίας που καθόταν δίπλα του! Το μισό τρόλεϋ πήρε γραμμή ρίχνοντας καντήλια· το άλλο μισό είχε κατεβασμένο το κεφάλι. Βλέπεις κι ακούς, πλέον, απίστευτα πράγματα. Οι σκηνές αγγίζουν τα όρια του σοκ. Ο κόσμος παραμιλάει.
Όσο δεν παίρνουν, οι ίδιοι, σοβαρές πολιτικές πρωτοβουλίες αναστροφής του κλίματος (και δεν εννοώ τα καμμένα από χέρι δημοψηφίσματα), η κατάσταση θα πλησιάζει στο απροχώρητο. Επιτέλους, οφείλουν να εκτονώσουν τη συσσωρευμένη οργή πριν είναι εντελώς αργά.
Άνθρωποι, οι οποίοι βρίσκονται στην εξουσία τριάντα και πλέον χρόνια, άρα είναι υπόλογοι ενός συστήματος διοίκησης και διακυβέρνησης που ανακατεύτηκε με το βούρκο πιάνοντας πάτο, νουθετούν από καθέδρας και σε παντελή απόσταση από τα διαδραματιζόμενα, πιπιλίζοντας τις γνωστές «ξύλινες» βλακείες (τις οποίες αναπαράγουν έτοιμοι παπαγάλοι), ρίχνοντας λάδι στη φωτιά και κάνοντας τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Καλά, δε βλέπουν μπροστά τους; Δεν αντιλαμβάνονται πως οι ίδιοι παίζουν με τους θεσμούς, καίγοντάς τους άμα τη εμφανίσει τους;
Είναι δυνατόν να μιλούν κάποιοι για μειοψηφίες, για λίγες εκατοντάδες, για υποκινούμενους από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α, για δημοσίους υπαλλήλους που τους κόψανε το φραπέ (και γι’ αυτό διαμαρτύρονται) και γι’ άλλες τέτοιες φαιδρότητες; Όπου και να περπατήσεις, όπου και να γυρίσεις, η αγανάκτηση περισσεύει. Δεν ξέρει ο καθείς που να ξεσπάσει. Οι πάντες βρίσκονται στο κόκκινο. Τις προάλλες ένας παπάς (που δεν ήταν ταξιτζής…), μέσα σ’ ένα τρόλεϋ, τα έχωνε σε «κορυφαίο» υπουργό και συγκατάνευε, χωρίς να μιλάει, (ένστολος) τριάστερος της αστυνομίας που καθόταν δίπλα του! Το μισό τρόλεϋ πήρε γραμμή ρίχνοντας καντήλια· το άλλο μισό είχε κατεβασμένο το κεφάλι. Βλέπεις κι ακούς, πλέον, απίστευτα πράγματα. Οι σκηνές αγγίζουν τα όρια του σοκ. Ο κόσμος παραμιλάει.
Όσο δεν παίρνουν, οι ίδιοι, σοβαρές πολιτικές πρωτοβουλίες αναστροφής του κλίματος (και δεν εννοώ τα καμμένα από χέρι δημοψηφίσματα), η κατάσταση θα πλησιάζει στο απροχώρητο. Επιτέλους, οφείλουν να εκτονώσουν τη συσσωρευμένη οργή πριν είναι εντελώς αργά.
Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011
MATT BERRY φόβοι του μεσημεριού
Folk από την Acid Jazz; Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί. Σωστό, καθότι άλλο είναι το κλίμα στο οποίο μας έχει συνηθίσει η καλή εταιρία. Επειδή όμως η Acid Jazz είναι, στην ουσία, ένα πλουραλιστικό label, η folk έχει και αυτή την παρουσία της. Το “Witchazel” μάλιστα, το τρίτο άλμπουμ του Matt Berry, χαιρετίζεται από μέρους μου ως μία από τις ωραιότερες και πιο ιδιοσυγκρασιακές prog-folk καταθέσεις των τελευταίων ετών. Ένα έργο με φανερά στοιχεία seventies αισθητικής, καθόλου παρωχημένο, με ήχο προσαρμοσμένο στο τώρα και με στίχους απολύτως ξεχωριστούς· ένα μείγμα σουρεαλιστικών και χιουμοριστικών εκτροπών, που μας πηγαίνει πίσω στις μέρες των Scaffold του Mike McGear, του αδελφού τού Paul McCartney. (Τώρα, το ότι ο ίδιος ο McCartney κάνει φωνητικά εδώ, στο “Rain came down”, είναι άλλο ζήτημα. Αλλά μπορεί και να μην είναι…).
Ο Berry (γενν. το 1974) δεν είναι τυχαία περίπτωση. Μπορεί στην Ελλάδα να μην είναι πολύ γνωστός, αλλά στη Βρετανία είναι ένας απολύτως αναγνωρισμένος κωμωδιογράφος, μουσικός φυσικά, και βεβαίως ηθοποιός με εμφανίσεις σε πολύ δημοφιλείς κωμωδίες καταστάσεων όπως την “The IT Crowd” του Channel 4, έχοντας δανείσει τη (χαρακτηριστική) φωνή του σε ποικίλες διαφημίσεις. Λέει ο ίδιος, σχετικώς με το “Witchazel”, στο www.thevelvetonion.com: «Το άλμπουμ έχει να κάνει με τους φόβους που μπορεί νοιώσει κάποιος στην εξοχή, κι αυτό με πάει πίσω στο χρόνο, στο 1978, ένα έτος πολύ σημαντικό για μένα. Ήμουν τεσσάρων ετών και θυμάμαι πως με είχε τρομοκρατήσει το ‘Watership Down’ (σ.σ. μία παράξενη νουβέλα του Richard Adams, που είχε γυριστεί και σε κινούμενο σχέδιο), αλλά και η φωνή της Kate Bush. Οι εικόνες και οι μνήμες ήταν τόσο ισχυρές, ώστε ακόμη και σήμερα έχουν αφήσει έντονα σημάδια στη ψυχοσύνθεσή μου».
Φυσικά, μέσα από το “Witchazel” (2011) ο Berry φαίνεται κάπως να το διασκεδάζει, ή εν πάση περιπτώσει να διασκεδάζει εκείνους τους παιδικούς του φόβους, κάτι στο οποίο συντείνει και το είδος της ηχητικής επένδυσης που επιλέγει. Υπάρχει η folk αφήγηση, τα ακουστικά όργανα (κιθάρες, ακορντεόν, διάφορα κρουστά, recorders, κλαρινέτο), αλλά υπάρχουν και τα ηλεκτρικά ή και ηλεκτρονικά όργανα (ARP Odyssey, Vocoder, διάφορα Korg), που πάνε το πράγμα σε άλλες σφαίρες. Οι Genesis (εποχής Gabriel), το pastoral folk και folk-rock (από τους Wooden O έως τους Strawbs και τους Gryphon), αλλά και τραγουδοποιοί όπως ο Gordon Giltrap ή ο Meic Stevens φαίνεται να διαμορφώνουν το αισθητικό προφίλ τού Matt Berry, έτσι όπως εκείνο αποκρυσταλλώνεται σε tracks τύπου “The pheasant”. Ένα απολύτως αξιοπρόσεκτο άλμπουμ ενός πολυπράγμονος καλλιτέχνη.
Ο Berry (γενν. το 1974) δεν είναι τυχαία περίπτωση. Μπορεί στην Ελλάδα να μην είναι πολύ γνωστός, αλλά στη Βρετανία είναι ένας απολύτως αναγνωρισμένος κωμωδιογράφος, μουσικός φυσικά, και βεβαίως ηθοποιός με εμφανίσεις σε πολύ δημοφιλείς κωμωδίες καταστάσεων όπως την “The IT Crowd” του Channel 4, έχοντας δανείσει τη (χαρακτηριστική) φωνή του σε ποικίλες διαφημίσεις. Λέει ο ίδιος, σχετικώς με το “Witchazel”, στο www.thevelvetonion.com: «Το άλμπουμ έχει να κάνει με τους φόβους που μπορεί νοιώσει κάποιος στην εξοχή, κι αυτό με πάει πίσω στο χρόνο, στο 1978, ένα έτος πολύ σημαντικό για μένα. Ήμουν τεσσάρων ετών και θυμάμαι πως με είχε τρομοκρατήσει το ‘Watership Down’ (σ.σ. μία παράξενη νουβέλα του Richard Adams, που είχε γυριστεί και σε κινούμενο σχέδιο), αλλά και η φωνή της Kate Bush. Οι εικόνες και οι μνήμες ήταν τόσο ισχυρές, ώστε ακόμη και σήμερα έχουν αφήσει έντονα σημάδια στη ψυχοσύνθεσή μου».
Φυσικά, μέσα από το “Witchazel” (2011) ο Berry φαίνεται κάπως να το διασκεδάζει, ή εν πάση περιπτώσει να διασκεδάζει εκείνους τους παιδικούς του φόβους, κάτι στο οποίο συντείνει και το είδος της ηχητικής επένδυσης που επιλέγει. Υπάρχει η folk αφήγηση, τα ακουστικά όργανα (κιθάρες, ακορντεόν, διάφορα κρουστά, recorders, κλαρινέτο), αλλά υπάρχουν και τα ηλεκτρικά ή και ηλεκτρονικά όργανα (ARP Odyssey, Vocoder, διάφορα Korg), που πάνε το πράγμα σε άλλες σφαίρες. Οι Genesis (εποχής Gabriel), το pastoral folk και folk-rock (από τους Wooden O έως τους Strawbs και τους Gryphon), αλλά και τραγουδοποιοί όπως ο Gordon Giltrap ή ο Meic Stevens φαίνεται να διαμορφώνουν το αισθητικό προφίλ τού Matt Berry, έτσι όπως εκείνο αποκρυσταλλώνεται σε tracks τύπου “The pheasant”. Ένα απολύτως αξιοπρόσεκτο άλμπουμ ενός πολυπράγμονος καλλιτέχνη.
Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011
YOUR HAND IN MINE πρώτο - δεύτερο
Δεν έχω δει την ταινία του Mikio Naruse Yogoto No Yume, όμως διάβασα και άκουσα πολλά γι’ αυτόν τον άγνωστο του ιαπωνικού σινεμά από το συνάδελφο στο Jazz & Τζαζ Γιάννη Μουγγολιά. Ο Γιάννης είδε το φιλμ και άκουσε, φυσικά, την επί τόπου συνοδεία των Your Hand In Mine στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2007. Περαιτέρω, μού έδωσε να διαβάσω το εξαιρετικό βιβλίο για τη ζωή και το έργο του Naruse, που επιμελήθηκε η διοργάνωση και ακόμη ν’ ακούσω το χειροποίητο private pressing CD, που μοίρασε το σχήμα σε όσους είχαν παρευρεθεί στην προβολή, καιρό πριν πέσει στα χέρια μου το “Every Night Dreams, Music for Mikio Naruse’s Silent Film Yogoto No Yume” στην Inner Ear [INN04, 2008].
Ας πω λοιπόν γι’ αρχή πως οι Your Hand In Mine (Μάνος Μυλωνάκης wurlitzer πιάνο, ακορντεόν, γιουκαλίλι, μελώδικα, παιδικό πιάνο, προγραμματισμός, Γιώργος Παπαδόπουλος μαντολίνο, glockenspiel, κιθάρα, σαντούρι, synth, rhythms) συνοδεύουν το φιλμ του Naruse σε real time. Παίζουν δηλαδή για μίαν ώρα και κάτι, σχολιάζοντας κάθε λεπτό της φιλμικής δράσης. Γι’ αυτούς – και για τη γνωστή μας μέθοδο της μουσικής επί τόπου – δεν υπάρχει νεκρός χρόνος, δεν νοούνται πλάνα, σκηνές που να μην επιδέχονται κάποιον, έστω και μικρό, μουσικό σχολιασμό. Μιλάμε λοιπόν για ένα καθ’ ολοκληρίαν soundtrack, που δεν κόβεται και ράβεται, προς χάριν μιας εμπορικής (με την καλή έννοια) CD-έκδοσης.
Τούτο, φυσικά, σημαίνει (και) το εξής. Η πλήρης κατανόηση της μουσικής των Your Hand In Mine, επιτυγχάνεται μόνο μέσα στη σκοτεινή αίθουσα· και βεβαίως, μία DVD έκδοση του “Yogoto No Yume”, με ενσωματωμένη τη μουσική του duo στην ταινία, θα μπορούσε να προσφέρει κάτι παραπλήσιο οίκαδε. H μουσική όμως δεν είναι ακριβώς... πολυκατοικία, που θέλει άλλου τύπου θεμέλια, πρώτο όροφο για να πατήσει ο δεύτερος, ταράτσα για ν’ απλώνεις τη μπουγάδα, ασανσέρ για ν’ ανεβοκατεβαίνεις... Στέκεται και μόνη της (όταν στέκεται), αφού από μόνη της μπορεί να είναι (όταν είναι) και εικόνα· ή, μάλλον, μύριες εικόνες, τις οποίες επιλέγει... απερίσκεπτα ο εκάστοτε ακροατής. Η ουσία, τέλος πάντων, της ακρόασης είναι πως τo electro-folk των Θεσσαλονικέων ηχεί αρκετά παλιομοδίτικο, ώστε ψυχικώς να συνταράζει και αρκούντως μετα-μοντέρνο, ώστε σωματικώς να ακινητοποιεί. Με μια λέξη: σπουδαίο.
Το “The Garden Novels” [Inner Ear INN040, 2011] είναι το δεύτερο άλμπουμ των Your Hand in Mine (κυκλοφόρησε τον προηγούμενο μήνα), ένα 43λεπτο CD (και LP;) που εξακολουθεί να σκάβει στο ίδιο, επί της ουσίας, ζήτημα. Ένα ζήτημα που αφορά στις δυνάμεις αλληλεπίδρασης μεταξύ ήχου και εικόνας. Μάλιστα, στην περίπτωση των Your Hand in Mine δεν έχει σημασία αν υπηρετείς ήδη υπάρχουσες εικόνες ή δημιουργείς, δια της μουσικής σου, άλλες καινούριες (αλλά το ίδιο υπάρχουσες), αφού οι μεν δε διαφέρουν απ’ τις δε. Θέλω να πω, δηλαδή, πως το συγκρότημα πρώτα βλέπει και μετά ακούει. Θα μπορούσε να συμβαίνει το αντίθετο; Οπωσδήποτε ναι (τούτο είναι το δύσκολο, π.χ. Xenakis), αλλά θα μπορούσε να μη συμβαίνει και τίποτα από τα δύο (είναι το, με την καλή έννοια, εύκολο)· να παράγεται μια μουσική, όχι κατ’ ανάγκην άψυχη ή ουδέτερη, αλλά εν πάση περιπτώσει λιγότερο νατουραλιστική και με περισσότερα πατήματα στην καθημερινή ζωή.
Για να καταλήξω, υποστηρίζω πως οι Your Hand in Mine μοιάζουν (μοιάζουν λέω), σ’ αυτό το δεύτερο άλμπουμ τους, παγιδευμένοι σ’ ένα σύστημα παραγωγής ήχων, προαποφασισμένης ωραιότητας. Υπάρχει ένας αισθητισμός δηλαδή, ο οποίος ώρες-ώρες είναι πρωτόλειος, μη επεξεργασμένος, κάτι που μπορεί να θεωρείται και προσόν, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της lo-fi, diy φιλοσοφίας – ορισμένα θέματά τους, όπως ας πούμε το εισαγωγικό “Foreword” ή το αμέσως επόμενο “Desert flags” μοιάζουν με ασκήσεις ωδείου –, εκεί όπου το μικρό, το απλό, το λίγο, ενίοτε και το απλοϊκό αποκτούν αξία, ανεξαρτήτως εκείνων που ακολουθούν ή εκείνων που προηγούνται.
Υπ’ αυτήν την έννοια και μόνο το “The Garden Novels” δεν μπορεί παρά να είναι ένα ωραίο άλμπουμ.
Ας πω λοιπόν γι’ αρχή πως οι Your Hand In Mine (Μάνος Μυλωνάκης wurlitzer πιάνο, ακορντεόν, γιουκαλίλι, μελώδικα, παιδικό πιάνο, προγραμματισμός, Γιώργος Παπαδόπουλος μαντολίνο, glockenspiel, κιθάρα, σαντούρι, synth, rhythms) συνοδεύουν το φιλμ του Naruse σε real time. Παίζουν δηλαδή για μίαν ώρα και κάτι, σχολιάζοντας κάθε λεπτό της φιλμικής δράσης. Γι’ αυτούς – και για τη γνωστή μας μέθοδο της μουσικής επί τόπου – δεν υπάρχει νεκρός χρόνος, δεν νοούνται πλάνα, σκηνές που να μην επιδέχονται κάποιον, έστω και μικρό, μουσικό σχολιασμό. Μιλάμε λοιπόν για ένα καθ’ ολοκληρίαν soundtrack, που δεν κόβεται και ράβεται, προς χάριν μιας εμπορικής (με την καλή έννοια) CD-έκδοσης.
Τούτο, φυσικά, σημαίνει (και) το εξής. Η πλήρης κατανόηση της μουσικής των Your Hand In Mine, επιτυγχάνεται μόνο μέσα στη σκοτεινή αίθουσα· και βεβαίως, μία DVD έκδοση του “Yogoto No Yume”, με ενσωματωμένη τη μουσική του duo στην ταινία, θα μπορούσε να προσφέρει κάτι παραπλήσιο οίκαδε. H μουσική όμως δεν είναι ακριβώς... πολυκατοικία, που θέλει άλλου τύπου θεμέλια, πρώτο όροφο για να πατήσει ο δεύτερος, ταράτσα για ν’ απλώνεις τη μπουγάδα, ασανσέρ για ν’ ανεβοκατεβαίνεις... Στέκεται και μόνη της (όταν στέκεται), αφού από μόνη της μπορεί να είναι (όταν είναι) και εικόνα· ή, μάλλον, μύριες εικόνες, τις οποίες επιλέγει... απερίσκεπτα ο εκάστοτε ακροατής. Η ουσία, τέλος πάντων, της ακρόασης είναι πως τo electro-folk των Θεσσαλονικέων ηχεί αρκετά παλιομοδίτικο, ώστε ψυχικώς να συνταράζει και αρκούντως μετα-μοντέρνο, ώστε σωματικώς να ακινητοποιεί. Με μια λέξη: σπουδαίο.
Το “The Garden Novels” [Inner Ear INN040, 2011] είναι το δεύτερο άλμπουμ των Your Hand in Mine (κυκλοφόρησε τον προηγούμενο μήνα), ένα 43λεπτο CD (και LP;) που εξακολουθεί να σκάβει στο ίδιο, επί της ουσίας, ζήτημα. Ένα ζήτημα που αφορά στις δυνάμεις αλληλεπίδρασης μεταξύ ήχου και εικόνας. Μάλιστα, στην περίπτωση των Your Hand in Mine δεν έχει σημασία αν υπηρετείς ήδη υπάρχουσες εικόνες ή δημιουργείς, δια της μουσικής σου, άλλες καινούριες (αλλά το ίδιο υπάρχουσες), αφού οι μεν δε διαφέρουν απ’ τις δε. Θέλω να πω, δηλαδή, πως το συγκρότημα πρώτα βλέπει και μετά ακούει. Θα μπορούσε να συμβαίνει το αντίθετο; Οπωσδήποτε ναι (τούτο είναι το δύσκολο, π.χ. Xenakis), αλλά θα μπορούσε να μη συμβαίνει και τίποτα από τα δύο (είναι το, με την καλή έννοια, εύκολο)· να παράγεται μια μουσική, όχι κατ’ ανάγκην άψυχη ή ουδέτερη, αλλά εν πάση περιπτώσει λιγότερο νατουραλιστική και με περισσότερα πατήματα στην καθημερινή ζωή.
Για να καταλήξω, υποστηρίζω πως οι Your Hand in Mine μοιάζουν (μοιάζουν λέω), σ’ αυτό το δεύτερο άλμπουμ τους, παγιδευμένοι σ’ ένα σύστημα παραγωγής ήχων, προαποφασισμένης ωραιότητας. Υπάρχει ένας αισθητισμός δηλαδή, ο οποίος ώρες-ώρες είναι πρωτόλειος, μη επεξεργασμένος, κάτι που μπορεί να θεωρείται και προσόν, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της lo-fi, diy φιλοσοφίας – ορισμένα θέματά τους, όπως ας πούμε το εισαγωγικό “Foreword” ή το αμέσως επόμενο “Desert flags” μοιάζουν με ασκήσεις ωδείου –, εκεί όπου το μικρό, το απλό, το λίγο, ενίοτε και το απλοϊκό αποκτούν αξία, ανεξαρτήτως εκείνων που ακολουθούν ή εκείνων που προηγούνται.
Υπ’ αυτήν την έννοια και μόνο το “The Garden Novels” δεν μπορεί παρά να είναι ένα ωραίο άλμπουμ.
ΣΦΑΛΙΑΡΕΣ…
Στο σωστό κούρεμα όλη η σημασία είναι στο σβέρκο. Θέλει σιγά-σιγά και με τη ψιλή. Όταν φτιάξεις σβέρκο, τότε είσαι έτοιμος για τις σφαλιάρες… φίλων και γνωστών. Σβιουνγκκκκκκ…
Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011
TREES δρόμοι του Derry
Trees πρωτάκουσα στα μέσα του ’80 και αφορμή ήταν η παλαιά (1970) διπλή συλλογή της CBS “Rockbuster”, εκείνη με τον Schwarzenegger στο εξώφυλλο. Άπαιχτα βινύλια, καθότι δεν ανθολογούσαν μόνο Miles Davis, Blood Sweat & Tears, Byrds και Santana, αλλά ακόμη Mick Softley (το ανατριχιαστικό “Time machine”), Black Widow, Skid Row, Skin Alley (ο prog ύμνος “The queen of bad intentions”) και άλλα διάφορα. Εκεί, ανάμεσα, και το “Polly on the shore” των Trees, από το… forthcoming τότε, δεύτερο LP τους στην CBS υπό τον τίτλο “On the Shore”. Πρέπει δε να ήταν λίγα χρόνια αργότερα, το 1987, όταν η βρετανική Decal (παράρτημα της Charly) είχε επανεκδώσει εκείνα τα δύο (σπάνια) LP του βρετανικού γκρουπ – αμφότερα από το 1970 – δίνοντας την ευκαιρία σε πολλούς (και σ’ εμένα) να τ’ ακούσουμε ολοκληρωμένα και βεβαίως να τα ευχαριστηθούμε. Και να λοιπόν τώρα, 24 χρόνια αργότερα, το ωραίο “On the Shore” να βρίσκεται και πάλι στο πλατώ· αυτή τη φορά στην 180 γραμμαρίων έκδοση της Music On Vinyl.
Εξαιρετικό folk-rock, ας το πω από τώρα, παρουσιάζουν οι Trees στο συγκεκριμένο LP, ξεπερνώντας ακόμη και τον ίδιον τους τον εαυτό – το πρώτο τους άλμπουμ “The Garden of Jane Delawney” (επανεκδόθηκε κι αυτό στην ολλανδική εταιρία) –, πόσω μάλλον έτερα ονόματα, που απέκτησαν εκ των υστέρων μεγαλύτερη φήμη από εκείνους χωρίς να την αξίζουν.
Γενικώς, κάτω από την ταμπέλα “british-folk” έχει εισχωρήσει άπειρο υλικό εκτοξεύοντας ακόμη και… ισχνότατα LP σε αντικείμενα λατρείας (με τις τιμές στα ύψη). Το “On the Shore”, πάντως, δεν είναι απ’ αυτά. Μπορεί να είναι δυσεύρετο και ακριβό ως original (αν και τι να το κάνεις το original, όταν έχει εμπρός σου μία audiophile έκδοση), όμως είναι «άσσος». Οι Trees (Celia Humphris τραγούδι, Barry Clarke κιθάρες, dulcimer, David Costa κιθάρες, μαντολίνο, Bias Boshell μπάσο, πιάνο, κιθάρες, Unwin Brown ντραμς, κρουστά) υιοθετώντας το γνώριμό μας folk-rock στυλ (γνώριμο από τους Fairports και τους Pentangle π.χ.), πραγματικά μεγαλουργούν σε κομμάτια όπως το εμβατηριακό Murdoch, τα παραδοσιακά Streets of Derry, Geordie και Polly on the shore, το Adam’s toon του γάλλου τροβαδούρου του Μεσαίωνα Adam de la Halle, το Sally free and easy του Cyril Tawney. Παίξιμο λαμπρό απ’ όλους και γυναικεία φωνή αξέχαστη!
Εξαιρετικό folk-rock, ας το πω από τώρα, παρουσιάζουν οι Trees στο συγκεκριμένο LP, ξεπερνώντας ακόμη και τον ίδιον τους τον εαυτό – το πρώτο τους άλμπουμ “The Garden of Jane Delawney” (επανεκδόθηκε κι αυτό στην ολλανδική εταιρία) –, πόσω μάλλον έτερα ονόματα, που απέκτησαν εκ των υστέρων μεγαλύτερη φήμη από εκείνους χωρίς να την αξίζουν.
Γενικώς, κάτω από την ταμπέλα “british-folk” έχει εισχωρήσει άπειρο υλικό εκτοξεύοντας ακόμη και… ισχνότατα LP σε αντικείμενα λατρείας (με τις τιμές στα ύψη). Το “On the Shore”, πάντως, δεν είναι απ’ αυτά. Μπορεί να είναι δυσεύρετο και ακριβό ως original (αν και τι να το κάνεις το original, όταν έχει εμπρός σου μία audiophile έκδοση), όμως είναι «άσσος». Οι Trees (Celia Humphris τραγούδι, Barry Clarke κιθάρες, dulcimer, David Costa κιθάρες, μαντολίνο, Bias Boshell μπάσο, πιάνο, κιθάρες, Unwin Brown ντραμς, κρουστά) υιοθετώντας το γνώριμό μας folk-rock στυλ (γνώριμο από τους Fairports και τους Pentangle π.χ.), πραγματικά μεγαλουργούν σε κομμάτια όπως το εμβατηριακό Murdoch, τα παραδοσιακά Streets of Derry, Geordie και Polly on the shore, το Adam’s toon του γάλλου τροβαδούρου του Μεσαίωνα Adam de la Halle, το Sally free and easy του Cyril Tawney. Παίξιμο λαμπρό απ’ όλους και γυναικεία φωνή αξέχαστη!
Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011
JEAN MICHEL JARRE οξυγόνο στη Μόσχα
Το 1997 η Ρωσία δεν είχε ορθοποδήσει. Ο Γιέλτσιν βρισκόταν ακόμη στο τιμόνι, και παρ’ ότι η χώρα πέρναγε ζόρια (σήμερα, λένε, είναι καλύτερα... για τον κόσμο συζητάμε, όχι για τους τσάρους), ο, μακαρίτης πια, πρώτος ηγέτης της μετά-ΕΣΣΔ Ρωσίας δεν φείσθηκε χρημάτων προκειμένου να στήσει μια ρωμαϊκή γιορτή, ίνα εορταστούν τα 850 χρόνια της πρωτεύουσας. Έτσι, μπροστά από το Πανεπιστήμιο Λομονόσοβ στήθηκε μία γιγαντιαία επιχείρηση – στρέμματα σκηνής, σκηνικών, video walls, μηχανών και μηχανισμών – manager της οποίας διορίστηκε ο γνωστός και μη εξαιρετέος Jean Michel Jarre.
Έχοντας μέγιστη πείρα σχετικών πολυθεαμάτων – όπου γάμος και γιορτή η Μαγδάλω πρώτη – , ο γάλλος μουσικός επέλεξε ένα πρόσφατο (για τότε) έργο του, το “Oxygene 7-13”, το sequel δηλαδή του κλασικού “Oxygene” από το ’76, διανθισμένο όμως και από κάποια παλαιότερα θέματα (το “Oxygene 4” φερ’ ειπείν), προκειμένου να αναπτερώσει το ηθικό των τσακισμένων Μοσχοβιτών· οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, «αναγκάστηκαν» να κρατήσουν κι ενός λεπτού σιγή για την πριγκίπισσα Diana, που κηδευόταν την ίδια μέρα (6/9/1997)… Τους καημένους…
(Το “Oxygene In Moscow” κυκλοφόρησε σε DVD από την inakustik, το 2007)
Έχοντας μέγιστη πείρα σχετικών πολυθεαμάτων – όπου γάμος και γιορτή η Μαγδάλω πρώτη – , ο γάλλος μουσικός επέλεξε ένα πρόσφατο (για τότε) έργο του, το “Oxygene 7-13”, το sequel δηλαδή του κλασικού “Oxygene” από το ’76, διανθισμένο όμως και από κάποια παλαιότερα θέματα (το “Oxygene 4” φερ’ ειπείν), προκειμένου να αναπτερώσει το ηθικό των τσακισμένων Μοσχοβιτών· οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, «αναγκάστηκαν» να κρατήσουν κι ενός λεπτού σιγή για την πριγκίπισσα Diana, που κηδευόταν την ίδια μέρα (6/9/1997)… Τους καημένους…
(Το “Oxygene In Moscow” κυκλοφόρησε σε DVD από την inakustik, το 2007)
Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011
ΤΖΩΝ ΚΟΝΤΕΣ τα χέρια
Πρωτοδιάβασα για την ταινία «Τα Χέρια» (1962) του Ελληνοαμερικανού Τζων Κόντες στην Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου του Γιάννη Σολδάτου [εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 1982]. Έγραφε επί λέξει ο Σολδάτος: «Ο Τζων Κόντες με τα ‘Χέρια’, μια συμβολική ταινία που πλησιάζει προς τον σουρεαλισμό, προσπαθεί να πλάσει μια ιστορία γύρω από τη δημιουργική και καταστροφική δύναμη των χεριών. Τα ανθρώπινα χέρια φτιάξανε ό,τι τεχνητό βλέπουμε γύρω μας από την αρχαιότητα (όλα αυτά υποδηλώνονται με φωτογραφίες μεγάλων έργων) και αυτά είναι κατά τον Κόντες που μπορούν να στήσουν ή να γκρεμίσουν την υδρόγειο. Όλη η υπόθεση πλάθεται πάνω σε μία μελοδραματική και μια πολεμική σύγχρονη ιστορία, με αρκετή φαντασία. Η ταινία πήρε το βραβείο Μουσικής (Κώστας Καπνίσης)».
Περιττό να πω πως από τότε (από το 1982 δηλαδή) ήθελα να δω αυτό το φιλμ, πράγμα το οποίον τελικώς κατόρθωσα 13-14 χρόνια αργότερα, όταν η παντελώς χαμένη έως τότε ταινία βρέθηκε και αποκαταστάθηκε από την Ταινιοθήκη της Ελλάδος, ίνα προβληθεί στο αφιέρωμα «Κινηματογράφος, Τα Πρώτα 100 Χρόνια» που είχε διεξαχθεί στο Παλλάς, στο διάστημα 15/12/1995-11/1/1996. Στο πολυσέλιδο πρόγραμμα που εξέδωσε το (τότε) Υπουργείο Πολιτισμού, υπό τον Θάνο Μικρούτσικο, διαβάζουμε σχετικώς με την ταινία: «Τα Χέρια του Τζων Κόντες είναι κατ’ αρχήν μια πειραματική όσο και αφηγηματική ταινία, με την έννοια που δίνουμε στη μυθοπλασία. Πειραματική, διότι ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί μόνο τα χέρια για να συνθέσει μια αρμονία κινήσεων, εκφράσεων και συμβολισμών, και αφηγηματική, διότι μέσα από την ιστορία των χειρονομιών διηγείται γεγονότα και πλάθει μύθους. Η χρησιμοποίηση των χεριών και μόνο σε σχέση με την εργασία, το παιχνίδι, τον έρωτα, τις τελετές, τις επικλήσεις, την επικοινωνία, δηλαδή σε όλες τις ανθρώπινες εκφράσεις και πράξεις, είναι το εύρημα πάνω στο οποίο δομείται η ταινία. Ο Τζων Κόντες μ’ αυτή την ταινία παίρνει μια θέση στην κινηματογραφική πρωτοπορία όχι μόνο την ελληνική – μέχρι τότε δεν είχαμε πειραματικό κινηματογράφο στην Ελλάδα – αλλά και την παγκόσμια. Η αποκατάσταση της ταινίας έγινε στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος το 1994». (Φωτογραφία από «Τα Χέρια», μία συμβολική ταινία του Τζων Κόντες… χωρίς διάλογο… χωρίς παντομίμα)
Τα Χέρια προβλήθηκαν για πρώτη φορά στο 12th Berlin International Film Festival (22/6-3/7/1962) και τρεις μήνες αργότερα (17-23/9/1962) στην τρίτη Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου, όπως αποκαλείτο ακόμη τότε το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη, – όχι χωρίς προβλήματα, αφού, όπως διαβάζουμε στο δίκτυο, ο σκηνοθέτης αποχώρησε από τα θεωρεία, μαζί με τους συνεργάτες του, γιατί δεν του επετράπη να προλογήσει την ταινία του στο κοινό. Βασικά, δεν επρόκειτο περί πειραματικής ταινίας – ήταν μία παράξενη ταινία, κυρίως λόγω θέματος, αλλά όχι πειραματική, με την έννοια που δίνουμε στο δομικό φιλμ, ή στα φιλμ του Warhol π.χ. – είχε διάρκεια 78 λεπτά, φωτογραφία του Φώτη Μεσθεναίου, σενάριο του Τζων Κόντες, πρωταγωνιστές (ας τους πούμε έτσι, καθότι πρωταγωνιστές ήταν… τα χέρια), την Κάκια Παναγιώτου, τον Αλέξανδρο Δεληγιάννη, τον Στέλιο Βόκοβιτς, την Αντουανέττα Ροντοπούλου (δεύτερη Μις Ελλάς το 1953, σύζυγος του προσφάτως εκλιπόντος Χρήστου «Γράμματα και Αριθμοί» Οικονόμου) και τον μικρό Πέτρου, ενώ φυσικά υπήρχε και μουσική· δύο soundtracks υπογεγραμμένα από τον Θόδωρο Αντωνίου και τον Κώστα Καπνίση! Τι ακριβώς είχε συμβεί;
Δεν είμαι 100% σίγουρος. Φαίνεται, πάντως, πως ο Θόδωρος Αντωνίου ήταν ο πρώτος που έγραψε (κλασικότροπη) μουσική για την ταινία – και μ’ αυτή τη μουσική είχαν προβληθεί «Τα Χέρια» στο Παλλάς το 1995 (ή ’96)· έχω δε την αίσθηση πως μ’ αυτή τη μουσική πρέπει να είχαν προβληθεί και στο Βερολίνο, το καλοκαίρι του ’62. Όμως, στην τρίτη Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου η ταινία είχε προβληθεί με μουσική του Κώστα Καπνίση (1920-2007), η οποία είχε κιόλας βραβευθεί. Το έγραφε και ο Σολδάτος στο βιβλίο του, αναγραφόταν και στο άλμπουμ «Ο Μίμης Πλέσσας Παίζει Philicorda” [Philips 630 112 PL, 1965], εκεί όπου ακουγόταν η σύνθεση του Καπνίση «Τα χέρια», διασκευασμένη σε (εξαιρετική) bossa nova από τον Μίμη Πλέσσα και την ορχήστρα του (επί λέξει: «ΤΑ ΧΕΡΙΑ Bossa Nova (Κ. Καπνίση)/ Βραβείον Φεστιβάλ Κινηματογράφου 1962»). «Τα χέρια» ως τραγούδι (στίχοι Τάσος Μαστοράκης) είχε ερμηνευτεί από τη Γιοβάννα, σ’ ένα 45άρι της Fidelity [7260] από το 1963 (μάλλον).
Για τον Τζων Κόντες δεν γνωρίζω κάτι περισσότερο, εκτός της παρουσίας του, ως John G. Contes, στην ταινία του Rudolph Maté “The 300 Spartans” (1962), στην οποίαν είχε γράψει μουσική ο Μάνος Χατζιδάκις. Η ταινία προβλήθηκε χθες το απόγευμα στον Alpha, όπου την είδα για πρώτη φορά.
Περιττό να πω πως από τότε (από το 1982 δηλαδή) ήθελα να δω αυτό το φιλμ, πράγμα το οποίον τελικώς κατόρθωσα 13-14 χρόνια αργότερα, όταν η παντελώς χαμένη έως τότε ταινία βρέθηκε και αποκαταστάθηκε από την Ταινιοθήκη της Ελλάδος, ίνα προβληθεί στο αφιέρωμα «Κινηματογράφος, Τα Πρώτα 100 Χρόνια» που είχε διεξαχθεί στο Παλλάς, στο διάστημα 15/12/1995-11/1/1996. Στο πολυσέλιδο πρόγραμμα που εξέδωσε το (τότε) Υπουργείο Πολιτισμού, υπό τον Θάνο Μικρούτσικο, διαβάζουμε σχετικώς με την ταινία: «Τα Χέρια του Τζων Κόντες είναι κατ’ αρχήν μια πειραματική όσο και αφηγηματική ταινία, με την έννοια που δίνουμε στη μυθοπλασία. Πειραματική, διότι ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί μόνο τα χέρια για να συνθέσει μια αρμονία κινήσεων, εκφράσεων και συμβολισμών, και αφηγηματική, διότι μέσα από την ιστορία των χειρονομιών διηγείται γεγονότα και πλάθει μύθους. Η χρησιμοποίηση των χεριών και μόνο σε σχέση με την εργασία, το παιχνίδι, τον έρωτα, τις τελετές, τις επικλήσεις, την επικοινωνία, δηλαδή σε όλες τις ανθρώπινες εκφράσεις και πράξεις, είναι το εύρημα πάνω στο οποίο δομείται η ταινία. Ο Τζων Κόντες μ’ αυτή την ταινία παίρνει μια θέση στην κινηματογραφική πρωτοπορία όχι μόνο την ελληνική – μέχρι τότε δεν είχαμε πειραματικό κινηματογράφο στην Ελλάδα – αλλά και την παγκόσμια. Η αποκατάσταση της ταινίας έγινε στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος το 1994». (Φωτογραφία από «Τα Χέρια», μία συμβολική ταινία του Τζων Κόντες… χωρίς διάλογο… χωρίς παντομίμα)
Τα Χέρια προβλήθηκαν για πρώτη φορά στο 12th Berlin International Film Festival (22/6-3/7/1962) και τρεις μήνες αργότερα (17-23/9/1962) στην τρίτη Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου, όπως αποκαλείτο ακόμη τότε το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη, – όχι χωρίς προβλήματα, αφού, όπως διαβάζουμε στο δίκτυο, ο σκηνοθέτης αποχώρησε από τα θεωρεία, μαζί με τους συνεργάτες του, γιατί δεν του επετράπη να προλογήσει την ταινία του στο κοινό. Βασικά, δεν επρόκειτο περί πειραματικής ταινίας – ήταν μία παράξενη ταινία, κυρίως λόγω θέματος, αλλά όχι πειραματική, με την έννοια που δίνουμε στο δομικό φιλμ, ή στα φιλμ του Warhol π.χ. – είχε διάρκεια 78 λεπτά, φωτογραφία του Φώτη Μεσθεναίου, σενάριο του Τζων Κόντες, πρωταγωνιστές (ας τους πούμε έτσι, καθότι πρωταγωνιστές ήταν… τα χέρια), την Κάκια Παναγιώτου, τον Αλέξανδρο Δεληγιάννη, τον Στέλιο Βόκοβιτς, την Αντουανέττα Ροντοπούλου (δεύτερη Μις Ελλάς το 1953, σύζυγος του προσφάτως εκλιπόντος Χρήστου «Γράμματα και Αριθμοί» Οικονόμου) και τον μικρό Πέτρου, ενώ φυσικά υπήρχε και μουσική· δύο soundtracks υπογεγραμμένα από τον Θόδωρο Αντωνίου και τον Κώστα Καπνίση! Τι ακριβώς είχε συμβεί;
Δεν είμαι 100% σίγουρος. Φαίνεται, πάντως, πως ο Θόδωρος Αντωνίου ήταν ο πρώτος που έγραψε (κλασικότροπη) μουσική για την ταινία – και μ’ αυτή τη μουσική είχαν προβληθεί «Τα Χέρια» στο Παλλάς το 1995 (ή ’96)· έχω δε την αίσθηση πως μ’ αυτή τη μουσική πρέπει να είχαν προβληθεί και στο Βερολίνο, το καλοκαίρι του ’62. Όμως, στην τρίτη Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου η ταινία είχε προβληθεί με μουσική του Κώστα Καπνίση (1920-2007), η οποία είχε κιόλας βραβευθεί. Το έγραφε και ο Σολδάτος στο βιβλίο του, αναγραφόταν και στο άλμπουμ «Ο Μίμης Πλέσσας Παίζει Philicorda” [Philips 630 112 PL, 1965], εκεί όπου ακουγόταν η σύνθεση του Καπνίση «Τα χέρια», διασκευασμένη σε (εξαιρετική) bossa nova από τον Μίμη Πλέσσα και την ορχήστρα του (επί λέξει: «ΤΑ ΧΕΡΙΑ Bossa Nova (Κ. Καπνίση)/ Βραβείον Φεστιβάλ Κινηματογράφου 1962»). «Τα χέρια» ως τραγούδι (στίχοι Τάσος Μαστοράκης) είχε ερμηνευτεί από τη Γιοβάννα, σ’ ένα 45άρι της Fidelity [7260] από το 1963 (μάλλον).
Για τον Τζων Κόντες δεν γνωρίζω κάτι περισσότερο, εκτός της παρουσίας του, ως John G. Contes, στην ταινία του Rudolph Maté “The 300 Spartans” (1962), στην οποίαν είχε γράψει μουσική ο Μάνος Χατζιδάκις. Η ταινία προβλήθηκε χθες το απόγευμα στον Alpha, όπου την είδα για πρώτη φορά.
ΕΛΕΝΗ ΤΣΑΛΙΓΟΠΟΥΛΟΥ χρώματα
Η απόπειρα… αποδόμησης του προφίλ της Ελένης Τσαλιγοπούλου είναι προφανής. Βάζει το χεράκι της κι η ίδια φυσικά, γράφοντας για πρώτη(;) φορά τις μελωδίες (και σε τούτο παίρνει βαθμό υψηλό), αλλά εκείνο που διαφοροποιεί το «Τα-Ρι-Ρα» [Sony Music/ Ακτή, 2011] απ’ ό,τι προηγούμενο είναι ο… Σπύρος Χατζηκωνσταντίνου (έχει γράψει τραγούδια για τη Θεοδοσία Τσάτσου, συνεργάτης του Παύλου Παυλίδη κ.ά.), ο οποίος και διαμορφώνει το όλον easy σύμπλεγμα, το στηριγμένο στο programming, τις κιθάρες, τις λούπες, τα εφέ, τα κρουστά, το μαντολίνο (και ναι, το μπουζούκι απουσιάζει).
Με στίχους που έγραψαν για ’κείνην ο Νίκος Ζούδιαρης, ο Θοδωρής Γκόνης, ο Νίκος Πορτοκάλογλου, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Παύλος Παυλίδης, ο Vassilikos, ο Νίκος Μωραΐτης και ο Φοίβος Δεληβοριάς (οκτώ τραγούδια, οκτώ στιχουργοί δηλαδή), η Ελένη Τσαλιγοπούλου δίνει ένα άλμπουμ, βινυλιακής διάρκειας έκπληξη, το οποίον έπρεπε να το είχε κάνει νωρίτερα… Από τα τραγούδια ξεχωρίζω τα «Χρώματα» (στ. Πορτοκάλογλου) – το ωραιότερο κομμάτι που, προσωπικώς, έχω ακούσει από την Τσαλιγοπούλου – και ακόμη το «Όνειρο» (στ. Παυλίδης), εξ αιτίας του πιο «πηγαίου» λα λα λα της πρόσφατης (και βάλε…) ελληνικής δισκογραφίας.
Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011
LUANG PRABANG
Το “Luang Prabang” είναι ένα αντιπολεμικό τραγούδι του Dave Van Ronk (1936-2002), που πρωτοτραγούδησε ο Patrick Sky στο άλμπουμ του “Songs That Made America Famous” [Adelphi AD-R4101] το 1973. Το τραγούδι είναι στηριγμένο μελωδικώς στο παραδοσιακό των βρετανικών νησιών “Byker Hill” – αφορά στην ανέλκυση και το φόρτωμα του κάρβουνου στο Byker Hill, μια τοποθεσία κοντά στο Newcastle upon Tyne (ή απλώς Newcastle, όπως το ξέρουμε όλοι) – πάνω στο οποίο ο Van Ronk τοποθέτησε τους δικούς του στίχους. Η Luang Prabang είναι ιστορική πόλη του βορειο-κεντρικού Λάος, μιας χώρας που δέχτηκε ανηλεείς βομβαρδισμούς κατά τη διάρκεια του Πολέμου στο Βιετνάμ. Το τραγούδι απέδωσε και ο ίδιος Van Ronk δώδεκα χρόνια αργότερα στο άλμπουμ του “Going Back To Brooklyn” [Reckless RK-1916, 1985]. Δεν ξέρω γιατί το θυμήθηκα αυτές τις μέρες, σιγο-τραγουδώντας το ρεφρέν του συνεχώς…
When I came back from Luang Prabang
I didn’t have a thing where my balls used to hang
but I got a wood medal and a fine harangue
now I’m a fucking hero.
Mourn your dead land of the free
if you want to be a hero follow me
mourn your dead land of the free
if you want to be a hero follow me.
And now the boys all envy me
I fought for Christian Democracy
with nothing but air where my balls used to be
but now I’m a fucking hero.
Mourn your dead land of the free
if you want to be a hero follow me
mourn your dead land of the free
if you want to be a hero follow me.
The one and twenty cannon thunder
into the bloody wild blue yonder
for a patriotic ball-less wonder
now I’m a fucking hero.
Mourn your dead land of the free
if you want to be a hero follow me
mourn your dead land of the free
if you want to be a hero follow me.
In Luang Prabang there is a spot
where the corpses of your brothers rot
and every corpse is a patriot
and every corpse is a hero.
Mourn your dead land of the free
if you want to be a hero follow me
mourn your dead land of the free
if you want to be a hero follow me.
When I came back from Luang Prabang
I didn’t have a thing where my balls used to hang
but I got a wood medal and a fine harangue
now I’m a fucking hero.
Mourn your dead land of the free
if you want to be a hero follow me
mourn your dead land of the free
if you want to be a hero follow me.
And now the boys all envy me
I fought for Christian Democracy
with nothing but air where my balls used to be
but now I’m a fucking hero.
Mourn your dead land of the free
if you want to be a hero follow me
mourn your dead land of the free
if you want to be a hero follow me.
The one and twenty cannon thunder
into the bloody wild blue yonder
for a patriotic ball-less wonder
now I’m a fucking hero.
Mourn your dead land of the free
if you want to be a hero follow me
mourn your dead land of the free
if you want to be a hero follow me.
In Luang Prabang there is a spot
where the corpses of your brothers rot
and every corpse is a patriot
and every corpse is a hero.
Mourn your dead land of the free
if you want to be a hero follow me
mourn your dead land of the free
if you want to be a hero follow me.
Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011
απλές αλήθειες
«Κάθε φορά που η οικονομική κατάσταση ενός κράτους φτάνει σε κρίσιμο σημείο, η κυβέρνηση αναγκάζεται ν’ αναλάβει πρόσθετες ευθύνες, για το γενικό καλό. Πρέπει να καταστρώσει περίτεχνα προγράμματα για ν’ αντιμετωπίσει την κρίσιμη κατάσταση. Πρέπει να επιβάλει ακόμη μεγαλύτερους περιορισμούς στη δραστηριότητα των πολιτών· κι αν τέλος, όπως είναι πολύ πιθανό, οι οικονομικές συνθήκες, που διαρκώς, χειροτερεύουν, δημιουργήσουν πολιτική αναταραχή ή ανοιχτή εξέγερση, η κυβέρνηση πρέπει να επέμβει για να διατηρήσει τη δημόσια τάξη και τη δική της εξουσία. Έτσι συγκεντρώνεται όλο και πιο πολλή δύναμη στα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας και των γραφειοκρατικών της οργάνων. Αλλά η φύση της εξουσίας είναι τέτοια ώστε να κάνει ακόμη κι εκείνους που δεν την επιζήτησαν, αλλά αναγκάστηκαν να την αναλάβουν, ν’ αρχίσουν να την αγαπούν όλο και περισσότερο. Προσευχόμαστε και πολύ σωστά, ‘μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν’. Γιατί οι άνθρωποι, όταν δελεάζονται πάρα πολύ ή για μεγάλο χρονικό διάστημα, γενικά υποχωρούν στον πειρασμό».
Δούλοι της εξουσίας;
«Υπάρχουν δύο είδη προπαγάνδας: η ορθολογιστική προπαγάνδα που γίνεται για χάρη μιας ενέργειας σύμφωνης με το αληθινό συμφέρον αυτών που την κάνουν κι αυτών στους οποίους απευθύνεται· και η παράλογη προπαγάνδα που δεν εξυπηρετεί το αληθινό συμφέρον κανενός, αλλά υπαγορεύεται από το πάθος κι απευθύνεται σ’ αυτό. Αναφορικά με τις μεμονωμένες πράξεις των ατόμων υπάρχουν και κίνητρα πιο υψηλά από το προσωπικό συμφέρον, αλλά όταν πρόκειται για συλλογική ενέργεια στους τομείς της πολιτικής και της οικονομίας, το αληθινό προσωπικό συμφέρον είναι ίσως το πιο αποτελεσματικό κίνητρο απ’ όλα. Αν οι πολιτικοί και οι ψηφοφόροι τους ενεργούσαν πάντοτε για να υποστηρίξουν το μακροπρόθεσμο συμφέρον το δικό τους ή της χώρας τους, τότε αυτός ο κόσμος θα ήταν ένας επίγειος παράδεισος. Αλλά όπως έχουν τα πράγματα, συχνά ενεργούν αντίθετα προς τα συμφέροντά τους, απλώς για να ικανοποιήσουν τα πιο ευτελή πάθη τους, με αποτέλεσμα ο κόσμος να είναι ένας τόπος γεμάτος αθλιότητα. Η προπαγάνδα που ευνοεί την ενέργεια τη σύμφωνη με τα προσωπικά συμφέροντα, απευθύνεται στη λογική και χρησιμοποιεί σαν μέσο επιχειρήματα λογικά, βασισμένα στα καλύτερα υπάρχοντα δεδομένα, που τα εκθέτει ανοιχτά και τίμια. Η προπαγάνδα η υπαγορευμένη από παρορμήσεις που δεν εξυπηρετούν καλώς εννοούμενα συμφέροντα, παρουσιάζει λανθασμένα, διαστρεβλωμένα ή ελλιπή δεδομένα, αποφεύγει τα λογικά επιχειρήματα και προσπαθεί να επηρεάσει τα θύματά της με την επίμονη επανάληψη διαφόρων συνθημάτων, με τη λυσσαλέα δημόσια αποκήρυξη ξένων ή εγχώριων αποδιοπομπαίων τράγων και με την πανούργα σύνδεση των πιο ταπεινών παθών με τα πιο υψηλά ιδεώδη· έτσι οι θηριωδίες μπορούν να γίνονται στο όνομα του Θεού και το πιο κυνικό είδος ‘ρεαλιστικής πολιτικής’ να θεωρείται ζήτημα θρησκευτικών αρχών και πατριωτικού καθήκοντος».
Θεός ο ευρω-μονόδρομος;
(Από το βιβλίο του Aldous Huxley «ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ Θαυμαστό Νέο Κόσμο» εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1978. Το “Brave New World Revisited” πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Harper & Row στις ΗΠΑ το 1958 και από τις Chatto & Windus, στη Μεγάλη Βρετανία, το 1959)Γράφει ο Φώτης Γεωργελές, εκδότης-διευθυντής της ATHENS voice, στο σημερινό edito (τεύχος 365, 20-26/10/2011) της εφημερίδας/περιοδικού του:
«Μετρημένοι στα δάκτυλα είναι όσοι δέρνουν δημάρχους και πετάνε γιαούρτια, 30 συνδικαλιστές κλείνουν τα υπουργεία, μερικές εκατοντάδες, λίγες χιλιάδες επαγγελματίες είναι στις καθημερινές διαδηλώσεις. Η κοινωνία παγωμένη και απελπισμένη παρακολουθεί, ελπίζοντας σε μια πολιτική που θα ξεμπλοκάρει τα αδιέξοδα, γιατί έχει κατανοήσει ότι οι καταστροφικές και αυτοκαταστροφικές τακτικές που οδηγούν τη χώρα στην αυτοκτονία συμφέρουν μόνο όσους έχουν ποντάρει στη χρεοκοπία και στην κατοχική δραχμή».
Όταν, λοιπόν, εξισώνονται οι τραμπούκοι που χειροδικούν με όσους, αηδιασμένοι, πετούν γιαούρτια – ακόμη και ο αναπληρωτής Υπουργός Ανάπυξης Ξυνίδης παραδέχεται πως «είμαι διατεθειμένος κι εγώ, ως μέρος του πολιτικού συστήματος, να δεχθώ και το θυμό και τη λοιδορία και το γιαούρτωμα, γιατί αυτό είναι η αντίδραση και το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για όσα δεν κάναμε τα προηγούμενα χρόνια» –, όταν η κοινωνία παγωμένη και απελπισμένη (από τι άραγε; – από τις διαδηλώσεις των… μερικών εκατοντάδων, κατά τον Γεωργελέ, ή από την κατάφορη αδικία των επιβαλλoμένων μέτρων και τη περιθωριοποίηση μεγάλου μέρους της;) παρακολουθεί τη διάλυσή της, όταν μία ενδεχόμενη επιστροφή σε εθνικό νόμισμα αποκαλείται a priori μαυραγοριτισμός (ίνα μη θιγεί το κακογραμμένο κεφάλαιο «Σημίτης»), λες και τώρα δεν πρόκειται να πουληθούν τα πάντα αντί πινακίου φακής και μάλιστα άνευ οιουδήποτε κοινωνικού ελέγχου, προκειμένου να αποπληρωθεί το δήθεν χρέος, τότε η προπαγάνδα, όπως γράφει και ο Huxley, «υπαγορευμένη από παρορμήσεις που δεν εξυπηρετούν καλώς εννοούμενα συμφέροντα, παρουσιάζει λανθασμένα, διαστρεβλωμένα ή ελλιπή δεδομένα, αποφεύγει τα λογικά επιχειρήματα και προσπαθεί να επηρεάσει τα θύματά της με την επίμονη επανάληψη διαφόρων συνθημάτων με τη λυσσαλέα δημόσια αποκήρυξη ξένων ή εγχώριων αποδιοπομπαίων τράγων και με την πανούργα σύνδεση των πιο ταπεινών παθών με τα πιο υψηλά ιδεώδη».
Δούλοι της εξουσίας;
«Υπάρχουν δύο είδη προπαγάνδας: η ορθολογιστική προπαγάνδα που γίνεται για χάρη μιας ενέργειας σύμφωνης με το αληθινό συμφέρον αυτών που την κάνουν κι αυτών στους οποίους απευθύνεται· και η παράλογη προπαγάνδα που δεν εξυπηρετεί το αληθινό συμφέρον κανενός, αλλά υπαγορεύεται από το πάθος κι απευθύνεται σ’ αυτό. Αναφορικά με τις μεμονωμένες πράξεις των ατόμων υπάρχουν και κίνητρα πιο υψηλά από το προσωπικό συμφέρον, αλλά όταν πρόκειται για συλλογική ενέργεια στους τομείς της πολιτικής και της οικονομίας, το αληθινό προσωπικό συμφέρον είναι ίσως το πιο αποτελεσματικό κίνητρο απ’ όλα. Αν οι πολιτικοί και οι ψηφοφόροι τους ενεργούσαν πάντοτε για να υποστηρίξουν το μακροπρόθεσμο συμφέρον το δικό τους ή της χώρας τους, τότε αυτός ο κόσμος θα ήταν ένας επίγειος παράδεισος. Αλλά όπως έχουν τα πράγματα, συχνά ενεργούν αντίθετα προς τα συμφέροντά τους, απλώς για να ικανοποιήσουν τα πιο ευτελή πάθη τους, με αποτέλεσμα ο κόσμος να είναι ένας τόπος γεμάτος αθλιότητα. Η προπαγάνδα που ευνοεί την ενέργεια τη σύμφωνη με τα προσωπικά συμφέροντα, απευθύνεται στη λογική και χρησιμοποιεί σαν μέσο επιχειρήματα λογικά, βασισμένα στα καλύτερα υπάρχοντα δεδομένα, που τα εκθέτει ανοιχτά και τίμια. Η προπαγάνδα η υπαγορευμένη από παρορμήσεις που δεν εξυπηρετούν καλώς εννοούμενα συμφέροντα, παρουσιάζει λανθασμένα, διαστρεβλωμένα ή ελλιπή δεδομένα, αποφεύγει τα λογικά επιχειρήματα και προσπαθεί να επηρεάσει τα θύματά της με την επίμονη επανάληψη διαφόρων συνθημάτων, με τη λυσσαλέα δημόσια αποκήρυξη ξένων ή εγχώριων αποδιοπομπαίων τράγων και με την πανούργα σύνδεση των πιο ταπεινών παθών με τα πιο υψηλά ιδεώδη· έτσι οι θηριωδίες μπορούν να γίνονται στο όνομα του Θεού και το πιο κυνικό είδος ‘ρεαλιστικής πολιτικής’ να θεωρείται ζήτημα θρησκευτικών αρχών και πατριωτικού καθήκοντος».
Θεός ο ευρω-μονόδρομος;
(Από το βιβλίο του Aldous Huxley «ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ Θαυμαστό Νέο Κόσμο» εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1978. Το “Brave New World Revisited” πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Harper & Row στις ΗΠΑ το 1958 και από τις Chatto & Windus, στη Μεγάλη Βρετανία, το 1959)Γράφει ο Φώτης Γεωργελές, εκδότης-διευθυντής της ATHENS voice, στο σημερινό edito (τεύχος 365, 20-26/10/2011) της εφημερίδας/περιοδικού του:
«Μετρημένοι στα δάκτυλα είναι όσοι δέρνουν δημάρχους και πετάνε γιαούρτια, 30 συνδικαλιστές κλείνουν τα υπουργεία, μερικές εκατοντάδες, λίγες χιλιάδες επαγγελματίες είναι στις καθημερινές διαδηλώσεις. Η κοινωνία παγωμένη και απελπισμένη παρακολουθεί, ελπίζοντας σε μια πολιτική που θα ξεμπλοκάρει τα αδιέξοδα, γιατί έχει κατανοήσει ότι οι καταστροφικές και αυτοκαταστροφικές τακτικές που οδηγούν τη χώρα στην αυτοκτονία συμφέρουν μόνο όσους έχουν ποντάρει στη χρεοκοπία και στην κατοχική δραχμή».
Όταν, λοιπόν, εξισώνονται οι τραμπούκοι που χειροδικούν με όσους, αηδιασμένοι, πετούν γιαούρτια – ακόμη και ο αναπληρωτής Υπουργός Ανάπυξης Ξυνίδης παραδέχεται πως «είμαι διατεθειμένος κι εγώ, ως μέρος του πολιτικού συστήματος, να δεχθώ και το θυμό και τη λοιδορία και το γιαούρτωμα, γιατί αυτό είναι η αντίδραση και το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για όσα δεν κάναμε τα προηγούμενα χρόνια» –, όταν η κοινωνία παγωμένη και απελπισμένη (από τι άραγε; – από τις διαδηλώσεις των… μερικών εκατοντάδων, κατά τον Γεωργελέ, ή από την κατάφορη αδικία των επιβαλλoμένων μέτρων και τη περιθωριοποίηση μεγάλου μέρους της;) παρακολουθεί τη διάλυσή της, όταν μία ενδεχόμενη επιστροφή σε εθνικό νόμισμα αποκαλείται a priori μαυραγοριτισμός (ίνα μη θιγεί το κακογραμμένο κεφάλαιο «Σημίτης»), λες και τώρα δεν πρόκειται να πουληθούν τα πάντα αντί πινακίου φακής και μάλιστα άνευ οιουδήποτε κοινωνικού ελέγχου, προκειμένου να αποπληρωθεί το δήθεν χρέος, τότε η προπαγάνδα, όπως γράφει και ο Huxley, «υπαγορευμένη από παρορμήσεις που δεν εξυπηρετούν καλώς εννοούμενα συμφέροντα, παρουσιάζει λανθασμένα, διαστρεβλωμένα ή ελλιπή δεδομένα, αποφεύγει τα λογικά επιχειρήματα και προσπαθεί να επηρεάσει τα θύματά της με την επίμονη επανάληψη διαφόρων συνθημάτων με τη λυσσαλέα δημόσια αποκήρυξη ξένων ή εγχώριων αποδιοπομπαίων τράγων και με την πανούργα σύνδεση των πιο ταπεινών παθών με τα πιο υψηλά ιδεώδη».
PALMETTO RECORDS
Η Palmetto Records του Ελληνοαμερικανού Matt Balitsaris είναι ένα από τα πιο αξιοπρόσεκτα μικρά jazz labels της τελευταίας 20ετίας.
Το πρώτο άλμπουμ τής Palmetto, για το οποίο θα γράψω τώρα λίγα λόγια είναι το “Alone At The Vanguard” (rec. 30/11-5/12/2010) του σημαντικού πιανίστα Fred Hersch. Ο Hersch, ερμηνεύει δικές του συνθέσεις αφιερωμένες στους Bill Frisell, Lee Konitz και Robert Schumann και ακόμη versions συνθέσεων του Βραζιλιάνου Jacob do Bandolim, του Eubie Blake (το κλασικό “Memories of you”) και του Sonny Rollins. Από τα ονόματα και μόνον είναι ολοφάνερο το εύρος ενδιαφερόντων τού Hersch. Ακόμη, της καθ’ όλα επιτυχημένης απόπειράς του να συνθέτει με στόχους, ανανεώνοντας, συγχρόνως, ό,τι του παραδόθηκε.
Ο Noah Preminger είναι τενορίστας και το “Before the Rain” το δεύτερο, μόλις CD του. Νέος μουσικός ο Preminger (και ήδη ξεχωριστός), έχει έφεση στις μπαλάντες. Σχεδόν όλα τα κομμάτια, στάνταρντ ή πρωτότυπα, κυλάνε σε χαμηλά tempi, με τα soli του να κατακρατούν το απολύτως απαραίτητο. Καμμία επιτήδευση, κανένας άστοχος εντυπωσιασμός. Εξαιρετικό το “November” τού πιανίστα του κουαρτέτου Frank Kimbrough (οι υπόλοιποι είναι ο John Hebert μπάσο και ο Matt Wilson ντραμς). Και για να κλείσω…
Ο τρομπετίστας Tim Hagans έχει τη δική του ξεχωριστή παρουσία στη σκηνή, την τελευταία 30ετία. Πιθανώς, δε, κάποιοι να έχουν τσεκάρει τ’ όνομά του από τα απολαυστικά του άλμπουμ “Animatioν*Imagination” και “Re-Animation” στην Blue Note τη διετία 1999-2000· μία συνύπαρξη jazz, ηλεκτρονικών και DJ-ικών, που μπορεί να έφερνε στο νου ύστερο Miles Davis και κυρίως Toshinori Kondo, κατακρατούσε όμως τη δική της αίγλη. Δέκα χρόνια μετά ο 57χρονος πια Tim Hagans εξακολουθεί να πορεύεται με το δικό του τρόπο, προσφέροντας εξ ίσου ενδιαφέρουσες ηχογραφήσεις. Και το λέω τούτο έχοντας κατά νουν το τελευταίο του CD, που έχει τίτλο “The Moon is Waiting” [Palmetto, 2011], ένα πρώτης κλάσεως άλμπουμ που δείχνει, φανερώνει και αποδεικνύει, όχι μόνο το συνθετικό και παικτικό του τάλαντο, αλλά κυρίως τη διάθεσή του να προσφέρει πάντα κάτι διαφορετικό. Έχοντας δίπλα του άσσους συμπαραστάτες, τον Vic Juris κιθάρες, τον Rufus Reid μπάσο και τον Φινλανδό Jukkis Uotila ντραμς και πιάνο, ο Hagans μεγαλουργεί σε κομμάτια όπως το φερώνυμο του CD (εξελίσσεται με κατακρημνιστικό τρόπο, άνευ κάποιου τέμπο, με μακροσκελή soli στην τρομπέτα, «ουρλιαχτά» στην κιθάρα και rhythm section που διατηρεί το εκρηκτικόν της σύνθεσης στον ύψιστο βαθμό), το “Get outside” (ξεκινά με τις στιβαρές μπασογραμμές του Reid, για να εξελιχθεί σ’ ένα γενναίο fusion, με την τρομπέτα να κάνει στράκες), το “Boo” (με σόλο στο κοντραμπάσο για σεμινάριο και τον Hagans να φυσάει και να ουρλιάζει στην τρομπέτα του α λα Eddie Harris – βεβαίως ο Harris ήταν τενορίστας, αλλά δεν έχει σημασία), το “Wailing trees” (γραμμένο, όπως αναφέρει στο ένθετο ο Hagans, για τον Tomasz Stanko των 70s – ίσως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η σύνθεση διαπνέεται από μία free συνειδητότητα)… Γενικώς, το “The Moon is Waiting” είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ που σε κρατά σε εγρήγορση καθ’ όλη την ωριαία διάρκειά του.
Επαφή: www.palmetto-records.com
Το πρώτο άλμπουμ τής Palmetto, για το οποίο θα γράψω τώρα λίγα λόγια είναι το “Alone At The Vanguard” (rec. 30/11-5/12/2010) του σημαντικού πιανίστα Fred Hersch. Ο Hersch, ερμηνεύει δικές του συνθέσεις αφιερωμένες στους Bill Frisell, Lee Konitz και Robert Schumann και ακόμη versions συνθέσεων του Βραζιλιάνου Jacob do Bandolim, του Eubie Blake (το κλασικό “Memories of you”) και του Sonny Rollins. Από τα ονόματα και μόνον είναι ολοφάνερο το εύρος ενδιαφερόντων τού Hersch. Ακόμη, της καθ’ όλα επιτυχημένης απόπειράς του να συνθέτει με στόχους, ανανεώνοντας, συγχρόνως, ό,τι του παραδόθηκε.
Ο Noah Preminger είναι τενορίστας και το “Before the Rain” το δεύτερο, μόλις CD του. Νέος μουσικός ο Preminger (και ήδη ξεχωριστός), έχει έφεση στις μπαλάντες. Σχεδόν όλα τα κομμάτια, στάνταρντ ή πρωτότυπα, κυλάνε σε χαμηλά tempi, με τα soli του να κατακρατούν το απολύτως απαραίτητο. Καμμία επιτήδευση, κανένας άστοχος εντυπωσιασμός. Εξαιρετικό το “November” τού πιανίστα του κουαρτέτου Frank Kimbrough (οι υπόλοιποι είναι ο John Hebert μπάσο και ο Matt Wilson ντραμς). Και για να κλείσω…
Ο τρομπετίστας Tim Hagans έχει τη δική του ξεχωριστή παρουσία στη σκηνή, την τελευταία 30ετία. Πιθανώς, δε, κάποιοι να έχουν τσεκάρει τ’ όνομά του από τα απολαυστικά του άλμπουμ “Animatioν*Imagination” και “Re-Animation” στην Blue Note τη διετία 1999-2000· μία συνύπαρξη jazz, ηλεκτρονικών και DJ-ικών, που μπορεί να έφερνε στο νου ύστερο Miles Davis και κυρίως Toshinori Kondo, κατακρατούσε όμως τη δική της αίγλη. Δέκα χρόνια μετά ο 57χρονος πια Tim Hagans εξακολουθεί να πορεύεται με το δικό του τρόπο, προσφέροντας εξ ίσου ενδιαφέρουσες ηχογραφήσεις. Και το λέω τούτο έχοντας κατά νουν το τελευταίο του CD, που έχει τίτλο “The Moon is Waiting” [Palmetto, 2011], ένα πρώτης κλάσεως άλμπουμ που δείχνει, φανερώνει και αποδεικνύει, όχι μόνο το συνθετικό και παικτικό του τάλαντο, αλλά κυρίως τη διάθεσή του να προσφέρει πάντα κάτι διαφορετικό. Έχοντας δίπλα του άσσους συμπαραστάτες, τον Vic Juris κιθάρες, τον Rufus Reid μπάσο και τον Φινλανδό Jukkis Uotila ντραμς και πιάνο, ο Hagans μεγαλουργεί σε κομμάτια όπως το φερώνυμο του CD (εξελίσσεται με κατακρημνιστικό τρόπο, άνευ κάποιου τέμπο, με μακροσκελή soli στην τρομπέτα, «ουρλιαχτά» στην κιθάρα και rhythm section που διατηρεί το εκρηκτικόν της σύνθεσης στον ύψιστο βαθμό), το “Get outside” (ξεκινά με τις στιβαρές μπασογραμμές του Reid, για να εξελιχθεί σ’ ένα γενναίο fusion, με την τρομπέτα να κάνει στράκες), το “Boo” (με σόλο στο κοντραμπάσο για σεμινάριο και τον Hagans να φυσάει και να ουρλιάζει στην τρομπέτα του α λα Eddie Harris – βεβαίως ο Harris ήταν τενορίστας, αλλά δεν έχει σημασία), το “Wailing trees” (γραμμένο, όπως αναφέρει στο ένθετο ο Hagans, για τον Tomasz Stanko των 70s – ίσως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η σύνθεση διαπνέεται από μία free συνειδητότητα)… Γενικώς, το “The Moon is Waiting” είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ που σε κρατά σε εγρήγορση καθ’ όλη την ωριαία διάρκειά του.
Επαφή: www.palmetto-records.com
Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011
blues και funky stuff
Δεν ξέρω αν έκλεισε το κεφάλαιο “The Howlers” ο Omar Kent Dykes, εκείνο που ξέρω είναι πως το προσωπικό του άλμπουμ “Big Town Playboy” [Ruf, 2009] δεν μοιάζει και τόσο (ok, blues παίζει πάντα ο άνθρωπος) με ό,τι παρέδιδε, μετά του γκρουπ, από τα χρόνια του ’80. Εννοώ πως έχουμε μία μετατόπιση από τα περισσότερο εξωστρεφή hard στοιχεία, σε περισσότερο deep «Mississippi-κά». Προς τα ’κει δηλαδή προσαρμόζεται και το ρεπερτόριο, που κρατάει από παντού (Eddie Taylor, Smokey Smothers, Jimmy Reed, John Lee Hooker, Ivory John Hunter…), μεταφέροντας στο σήμερα ακόμη κι έναν... Captain Beefheart αέρα. Είναι ο τρόπος ερμηνείας του Omar, εν ολίγοις, που θυμίζει ορισμένες φορές τον Κάπτεν, αλλά και το ωραίο, ζωντανό παίξιμο μεγάλων ονομάτων, που ανακαλεί στη μνήμη μου τον τρόπο με τον οποίο γίνονταν κάποτε οι (blues) δίσκοι. Το βασικό ατού, εδώ, λέγεται φυσαρμόνικα. Όταν μάλιστα διαθέτεις τρεις (James Cotton, Lazy Lester, Gary Clark Jr.), συν τις πενιές των Jimmy Vaughan και Derek O’Brien, συν τη φωνή της Lou Ann Barton, συν ό,τι άλλο, τότε το “The Big Town Playboy” δεν μπορεί να είναι κάτι λιγότερο από ένα πολύ καλό άλμπουμ. Top στιγμή η σωστά τεμπέλικη, όσο και αρκούντως Beefheart-ική εκδοχή του “King Bee” του Slim Harpo.
Ο Big Daddy Wilson γεννημένος πριν από καμιά 50αριά χρόνια στην North Carolina, έχει κάνει την Ευρώπη (και δη τη Γερμανία) σπίτι του, εδώ και πολύ καιρό. Από ’κει σπρώχνει τα CD του στην αγορά, συνεργαζόμενος με την Ruf Records και με καλλιτέχνες που έχουν περάσει από το roster της. Στο “Love is the Key” (2009) ας πούμε (το προτελευταίο άλμπουμ του) δίνει το παρόν ο κύριος Eric Bibb – ένας σημαντικός μουσικός, για τον οποίον έχω γράψει πολύ πράμα στο Jazz & Tζαζ, αν και τελευταίως τον έχω χάσει. Ο Big Daddy Wilson, ο οποίος είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά, όπως ο ίδιος σαφέστατα το… υποδηλώνει στο booklet τού CD του, ασκεί μία folk-blues τέχνη, ένα ακουστικό, ημι-ακουστικό στυλ, που κρατάει από το παρελθόν (τους… θεολογούντες bluesmen των thirties, τον Reverend Gary Davis κυρίως). Τα λόγια μπορεί να έχουν αυτό το διδαχτικό, κοινωνικό-θρησκευτικό περίβλημα (Κράτα την πίστη σου στο θεό, Η αγάπη είναι το κλειδί κ.λπ.), όμως οι μουσικές, που έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον, είναι εκείνες που αναδεικνύουν τα τραγούδια. Στην “Anna” αναφέρομαι και το “Ain’t no slave”.
Από κάτι συμφραζόμενα έχω την αίσθηση πως το άλμπουμ του Percy Sledge – ναι του Percy Sledge – “My Old Friend the Blues” [Music Avenue, 2009] δεν είναι του '09, αλλά του 2004. Άρα αναφερόμαστε σε μία επανακυκλοφορία, η οποία δεν είναι παντελώς άνευ στόχου, αφού το συγκεκριμένο CD είναι καλό, παρά τα καντάρια φωνής που έχει απωλέσει ο ηλικιωμένος ερμηνευτής. Ξεχάστε λοιπόν τους περίφημους τενορισμούς του και ακούστε (όσο και απολαύστε, ενίοτε) έναν Percy Sledge, που επειδή κατέχει την τέχνη του άσματος (όπως όλοι της γενιάς του) πουθενά δεν… υποσκάπτεται. Απεναντίας, θα έλεγα πως τραγούδια όπως το “24-7-365”, ή το “Love come rescue me” έδειχναν και τότε (το ’04) – φροντισμένα όσο πρέπει από τους Saul Davis και Barry Goldberg – τις (ήρεμες) δυνάμεις αυτού του σπουδαίου τραγουδιστή, που άπαντες τον έμαθαν από το ένα και μοναδικό του giga-hit.
Οι (The) Soul of John Black πρέπει να σχηματίστηκαν κάπου προς τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας από τους John Bigham (πριν στους Fishbone) και Christopher Thomas (συνεργάτης του Joshua Redman, της Betty Carter και άλλων). Η πρώτη τους κυκλοφορία ήταν το φερώνυμο άλμπουμ του 2002, εκεί όπου επιχείρησαν να παρουσιάσουν το δικό τους υβρίδιο, το αποτελούμενο από… δόσεις soul, funk, hip-hop και blues. Από το 2007, με τον Chris Thomas μέσα κι έξω από το γκρουπ, ο John Bigham, ή άλλως John Black (παίζει πάντα κιθάρα και τραγουδά) συνεχίζει να δραστηριοποιείται στο εν λόγω σκηνικό, κυκλοφορώντας ενδιαφέροντα άλμπουμ· αυτό που έχω στα χέρια μου λέγεται απλώς “Black John” [Eclecto Groove], είναι το προτελευταίο του δισκάκι (καθότι υπάρχει και το φετινό “Good Thang”) κι έσκασε μύτη πρόπερσι. Ρίχνοντας μια ματιά στο track list λοιπόν, διαπίστωσα, με μία σχετική έκπληξη, πως εκεί δεν υπήρχε ούτε μία διασκευή. Πράγμα παράξενο, και για το χώρο, και γενικότερα, από τη στιγμή κατά την οποίαν ο πας τις αναγκάζεται να προβεί και σε «δεύτερες» εκτελέσεις, για χίλιους δύο λόγους. Άρα, το ένα που οφείλουμε να επισημάνουμε στην περίπτωση του John Bigham είναι η θέλησή του να παρουσιαστεί αυτάρκης. Πέραν αυτού, το επόμενο που αξίζει να διαπιστωθεί είναι η ικανότητά του να συνθέτει ωραία σύγχρονα τραγούδια, που σφύζουν από το μαύρο πνεύμα, έτσι όπως αυτό διασπείρεται σε ποικίλα ηχοχρώματα, τα οποία εκπορεύονται, κατά τα γνωστά, από την ίδια μήτρα. Ο John Black επιχειρεί να κεφαλαιώσει την κληρονομιά της ράτσας, μέσω ενός CD που γίνεται, ή είναι, smooth και επιθετικό στον ίδιο βαθμό, προσφέροντας κομμάτια όπως το γκοσπελικό “I knew a lady” (με μελωδία βασισμένη στο κλασικό λευκό άσμα “You are my sunshine”, που καταχωρίζεται στον Jimmie Davis) ή το extra soul-funk “Push into the night”, με το bluesy break στην κιθάρα – ένα από τα ωραιότερα κομμάτια του άλμπουμ. Ένα άλμπουμ, που δεν γνωρίζει μέτρια στιγμή. Μόνον από καλές και πάνω.
Ο Big Daddy Wilson γεννημένος πριν από καμιά 50αριά χρόνια στην North Carolina, έχει κάνει την Ευρώπη (και δη τη Γερμανία) σπίτι του, εδώ και πολύ καιρό. Από ’κει σπρώχνει τα CD του στην αγορά, συνεργαζόμενος με την Ruf Records και με καλλιτέχνες που έχουν περάσει από το roster της. Στο “Love is the Key” (2009) ας πούμε (το προτελευταίο άλμπουμ του) δίνει το παρόν ο κύριος Eric Bibb – ένας σημαντικός μουσικός, για τον οποίον έχω γράψει πολύ πράμα στο Jazz & Tζαζ, αν και τελευταίως τον έχω χάσει. Ο Big Daddy Wilson, ο οποίος είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά, όπως ο ίδιος σαφέστατα το… υποδηλώνει στο booklet τού CD του, ασκεί μία folk-blues τέχνη, ένα ακουστικό, ημι-ακουστικό στυλ, που κρατάει από το παρελθόν (τους… θεολογούντες bluesmen των thirties, τον Reverend Gary Davis κυρίως). Τα λόγια μπορεί να έχουν αυτό το διδαχτικό, κοινωνικό-θρησκευτικό περίβλημα (Κράτα την πίστη σου στο θεό, Η αγάπη είναι το κλειδί κ.λπ.), όμως οι μουσικές, που έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον, είναι εκείνες που αναδεικνύουν τα τραγούδια. Στην “Anna” αναφέρομαι και το “Ain’t no slave”.
Από κάτι συμφραζόμενα έχω την αίσθηση πως το άλμπουμ του Percy Sledge – ναι του Percy Sledge – “My Old Friend the Blues” [Music Avenue, 2009] δεν είναι του '09, αλλά του 2004. Άρα αναφερόμαστε σε μία επανακυκλοφορία, η οποία δεν είναι παντελώς άνευ στόχου, αφού το συγκεκριμένο CD είναι καλό, παρά τα καντάρια φωνής που έχει απωλέσει ο ηλικιωμένος ερμηνευτής. Ξεχάστε λοιπόν τους περίφημους τενορισμούς του και ακούστε (όσο και απολαύστε, ενίοτε) έναν Percy Sledge, που επειδή κατέχει την τέχνη του άσματος (όπως όλοι της γενιάς του) πουθενά δεν… υποσκάπτεται. Απεναντίας, θα έλεγα πως τραγούδια όπως το “24-7-365”, ή το “Love come rescue me” έδειχναν και τότε (το ’04) – φροντισμένα όσο πρέπει από τους Saul Davis και Barry Goldberg – τις (ήρεμες) δυνάμεις αυτού του σπουδαίου τραγουδιστή, που άπαντες τον έμαθαν από το ένα και μοναδικό του giga-hit.
Οι (The) Soul of John Black πρέπει να σχηματίστηκαν κάπου προς τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας από τους John Bigham (πριν στους Fishbone) και Christopher Thomas (συνεργάτης του Joshua Redman, της Betty Carter και άλλων). Η πρώτη τους κυκλοφορία ήταν το φερώνυμο άλμπουμ του 2002, εκεί όπου επιχείρησαν να παρουσιάσουν το δικό τους υβρίδιο, το αποτελούμενο από… δόσεις soul, funk, hip-hop και blues. Από το 2007, με τον Chris Thomas μέσα κι έξω από το γκρουπ, ο John Bigham, ή άλλως John Black (παίζει πάντα κιθάρα και τραγουδά) συνεχίζει να δραστηριοποιείται στο εν λόγω σκηνικό, κυκλοφορώντας ενδιαφέροντα άλμπουμ· αυτό που έχω στα χέρια μου λέγεται απλώς “Black John” [Eclecto Groove], είναι το προτελευταίο του δισκάκι (καθότι υπάρχει και το φετινό “Good Thang”) κι έσκασε μύτη πρόπερσι. Ρίχνοντας μια ματιά στο track list λοιπόν, διαπίστωσα, με μία σχετική έκπληξη, πως εκεί δεν υπήρχε ούτε μία διασκευή. Πράγμα παράξενο, και για το χώρο, και γενικότερα, από τη στιγμή κατά την οποίαν ο πας τις αναγκάζεται να προβεί και σε «δεύτερες» εκτελέσεις, για χίλιους δύο λόγους. Άρα, το ένα που οφείλουμε να επισημάνουμε στην περίπτωση του John Bigham είναι η θέλησή του να παρουσιαστεί αυτάρκης. Πέραν αυτού, το επόμενο που αξίζει να διαπιστωθεί είναι η ικανότητά του να συνθέτει ωραία σύγχρονα τραγούδια, που σφύζουν από το μαύρο πνεύμα, έτσι όπως αυτό διασπείρεται σε ποικίλα ηχοχρώματα, τα οποία εκπορεύονται, κατά τα γνωστά, από την ίδια μήτρα. Ο John Black επιχειρεί να κεφαλαιώσει την κληρονομιά της ράτσας, μέσω ενός CD που γίνεται, ή είναι, smooth και επιθετικό στον ίδιο βαθμό, προσφέροντας κομμάτια όπως το γκοσπελικό “I knew a lady” (με μελωδία βασισμένη στο κλασικό λευκό άσμα “You are my sunshine”, που καταχωρίζεται στον Jimmie Davis) ή το extra soul-funk “Push into the night”, με το bluesy break στην κιθάρα – ένα από τα ωραιότερα κομμάτια του άλμπουμ. Ένα άλμπουμ, που δεν γνωρίζει μέτρια στιγμή. Μόνον από καλές και πάνω.
Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011
BORIS GARDINER ghetto… reggae funk
Πανάγνωστο φιλμ (μ’ ένα πρώτο ψάξιμο δεν το έχει υπ’ όψιν του ούτε ο imdb.com), το “Every Nigger Is a Star” (1974) του Calvin Lockhart, έτυχε να κάνει κάποια καλύτερη καριέρα ως soundtrack. To φερώνυμο κομμάτι, lead track στο OST, το πήρε ο Big Youth και με νέα ενορχήστρωση και παραγωγή, το 1976, το έκανε δική του επιτυχία. Ποιος ήταν όμως ο συνθέτης και πρώτος διδάξας; Το όνομα αυτού Boris Gardiner. Καθόλου τυχαίο (το όνομα). Αναγνωρισμένος μπασίστας (με συμμετοχές στους Upsetters, τους Aggrovators και διαφόρους άλλους), ο Gardiner έγραψε και ηχογράφησε στο Kingston ένα ολάκερο soundtrack (κυκλοφόρησε σε κάποιο label ονόματι LEAL) που πήγε άπατο και το οποίον, 36 χρόνια μετά, ξαναέβγαλε στην επιφάνεια ο Jazzman [JMANCD 036, 2010]. Φυσικά, δεν έχω δει την ταινία, όμως το όλον πράγμα φαίνεται να κατακρατεί κάποια (έντονα ενίοτε) blaxploitation στοιχεία, ενώ το όλον concept μοιάζει να παίρνει γραμμή από το πολλάκις επιτυχημένο “The Harder They Come” (1972) του Jimmy Cliff. Κομμάτια όπως τα “Ghetto funk” και “Funky Nigger” δεν κρύβουν τις blax αναφορές, ενώ άλλα όπως το “Home again” ή το “Deadly sting” είναι ταυτισμένα με τον jamaican sound των mid 70s. To έσχατο track “Negril” είναι το πιο groovy του άλμπουμ και θα μπορούσε να θυμίζει ακόμη και Deodato.
Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011
Φ.Β. ΚΑΡΑΜΠΟΤ 1924-15/10/2011
Το εξώφυλλο του προγράμματος του Φεστιβάλ Αθηνών 1964 που βλέπετε πιο κάτω είναι σχεδιασμένο από τον Φρέντυ Βίνσεντ Κάραμποτ. Ο Κάραμποτ, το όνομα του οποίου συνδέθηκε με την «άνοιξη» της ελληνικής γραφιστικής στα χρόνια του ’60, έφυγε από τη ζωή το προηγούμενο Σάββατο σε ηλικία 87 ετών.Εδώ http://is.gd/roLmSi μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα σχετικώς με τη ζωή και το έργο του.
JASON ROBINSON τρία άλμπουμ σ’ ένα μήνα
O καλιφορνέζος σαξοφωνίστας και φλαουτίστας Jason Robinson μέσα σ’ ένα μήνα, από την 6/9 έως την 5/10 του 2010, έδωσε τρία άλμπουμ. Το “Cerberus Reigning” για την Accretions (είναι στη σειρά να το ακούσω), το “The Two Faces of Janus” για την Cuneiform και το “Cerulean Landscape” (σε συνεργασία με τον πιανίστα Anthony Davis) για την Clean Feed.
Για το “Cerberus Reigning” πρόλαβε κι έγραψε ο συνάδελφος Βαγγέλης Αραγιάννης στο 216 τεύχος του Jazz & Τζαζ. Δανείζομαι ένα μέρος του κειμένου του (και) από το προσωπικό του blog http://is.gd/thiHT2. Εμπνεόμενος αφενός από τις σόλο δουλειές του Roscoe Mitchell, του Evan Parker και του John Butcher και αφετέρου από την ελληνική μυθολογία και την επιστημονική φαντασία, αφηγείται (όπως τουλάχιστον λέει ο ίδιος) μια ιστορία με πρωταγωνιστή το εμβληματικό σαξόφωνο Κέρβερο με τις τρεις καμπάνες… Χωρίς να παίζει με την τεχνική της κυκλικής αναπνοής, όπως κάνει για παράδειγμα ο Evan Parker, αναπτύσσει κάθε γραμμή του μέσα στα περιθώρια ενός φυσήματος, δουλεύει με τις παύσεις, ψάχνει τη μελωδία και μέσα στο θόρυβο. Επίσης… κάποιες στιγμές αντί για τενόρο παίζει φλάουτο, ενώ κάνει εκτενή χρήση ηλεκτρονικών φτιάχνοντας λούπες και παράλληλα ηχητικά στρώματα, πάντοτε όμως σε παρόντα χρόνο, χωρίς οποιαδήποτε επέμβαση στο στούντιο. Παρόλο λοιπόν που το “Cerberus Reigning” ξεκινά με τη λογική ενός solo sax άλμπουμ, επεκτείνεται πέρα από το όργανο, δεδομένης της επιλογής του Robinson να μην επικεντρώνεται στο ίδιο το σαξόφωνο, αλλά στο ρόλο του ως ερμηνευτή.
Το δεύτερο απ’ αυτά τα CD, το “The Two Faces of Janus” στην Cuneiform, γραμμένο στο Brooklyn τον Δεκέμβριο του ’09, είναι ένα επίσης ιδιαίτερο CD τζαζικώς δύσκολα κατατάξιμο· μια και τα… πρόσωπα του Ιανού, απ’ ό,τι φαίνεται στην περίπτωσή μας, ήταν περισσότερα από δύο... Ο Jason Robinson τενόρο, σοπράνο, φλάουτο, έχοντας δίπλα του τούς Liberty Ellman κιθάρες, Drew Gress μπάσο, George Schuller ντραμς και ως guests τούς Marty Ehrlich άλτο, μπάσο κλαρίνο, Rudresh Mahanthappa άλτο εμφανίζει μία σειρά δικών του συνθέσεων, ποικίλων χρονικών διαστάσεων (από 4λεπτες, έως 11λεπτες), στις οποίες γραμμένα και ελεύθερα μέρη μοιάζει να βρίσκονται σε μιαν ισορροπία. Υπάρχουν σκληρά soli, συνομιλίες οργάνων (δύο σαξόφωνα π.χ.) που παίζουν σε συμφωνία, ομαδικές παρακρούσεις, που άγονται από το bop (του παρελθόντος), φθάνοντας σε εντατικές improv καταστάσεις· ό,τι δηλαδή δεν παρατηρείται στο “Cerulean Landscape” της Cleen Feed. Στο συγκεκριμένο CD, γραμμένο στην Amherst της Μασαχουσέτης, τον Δεκέμβριο του ’08, ο Robinson συνεργάζεται με τον γνωστό πιανίστα, μέλος του AACM και με σαφείς free πιένες, Anthony Davis. Το αποτέλεσμα, είναι ένα περίπου ωριαίο άλμπουμ minimal ομορφιάς, με βαθιές μελωδίες, που και αυτές διαμορφώνουν ένα συμπαγές, αν και κάπως τεταμένο κλίμα.
Επαφή: www.jasonrobinson.com
Για το “Cerberus Reigning” πρόλαβε κι έγραψε ο συνάδελφος Βαγγέλης Αραγιάννης στο 216 τεύχος του Jazz & Τζαζ. Δανείζομαι ένα μέρος του κειμένου του (και) από το προσωπικό του blog http://is.gd/thiHT2. Εμπνεόμενος αφενός από τις σόλο δουλειές του Roscoe Mitchell, του Evan Parker και του John Butcher και αφετέρου από την ελληνική μυθολογία και την επιστημονική φαντασία, αφηγείται (όπως τουλάχιστον λέει ο ίδιος) μια ιστορία με πρωταγωνιστή το εμβληματικό σαξόφωνο Κέρβερο με τις τρεις καμπάνες… Χωρίς να παίζει με την τεχνική της κυκλικής αναπνοής, όπως κάνει για παράδειγμα ο Evan Parker, αναπτύσσει κάθε γραμμή του μέσα στα περιθώρια ενός φυσήματος, δουλεύει με τις παύσεις, ψάχνει τη μελωδία και μέσα στο θόρυβο. Επίσης… κάποιες στιγμές αντί για τενόρο παίζει φλάουτο, ενώ κάνει εκτενή χρήση ηλεκτρονικών φτιάχνοντας λούπες και παράλληλα ηχητικά στρώματα, πάντοτε όμως σε παρόντα χρόνο, χωρίς οποιαδήποτε επέμβαση στο στούντιο. Παρόλο λοιπόν που το “Cerberus Reigning” ξεκινά με τη λογική ενός solo sax άλμπουμ, επεκτείνεται πέρα από το όργανο, δεδομένης της επιλογής του Robinson να μην επικεντρώνεται στο ίδιο το σαξόφωνο, αλλά στο ρόλο του ως ερμηνευτή.
Το δεύτερο απ’ αυτά τα CD, το “The Two Faces of Janus” στην Cuneiform, γραμμένο στο Brooklyn τον Δεκέμβριο του ’09, είναι ένα επίσης ιδιαίτερο CD τζαζικώς δύσκολα κατατάξιμο· μια και τα… πρόσωπα του Ιανού, απ’ ό,τι φαίνεται στην περίπτωσή μας, ήταν περισσότερα από δύο... Ο Jason Robinson τενόρο, σοπράνο, φλάουτο, έχοντας δίπλα του τούς Liberty Ellman κιθάρες, Drew Gress μπάσο, George Schuller ντραμς και ως guests τούς Marty Ehrlich άλτο, μπάσο κλαρίνο, Rudresh Mahanthappa άλτο εμφανίζει μία σειρά δικών του συνθέσεων, ποικίλων χρονικών διαστάσεων (από 4λεπτες, έως 11λεπτες), στις οποίες γραμμένα και ελεύθερα μέρη μοιάζει να βρίσκονται σε μιαν ισορροπία. Υπάρχουν σκληρά soli, συνομιλίες οργάνων (δύο σαξόφωνα π.χ.) που παίζουν σε συμφωνία, ομαδικές παρακρούσεις, που άγονται από το bop (του παρελθόντος), φθάνοντας σε εντατικές improv καταστάσεις· ό,τι δηλαδή δεν παρατηρείται στο “Cerulean Landscape” της Cleen Feed. Στο συγκεκριμένο CD, γραμμένο στην Amherst της Μασαχουσέτης, τον Δεκέμβριο του ’08, ο Robinson συνεργάζεται με τον γνωστό πιανίστα, μέλος του AACM και με σαφείς free πιένες, Anthony Davis. Το αποτέλεσμα, είναι ένα περίπου ωριαίο άλμπουμ minimal ομορφιάς, με βαθιές μελωδίες, που και αυτές διαμορφώνουν ένα συμπαγές, αν και κάπως τεταμένο κλίμα.
Επαφή: www.jasonrobinson.com
Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011
GravitySays_i πελώριες γκρι φιγούρες
Οι Πειραιώτες GravitySays_i δεν είναι καινούριο συγκρότημα. Σχηματίστηκαν τον Μάρτιο του 2003 από τους Μάνο Πατεράκη και Νίκο Ρέτσο, έχουν ηχογραφήσει ήδη ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ, το “The Roughest Sea” στον Σείριο το 2007, έχουν εμφανιστεί σε χώρους κι εκδηλώσεις, είτε ως πρώτο όνομα είτε ως support, τυπώνοντας προσφάτως ένα ακόμη άλμπουμ, που θα τους δώσει την απαραίτητη ώθηση ίνα συνεχίσουν. Και το λέω τούτο γιατί οι GravitySays_i είναι από ’κείνα τα συγκροτήματα που πρέπει και, κυρίως, αξίζει να συνεχίσουν. Διαθέτουν συγκεκριμένο (αγγλικό) λόγο, που αφορά στο απροσάρμοστο της σύγχρονης ζωής, και περαιτέρω όραμα ηχητικό, εντός του οποίου κλείνουν επιδράσεις και επιρροές που τους ξεπερνούν (νομίζω) ως ηλικίες. Από την sixties pop παρακαταθήκη και τους Pink Floyd του progressive στερεώματος, μέχρι τον ήχο της 4AD, τον David Sylvian, τους Radiohead, το stoner rock και την υμνωδία. Και κάπου ενδιαμέσως η ελληνική αιχμή τους: ο μελωδικός Χατζιδάκις, η… φεγγαρόφωτη (και ουχί η ηλιόλουστη) παράδοση και βεβαίως ένα όργανο κόσμημα που χρησιμοποιείται αλλέως (το σαντούρι). Το “The Figures of Enormous Grey and the Patterns of Fraud” [Restless Wind, 2011] είναι ένα έργο μόλις 27:27 λεπτών, χωρισμένο σε δύο πλευρές. Πέντε θέματα στην πρώτη, τα οποία εναλλάσσονται σχεδόν άνευ κενών, και τέσσερα στη δεύτερη, αποτελούν ένα σύνολο αδιάσπαστο, το οποίον καθοδηγείται αφ’ ενός μεν από τα chorus vocals (τραγουδούν τρία μέλη του γκρουπ και η χορωδία The Enormous Grey Figures), αφ’ ετέρου δε από τα – σκέτη περιπέτεια – οργανικά κείμενα.
Ακούγοντας το ελεγειακό, εσπερινό κομψοτέχνημα των GravitySays_i έχω την αίσθηση (λέω και τη βεβαιότητα – κανένα πρόβλημα) πως το αγγλόφωνο rock στη χώρα μας έχει κάνει άλματα τα τελευταία χρόνια. Προσωπικώς, δε, συγκινούμαι ιδιαιτέρως όταν ακούω μπάντες να αρθρώνουν το δικό τους λόγο, ανεξαρτήτως του «τι παίζει», διαμορφώνοντας το παλίμψηστο των αναφορών τους προς την κατεύθυνση ενός προσωπικού «κάτι».
Μάνος Πατεράκης κιθάρα, σαντούρι, φωνή, Άκης Παπαβασιλείου κιθάρα, μελόντικα, φωνή, Σπύρος Βρυώνης βιολοντσέλο, κιθάρα, glockenspiel, φωνή, Νίκος Ρέτσος τύμπανα, κρουστά, Λευτέρης Βαρθάλης μπάσο, οι GravitySays_i δηλαδή, ένα ακόμη μεγάλο ελληνικό συγκρότημα… πριν τους Electric Litany.
Ακούγοντας το ελεγειακό, εσπερινό κομψοτέχνημα των GravitySays_i έχω την αίσθηση (λέω και τη βεβαιότητα – κανένα πρόβλημα) πως το αγγλόφωνο rock στη χώρα μας έχει κάνει άλματα τα τελευταία χρόνια. Προσωπικώς, δε, συγκινούμαι ιδιαιτέρως όταν ακούω μπάντες να αρθρώνουν το δικό τους λόγο, ανεξαρτήτως του «τι παίζει», διαμορφώνοντας το παλίμψηστο των αναφορών τους προς την κατεύθυνση ενός προσωπικού «κάτι».
Μάνος Πατεράκης κιθάρα, σαντούρι, φωνή, Άκης Παπαβασιλείου κιθάρα, μελόντικα, φωνή, Σπύρος Βρυώνης βιολοντσέλο, κιθάρα, glockenspiel, φωνή, Νίκος Ρέτσος τύμπανα, κρουστά, Λευτέρης Βαρθάλης μπάσο, οι GravitySays_i δηλαδή, ένα ακόμη μεγάλο ελληνικό συγκρότημα… πριν τους Electric Litany.
μην πετάξεις τίποτα…
Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011
Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011
δύο CD της Puzzlemusik
Δεν ξέρω αν είναι ένα μικρό κατόρθωμα, αλλά μέσα στα 53 λεπτά που διαρκεί το δισκάκι των Χρήστου Αλεξόπουλου και Αγγελικής Δαρλάση «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» [Puzzlemusik, 2010] αντιλαμβάνεσαι πλήρως το μύθο. Ποιο μύθο; Εκείνον της «Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων» του Lewis Carroll, έτσι όπως τον διασκεύασε η Αγγελική Δαρλάση και τoν έντυσε μουσικώς ο Χρήστος Αλεξόπουλος (στις κιθάρες ο Socos, βιολί, βιόλα ο Μάριος Δαπέργολας, τρομπέτα ο Χρήστος Παλαμιώτης, φλάουτο ο Στέλιος Ρωμαλιάδης). Βεβαίως, στην περίπτωσή μας, έχουμε να κάνουμε μ’ έναν καθαρό παιδικό δίσκο – στον οποίο συμμετέχουν αφηγητής (Κώστας Δαρλάσης), ηθοποιοί, ας τους πούμε καλύτερα ρόλους, ενώ παρεμβάλλονται τραγούδια, αλλά και, γενικότερα, μουσική συνοδεία – δεν έχουμε δηλαδή ένα άλμπουμ τραγουδιών επηρεασμένων από το βιβλίο του Carroll, που θα μπορούσε να αφορά μόνον… μεγάλους (και όχι παιδιά και μεγάλους). Φυσικά, κάτι τέτοιο σε τίποτα δε μειώνει την αξία της προσπάθειας, πόσω μάλλον όταν τραγούδια όπως εκείνο «της κάμπιας» (ενορχήστρωση Μπάμπης Παπαδόπουλος) ή το «Τα πράγματα είναι έτσι – αλλά είναι και αλλιώς» αφορούν σε άπασες τις ηλικίες.
Εκτιμώ τον Σωκράτη Παπαχατζή τόσο ως μουσικό (από την εποχή των Blue Light), όσο και ως δημοσιογράφο (κάποια κείμενά του στο περιοδικό Ήχος & Hi-Fi/ ήχος ΕΙΚΟΝΑ μού έχουν αρέσει ιδιαιτέρως), ενώ δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη για τη ραδιοφωνική του καριέρα, αφού δεν έχει τύχει ποτέ να παρακολουθήσω εκπομπή του. Κάτι επίσης που θέλω να τονίσω είναι πως δεν μου είχε δοθεί έως τώρα, εξ όσων θυμάμαι, η δυνατότητα να γράψω μια γνώμη για τη δουλειά του· πράγμα, που κάνω τώρα με αφορμή το τρίτο άλμπουμ των MK-O “Blues for the White Nigger” [Puzzlemusik, 2011]. ΜΚ-Ο, να υπενθυμίσω, είναι η Μαρίνα Καναβάκη (ΜΚ) και ο Oannes (Ο) δηλ. ο Σωκράτης Παπαχατζής. Επί του προκειμένου, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα γενικώς electro έργο, μέσα στο οποίο συνωθούνται κάποιες blues, funk, 80s electro-pop, ακόμη και jazz ή και abstract (να μην τις αποκαλέσω improv) αναφορές, οι οποίες ντύνουν ενίοτε τους στίχους· καθότι οι MK-O δεν αρνούνται και την τραγουδιστική πλευρά της electronica. Μάλιστα, αυτοί οι στίχοι κάποιες φορές (“Drowing in debts”) φαίνεται να καθοδηγούνται από διαστάσεις της καθημερινότητας, παρέχοντας, έτσι, τη δυνατότητα στο duo τής δημιουργίας ολοκληρωμένων (σύγχρονων) τραγουδιών. Το άκουσμα είναι οπωσδήποτε περιπετειώδες, αφού το ύφος μεταβάλλεται, σχεδόν από track σε track, ενώ, ακόμη και από το πρώτο άκουσμα, θα ξεχώριζα τα “White nigger blue 1” και “2” καθώς και το έσχατο “Disco Utopia”, ένα… digital electro που ξεσκουριάζει πάραυτα αραχνιασμένα φλόρια.
Επαφή: www.myspace.com/puzzlemusik
Εκτιμώ τον Σωκράτη Παπαχατζή τόσο ως μουσικό (από την εποχή των Blue Light), όσο και ως δημοσιογράφο (κάποια κείμενά του στο περιοδικό Ήχος & Hi-Fi/ ήχος ΕΙΚΟΝΑ μού έχουν αρέσει ιδιαιτέρως), ενώ δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη για τη ραδιοφωνική του καριέρα, αφού δεν έχει τύχει ποτέ να παρακολουθήσω εκπομπή του. Κάτι επίσης που θέλω να τονίσω είναι πως δεν μου είχε δοθεί έως τώρα, εξ όσων θυμάμαι, η δυνατότητα να γράψω μια γνώμη για τη δουλειά του· πράγμα, που κάνω τώρα με αφορμή το τρίτο άλμπουμ των MK-O “Blues for the White Nigger” [Puzzlemusik, 2011]. ΜΚ-Ο, να υπενθυμίσω, είναι η Μαρίνα Καναβάκη (ΜΚ) και ο Oannes (Ο) δηλ. ο Σωκράτης Παπαχατζής. Επί του προκειμένου, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα γενικώς electro έργο, μέσα στο οποίο συνωθούνται κάποιες blues, funk, 80s electro-pop, ακόμη και jazz ή και abstract (να μην τις αποκαλέσω improv) αναφορές, οι οποίες ντύνουν ενίοτε τους στίχους· καθότι οι MK-O δεν αρνούνται και την τραγουδιστική πλευρά της electronica. Μάλιστα, αυτοί οι στίχοι κάποιες φορές (“Drowing in debts”) φαίνεται να καθοδηγούνται από διαστάσεις της καθημερινότητας, παρέχοντας, έτσι, τη δυνατότητα στο duo τής δημιουργίας ολοκληρωμένων (σύγχρονων) τραγουδιών. Το άκουσμα είναι οπωσδήποτε περιπετειώδες, αφού το ύφος μεταβάλλεται, σχεδόν από track σε track, ενώ, ακόμη και από το πρώτο άκουσμα, θα ξεχώριζα τα “White nigger blue 1” και “2” καθώς και το έσχατο “Disco Utopia”, ένα… digital electro που ξεσκουριάζει πάραυτα αραχνιασμένα φλόρια.
Επαφή: www.myspace.com/puzzlemusik
Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011
HOOKER and STEVE groovy to the max
Όταν κυκλοφόρησε το “Hooker and Steve”, στην Arhoolie Records [1051] του Chris Strachwitz προς τα τέλη του 1969 ή τις αρχές του ’70, το blues και το rock, ή μάλλον ο συνδυασμός τους, το blues-rock, είχε δώσει ήδη εξαιρετικά δείγματα σε Αμερική και Αγγλία κατά πρώτον, με αποτέλεσμα να θεωρείται πια κοινή λογική η συνύπαρξη στη δισκογραφία και το πάλκο μαύρων και λευκών παικτών· που ναι μεν ξεκινούσαν από διαφορετικές αφετηρίες (κοινωνικές, αισθητικές), αλλά θα μπορούσε να συναντηθούν, στην πορεία, δίχως πρόβλημα. Πόσω μάλλον όταν o εις εξ αυτών είχε καθορίσει με τα παιξίματά του, ήδη από τα early sixties, την μπλουζρόκ πενιά. Ο λόγος, φυσικά, για τον τρανό Earl Hooker.
Γεννημένος κοντά στην Clarksdale του Mississippi το 1929 (πέθανε 41 χρόνια αργότερα στο Chicago από φυματίωση), ο Earl Hooker, που ήταν εξάδελφος του John Lee Hooker, μπορεί να πρωτοηχογραφεί το 1952 για την King, ήταν όμως η παρουσία του στις μικρές εταιρίες το διάστημα 1960-67, την Chief από το Chicago και βεβαίως την Cuca από την Sauk City του Wisconsin, που τον καθιέρωσε ως έναν από τους μεγαλύτερους βιρτουόζους της ηλεκτρικής κιθάρας, με απόλυτο, μάλιστα, groovy blues-rock drive.
Ο Hooker είχε για κιθαριστικό του είδωλο τον Robert Nighthawk (με το απίθανο slide) και το παίξιμο εκείνου προχώρησε, στα χρόνια της σύντομης καριέρας του. Αγαπούσε δε κάθε είδος λαϊκής μουσικής του καιρού του, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση του δικού του παικτικού τρόπου και της συνάφειας εκείνου του τρόπου με blues, boogie, soul, bebop, pop, ακόμη και country ή novelties καταστάσεις. Όλα όμως τούτα περασμένα μέσα από μία groovy συνταγή, την οποία πυροδοτούσε ο ίδιος με τα απολύτως ιδιότυπα (στον ήχο) soli του και φυσικά οι… ανάλογοι οργανίστες (υπήρξε από τους πρώτους bluesmen που έθεσαν χαμοντίστα δίπλα τους, ήδη από το 1960).
Έτσι λοιπόν στο “Hooker and Steve”, που ηχογραφήθηκε στα Sierra Sound Studios, στο Berkeley της California την 18/7/1969, ο Earl Hooker θα συμπράξει με τον οργανίστα Steve Miller (μέλος εκείνη την εποχή των Linn County και αργότερα των Daddy Longlegs – δεν έχει καμμία σχέση με τον περισσότερο γνωστό μας κιθαρίστα Steve Miller), τον μπασίστα Geno Skaggs (έχει ηχογραφήσει με John Lee Hooker, Johnny Big Moose Walker, Lightnin’ Hopkins, Luther Tucker, Jimmy Reed κ.ά.), τον ντράμερ Bobby Johnson, καθώς και με τον περίφημο αρμονικίστα Louis Myers (από τους Aces) σε δύο κομμάτια, παρουσιάζοντας, όλοι μαζί, ένα απολαυστικό set ηλεκτρισμένου groovy blues, με τις όποιες ένθεν (jazz) κι ένθεν (country) επεκτάσεις του. Όποιος θέλει ν’ ακούσει τέτοιον ήχο σήμερα προστρέχει σε κάποιες από τις εγγραφές του Ronnie Earl· το επώνυμο του οποίου είναι Horvath, αλλά προτιμά να υπογράφει με το μικρό του παντοτινού του ειδώλου.
Γεννημένος κοντά στην Clarksdale του Mississippi το 1929 (πέθανε 41 χρόνια αργότερα στο Chicago από φυματίωση), ο Earl Hooker, που ήταν εξάδελφος του John Lee Hooker, μπορεί να πρωτοηχογραφεί το 1952 για την King, ήταν όμως η παρουσία του στις μικρές εταιρίες το διάστημα 1960-67, την Chief από το Chicago και βεβαίως την Cuca από την Sauk City του Wisconsin, που τον καθιέρωσε ως έναν από τους μεγαλύτερους βιρτουόζους της ηλεκτρικής κιθάρας, με απόλυτο, μάλιστα, groovy blues-rock drive.
Ο Hooker είχε για κιθαριστικό του είδωλο τον Robert Nighthawk (με το απίθανο slide) και το παίξιμο εκείνου προχώρησε, στα χρόνια της σύντομης καριέρας του. Αγαπούσε δε κάθε είδος λαϊκής μουσικής του καιρού του, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση του δικού του παικτικού τρόπου και της συνάφειας εκείνου του τρόπου με blues, boogie, soul, bebop, pop, ακόμη και country ή novelties καταστάσεις. Όλα όμως τούτα περασμένα μέσα από μία groovy συνταγή, την οποία πυροδοτούσε ο ίδιος με τα απολύτως ιδιότυπα (στον ήχο) soli του και φυσικά οι… ανάλογοι οργανίστες (υπήρξε από τους πρώτους bluesmen που έθεσαν χαμοντίστα δίπλα τους, ήδη από το 1960).
Έτσι λοιπόν στο “Hooker and Steve”, που ηχογραφήθηκε στα Sierra Sound Studios, στο Berkeley της California την 18/7/1969, ο Earl Hooker θα συμπράξει με τον οργανίστα Steve Miller (μέλος εκείνη την εποχή των Linn County και αργότερα των Daddy Longlegs – δεν έχει καμμία σχέση με τον περισσότερο γνωστό μας κιθαρίστα Steve Miller), τον μπασίστα Geno Skaggs (έχει ηχογραφήσει με John Lee Hooker, Johnny Big Moose Walker, Lightnin’ Hopkins, Luther Tucker, Jimmy Reed κ.ά.), τον ντράμερ Bobby Johnson, καθώς και με τον περίφημο αρμονικίστα Louis Myers (από τους Aces) σε δύο κομμάτια, παρουσιάζοντας, όλοι μαζί, ένα απολαυστικό set ηλεκτρισμένου groovy blues, με τις όποιες ένθεν (jazz) κι ένθεν (country) επεκτάσεις του. Όποιος θέλει ν’ ακούσει τέτοιον ήχο σήμερα προστρέχει σε κάποιες από τις εγγραφές του Ronnie Earl· το επώνυμο του οποίου είναι Horvath, αλλά προτιμά να υπογράφει με το μικρό του παντοτινού του ειδώλου.
Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011
κάτι για τον αποκρυφισμό στο rock
Διάβασα στη Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία (8/10/2011), στη Βιβλιοθήκη (αρ. φύλλου #676), το κείμενο του Κώστα Ζουγρή «Αποκρυφισμός και μουσική». Περιττό να πω –αλλά το λέω– πως το κείμενο μου άφησε κακή εντύπωση. Έχω τη γνώμη πως τόσο σοβαρά (και ενδιαφέροντα) ζητήματα όπως το συγκεκριμένο (με τον εν λόγω τίτλο), αφορούν σε βιβλία και όχι σε τρίστηλα, καθότι, στην αντίθετη περίπτωση, ούτε το τσουβάλιασμα αποφεύγεται, ούτε το πασπάλισμα.
Ο αρθρογράφος φρονώ πως έχει τα πράγματα μπερδεμένα στο κεφάλι του. Ενώ θέλει να μιλήσει για τον «αποκρυφισμό» (στη μουσική, γενικώς), κι ενώ έχει ξεκαθαρίσει μέσες-άκρες τι έστι αποκρυφισμός («τέχνες μαντικής, που χρησιμοποιούν επικλήσεις ή μαγικές φόρμουλες σε μια προσπάθεια ν’ αποκτήσουν κρυμμένη γνώση ή δύναμη»), μπλέκει ανάμεσα τη λεγόμενη μουσικοθεραπεία («στη μουσική ο άνθρωπος έβλεπε πάντα από την αρχαιότητα μια θεραπευτική ιδιότητα, κάτι που προσπαθούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και Αιγύπτιοι, αλλά και σύγχρονοι καλλιτέχνες, κυρίως από τον χώρο του ροκ»), τα έργα θρησκευτικού περιεχομένου (λες και οτιδήποτε θρησκευτικό είναι ταυτοχρόνως και αποκρυφιστικό), τον παγανισμό (αποκρυφισμός και παγανισμός δεν είναι το ίδιο πράγμα), τις θρησκείες της Ανατολής και πιο συγκεκριμένα τον Ινδουισμό(!), όπως και άλλα διάφορα.
Δεν καταλαβαίνω που ακριβώς θέλει να καταλήξει ο Κώστας Ζουγρής, αλλά προσωπικώς –και θα την πω την αμαρτία μου– διαβάζοντας το κείμενό του θυμήθηκα το βιβλίο τού Κ.Γ. Παπαδημητρακόπουλου «Ο Σατανισμός στη Μουσική Ροκ» [εκδ. Φωτοδότες, Αθήνα 1990], εκεί όπου ο συγγραφέας υιοθετώντας τη σκοταδιστική και βεβαίως αντι-επιστημονική μέθοδο –να αποδέχεσαι κάτι ως δεδομένο, προσπαθώντας εκ των υστέρων να προσαρμόσεις επάνω του διάφορα συμπεράσματα ίνα το επιβεβαιώσεις– αποφαινόταν πως το ροκ είναι σατανιστικό. (Το ίδιο ολίσθημα έπραττε και ο Erich von Däniken π.χ., στα γνωστά τοις πάσι βιβλία του, θεωρώντας δεδομένη την παρουσία εξωγήινων στη Γη, επιχειρώντας εν συνεχεία με τα ευρήματά του να επιβεβαιώσει τη «θεωρία» του).
Το αν έβγαινε τώρα κάποιος άλλος, το ίδιο αντι-επιστήμων, και αποφάσιζε (με επιχειρήματα – άλλο τίποτα!) το ακριβώς αντίθετο, πως το rock δηλαδή είναι χριστιανικό, αυτό δεν έχει καμία σημασία… Δηλαδή, έχει και παραέχει.
Θέλω να πω πως το rock – δεν ενδιαφέρομαι να μιλήσω γενικώς περί μουσικής – είναι πολλά πράγματα ταυτοχρόνως. Είναι και αποκρυφιστικό, είναι και χριστιανικό, είναι και προοδευτικό, είναι και φασιστικό, είναι και οτιδήποτε… Ως κοινωνικό φαινόμενο εξαπλώνεται παντού, κλείνοντας εντός του και… μαύρα φίδια και άσπρα περιστέρια (και ό,τι άλλο υπάρχει ενδιαμέσως). Το ζήτημα είναι, κάθε φορά, τι είδους κουβέντα γίνεται για όλα τούτα και κυρίως ποιος είναι ο σκοπός μιας τέτοιας κουβέντας.
Αν σκοπός είναι να πούμε πως το «ροκ είναι αποκρυφιστικό» ή το «ροκ είναι χριστιανικό» καλύτερα ας το αφήσουμε. Ο Ζουγρής, βεβαίως, δεν αποφαίνεται εμφανώς (όπως ο Παπαδημητρακόπουλος ας πούμε), περισσότερο… καταγράφει. Όμως, όταν μέσα σ’ ένα κείμενο υπό τον τίτλο «Αποκρυφισμός και μουσική» ανακατεύονται μερικές δεκάδες ονόματα (από τον Στραβίνσκι και τον Stockhausen, μέχρι τον Philip Glass και τον Steve Reich, και από τους Beatles και τους Yes, μέχρι τους Megadeth και τη Madonna), δίχως να εστιάζουμε στις διαφορές (λεπτές ή λιγότερο), το μόνο που καταφέρνουμε είναι να δημιουργούμε σύγχυση ή εν πάση περιπτώσει να επιτείνουμε την ήδη υπάρχουσα.
Ξεπερνώντας λοιπόν ανούσιες κουβέντες του τύπου «σημαντικοί δίσκοι που αναφέρεται ότι έχουν σχέση με τον αποκρυφισμό είναι το άλμπουμ Sgt. Peppers Lonely Hearts Club Band των Beatles, στο οποίο το συγκρότημα χρησιμοποιεί νεο-μυστικιστικούς όρους[sic], με κάθε τραγούδι να είναι εντελώς διαφορετικό[sic] σε σχέση με τα άλλα και όλα σχεδόν να έχουν σχέση με την ψυχεδέλεια[sic] και με τον σατανιστή-αποκρυφιστή Aleister Crowley, που πέθανε το 1947, να καταλαμβάνει μία από τις θέσεις με τα διάφορα πρόσωπα που φιγουράρουν στο εξώφυλλο», λες και τα «διαφορετικά» τραγούδια ή η «σχέση με την ψυχεδέλεια», προδιαγράφουν και αποκρυφιστικές τάσεις, ανακρίβειες όπως αυτή «ο Maharishi Mahesy Yogi, που είχε δημιουργήσει την αίρεση[sic] Hare Krishna» (τη Hare Krishna movement την είχε ιδρύσει ο A.C. Bhaktivedanta Swami Prabhupada, ο Maharishi Mahesh Yogi είχε ιδρύσει την Transcendental Meditation movement – αρχικώς επιρροή στους Beatles άσκησε ο Maharishi, αλλά πολύ σύντομα ο Harrison ακολούθησε τη Hare Krishna κατεύθυνση), ή εκείνη «πατέρες του επερχόμενου σατανικού κύματος καλλιτεχνών ήταν βέβαια οι Crazy World Of Arthur Brown, με ανάλογο ύφος[sic] να έχουν ονόματα όπως οι Cream, Black Sabbath, Atomic Rooster, Kiss, Alice Cooper και οι πρωτοπόροι στο είδος τους Βρετανοί Black Window» (με τους Cream να παρουσιάζονται ως σατανιστές και τη... Μαύρη Χήρα, τους Black Widow, να μετατρέπονται σε Μαύρο Παράθυρο – κι εν πάση περιπτώσει αν οι Cream ήταν εντός του «σατανικού κύματος», λέμε τώρα, πώς οι Black Widow ήταν «πρωτοπόροι», όταν σχηματίστηκαν τρία χρόνια μετά τους Cream;)· κάπου το πράγμα παρατραβάει. Ευτυχώς, πάντως, που δεν αναφέρθηκαν και οι ABBA ως σατανιστές ή αποκρυφιστές, επειδή –από το 45άρι τους “Dancing queen” (1976) και μετά– το δεύτερο “B” στο όνομά τους είναι αντεστραμμένο (ο Παπαδημητρακόπουλος γράφει πως το αντεστραμμένο “B” σημαίνει «πατέρας του σκότους»!). Έτσι, για καλό και για κακό, όταν ακούτε ABBA ρίχνετε που και που κανα λιβάνισμα…
Κατά τη γνώμη μου το πιο σοβαρό κομμάτι που αφορά στο rock και τον αποκρυφισμό (γιατί η σαβούρα είναι άπειρη, και θα πρέπει κάποιος να μπορεί να διαχωρίζει την ήρα από το στάρι – εδώ διαχωρίζουμε την «ήρα» βεβαίως, καθότι και… ερυσιβώδης) σχετίζεται βασικά με τον Kenneth Anger. Αν και δε θέλω να απομειώσω την περίπτωση του Graham Bond ας πούμε (και ορισμένες άλλες, όπως π.χ. εκείνη του Angus MacLise, που πέρασε κάποτε και από τα μέρη μας), η επίδραση του Anger σ’ αυτή την ιστορία υπήρξε καταλυτική. Ο Ζουγρής γράφει δύο λόγια, περνώντας, βασικά, το θέμα στο ντούκου.
«Ο Mick Jagger με τον Keith Richards, όπως και ο Jimmy Page είχαν επηρεασθεί από τον αμερικανό σκηνοθέτη, συγγραφέα και σατανιστή Kenneth Anger, που έχει γράψει τα Hollywood Babylon (1959) και Lucifer Rising (1972) και ως σκηνοθέτης έχει επηρεάσει ονόματα όπως οι Martin Scorsese, David Lynch και John Waters».
Διευκρινίζοντας πως το “Hollywood Babylon” είναι βιβλίο, το οποίον έχει κυκλοφορήσει και στην Ελλάδα ως Η Βαβυλώνα του Χόλλυγουντ [Θαυματρόπιο, Αθήνα 1983] και ως Το Χόλλυγουντ [Αιγόκερως, Αθήνα 1984], και πως το “Lucifer Rising” είναι μικρού μήκους ταινία (άρα δεν έχει γραφεί), λέω λίγα λόγια για την περίπτωση του Anger… αφήνοντας τις λεπτομέρειες για άλλη φορά.
Ο Anger πιθανώς να έστριψε προς τον αποκρυφισμό, όταν, το 1947, γνώρισε τον Harry Smith (για τον οποίον Smith κάποια στιγμή στο blog έγινε φασαρία – ρίξτε αν θέλετε μια ματιά στα σχόλια εδώ http://is.gd/z88VY4). Ο Smith που μεγάλωσε μέσα σ’ ένα… αποκρυφιστικό περιβάλλον (οι γονείς του ήταν Θεοσοφιστές, διαδίδοντας ο ίδιος πως ήταν γιος του Aleister Crowley – αργότερα βεβαίως θα γίνει μέλος της Ordo Templi Orientis, ενώ θα φιλοτεχνήσει και το “The Book of the Law” του Crowley, πάνω στο οποίο στηρίζεται η λατρεία της Thelema) δούλευε τότε στο San Francisco Museum of Art, ζητώντας από τον Anger να του στείλει τις ταινίες του, προκειμένου να συμπεριλαμβάνονταν εκείνες στο σχετικό κατάλογο. Να και μία επιστολή, όπως την αντιγράφουμε από το βιβλίο του Scott McDonald “Art in Cinema, Documents Toward a History of the Film Society” [εκδ. Temple University Press, Philadelphia 2006]…
July 28, 1947
Kenneth Anger
2021 Holly Drive
Hollywood 28 California
Dear Kenneth
(…) Would it be possible for you to send up all of your work for previewing on next Saturday? We are going to be looking at a number of film at that time for program selection, all of which has to be done by the first week in August. We are most anxious to see all of your earlier films, as well as the FIREWORKS, of which we have heard many enthusiastic reports.(…) We are going to have the works of the Whitneys (σ.σ. James και John), Fischinger, Arledge, and a number of others, and would like very much to be able to add your productions to our catalogue.(…)
Yours very sincerely
Harry E. Smith
Art in Cinema Society
San Francisco Museum of Art
Υπάρχει, πάντως, κι ένα ακόμη πρόσωπο από το οποίο ξεκινούν πολλά (ή όλα), κι αυτό δεν είναι άλλο από τον ερευνητή-αεροναυπηγό του California Institute of Technology Jack Parsons (1914-1952), τον τελευταίο χρηματοδότη των περιπετειών του Aleister Crowley. Ο Parsons το 1942 είχε επιλεχθεί από τον ίδιον τον Crowley να ηγηθεί του παραρτήματος τής Ordo Templi Orientis στην Καλιφόρνια (Agapé Lodge). Όπως διαβάζω στο περιοδικό Classic Rock (issue 96, Summer 2006) στο κείμενο του Christopher Knowles “Symphony for the Devil”, o Kenneth Anger είχε έρθει σ’ επαφή με τον Parsons και τη συζυγό του Marjorie Cameron κάνοντας παρέα μαζί τους μέχρι και το 1952, όταν ο Parsosns θα σκοτωθεί μετά από κάποια «ύποπτη» έκρηξη στο εργαστήριό του.
Δεν καταλαβαίνω που ακριβώς θέλει να καταλήξει ο Κώστας Ζουγρής, αλλά προσωπικώς –και θα την πω την αμαρτία μου– διαβάζοντας το κείμενό του θυμήθηκα το βιβλίο τού Κ.Γ. Παπαδημητρακόπουλου «Ο Σατανισμός στη Μουσική Ροκ» [εκδ. Φωτοδότες, Αθήνα 1990], εκεί όπου ο συγγραφέας υιοθετώντας τη σκοταδιστική και βεβαίως αντι-επιστημονική μέθοδο –να αποδέχεσαι κάτι ως δεδομένο, προσπαθώντας εκ των υστέρων να προσαρμόσεις επάνω του διάφορα συμπεράσματα ίνα το επιβεβαιώσεις– αποφαινόταν πως το ροκ είναι σατανιστικό. (Το ίδιο ολίσθημα έπραττε και ο Erich von Däniken π.χ., στα γνωστά τοις πάσι βιβλία του, θεωρώντας δεδομένη την παρουσία εξωγήινων στη Γη, επιχειρώντας εν συνεχεία με τα ευρήματά του να επιβεβαιώσει τη «θεωρία» του).
Το αν έβγαινε τώρα κάποιος άλλος, το ίδιο αντι-επιστήμων, και αποφάσιζε (με επιχειρήματα – άλλο τίποτα!) το ακριβώς αντίθετο, πως το rock δηλαδή είναι χριστιανικό, αυτό δεν έχει καμία σημασία… Δηλαδή, έχει και παραέχει.
Θέλω να πω πως το rock – δεν ενδιαφέρομαι να μιλήσω γενικώς περί μουσικής – είναι πολλά πράγματα ταυτοχρόνως. Είναι και αποκρυφιστικό, είναι και χριστιανικό, είναι και προοδευτικό, είναι και φασιστικό, είναι και οτιδήποτε… Ως κοινωνικό φαινόμενο εξαπλώνεται παντού, κλείνοντας εντός του και… μαύρα φίδια και άσπρα περιστέρια (και ό,τι άλλο υπάρχει ενδιαμέσως). Το ζήτημα είναι, κάθε φορά, τι είδους κουβέντα γίνεται για όλα τούτα και κυρίως ποιος είναι ο σκοπός μιας τέτοιας κουβέντας.
Αν σκοπός είναι να πούμε πως το «ροκ είναι αποκρυφιστικό» ή το «ροκ είναι χριστιανικό» καλύτερα ας το αφήσουμε. Ο Ζουγρής, βεβαίως, δεν αποφαίνεται εμφανώς (όπως ο Παπαδημητρακόπουλος ας πούμε), περισσότερο… καταγράφει. Όμως, όταν μέσα σ’ ένα κείμενο υπό τον τίτλο «Αποκρυφισμός και μουσική» ανακατεύονται μερικές δεκάδες ονόματα (από τον Στραβίνσκι και τον Stockhausen, μέχρι τον Philip Glass και τον Steve Reich, και από τους Beatles και τους Yes, μέχρι τους Megadeth και τη Madonna), δίχως να εστιάζουμε στις διαφορές (λεπτές ή λιγότερο), το μόνο που καταφέρνουμε είναι να δημιουργούμε σύγχυση ή εν πάση περιπτώσει να επιτείνουμε την ήδη υπάρχουσα.
Ξεπερνώντας λοιπόν ανούσιες κουβέντες του τύπου «σημαντικοί δίσκοι που αναφέρεται ότι έχουν σχέση με τον αποκρυφισμό είναι το άλμπουμ Sgt. Peppers Lonely Hearts Club Band των Beatles, στο οποίο το συγκρότημα χρησιμοποιεί νεο-μυστικιστικούς όρους[sic], με κάθε τραγούδι να είναι εντελώς διαφορετικό[sic] σε σχέση με τα άλλα και όλα σχεδόν να έχουν σχέση με την ψυχεδέλεια[sic] και με τον σατανιστή-αποκρυφιστή Aleister Crowley, που πέθανε το 1947, να καταλαμβάνει μία από τις θέσεις με τα διάφορα πρόσωπα που φιγουράρουν στο εξώφυλλο», λες και τα «διαφορετικά» τραγούδια ή η «σχέση με την ψυχεδέλεια», προδιαγράφουν και αποκρυφιστικές τάσεις, ανακρίβειες όπως αυτή «ο Maharishi Mahesy Yogi, που είχε δημιουργήσει την αίρεση[sic] Hare Krishna» (τη Hare Krishna movement την είχε ιδρύσει ο A.C. Bhaktivedanta Swami Prabhupada, ο Maharishi Mahesh Yogi είχε ιδρύσει την Transcendental Meditation movement – αρχικώς επιρροή στους Beatles άσκησε ο Maharishi, αλλά πολύ σύντομα ο Harrison ακολούθησε τη Hare Krishna κατεύθυνση), ή εκείνη «πατέρες του επερχόμενου σατανικού κύματος καλλιτεχνών ήταν βέβαια οι Crazy World Of Arthur Brown, με ανάλογο ύφος[sic] να έχουν ονόματα όπως οι Cream, Black Sabbath, Atomic Rooster, Kiss, Alice Cooper και οι πρωτοπόροι στο είδος τους Βρετανοί Black Window» (με τους Cream να παρουσιάζονται ως σατανιστές και τη... Μαύρη Χήρα, τους Black Widow, να μετατρέπονται σε Μαύρο Παράθυρο – κι εν πάση περιπτώσει αν οι Cream ήταν εντός του «σατανικού κύματος», λέμε τώρα, πώς οι Black Widow ήταν «πρωτοπόροι», όταν σχηματίστηκαν τρία χρόνια μετά τους Cream;)· κάπου το πράγμα παρατραβάει. Ευτυχώς, πάντως, που δεν αναφέρθηκαν και οι ABBA ως σατανιστές ή αποκρυφιστές, επειδή –από το 45άρι τους “Dancing queen” (1976) και μετά– το δεύτερο “B” στο όνομά τους είναι αντεστραμμένο (ο Παπαδημητρακόπουλος γράφει πως το αντεστραμμένο “B” σημαίνει «πατέρας του σκότους»!). Έτσι, για καλό και για κακό, όταν ακούτε ABBA ρίχνετε που και που κανα λιβάνισμα…
Κατά τη γνώμη μου το πιο σοβαρό κομμάτι που αφορά στο rock και τον αποκρυφισμό (γιατί η σαβούρα είναι άπειρη, και θα πρέπει κάποιος να μπορεί να διαχωρίζει την ήρα από το στάρι – εδώ διαχωρίζουμε την «ήρα» βεβαίως, καθότι και… ερυσιβώδης) σχετίζεται βασικά με τον Kenneth Anger. Αν και δε θέλω να απομειώσω την περίπτωση του Graham Bond ας πούμε (και ορισμένες άλλες, όπως π.χ. εκείνη του Angus MacLise, που πέρασε κάποτε και από τα μέρη μας), η επίδραση του Anger σ’ αυτή την ιστορία υπήρξε καταλυτική. Ο Ζουγρής γράφει δύο λόγια, περνώντας, βασικά, το θέμα στο ντούκου.
«Ο Mick Jagger με τον Keith Richards, όπως και ο Jimmy Page είχαν επηρεασθεί από τον αμερικανό σκηνοθέτη, συγγραφέα και σατανιστή Kenneth Anger, που έχει γράψει τα Hollywood Babylon (1959) και Lucifer Rising (1972) και ως σκηνοθέτης έχει επηρεάσει ονόματα όπως οι Martin Scorsese, David Lynch και John Waters».
Ο Anger πιθανώς να έστριψε προς τον αποκρυφισμό, όταν, το 1947, γνώρισε τον Harry Smith (για τον οποίον Smith κάποια στιγμή στο blog έγινε φασαρία – ρίξτε αν θέλετε μια ματιά στα σχόλια εδώ http://is.gd/z88VY4). Ο Smith που μεγάλωσε μέσα σ’ ένα… αποκρυφιστικό περιβάλλον (οι γονείς του ήταν Θεοσοφιστές, διαδίδοντας ο ίδιος πως ήταν γιος του Aleister Crowley – αργότερα βεβαίως θα γίνει μέλος της Ordo Templi Orientis, ενώ θα φιλοτεχνήσει και το “The Book of the Law” του Crowley, πάνω στο οποίο στηρίζεται η λατρεία της Thelema) δούλευε τότε στο San Francisco Museum of Art, ζητώντας από τον Anger να του στείλει τις ταινίες του, προκειμένου να συμπεριλαμβάνονταν εκείνες στο σχετικό κατάλογο. Να και μία επιστολή, όπως την αντιγράφουμε από το βιβλίο του Scott McDonald “Art in Cinema, Documents Toward a History of the Film Society” [εκδ. Temple University Press, Philadelphia 2006]…
July 28, 1947
Kenneth Anger
2021 Holly Drive
Hollywood 28 California
Dear Kenneth
(…) Would it be possible for you to send up all of your work for previewing on next Saturday? We are going to be looking at a number of film at that time for program selection, all of which has to be done by the first week in August. We are most anxious to see all of your earlier films, as well as the FIREWORKS, of which we have heard many enthusiastic reports.(…) We are going to have the works of the Whitneys (σ.σ. James και John), Fischinger, Arledge, and a number of others, and would like very much to be able to add your productions to our catalogue.(…)
Yours very sincerely
Harry E. Smith
Art in Cinema Society
San Francisco Museum of Art
Υπάρχει, πάντως, κι ένα ακόμη πρόσωπο από το οποίο ξεκινούν πολλά (ή όλα), κι αυτό δεν είναι άλλο από τον ερευνητή-αεροναυπηγό του California Institute of Technology Jack Parsons (1914-1952), τον τελευταίο χρηματοδότη των περιπετειών του Aleister Crowley. Ο Parsons το 1942 είχε επιλεχθεί από τον ίδιον τον Crowley να ηγηθεί του παραρτήματος τής Ordo Templi Orientis στην Καλιφόρνια (Agapé Lodge). Όπως διαβάζω στο περιοδικό Classic Rock (issue 96, Summer 2006) στο κείμενο του Christopher Knowles “Symphony for the Devil”, o Kenneth Anger είχε έρθει σ’ επαφή με τον Parsons και τη συζυγό του Marjorie Cameron κάνοντας παρέα μαζί τους μέχρι και το 1952, όταν ο Parsosns θα σκοτωθεί μετά από κάποια «ύποπτη» έκρηξη στο εργαστήριό του.
Το 1954 ο Anger ξεκινά το φιλμ “Inauguration of the Pleasure Dome”, που θα ολοκληρώσει κατά κύματα, έχοντας ως πρωταγωνιστές, ανάμεσα σε άλλους, την Anaïs Nin, την Marjorie Cameron και τη… μουσική του Leoš Janáček (“Glagolitic Mass”). Όλο το φιλμ είναι ουσιαστικά μια τελετουργία (πόσο κοντά σ’ εκείνες του Crowley, θα σας γελάσω). Η πρώτη, όμως, ταινία τού Anger καθαρού αποκρυφιστικού περιεχομένου πρέπει να ήταν η μικρού μήκους “Thelema Abbey” (1955), που αναφερόταν στο Αββαείο της Thelema, το εντευκτήριο (ας το πω έτσι) που είχε ιδρύσει ο Aleister Crowley στη Cefalu της Σικελίας το 1920, ενώ λατρευτικά στοιχεία συνυπάρχουν με ομοερωτικά και ποικίλα φετιχιστικά (σχετικά με τη μηχανόβια υποκουλτούρα, το μαύρο δερμάτινο ντύσιμο, τα ναζιστικά σύμβολα, και τον Χριστό) στο 30λεπτο “Scorpio Rising”(1964), το soundtrack του οποίου περιλαμβάνει τραγούδια με τους Ricky Nelson, Elvis Presley, The Crystals, Bobby Vinton (το “Blue velvet” – σαν να προέρχεται από ρετάλι του David Lynch) κ.ά.
Στο “Lucifer Rising”, πάντως, που ξεκίνησε να γυρίζεται το 1966, για να ολοκληρωθεί το 1972 (αν και η μουσική στην τελική της μορφή δεν μπήκε πριν το 1979) το πράγμα, η σχέση δηλαδή του rock με τον αποκρυφισμό αποκτά το πιο καθαρό της πρόσωπο.
Όλα ξεκινούν το 1967, όταν ο Anger είχε πλέον εγκατασταθεί στο San Francisco, παρακολουθώντας το live των Orkustra στην Glide Memorial Church, την 24/2/1967 (αναφέρομαι στο τριήμερο happening, υπό την επωνυμία Invisible Circus, που είχαν σπονσοράρει οι Diggers κ.ά. στο διάστημα 24-26/2/1967). Οι Orkustra, ή Electric Chumber Orkustra όπως λεγόταν στην αρχή, ήταν ένα από τα πιο προχωρημένα γκρουπ της εποχής κι οι εμφανίσεις τους δίπλα στους Big Brother & The Holding Company και τους Grateful Dead, ήδη από το 1966, τους έδιδαν ιδιαίτερη ώθηση.
Όλα ξεκινούν το 1967, όταν ο Anger είχε πλέον εγκατασταθεί στο San Francisco, παρακολουθώντας το live των Orkustra στην Glide Memorial Church, την 24/2/1967 (αναφέρομαι στο τριήμερο happening, υπό την επωνυμία Invisible Circus, που είχαν σπονσοράρει οι Diggers κ.ά. στο διάστημα 24-26/2/1967). Οι Orkustra, ή Electric Chumber Orkustra όπως λεγόταν στην αρχή, ήταν ένα από τα πιο προχωρημένα γκρουπ της εποχής κι οι εμφανίσεις τους δίπλα στους Big Brother & The Holding Company και τους Grateful Dead, ήδη από το 1966, τους έδιδαν ιδιαίτερη ώθηση.
Μέλη τους ήταν ο Bobby BeauSoleil ηλεκτρικές κιθάρες, μπουζούκι(!), o David LaFlamme βιολί (ιδρυτικό μέλος των Dan Hicks and His Hot Licks και των It’s A Beautiful Day), ο Jamie Leopold μπάσο (κι αυτός στους Dan Hicks and His Hot Licks), ο Henry Rasof στο όμποε και ο Terry Wilson στα ντραμς και τα κρουστά (λίγο αργότερα στους Charlatans). Εκεί λοιπόν, στο live του Invisible Circus, υποθέτω ανάμεσα σε κομμάτια όπως το “Flash Gordon” (με το ηλεκτρικό μπουζούκι στην εισαγωγή να θυμίζει Ελλάδα όσο τίποτ’ άλλο – Θεοδωράκη ας πούμε!) ή το “Punjab’s barber” και τις απαγγελίες ποιημάτων από τον Michael McClure και τη Lenore Kandel ο Kenneth Anger είπε στον Bobby BeauSoleil: “you are Lucifer!”. (Τα στοιχεία από το booklet του LP των Orkustra “Light Shows for the Blind”, που είχε εκδώσει η Ελβετική RD Records το 2006). Όπως επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο BeauSoleil στο περιοδικό Classic Rock:
«Ο Kenneth με είδε με την Orkustra στο Invisible Circus, σ’ ένα event που πραγματοποιούσαν οι Diggers, οι Mime Troupe και η Sexual Freedom League. Στo χώρο βρίσκονταν 8-9 γυμνόστηθα κορίτσια που λικνίζονταν, χορεύοντας χορούς της κοιλιάς. Οι υπεύθυνοι ήθελαν εκείνη την ώρα, άπαντες, να κάνουμε έρωτα· κι εγώ έδωσα μια μικρή παράσταση μ’ ένα από κείνα τα κορίτσια. Και ο Kenneth συντονίστηκε σ’ αυτό. Τότε ήταν, μετά το τέλος του gig, όταν μου είπε ‘Είσαι ο Εωσφόρος’. Δεν ήξερα γιατί πράγμα μιλούσε. Ούτε ήξερα ποιος ήταν. Μου εξήγησε. Ήθελε να κάνει ένα φιλμ, που θα είχε τίτλο ‘Lucifer Rising’ και με ήθελε για πρωταγωνιστή».Ο BeauSoleil εμφανίστηκε στο φιλμ, πριν τον πιάσουν, ως μέλος της Οικογένειας του Charles Manson, για τη δολοφονία του Gary Hinman ενός δάσκαλου μουσικής και έμπορου LSD την 27/7/1969, γράφοντας εν τέλει (κρατείστε αυτό το «εν τέλει») και το OST, όντας στη φυλακή (στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70). Πολύ ενδιαφέρον electronic-rock soundtrack, κάτι ανάμεσα σε Pink Floyd, Ash Ra Tempel, Tangerine Dream και τα σχετικά, το οποίον έχει κυκλοφορήσει κάμποσες φορές. (Προτιμότερη είναι, ίσως, η έκδοση στην αμερικανική Arcanum Entertainment, το 2004). Είχαν όμως προηγηθεί άλλα γεγονότα. Εν συντομία….
Ενώ το “Lucifer Rising” ξεκίνησε να ετοιμάζεται το 1966, την επόμενη χρονιά η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε επειδή, κατά τον Anger, o BeauSoleil είχε βουτήξει το πρωτογενές υλικό. (Σε μια συνέντευξή του, στο ίδιο τεύχος του Classic Rock, ο BeauSoleil το αρνείται κατηγορηματικώς). Το αποτέλεσμα τούτου ήταν ο Anger να εγκαταλείψει την Αμερική, οδεύοντας προς το Λονδίνο το 1968 και επιχειρώντας να γυρίσει μία νέα ταινία, που θα είχε τίτλο “Invocation of My Demon Brother”. Γνωρίζεται με τους Mick Jagger και Keith Richards σ’ ένα λονδρέζικο πάρτυ, κάτω από την επίδρασή του οι Rolling Stones ηχογραφούν το “Sympathy for the devil” τον Ιούνιο του ’68 (το ισχυρίζεται ο Anger αυτό και μάλλον έχει δίκιο), ενώ ο Jagger θα γράψει το soundtrack της (11λεπτης) ταινίας, ένα μονότονο, σαν λούπα, synth-based κατασκεύασμα, που κόβεται που και που από κάτι ξεκάρφωτες κρουστές ομοβροντίες· οπωσδήποτε ό,τι πιο ακραίο βγήκε ποτέ από την Rolling Stones παρέα. Η φιλία του Jagger με τον Anger θα πάρει την κατιούσα μετά τα γεγονότα στο Altamont, την 6/12/1969 και το φόνο του 18χρονου μαύρου Meredith Hunter (από τους Hell’s Angels, τους σεκιουριτάδες των Rolling Stones), που σχετιζόταν με το “Sympathy for the devil”. Για την ολοκλήρωση, πάντως, του “Lucifer Rising” ο Kenneth Anger θα πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στην Αίγυπτο το 1970, θα περάσει και από την τότε Δυτική Γερμανία για την αναζήτηση φυσικού ντεκόρ, και φυσικά θα χρειαστεί η διανομή των Marianne Faithfull, Donald Cammell (συν-σκηνοθέτης της «Παράστασης» μαζί με τον Nicolas Roeg και γιος – κατά τον Jimmy Page – ενός κολλητού τού Aleister Crowley) και Chris Jagger (αδελφός του Mick), για να πάρει η ταινία τη μορφή που έχει από το 1972 κι εντεύθεν. Όμως, η ιστορία ούτε εδώ έχει τέλος…Το 1971 (πριν ετοιμαστεί το “Lucifer Rising” δηλαδή), ο Kenneth Anger θα γνωρίσει σ’ ένα ταξίδι του στο Λονδίνο τον Jimmy Page. Είχαν βρεθεί κι οι δυο τους σε μια δημοπρασία αντικειμένων που σχετίζονταν με τον Aleister Crowley. Όπως θυμάται ο Anger (πάντα από το Classic Rock):
«Συναντηθήκαμε να ‘χτυπάμε’ το ίδιο βιβλίο σε μια δημοπρασία του Sotheby’s, και βεβαίως ο Page κέρδισε. Με ρώτησε τότε αν ήθελα να ρίξω μια ματιά στη συλλογή του. Δέχτηκα. Πήγα στο σπίτι του, στο Kent, και είδα μια τρανή σειρά από βιβλία». Λέει ο Page: «Ο Anger ήταν πιο κατατοπισμένος από μένα στα θέματα περί τον Crowley. Επίσης, είχε εμπλακεί σε ορισμένες επανατυπώσεις των πρώτων εκδόσεων των βιβλίων του, κι ήταν πολύ πεπειραμένος στο θέμα. Είχα ακούσει κι εγώ αυτές τις ιστορίες, πως είχε πετάξει ένα τούβλο από το παράθυρο του σπιτιού του Mick Jagger, όταν κάποια στιγμή τσακώθηκαν, είχα ακούσει δηλαδή ότι ο θυμός του θα μπορούσε να ήταν ενοχλητικός, όμως εγώ δεν είχα κανένα πρόβλημα μαζί του μέχρι ενός σημείου».
Σε ποιο σημείο αναφέρεται ο Page; Στο γεγονός ότι συνέθεσε, πρώτος αυτός, το soundtrack του “Lucifer Rising”, δίχως εν τέλει να χρησιμοποιηθεί η μουσική του από τον Anger. Υπήρξε, προφανώς, μία μεταξύ τους παρεξήγηση. Η ταινία είχε διάρκεια περί τα 29 λεπτά, ο Page είχε συνθέσει 22 λεπτά μουσικής μέσα σε τρία χρόνια (1973-76), λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων με τους Led Zeppelin (όπως παραδέχτηκε και ο Anger αργότερα), ο Anger ήθελε ν’ ακούγεται μουσική καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ… και κάπως έτσι επήλθε η ρήξη. Υπάρχει ένα λέγε-λέγε και στο Classic Rock, όπως και στο διαδίκτυο, που αν και ενδιαφέρον, δεν έχει νόημα εδώ να το αναπαράγω.
«Ο Kenneth με είδε με την Orkustra στο Invisible Circus, σ’ ένα event που πραγματοποιούσαν οι Diggers, οι Mime Troupe και η Sexual Freedom League. Στo χώρο βρίσκονταν 8-9 γυμνόστηθα κορίτσια που λικνίζονταν, χορεύοντας χορούς της κοιλιάς. Οι υπεύθυνοι ήθελαν εκείνη την ώρα, άπαντες, να κάνουμε έρωτα· κι εγώ έδωσα μια μικρή παράσταση μ’ ένα από κείνα τα κορίτσια. Και ο Kenneth συντονίστηκε σ’ αυτό. Τότε ήταν, μετά το τέλος του gig, όταν μου είπε ‘Είσαι ο Εωσφόρος’. Δεν ήξερα γιατί πράγμα μιλούσε. Ούτε ήξερα ποιος ήταν. Μου εξήγησε. Ήθελε να κάνει ένα φιλμ, που θα είχε τίτλο ‘Lucifer Rising’ και με ήθελε για πρωταγωνιστή».Ο BeauSoleil εμφανίστηκε στο φιλμ, πριν τον πιάσουν, ως μέλος της Οικογένειας του Charles Manson, για τη δολοφονία του Gary Hinman ενός δάσκαλου μουσικής και έμπορου LSD την 27/7/1969, γράφοντας εν τέλει (κρατείστε αυτό το «εν τέλει») και το OST, όντας στη φυλακή (στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70). Πολύ ενδιαφέρον electronic-rock soundtrack, κάτι ανάμεσα σε Pink Floyd, Ash Ra Tempel, Tangerine Dream και τα σχετικά, το οποίον έχει κυκλοφορήσει κάμποσες φορές. (Προτιμότερη είναι, ίσως, η έκδοση στην αμερικανική Arcanum Entertainment, το 2004). Είχαν όμως προηγηθεί άλλα γεγονότα. Εν συντομία….
Ενώ το “Lucifer Rising” ξεκίνησε να ετοιμάζεται το 1966, την επόμενη χρονιά η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε επειδή, κατά τον Anger, o BeauSoleil είχε βουτήξει το πρωτογενές υλικό. (Σε μια συνέντευξή του, στο ίδιο τεύχος του Classic Rock, ο BeauSoleil το αρνείται κατηγορηματικώς). Το αποτέλεσμα τούτου ήταν ο Anger να εγκαταλείψει την Αμερική, οδεύοντας προς το Λονδίνο το 1968 και επιχειρώντας να γυρίσει μία νέα ταινία, που θα είχε τίτλο “Invocation of My Demon Brother”. Γνωρίζεται με τους Mick Jagger και Keith Richards σ’ ένα λονδρέζικο πάρτυ, κάτω από την επίδρασή του οι Rolling Stones ηχογραφούν το “Sympathy for the devil” τον Ιούνιο του ’68 (το ισχυρίζεται ο Anger αυτό και μάλλον έχει δίκιο), ενώ ο Jagger θα γράψει το soundtrack της (11λεπτης) ταινίας, ένα μονότονο, σαν λούπα, synth-based κατασκεύασμα, που κόβεται που και που από κάτι ξεκάρφωτες κρουστές ομοβροντίες· οπωσδήποτε ό,τι πιο ακραίο βγήκε ποτέ από την Rolling Stones παρέα. Η φιλία του Jagger με τον Anger θα πάρει την κατιούσα μετά τα γεγονότα στο Altamont, την 6/12/1969 και το φόνο του 18χρονου μαύρου Meredith Hunter (από τους Hell’s Angels, τους σεκιουριτάδες των Rolling Stones), που σχετιζόταν με το “Sympathy for the devil”. Για την ολοκλήρωση, πάντως, του “Lucifer Rising” ο Kenneth Anger θα πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στην Αίγυπτο το 1970, θα περάσει και από την τότε Δυτική Γερμανία για την αναζήτηση φυσικού ντεκόρ, και φυσικά θα χρειαστεί η διανομή των Marianne Faithfull, Donald Cammell (συν-σκηνοθέτης της «Παράστασης» μαζί με τον Nicolas Roeg και γιος – κατά τον Jimmy Page – ενός κολλητού τού Aleister Crowley) και Chris Jagger (αδελφός του Mick), για να πάρει η ταινία τη μορφή που έχει από το 1972 κι εντεύθεν. Όμως, η ιστορία ούτε εδώ έχει τέλος…Το 1971 (πριν ετοιμαστεί το “Lucifer Rising” δηλαδή), ο Kenneth Anger θα γνωρίσει σ’ ένα ταξίδι του στο Λονδίνο τον Jimmy Page. Είχαν βρεθεί κι οι δυο τους σε μια δημοπρασία αντικειμένων που σχετίζονταν με τον Aleister Crowley. Όπως θυμάται ο Anger (πάντα από το Classic Rock):
«Συναντηθήκαμε να ‘χτυπάμε’ το ίδιο βιβλίο σε μια δημοπρασία του Sotheby’s, και βεβαίως ο Page κέρδισε. Με ρώτησε τότε αν ήθελα να ρίξω μια ματιά στη συλλογή του. Δέχτηκα. Πήγα στο σπίτι του, στο Kent, και είδα μια τρανή σειρά από βιβλία». Λέει ο Page: «Ο Anger ήταν πιο κατατοπισμένος από μένα στα θέματα περί τον Crowley. Επίσης, είχε εμπλακεί σε ορισμένες επανατυπώσεις των πρώτων εκδόσεων των βιβλίων του, κι ήταν πολύ πεπειραμένος στο θέμα. Είχα ακούσει κι εγώ αυτές τις ιστορίες, πως είχε πετάξει ένα τούβλο από το παράθυρο του σπιτιού του Mick Jagger, όταν κάποια στιγμή τσακώθηκαν, είχα ακούσει δηλαδή ότι ο θυμός του θα μπορούσε να ήταν ενοχλητικός, όμως εγώ δεν είχα κανένα πρόβλημα μαζί του μέχρι ενός σημείου».
Σε ποιο σημείο αναφέρεται ο Page; Στο γεγονός ότι συνέθεσε, πρώτος αυτός, το soundtrack του “Lucifer Rising”, δίχως εν τέλει να χρησιμοποιηθεί η μουσική του από τον Anger. Υπήρξε, προφανώς, μία μεταξύ τους παρεξήγηση. Η ταινία είχε διάρκεια περί τα 29 λεπτά, ο Page είχε συνθέσει 22 λεπτά μουσικής μέσα σε τρία χρόνια (1973-76), λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων με τους Led Zeppelin (όπως παραδέχτηκε και ο Anger αργότερα), ο Anger ήθελε ν’ ακούγεται μουσική καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ… και κάπως έτσι επήλθε η ρήξη. Υπάρχει ένα λέγε-λέγε και στο Classic Rock, όπως και στο διαδίκτυο, που αν και ενδιαφέρον, δεν έχει νόημα εδώ να το αναπαράγω.
Η ουσία είναι πως η μουσική του Page, που δεν είχε καμία σχέση (ως αίσθηση) μ’ εκείνην του BeauSoleil δεν μπήκε στην ταινία· επισήμως τουλάχιστον, μια και στο YouTube κυκλοφορεί μια version του φιλμ με το 23λεπτο OST του Page. (Βεβαίως, δεν ξέρω αν πρόκειται για πρωτογενές υλικό, ή για μεταγενέστερο μοντάζ, καθότι το soundtrack του Page κυκλοφορεί σε δίσκο, από την Boleskine House, ήδη από το 1987 και, εννοείται, πως υπάρχει από χρόνια και σε CD). Όπως λέει ο ίδιος ο Jimmy Page (πάντα από το Classic Rock), ο οποίος, ας το πω, συνέθετε τη μουσική, δίχως να έχει δει το φιλμ:
«Είχα μιαν ιδέα γύρω από τι ήθελε ο Anger. Έτσι ανέπτυξα αυτό που ξέρετε, στο δικό μου στούντιο, μεταχειριζόμενος διάφορα όργανα και εφφέ. Είχα ήδη την tampura, ένα ινδικό όργανο που παράγει ένα μεγαλοπρεπή βόμβο, και που το είχα φέρει από τα ταξίδια μου στην Ινδία. Ένα κι ογδόντα ψηλό και με πραγματικά βαθειά, τερατώδη θα έλεγα αντήχηση. Αυτό ήταν το πρώτο που σκέφτηκα. Εντελώς υπνωτικό και εκστατικό. Είχα επίσης ένα βουδιστικό τραγούδι, που ήταν κάπως κακοφτιαγμένο – κάθε τι δηλαδή δεν ήταν ακριβώς έτσι όπως εμφανίστηκε στο σάουντρακ. Έπαιξα tabla drums, όχι τόσο καλά μπορώ να πω, αλλά το εφφέ τους ήταν πραγματικά καλό. Έτσι κάπως το πράγμα άρχισε να αναπτύσσεται. Είχα επίσης συνθεσάιζερ και μέλοτρον. Και προς το τέλος υπάρχει κι ένας ακουστικός 12χορδος καταρράκτης, μαζί μ’ εκείνες τις κόρνες, που ηχούν κάπως σαν τις κόρνες του Αρχάγγελου Γαβριήλ. Ήταν πράγματι ένα καλό κομμάτι».
Αλήθεια. Occult music για τις άνυδρες νύχτες που θα έλθουν…
«Είχα μιαν ιδέα γύρω από τι ήθελε ο Anger. Έτσι ανέπτυξα αυτό που ξέρετε, στο δικό μου στούντιο, μεταχειριζόμενος διάφορα όργανα και εφφέ. Είχα ήδη την tampura, ένα ινδικό όργανο που παράγει ένα μεγαλοπρεπή βόμβο, και που το είχα φέρει από τα ταξίδια μου στην Ινδία. Ένα κι ογδόντα ψηλό και με πραγματικά βαθειά, τερατώδη θα έλεγα αντήχηση. Αυτό ήταν το πρώτο που σκέφτηκα. Εντελώς υπνωτικό και εκστατικό. Είχα επίσης ένα βουδιστικό τραγούδι, που ήταν κάπως κακοφτιαγμένο – κάθε τι δηλαδή δεν ήταν ακριβώς έτσι όπως εμφανίστηκε στο σάουντρακ. Έπαιξα tabla drums, όχι τόσο καλά μπορώ να πω, αλλά το εφφέ τους ήταν πραγματικά καλό. Έτσι κάπως το πράγμα άρχισε να αναπτύσσεται. Είχα επίσης συνθεσάιζερ και μέλοτρον. Και προς το τέλος υπάρχει κι ένας ακουστικός 12χορδος καταρράκτης, μαζί μ’ εκείνες τις κόρνες, που ηχούν κάπως σαν τις κόρνες του Αρχάγγελου Γαβριήλ. Ήταν πράγματι ένα καλό κομμάτι».
Αλήθεια. Occult music για τις άνυδρες νύχτες που θα έλθουν…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)