Οι δίσκοι, τα CD, οι ηχογραφήσεις και ό,τι άλλο μπορεί ν’ ανήκουν πνευματικώς στους δημιουργούς, όμως δεν πρέπει να μειώνεται (όταν δεν πρέπει) η συνεισφορά (οικονομική, ενθουσιαστική, παραγωγική κ.λπ.) κι άλλων ανθρώπων, ψυχή τε και σώματι δοσμένων στον καλλιτεχνικό κόπο. Τέτοια περίπτωση είναι ο Βέλγος John Rottiers.Για τον John Rottiers πρωτοέγραψε στο Jazz & Τζαζ ο Σάκης Παπαδημητρίου (τεύχος 148-149, Ιούλιος 2005). Πρόκειται για έναν «πολύ ωραίο τύπο από το Βέλγιο, θρυλικό πρόσωπο της ευρωπαϊκής σκηνής της τζαζ και του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού. (...) Ο John Rottiers παρακολουθεί, συμμετέχει, διοργανώνει, τραβάει φωτογραφίες, ηχογραφεί, γίνεται φίλος των μουσικών και ό,τι άλλο συνάδει. (...). Έχει βοηθήσει αποφασιστικά στην έκδοση πολλών δίσκων με το να γίνει συμπαραγωγός και χορηγός, σε λογικά πλαίσια εννοείται, διότι δεν πρόκειται για επιχειρηματία ή εισοδηματία, αλλά για ένα μανιακό των πιο τολμηρών ρηξικέλευθων μορφών της τζαζ, των πιο περίεργων και ελεύθερων συνδυασμών οργάνων, των πιο αφηνιασμένων αυτοσχεδιασμών». Τον τελευταίο καιρό έφθασαν στα χέρια μου τέσσερα CD της λεγόμενης ευρωπαϊκής σκηνής, στα οποία ο John Rottiers έχει βάλει το χέρι του (στην τσέπη του) επενδύοντας σε οτιδήποτε άλλο πλην του κέρδους. Ακούω...
Πρώτο CD το “Canaries On the Pole #2” στην πορτογαλική Creative Sources Recordings [cs 135 cd, 2008], ηχογραφημένο στη Mechelen του Βελγίου, στο κλαμπ Jazzzolder (ναι, με τρία “z”) τον Ιούνιο του 2007. Παίρνουν μέρος οι Jacques Foschia μπάσο κλαρίνο, Mike Goyvaerts κρουστά, παιδικά παιγνίδια, Christoph Irmer βιολί, Georg Wissel προετοιμασμένα άλτο και τενόρο, κρουστά με τον John “Sugar Daddy” Rogiers (ένα από τα πολλά ονόματα του τύπου) στη γενική υποστήριξη. Περιττό να πω πως η μουσική του άλμπουμ αναπτύσσεται σε real time – υποθέτω με τις λιγότερο ή και καθόλου στούντιο-παρεμβάσεις – αντιπροσωπεύοντας πλήρως εκείνο που ονομάζουμε ολοκληρωτικός αυτοσχεδιασμός. Οι τέσσερις οργανοπαίκτες εκμεταλλευόμενοι ποικίλες χρονικές διάρκειες (υπάρχουν κομμάτια των 2-3 λεπτών, κάποια μέσης κι ένα μεγαλύτερο, που ξεπερνά τα 14) κατορθώνουν να οικοδομήσουν κατ’ αρχάς έναν ήχο, που φαίνεται να παράγεται από περισσότερα άτομα. Αιτία, τα στραγγαλισμένα σαξόφωνα του Wissel και βεβαίως το κρουστό σετ, το οποίο χειρίζονται (και ταυτοχρόνως) δύο μουσικοί. Το παίξιμο είναι αποσπασματικό και όχι, αναγκαστικώς, ομαδικό – υπό την έννοια ότι τα πνευστά έχουν καθοδηγητικό ρόλο –, ενώ θα έλεγα (όχι κάτι πρωτότυπο) πως απουσιάζουν τα soli, με το βιολί π.χ. να δημιουργεί κυρίως ατμόσφαιρες «υπό». Το “In/out”, με τους ενσωματωμένους... concrete ήχους της πόλης (κίνηση, καμπαναριά κ.λπ.), παγιδευμένους από ένα μικρόφωνο που έχει στηθεί έξω, την ώρα κατά την οποίαν το γκρουπ αναπτύσσει τους αυτοσχεδιασμούς του, είναι ασυζητητί το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του άλμπουμ· ενός άλμπουμ που θ’ αναζητήσει θέση στη σύγχρονη πινακοθήκη του αυθόρμητου.
Επαφή: www.creativesourcesrec.com
Για την ιταλική Amirani Records του Gianni Mimmo έχω γράψει κι άλλες φορές στο blog. Ένα από τα CD της, στο οποίο ο John Rottiers έχει ρόλο executive producer, είναι και το “Realgar” [AMRN013, 2008] των reFLEXible – Joachim Deville τρομπέτα, φλούγκελχορν, Thomas Olbrechts άλτο σαξόφωνο, Stefan Prins live electronics – ενός γκρουπ απ’ την Αμβέρσα, που ηχογράφησε το παρόν CD ζωντανά στην πατρίδα του, το Σεπτέμβριο του ’07. Πρόκειται για τέσσερα σχετικώς μεγάλης διαρκείας tracks (από 10:10, έως 14:32), στα οποία είναι κυρίαρχη θα έλεγα μία ηλεκτρακουστική αίσθηση. Περισσότερο κοντά στην ευρωπαϊκή avant και λιγότερο στην jazz, οι reFLEXible κατορθώνουν να περιγράψουν το συναρπαστικό τη στιγμή που το δημιουργούν. Το live ηλεκτρονικό processing του Stefan Prins είναι αλήθεια πως στηρίζει και γεμίζει το διαφορετικό του πράγματος, δίχως τούτο να σημαίνει πως τα πνευστά παιξίματα των Deville και Olbrechts δεν συμβάλλουν με το δικό τους τρόπο στη διευθέτηση μιας ανορθόδοξης ατμόσφαιρας. Οι ηχητικές εκπλήξεις καραδοκούν σε κάθε δευτερόλεπτο τούτου του προχωρημένου άλμπουμ, που θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αποτελεί πρόταση συγκεκριμένης παραδοξότητας.
Επαφή: www.amiranirecords.com
Τον John Rottiers πρώτον, και ειδικώς, ευχαριστούν οι Lawrence Casserley και Jeffrey Morgan στα credits του “Room 2 Room” [Konnex KCD 5213, 2008]. Ύφος; Παρεμφερές – όχι ίδιο – με το προηγούμενο CD, αφού κι εδώ το ηλεκτρονικό processing (Casserley) και τα πνευστά, τενόρο και σοπράνο, κυριαρχούν (Morgan). Η ιστορία του Lawrence Cesserley είναι μεγάλη, αφού δημιουργεί και επεξεργάζεται ηλεκτρακουστικούς ήχους από τεσσαρακονταετίας. Η συμμετοχή του στο ICES (International Carnival of Experimental Sound – Λονδίνο, Αύγουστος 1972), υπήρξε καθοριστική όσον αφορά στην ίδρυση του multi-media ensemble Hydra, αλλά και τη γενικότερη στάση του τη σχετική με την electro τακτοποίηση δεκάδων projects. (Θυμάμαι, τα τελευταία χρόνια, τη συνεργασία-συμβολή του στο Electro-Acoustic Ensemble του Evan Parker, στην ECM). Τα ίδια σημαντικά και για τον αμερικανό reedman Jeffrey Morgan, πνευματικό τέκνο των Don Cherry και Oliver Lake, ο οποίος ζει από το 1991 στην Κολωνία, συμμετέχοντας σε δεκάδες euro-projects, κάποια εκ των οποίων απαθανάτισε η βερολινέζικη Konnex (έχουν ηχογραφήσει εκεί, ανάμεσα σε πλήθος άλλων, και οι Έλληνες Αντώνης Ανισέγκος και Τάσος Σπηλιωτόπουλος). Το “Room 2 Room” ηχογραφημένο στην Kassel και την Κολωνία, τον Μάιο του ’07, είναι ένα από ’κείνα τα avant-jazz-experimental άλμπουμ που μένουν στο αυτί με την πρώτη. Κυρίως γιατί η ένταση, η δύναμη και το πάθος που διοχετεύονται στα φυσικά όργανα, αλλά και στην electro μεταποίησή τους, ξεπερνούν τον ύφαλο του ασαφούς και του σκοπίμου, επικοινωνώντας με βαθύτερες ψυχο-σωματικές ανάγκες. Στο παίξιμο του Morgan υπάρχουν πολλές διαυγείς αναφορές, αλλά μία τουλάχιστον – εκείνη στον Albert Ayler – είναι ικανή να ενθουσιάσει. Ο Casserley αντιλαμβάνεται την ακρότητα της κατάστασης, αδιαφορεί για αναίτιες ισορροπίες και, επί της ουσίας, υψώνει στη νιοστή, την εκπεμπόμενη ενέργεια. Το 20λεπτο “Lunar lagoons” με τον υποχθόνιο kraut ταξιδευτισμό του (μία... απείθαρχη συνάντηση των Tangerine Dream του “Zeit” και του John Coltrane του “Interstellar Space”) δείχνει γιατί εκείνο που υποστηρίζει ο Rottiers, κάποιες φορές, χρειάζεται να ξεπεράσει τα όριά του ίνα διαχυθεί στο σύμπαν. Εκεί όπου ανήκει...
Επαφή: www.konnex-records.de
Τελευταία συμπαραγωγή του John Rottiers, το άλμπουμ τού Luca Miti “I Like to Stay Here a Little While Longer” [Studio V38, 2010]. Και εδώ ο ήχος μπορεί να είναι, όπως λέμε, πειραματικός, όμως με τίποτα δεν κλωτσάει τον ακροατή. Ο Luca Miti, ιταλός πιανίστας και συνθέτης, συνεργάτης, μεταξύ άλλων, του Alvin Curran και με έργα των Terry Riley και Takehisha Kosugi στο ρεπερτόριό του, συντάσσει ένα 40λεπτο άλμπουμ ηλεκτρακουστικής φύσεως και αυθόρμητης προσαρμογής, που έχει πράγματα να πει. “Estemporanea” (δηλαδή αυτοσχέδια) αποκαλούνται οι εννέα βασικές συνθέσεις τού CD, που αποτελούν, βασικά, συνομιλίες μεταξύ των live electronics, των… συμβατικών οργάνων (πιάνο, κιθάρες, κλαρινέτο, τενόρο, κοντραμπάσο, τρομπόνι…) και βεβαίως των φωνών· φωνασκούν η θρυλική, σχεδόν 90χρονη, Michiko Hirayama, συνεργάτιδα του Giacinto Scelsi – έχει τραγουδήσει και στο “Pranam I” (1972) το αφιερωμένο στον Γιάννη και την Σία Χρήστου – και ο Paolo Sinigaglia. Το αποτέλεσμα, στα μεγαλύτερα σε διάρκεια κομμάτια όπως είναι το “Estemporanea 3” και το “Estemporanea 4”, δεικνύει την απελευθερωμένη ρώμη του Luca Miti, καθώς και του Gruppo di Musica Estemporanea NED που τον συνοδεύει, και κυρίως την βαθιά υποβολή της παραγόμενης μουσικής· ένα θυελλώδες ηλεκτρακουστικό κοντίνουο, χτισμένο πάνω σ’ ένα ρυθμικό πιανιστικό υπόβαθρο αποτελούμενο από λίγες νότες αξίας.
Επαφή: www.myspace/nedetichetta.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου