Δεν ξέρω πόσα χρόνια έχει να κυκλοφορήσει ελληνικό βινύλιο
του Paul Roland
–από την εποχή του “Masque”
[DIDI Music, 1990];– εκείνο που
ξέρω είναι πως ο βρετανός μουσικός είναι ένας διαχρονικός αγαπημένος του ελληνικού
κοινού, με ουκ ολίγες ζωντανές εμφανίσεις στην ημετέρα. (Προσωπικώς τον έχω δει
ακόμη και σε φεστιβάλ της ΚΝΕ, στα τέλη των 80s ή τις αρχές
των 90s – δεν θυμάμαι
ακριβώς). Ένας καλλιτέχνης, εν πάση περιπτώσει, που λατρεύτηκε από τον (σχετικό)
κόσμο και τον Τύπο, στο δεύτερο μισό, βασικά, της δεκαετίας του ’80. Χρόνια
μετά, κι ενώ κάποιοι από τους πολλούς έλληνες φίλους του μπορεί να έχασαν στην
πορεία «επεισόδια», ο Paul Roland ξανασκοράρει στην
Ελλάδα μ’ ένα εξαιρετικό LP,
που τιτλοφορείται “Bates Motel”
(το 69Watt, το νεοσυσταθέν
παράλληλο label της Anazitisi Records,
έκοψε τριακόσια 180άρια βινύλια και τα πακετάρισε σε ωραία deluxe συσκευασία).
Paul Roland λοιπόν
και ξανά στο δρόμο τα… τέρατα της οθόνης, μαζί με όλο το υπόλοιπο βικτωριανό
αμπαλάζ του ρομαντικού τραγουδοποιού. Πριν συνεχίσω, γράφοντας για το “Bates Motel”, είναι καλό να
παραθέσω ένα απόσπασμα μιας συνέντευξης του Roland στον φίλο και συνεργάτη στο Jazz & Τζαζ Αντώνη Φράγκο, η οποία είχε δημοσιευτεί στο
περιοδικό Ήχος & Hi-Fi (#181) τον Απρίλιο του 1988. Έχει
νόημα… κυρίως για τους νεότερους αναγνώστες/ακροατές, οι οποίοι τώρα μπορεί να
έρχονται, για πρώτη φορά, σ’ επαφή με τα τραγούδια του Βρετανού. Έλεγε ο Paul Roland…
«Ο τρόμος για μένα,
τουλάχιστον το είδος του τρόμου με το οποίο ασχολούμαι, δεν είναι παρά
παραμύθια για ενήλικες(…). Όλος αυτός ο ρομαντισμός που καλύπτει την αποσύνθεση
με ενθουσιάζει σαν ιδέα. Ο τρόμος δεν είναι βγαλμένα μάτια, κομμένα κεφάλια,
αίμα και χυμένα σπλάχνα. Είναι η ‘ρομαντικοποιημένη’ φρίκη, είναι η ομίχλη του
Λονδίνου, είναι η ατμόσφαιρα. Στα τραγούδια μου βάζω πολλούς να δολοφονούνται ή
να πεθαίνουν. Είναι κάτι σαν μαύρη κωμωδία, κάτι καθαρά αγγλικό, πολύ καθαρό,
χωρίς αίματα και τέτοια. Κάποτε η Hammer Films έβγαζε τέτοια θρίλερ και σήμερα (σ.σ. το 1988) αυτά που
βγαίνουν δεν έχουν πολύ αίμα. Είναι πιο πολύ σουρεαλιστικά, όπως το ‘Eraserhead’, που πλησίαζε αρκετά τις πρώτες ταινίες τρόμου της Universal, τον Φρανκεστάιν κ.λπ. Ταινίες δηλαδή που βασίζονταν
στην ατμόσφαιρα.(…) Αν έβλεπα έναν πραγματικό θάνατο θα πάθαινα πλάκα. Είναι
ψυχολογικό. Αντιμετωπίζεις αυτές τις καταστάσεις εκ του ασφαλούς, δεν σε
αφορούν άμεσα. Αυτό είναι οι ταινίες τρόμου. Μια πρόβα για τον θάνατο, όπως
λένε.(…) Ο χώρος παίζει επίσης μεγάλο ρόλο στον τρόμο, όπως και η περίοδος.
Εμένα προσωπικά με συναρπάζει η Βικτωριανή εποχή και η εποχή του Εδουάρδου,
εποχές με φοβερή παραγωγή παραμυθιών, ιδιαίτερα στην κεντρική Ευρώπη. Με
ενθουσιάζουν τόποι όπως το Βερολίνο, έχω γράψει μάλιστα κι ένα τραγούδι
σχετικά. Η πλάκα είναι ότι όταν αργότερα πήγα στο Βερολίνο το βρήκα
απογοητευτικό. Σκέφτομαι μερικές φορές ότι αν είχα πάει σε μέρη που υποτίθεται
ότι διαδραματίζονται κάποια τραγούδια μου, δεν θα είχα γράψει ποτέ αυτά τα
τραγούδια. Το ρομαντικό μου όραμα θα είχε γίνει κομμάτια».
Ο καιρός μπορεί να πέρασε, όμως ο Paul Roland βασικά δεν άλλαξε.
Μπορεί μουσικώς να πειραματίστηκε εντόνως με τις acoustic-folk φόρμες, φθάνοντας έως το barock (φέρνοντας στο νου, μερικές
φορές, έναν άλλον μεγάλο συμπατριώτη του ρομαντικό, τον Donovan), όμως το rock, το gothic, ο ηλεκτρισμός δεν έπαυσε ποτέ να
τον συγκινεί και να τον ενδιαφέρει. Και ναι, το “Bates Motel” είναι ένα καθαρό rock άλμπουμ
(για τα δεδομένα του Roland),
ανεξαρτήτως των όποιων acoustic parts.
Και βεβαίως, και για ακόμη μία φορά, από την πινακοθήκη του δεν μπορεί ν’
απουσιάζουν οι αγαπημένες αναφορές του στις ταινίες τρόμου... τα teenage zombies, το μοτέλ του Norman Bates (αυτό που βλέπουμε στο
εξώφυλλο, βεβαίως, είναι το σπίτι της μαμάς…), το Νησί του Διαβόλου (προφανώς δεν
εννοεί τη… Μύκονο του Νίκου Μαστοράκη) ή οι κόρες του Fu Manchu. Κι εκεί επάνω ο Paul Roland αρχίζει
να υφαίνει μια σειρά ασυνήθιστων τραγουδιών, που βρίθουν παγωμένων μινόρε
μελωδιών (στα καλύτερα απ’ αυτά), βεβαίως των έρρινων κλασικών φωνητικών του
και φυσικά της απαραίτητης coolness,
που σε οδηγεί κατ’ ευθείαν σε «άλλους κόσμους». Ένα τέτοιο ασυνήθιστο τραγούδι (ένα…)
από την πρώτη πλευρά του LP είναι το “The wailing well”
(επηρεασμένο από μία ιστορία φαντασμάτων του M.R. James), το οποίον
αναπτύσσεται μ’ έναν «παγωμένο» τρόπο, μέσω μιας ελικοειδούς ανατολίτικης
μελωδίας. Καταπληκτικό! (Μου θύμισε Moffs και Tom Kazas…). Ποιος μπορεί, όμως, ν’
αντισταθεί στο γκαραζοψυχεδελικό “Tortured by the daughter of Fu Manchu”, στην… προσευχή “Promised land” ή και στο φερώνυμο με τον
τίτλο του άλμπουμ “Bates Motel”
έναν gothic σπαρακτικό ύμνο, ακραίας δυστοπικής αφήγησης, που σε καθηλώνει
από την πρώτη στροφή: “I was rolling west on Route 66/ just outside of Fairville, no more than a couple of clicks/ when the sky turned blacker than a biblical plague/ and the night descended like the Axeman’s blade”.
Ο Paul Roland
34 χρόνια μετά την εμφάνισή του στη δισκογραφία έχει/βρίσκει τη δύναμη να
μαγεύει το κοινό του, όπως τον παλαιό καλό καιρό, παρουσιάζοντας μια σειρά
τραγουδιών, κάποια εκ των οποίων τα επεξεργαζόταν ήδη από τα τέλη του ’80.
Μάλιστα, με βάση αυτά τα τραγούδια, προετοιμαζόταν και μιαν (ανέλπιστη)
συνεργασία με την Nico,
τον Sterling Morrison και την Maureen Tucker,
η οποία τελικώς δεν ευοδώθηκε για τεχνικούς και ανωτέρας βίας λόγους. Τώρα, τα
κομμάτια εκείνα ανασύρονται, βελτιώνονται και ολοκληρώνονται, και μαζί με
κάποια άλλα που προέκυψαν στην πορεία συναποτελούν το υλικό του “Bates Motel” – ένα άλμπουμ, το
οποίο, στην βινυλιακή μορφή του, τυπώνεται και διανέμεται ολούθε από μιαν
ελληνική εταιρεία. Γιατί κι αυτό έχει νόημα...
Stagon:
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτη Θεσσαλονίκη πριν τρία-τέσσερα χρόνια. Στο μπάσο ο υιός Roland...
https://docs.google.com/drawings/d/1wuys2CG2EcD3Fd6tpDQzz1lnnsNn1F4u8a5SKE8tLJQ/edit