Το βιβλίο
«Η Κάθοδος των Εννιά» είναι ένα από τα πιο διάσημα λογοτεχνικά έργα του Θανάση Βαλτινού – του διακεκριμένου συγγραφέα και σεναριογράφου, που έφυγε από τη ζωή στις 30 του περασμένου Οκτωβρίου, στα 91 χρόνια του.
Η νουβέλα, γραμμένη το 1959, θα δημοσιευόταν για πρώτη φορά στο περιοδικό «Εποχές» [τεύχος #5, Σεπτέμβριος 1963], με εικονογράφηση από τον Δημήτρη Μυταρά. Ο Βαλτινός ήταν τότε 30 ετών, δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμη κάποιο βιβλίο –αυτό θα συνέβαινε σχεδόν μια δεκαετία αργότερα–, έχοντας στην πενιχρή έως τότε εργογραφία του μόλις δύο διηγήματα («Κατακαλόκαιρο», «Αύγουστος ’48»), δημοσιευμένα σ’ ένα άλλο περιοδικό της εποχής, στο γνωστό μας «Ο Ταχυδρόμος», το 1958 και το 1960 αντιστοίχως.
Οι «Εποχές» ήταν ένα σοβαρό, φιλελεύθερο και κάπως ακαδημαϊκό έντυπο, με λίγες φωτογραφίες. Μια «μηνιαία έκδοση πνευματικού προβληματισμού και γενικής παιδείας», όπως διάβαζες στο εξώφυλλο, που είχε για εκδότη τον Χ.Δ. Λαμπράκη και για διευθυντή τον καταξιωμένο λογοτέχνη Άγγελο Τερζάκη.
Το περιοδικό ήταν ανοιχτό σε απόψεις, έχοντας φιλοευρωπαϊκό και φιλοδυτικό προσανατολισμό, ασκούσε ευπρεπή κριτική στα κομμουνιστικά καθεστώτα (ενταγμένη στη λογική του «ψυχρού πολέμου»), διέθετε κατά καιρούς στήλες και για καλλιτεχνικά θέματα (σχετικές με τη μουσική, τον κινηματογράφο ή τα εικαστικά), αλλά το βασικό μενού του ήταν η καταγραφή και η ανάπτυξη των ιδεών. Δεν θα έλεγα η «πάλη των ιδεών», γιατί το ύφος του περιοδικού δεν επέτρεπε τον οξύ λόγο ή διάλογο. Εκεί δημοσιεύεται για πρώτη φορά «Η Κάθοδος των Εννιά», κάτι που ίσως παραξενεύει εκ πρώτης (και εξαιτίας του θέματός της και λόγω της γλώσσας της). Το λέω, γιατί θα ήταν ενδεχομένως πιο ταιριαστή η δημοσίευση τής «Καθόδου» στο γνωστό περιοδικό της Αριστεράς, εκείνων των ετών, την «Επιθεώρηση Τέχνης».
Θα μπορούσε, όμως, να δημοσιευθεί εκεί; Δύσκολα. Η «Κάθοδος των Εννιά» είναι ένα αφήγημα, που περιγράφει, σε πρώτο πλάνο, την ήττα της Αριστεράς στον Εμφύλιο. Είναι μια μάχη, που δίνεται με άνισους όρους, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η έκβασή της είναι προκαθορισμένη. Είναι μια χαμένη μάχη στο πεδίο του πολέμου, αλλά όχι αναγκαστικά χαμένη στο πεδίο των ιδεών, για όποιον θα κατόρθωνε να επιβιώσει – αν και τούτο μοιάζει περισσότερο με ευχολόγιο, αφού ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να δώσει, ο ίδιος, μια συγκεκριμένη απάντηση. Πάντως, σίγουρα, δεν έχουμε να κάνουμε μ’ ένα απαισιόδοξο κείμενο, παρότι θα χρειάζονταν δύναμη και καλή διάθεση, για να το έβλεπαν μ’ αυτό το μάτι οι αριστεροί της εποχής.
Ήδη από τις πρώτες γραμμές της νουβέλας του Βαλτινού αντιλαμβάνεσαι πως έχεις να κάνεις με μια ιστορία από τα χρόνια του Εμφυλίου. Και όντως, αφού τα γεγονότα διαδραματίζονται το καλοκαίρι του ’49, όταν μια ομάδα ξεκομμένων και αποδεκατισμένων ανταρτών, επιχειρεί να διαφύγει από τον κλοιό του εθνικού στρατού, των παραστρατιωτικών οργανώσεων (Μάυδες) και των οπλισμένων χωρικών, που είναι όλοι εναντίον τους (ένα λεπτό σημείο, πάνω στο οποίο μπορεί να γίνει μεγάλη συζήτηση), μέσα από τα βουνά της βόρειας Λακωνίας (και της νότιας Αρκαδίας), οδεύοντας προς το Άστρος μάλλον, κάπου προς τη θάλασσα δηλαδή (γι’ αυτό και «κάθοδος»). Την ιστορία την διηγείται ο 18χρονος Νάσιος, ο μόνος από τους εννιά αντάρτες που θα σωζόταν τελικά. Τώρα, γιατί θα σωζόταν μόνο ένα 18χρονο παιδί, από την ομάδα των εννιά, είναι μάλλον προφανές. Σώζεται κατά μίαν έννοια ο... λιγότερο αμαρτωλός και αυτός που έχει το μέλλον μπροστά του.
Ο ρυθμός, που έχει προσδώσει ο Βαλτινός στην αφήγησή του είναι γοργός, φρενήρης σχεδόν, με τη γλώσσα να σπαρταράει –να είναι πολύ ζωντανή, εννοώ, γεμάτη με ιδιωματικά στοιχεία– και με τους «κοφτούς» διαλόγους να επιτείνουν αυτή την αίσθηση του άμεσου και του αναπόφευκτου. Το λέω, γιατί πάντα περιμένεις κάτι μοιραίο να συμβεί. Και πάντα κάτι συμβαίνει.
Οι σχέσεις ανάμεσα στους αντάρτες περιγράφονται με τα εντελώς απαραίτητα λόγια, καθώς η λιτότητα στην αφήγηση πάει παράλληλα με την ξέρα και την άπνοια του ηλιοκαμένου τοπίου, ενώ με ευδιάκριτες και πάντα σκληρές γραμμές αντιμετωπίζονται και τα διάφορα περιστατικά με τους υπόλοιπους ανθρώπους, με τους οποίους έρχονται σε επαφή οι κυνηγημένοι. Ο Βαλτινός δεν ενδιαφέρεται να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη ωραιοποιώντας πρόσωπα και καταστάσεις ή μεγεθύνοντας πάθη και αδυναμίες. Η διάθεσή του είναι εντελώς αντιηρωική, διαποτισμένη από την αγριάδα του χώρου, που συγχρόνως περιγράφει.
Είναι προφανές το γεγονός πως ο συγγραφέας, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, δεν παίρνει το μέρος κάποιας παράταξης (είτε του δημοκρατικού στρατού είτε του εθνικού), και πως από το αφήγημά του απουσιάζει παντελώς το ιδεολογικό περίβλημα. Βεβαίως, η μη-θέση μπορεί να σημαίνει «θέση», για τους ιδεολόγους της μιας ή της άλλης πλευράς, κάτι που, οπωσδήποτε, είχε κατά νου ο συγγραφέας – και γι’ αυτό το λόγο, υποθέτω, θα επέλεγε, για τη δημοσίευση της ιστορίας του, όχι ένα στρατευμένο, μα ένα «ψύχραιμο» έντυπο σαν τις «Εποχές», που εκινείτο, χοντρικά, προς το πολιτικό κέντρο.
Το διήγημα, η νουβέλα τέλος πάντων, έκανε μικρή εντύπωση στην εποχή της (σίγουρα η Αριστερά δεν θα ’χε κάποιον ιδιαίτερο λόγο, για να την προβάλλει και να την «επικοινωνήσει») και θα ξεχνιόταν σύντομα – και επειδή ο Βαλτινός είχε ήδη μπλέξει με την συγγραφή σεναρίων για τον κινηματογράφο. (Θέλω να πω πως δεν ενδιέφερε και τον ίδιον να χριστεί στενά «αριστερός συγγραφέας», αφού τέτοιος, εδώ που τα λέμε, δεν υπήρξε ποτέ). Το (σεναριακό) ξεκίνημά του, εν τω μεταξύ, είχε γίνει με μια πρωτόλεια αστυνομική ταινία, την «Ενώ Σφύριζε το Τραίνο» (1961) των Ιάσονα Χαραλαμπόπουλου-Νίκου Χατζηθανάση, με τον Λυκούργο Καλλέργη και τον Στέφανο Ληναίο, για να ακολουθήσει το σενάριο για την (χαμένη μάλλον) πολεμική περιπέτεια του Τρέντυ Ρουμανά «Επιχείρησις “Δούρειος Ίππος”» (1966), με τους Πέτρο Φυσσούν, Γιάννη Βόγλη και Ανέστη Βλάχο, πριν ξεκινήσει η μακριά συνεργασία τού συγγραφέα με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, αρχής γενομένης με την «Αναπαράσταση» (1970).
Η συνέχεια
εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/cinema/i-kathodos-ton-ennia-i-diasimi-noybela-toy-thanasi-baltinoy
«Η Κάθοδος των Εννιά» είναι ένα από τα πιο διάσημα λογοτεχνικά έργα του Θανάση Βαλτινού – του διακεκριμένου συγγραφέα και σεναριογράφου, που έφυγε από τη ζωή στις 30 του περασμένου Οκτωβρίου, στα 91 χρόνια του.
Η νουβέλα, γραμμένη το 1959, θα δημοσιευόταν για πρώτη φορά στο περιοδικό «Εποχές» [τεύχος #5, Σεπτέμβριος 1963], με εικονογράφηση από τον Δημήτρη Μυταρά. Ο Βαλτινός ήταν τότε 30 ετών, δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμη κάποιο βιβλίο –αυτό θα συνέβαινε σχεδόν μια δεκαετία αργότερα–, έχοντας στην πενιχρή έως τότε εργογραφία του μόλις δύο διηγήματα («Κατακαλόκαιρο», «Αύγουστος ’48»), δημοσιευμένα σ’ ένα άλλο περιοδικό της εποχής, στο γνωστό μας «Ο Ταχυδρόμος», το 1958 και το 1960 αντιστοίχως.
Οι «Εποχές» ήταν ένα σοβαρό, φιλελεύθερο και κάπως ακαδημαϊκό έντυπο, με λίγες φωτογραφίες. Μια «μηνιαία έκδοση πνευματικού προβληματισμού και γενικής παιδείας», όπως διάβαζες στο εξώφυλλο, που είχε για εκδότη τον Χ.Δ. Λαμπράκη και για διευθυντή τον καταξιωμένο λογοτέχνη Άγγελο Τερζάκη.
Το περιοδικό ήταν ανοιχτό σε απόψεις, έχοντας φιλοευρωπαϊκό και φιλοδυτικό προσανατολισμό, ασκούσε ευπρεπή κριτική στα κομμουνιστικά καθεστώτα (ενταγμένη στη λογική του «ψυχρού πολέμου»), διέθετε κατά καιρούς στήλες και για καλλιτεχνικά θέματα (σχετικές με τη μουσική, τον κινηματογράφο ή τα εικαστικά), αλλά το βασικό μενού του ήταν η καταγραφή και η ανάπτυξη των ιδεών. Δεν θα έλεγα η «πάλη των ιδεών», γιατί το ύφος του περιοδικού δεν επέτρεπε τον οξύ λόγο ή διάλογο. Εκεί δημοσιεύεται για πρώτη φορά «Η Κάθοδος των Εννιά», κάτι που ίσως παραξενεύει εκ πρώτης (και εξαιτίας του θέματός της και λόγω της γλώσσας της). Το λέω, γιατί θα ήταν ενδεχομένως πιο ταιριαστή η δημοσίευση τής «Καθόδου» στο γνωστό περιοδικό της Αριστεράς, εκείνων των ετών, την «Επιθεώρηση Τέχνης».
Θα μπορούσε, όμως, να δημοσιευθεί εκεί; Δύσκολα. Η «Κάθοδος των Εννιά» είναι ένα αφήγημα, που περιγράφει, σε πρώτο πλάνο, την ήττα της Αριστεράς στον Εμφύλιο. Είναι μια μάχη, που δίνεται με άνισους όρους, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η έκβασή της είναι προκαθορισμένη. Είναι μια χαμένη μάχη στο πεδίο του πολέμου, αλλά όχι αναγκαστικά χαμένη στο πεδίο των ιδεών, για όποιον θα κατόρθωνε να επιβιώσει – αν και τούτο μοιάζει περισσότερο με ευχολόγιο, αφού ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να δώσει, ο ίδιος, μια συγκεκριμένη απάντηση. Πάντως, σίγουρα, δεν έχουμε να κάνουμε μ’ ένα απαισιόδοξο κείμενο, παρότι θα χρειάζονταν δύναμη και καλή διάθεση, για να το έβλεπαν μ’ αυτό το μάτι οι αριστεροί της εποχής.
Ήδη από τις πρώτες γραμμές της νουβέλας του Βαλτινού αντιλαμβάνεσαι πως έχεις να κάνεις με μια ιστορία από τα χρόνια του Εμφυλίου. Και όντως, αφού τα γεγονότα διαδραματίζονται το καλοκαίρι του ’49, όταν μια ομάδα ξεκομμένων και αποδεκατισμένων ανταρτών, επιχειρεί να διαφύγει από τον κλοιό του εθνικού στρατού, των παραστρατιωτικών οργανώσεων (Μάυδες) και των οπλισμένων χωρικών, που είναι όλοι εναντίον τους (ένα λεπτό σημείο, πάνω στο οποίο μπορεί να γίνει μεγάλη συζήτηση), μέσα από τα βουνά της βόρειας Λακωνίας (και της νότιας Αρκαδίας), οδεύοντας προς το Άστρος μάλλον, κάπου προς τη θάλασσα δηλαδή (γι’ αυτό και «κάθοδος»). Την ιστορία την διηγείται ο 18χρονος Νάσιος, ο μόνος από τους εννιά αντάρτες που θα σωζόταν τελικά. Τώρα, γιατί θα σωζόταν μόνο ένα 18χρονο παιδί, από την ομάδα των εννιά, είναι μάλλον προφανές. Σώζεται κατά μίαν έννοια ο... λιγότερο αμαρτωλός και αυτός που έχει το μέλλον μπροστά του.
Ο ρυθμός, που έχει προσδώσει ο Βαλτινός στην αφήγησή του είναι γοργός, φρενήρης σχεδόν, με τη γλώσσα να σπαρταράει –να είναι πολύ ζωντανή, εννοώ, γεμάτη με ιδιωματικά στοιχεία– και με τους «κοφτούς» διαλόγους να επιτείνουν αυτή την αίσθηση του άμεσου και του αναπόφευκτου. Το λέω, γιατί πάντα περιμένεις κάτι μοιραίο να συμβεί. Και πάντα κάτι συμβαίνει.
Οι σχέσεις ανάμεσα στους αντάρτες περιγράφονται με τα εντελώς απαραίτητα λόγια, καθώς η λιτότητα στην αφήγηση πάει παράλληλα με την ξέρα και την άπνοια του ηλιοκαμένου τοπίου, ενώ με ευδιάκριτες και πάντα σκληρές γραμμές αντιμετωπίζονται και τα διάφορα περιστατικά με τους υπόλοιπους ανθρώπους, με τους οποίους έρχονται σε επαφή οι κυνηγημένοι. Ο Βαλτινός δεν ενδιαφέρεται να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη ωραιοποιώντας πρόσωπα και καταστάσεις ή μεγεθύνοντας πάθη και αδυναμίες. Η διάθεσή του είναι εντελώς αντιηρωική, διαποτισμένη από την αγριάδα του χώρου, που συγχρόνως περιγράφει.
Είναι προφανές το γεγονός πως ο συγγραφέας, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, δεν παίρνει το μέρος κάποιας παράταξης (είτε του δημοκρατικού στρατού είτε του εθνικού), και πως από το αφήγημά του απουσιάζει παντελώς το ιδεολογικό περίβλημα. Βεβαίως, η μη-θέση μπορεί να σημαίνει «θέση», για τους ιδεολόγους της μιας ή της άλλης πλευράς, κάτι που, οπωσδήποτε, είχε κατά νου ο συγγραφέας – και γι’ αυτό το λόγο, υποθέτω, θα επέλεγε, για τη δημοσίευση της ιστορίας του, όχι ένα στρατευμένο, μα ένα «ψύχραιμο» έντυπο σαν τις «Εποχές», που εκινείτο, χοντρικά, προς το πολιτικό κέντρο.
Το διήγημα, η νουβέλα τέλος πάντων, έκανε μικρή εντύπωση στην εποχή της (σίγουρα η Αριστερά δεν θα ’χε κάποιον ιδιαίτερο λόγο, για να την προβάλλει και να την «επικοινωνήσει») και θα ξεχνιόταν σύντομα – και επειδή ο Βαλτινός είχε ήδη μπλέξει με την συγγραφή σεναρίων για τον κινηματογράφο. (Θέλω να πω πως δεν ενδιέφερε και τον ίδιον να χριστεί στενά «αριστερός συγγραφέας», αφού τέτοιος, εδώ που τα λέμε, δεν υπήρξε ποτέ). Το (σεναριακό) ξεκίνημά του, εν τω μεταξύ, είχε γίνει με μια πρωτόλεια αστυνομική ταινία, την «Ενώ Σφύριζε το Τραίνο» (1961) των Ιάσονα Χαραλαμπόπουλου-Νίκου Χατζηθανάση, με τον Λυκούργο Καλλέργη και τον Στέφανο Ληναίο, για να ακολουθήσει το σενάριο για την (χαμένη μάλλον) πολεμική περιπέτεια του Τρέντυ Ρουμανά «Επιχείρησις “Δούρειος Ίππος”» (1966), με τους Πέτρο Φυσσούν, Γιάννη Βόγλη και Ανέστη Βλάχο, πριν ξεκινήσει η μακριά συνεργασία τού συγγραφέα με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, αρχής γενομένης με την «Αναπαράσταση» (1970).
https://www.lifo.gr/culture/cinema/i-kathodos-ton-ennia-i-diasimi-noybela-toy-thanasi-baltinoy
Σχόλια από το fb...
ΑπάντησηΔιαγραφήKwstas Agas
Σε ευχαριστούμε πολύ Φώντα!! Για τη συγκεκριμένη ταινία πάντα έψαχνα στοιχεία και δεν έβρισκα, μιας και, παρόλο που δεν την έχω δει, είχε πάρει μέσα μου μυθικές διαστάσεις!! Σε κάποια τηλεοπτική εκπομπή της ΕΡΤ εν έτει 1984, που παρουσίαζε τις νέες ταινίες, είχα δει μια μικρή σκηνή, όπου οι εννέα, ύστερα από εξαντλητική πεζοπορία, εμφανίζονται σε χωματόδρομο, απ' όπου περνάει ένα φορτηγό, κι ο Τσάγκλος (ΤΕΡΆΣΤΙΟΣ ηθοποιός) πηδάει από τα πλάγια στη θέση του οδηγού και βγάζει εκτός μάχης τον οδηγό του φορτηγού, για να το αρπάξουν οι κυνηγημένοι και να συνεχίσουν την πορεία τους!! Και να λοιπόν που έμαθα ότι αυτή η ταινία, που από τότε θυμάμαι αυτή τη σκηνή με "μυθικές διαστάσεις", είναι βασισμένη σε βιβλίο του Βαλτινού (όταν δεν γνωρίζω κάτι δεν έχω πρόβλημα να το ομολογήσω, είναι χίλιες φορές καλύτερο από το να προσποιηθώ ότι το γνωρίζω)! Όταν βρω χρόνο θα διαβάσω επισταμένως το κείμενο σου, και πάλι ευχαριστούμε γι' αυτό....
Κώστας Μπάρας
https://www.youtube.com/watch?v=A_sDRoz8_VA
Η κάθοδος των εννιά
https://www.youtube.com/watch?v=k-iPtJWw7w0
Η κάθοδος των εννιά
Αθανάσιος Ζακόπουλος
είναι πολύ κακή η ποιότητα
Asser Moissis
Την ταινία την είχα δει όταν πρώτο βγήκε πριν 40 χρόνια, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκη ς. Τότε μου είχε φανεί εξαιρετικά βαρετή. Μπορεί να ήμουν άδικος, αλλά τότε είχα μεγαλύτερη υπομονή.
Φώντας Τρούσας
Σίγουρα ήσουν άδικος.
Alexandros Margaritis
Μετά έγραψε την Ορθοκωστα και εγκαινίασε τον ελληνικό ιστορικό αναθεωρητισμο
Φώντας Τρούσας
Και από το '63 αναθεωρητής ήτανε...
Vassilis Serafimakis
Αυτό πού ονομάστηκε "αναθεωρητισμός" είχε τόσο ιδεολογικό βάρος όσο είχε και η ορίτζιναλ ομώνυμη κατηγορία τών ορθοδόξων προς τούς αντισταλινικούς τού Εσωτερικού. Ο Βαλτινός σκεφτόταν ελεύθερα.
Alexandros Margaritis
Λέγοντας ιστορικό αναθεωρητισμο, εννοώ τις ανιστορητες προσεγγίσεις των Μαραντζιδη-Καλυβα
Vassilis Serafimakis
Δεν απορρίπτω τον Μαραντζίδη σχεδόν καθόλου. Εχω αντιρρήσεις γιά βασικούς ισχυρισμούς Καλύβα (με κύριον τον ισχυρισμό του το ότι ο Στάλιν ενέκρινε και έσπρωξε τίς εμφύλιες συγκρούσεις στην Ελλάδα τότε, περιλαμβανομένου τού πολέμου, κάτι όμως που υποστήριξε και ο γιός τού Ηλία, ιστορικός Φίλιππος Ηλιού). Εψαξα ενδελεχώς τις Ιστορίες τους. Αλλά η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε μελέτες γιά πρώτη φορά και από την "άλλη πλευράς", που δεν είναι καθαρή προπαγάνδα όπως πριν. Πχ εξαιρετική δουλειά πού πολλοί βρίζουν χωρίς να έχουν διαβάσει (ενώ σούρνει πολλά στούς συνεργάτες τών Γερμανών) είναι το Οι Άλλοι Καπετάνιοι.
Τέλος πάντων. Πέρα από την ονοματολογία, ο Βαλτινός δεν ανήκει στο στρατόπεδο τής αντικομμουνιστικής φιλολογίας. Κατέθεσε πραγματικά θέματα.
Alexandros Margaritis
Στην πραγματικότητα και οι δυο τους αναπαράγουν με σύγχρονα μέσα και γλώσσα την βασική μετεμφυλιακή καθεστωτική αφηγηση.
Ειδικά οι προσεγγίσεις του Καλύβα δεν αντέχουν στον οποιοδήποτε επιστημονικό έλεγχο.
Vassilis Serafimakis
Διαφωνώ διότι έχω αφιερώσει πολύ χρόνο στο να εξετάσω τι έχουν γράψει ειδικά γιά την περίοδο τών εμφυλίων συγκρούσεων.
Alexandros Margaritis
Θα μου επιτρέψετε να έχω προσωπική αποψη.
Και οι δυο τους έχουν πρωταγωνιστήσει στην αποκατάσταση του δωσιλογισμου μέσω θεωριών των 3 γύρων, οι οποίες μυρίζουν ναφθαλίνη.
Vassilis Serafimakis
Αδιαφορώ γιά τις αποδόσεις προθέσεων και το πολιτικό σπεκουλάρισμα. Μπορεί να έχετε δίκηο. Αν μιλάω το κάνω επειδή έκατσα πολλούς μήνες, συνέλεξα υλικό, και μελέτησα. Φυσικά το μέσον εδώ αλλά και ο χώρος δεν επιτρέπουν να δοθεί η πρέπουσα έκταση στο θέμα. Διατηρούμε εκατέρωθεν τις απόψεις μας. Δεν έχω κάτι άλλο να πώ.
Vassilis Serafimakis
Το περιοδικό ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ τότε θυμάμαι δεν ήταν με χαρτί ιλλουστρασιόν, ήτανε δηλαδή σαφώς πιό φιλικό στην αφή, και με ποιότητα πολύ καλή γιά την εποχή του, όπως και η αθλητική εφημερίδα τού Λαμπράκη, η ΟΜΑΔΑ, αντίγραφο καλό τής L'Équipe.
Φώντας Τρούσας
O παλιός-παλιός ταχυδρόμος ήταν σαν ταμπλόιντ εφημερίδα, πιο μετά απέκτησε τις γνωστές διαστάσεις του περιοδικού. Και δεν είχε γυαλιστερό χαρτί ούτε στα 70s.