Οι major ετικέτες Blue Note, Riverside, Verve, Impulse! κ.ά. στα χρόνια του ’50 και του ’60, τα μαύρα ανεξάρτητα labels στα seventies (Black Jazz, Strata East, Tribe…), η αναδίπλωση του ’80, το ξαναζωντάνεμα στα nineties… και σήμερα τι; Εννοώ σε σχέση με την jazz στην Αμερική. Όπως εδώ, όπως παντού, έτσι κι εκεί (στις ΗΠΑ), οι μικρές εταιρίες, οι ελεγχόμενοι συνασπισμοί εκδοτών-μουσικών, φαίνεται να είναι το μέλλον της υπόθεσης. Όσο τουλάχιστον θα τυπώνονται CD… και όσο το downloading θα παραμένει συνυφασμένο ηχητικά με την αδιάφορη (εκατομμυριοστή) ποπίλα.
Λίγα λόγια, λοιπόν, για πέντε jazz άλμπουμ με αξία, που εκδόθηκαν τους τελευταίους μήνες από ισάριθμες, μικρές, αμερικανικές εταιρίες… PLUNGE : Dancing On Thin Ice (Immersion)
Λίγα λόγια, λοιπόν, για πέντε jazz άλμπουμ με αξία, που εκδόθηκαν τους τελευταίους μήνες από ισάριθμες, μικρές, αμερικανικές εταιρίες… PLUNGE : Dancing On Thin Ice (Immersion)
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα τζαζ-απροσάρμοστα CD, που άκουσα το τελευταίο διάστημα. Τρεις μουσικοί από τη Νέα Ορλεάνη, ή, εν πάση περιπτώσει, που διαμένουν στη Νέα Ορλεάνη, ο τρομπονίστας (και συνθέτης όλων των κομματιών) Mark McGrain, ο σαξοφωνίστας Tim Green και ο κοντραμπασίστας James Singleton (κάπου ακούγονται και «τζιριτζίρια»), ενώνουν δυνάμεις, σκέψεις και, κυρίως, φαντασία, ίνα περιγράψουν μία extreme – μέσα στα πλαίσια – πρόταση ηχητική, από την νεορλεανική πηγή. Τα… παράξενα, βεβαίως, μπορεί να εκκινούν από την οργανική σύσταση του γκρουπ (τρομπόνι, σαξ και κοντραμπάσο δεν είναι ό,τι πιο συνηθισμένο), όμως παίρνουν ξεκάθαρο σχήμα και μορφή τη εξελίξει των συνθέσεων. Στο “Life of cipher”– σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ, που έχω ξανακούσει τη βασική μελωδία, που διαπερνά όλο το κομμάτι – έχουμε μια rumba άλλης εποχής, περισσότερο… μελλοντικής, στο “One man’s machine” τα ηλεκτρονικά (με το κάτι σαν vocoder) δίνουν στο κομμάτι μία old-school electro χροιά, τύπου Raymond Scott φερ’ ειπείν, ενώ στο “Missing Mozambique” μία, κατά τα λοιπά, τυπική jazz μπαλάντα μπορεί και ξεφεύγει του… τυπικού, λόγω της απουσίας των κρουστών (απουσιάζουν απ’ όλο το άλμπουμ, βεβαίως), με το κοντραμπάσο του Singleton να διεκπεραιώνει εδώ έναν πλήρη ρυθμικό ρόλο. Γενικώς, με μικρές εκπλήξεις κινείται το “Dancing On Thin Ice”, δείχνοντας πως οι Plunge, πρώτον, δεν είναι τυχαίοι μουσικοί, δεύτερον, γνωρίζουν την παράδοση και τον ηχητικό… αχταρμά της περιοχής, έχοντας τον τρόπο – τρίτον – να ξεπερνούν τα εσκαμμένα, πατώντας πάνω τους. THE AMERICAN MUSIC PROJECT: On the Bright Side (Inarhyme)
Το σεξτέτο των American Music Project (AMP) από το Michigan (στον άξονα Detroit-Marquette κινούνται) κάνει αυτό που θα ανέμενε ο καθείς από ένα γκρουπ, που μεγαλώνει στη μούχλα μιας βιομηχανικής περιοχής, αγαπώντας την jazz, πρωτίστως, και όχι κατ’ ανάγκην το rock και τα συμφραζόμενά του. Δανειζόμενοι λοιπόν το spiritual feeling του ’60 (Coltrane και Sanders), το πρώιμο ραπάρισμα των Last Poets και κυρίως εκείνο το… ορχηστρικότερο των Oscar Brown, Jr. και Gill Scott-Heron, οι AMP παρουσιάζουν ένα σύγχρονο r&b, στηριγμένοι, απολύτως, σε τέσσερα «τυπικά» jazz όργανα (άλτο, πιάνο, μπάσο, ντραμς), διαμορφώνοντας μία κλασική street στέγη, για τα ζόρια και τους προβληματισμούς της ράτσας. Ok, υποβοηθείται το κλίμα, θα μπορούσε να πει κανείς, από τη γενικότερη (αμερικανική) Obama-λογία, όμως κοιτάζοντας με προσοχή τα credits διαπιστώνεις πως πρόκειται για ηχογράφηση του ’05 (ασχέτως αν κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του ’09) και όχι για σημερινή· και γι’ αυτό, ίσως, τόσο αθώα στις προθέσεις, άρα και στην καταγωγή. Όταν ο Dejuan “D Priest” Everett απαγγέλει “I am a poet with with poetry for peoples with passion/ Piercing your thoughts with my poetic propelling/ through minds of my peoples with problems and povetry” είσαι σίγουρος πως γράφει για καταστάσεις, τις οποίες ζει καθημερινώς – δεν φθάνουν στ’ αυτιά του – στους δρόμους της Motor City. JOHN FUNKHOUSER TRIO: Time (Jazsyzygy)
Το σεξτέτο των American Music Project (AMP) από το Michigan (στον άξονα Detroit-Marquette κινούνται) κάνει αυτό που θα ανέμενε ο καθείς από ένα γκρουπ, που μεγαλώνει στη μούχλα μιας βιομηχανικής περιοχής, αγαπώντας την jazz, πρωτίστως, και όχι κατ’ ανάγκην το rock και τα συμφραζόμενά του. Δανειζόμενοι λοιπόν το spiritual feeling του ’60 (Coltrane και Sanders), το πρώιμο ραπάρισμα των Last Poets και κυρίως εκείνο το… ορχηστρικότερο των Oscar Brown, Jr. και Gill Scott-Heron, οι AMP παρουσιάζουν ένα σύγχρονο r&b, στηριγμένοι, απολύτως, σε τέσσερα «τυπικά» jazz όργανα (άλτο, πιάνο, μπάσο, ντραμς), διαμορφώνοντας μία κλασική street στέγη, για τα ζόρια και τους προβληματισμούς της ράτσας. Ok, υποβοηθείται το κλίμα, θα μπορούσε να πει κανείς, από τη γενικότερη (αμερικανική) Obama-λογία, όμως κοιτάζοντας με προσοχή τα credits διαπιστώνεις πως πρόκειται για ηχογράφηση του ’05 (ασχέτως αν κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του ’09) και όχι για σημερινή· και γι’ αυτό, ίσως, τόσο αθώα στις προθέσεις, άρα και στην καταγωγή. Όταν ο Dejuan “D Priest” Everett απαγγέλει “I am a poet with with poetry for peoples with passion/ Piercing your thoughts with my poetic propelling/ through minds of my peoples with problems and povetry” είσαι σίγουρος πως γράφει για καταστάσεις, τις οποίες ζει καθημερινώς – δεν φθάνουν στ’ αυτιά του – στους δρόμους της Motor City. JOHN FUNKHOUSER TRIO: Time (Jazsyzygy)
Εν αντιθέσει με πολλά ευρωπαϊκά jazz trio, που επιχειρούν να επεκτείνουν τον ηχητικό πλουραλισμό του «σχήματος» μέσω… εξω-οργανικών παρεμβάσεων, τα αμερικανικά, σε γενικές γραμμές, παραμένουν πιστότερα στο κλασικό και, κυρίως, αυστηρό setting (πιάνο, μπάσο, ντραμς). Αυτό τους δίνει κατ’ αρχάς ένα καλό πλασάρισμα στην… εφευρετικότητα· καθότι, αν θέλεις όχι μόνο να φαίνεσαι, αλλά και να είσαι σύγχρονος, θα πρέπει να την ψάξεις και προς άλλες, περισσότερο δύστροπες κατευθύνσεις. Το John Funkhouser Trio (John Funkhouser πιάνο, Greg Loughman μπάσο, Mike Connors ντραμς) αποτελούμενο από, σχετικώς νεαρούς, σπουδαγμένους μουσικούς κινείται προς μία κατεύθυνση ανατροφοδότησης ορισμένων standards (το “Alone together” του Arthur Schwartz έχει μία ρυθμική ποικιλία – πραγματικά χάνεις το μέτρημα – η οποία το μετατρέπει άλλοτε σε latin, άλλοτε σε funk και άλλοτε σε romance), αλλά, κυρίως, προς μία άκρως «δουλεμένη» κατάθεση πρωτότυπων συνθέσεων (του Funkhouser), οι οποίες επέχουν ρόλο συμπυκνωμένων σελίδων της μουσικής ιστορίας. Για παράδειγμα, στο “Elipse (Prelude & Fugue in A Minor)” έχουμε μία ποικιλία μέτρων (σε κλάσματα του 8), τα οποία κατανέμονται στο πιάνο και το μπάσο, παίρνοντας γραμμή από το 35άρι beat pattern των ντραμς. Το αποτέλεσμα είναι μία θαυμάσια σύνθεση (στα ηχοχρώματα προστίθεται ο ήχος μπάσου με δοξάρι), από την οποία δεν απουσιάζει ούτε το improv section και, φυσικά, ούτε ο Bach. Πολλάκις ενδιαφέρον το “Ode to a Lame Duck” – “Lame Duck” λένε οι Αμερικανοί, και όχι μόνον αυτοί, την περίοδο που μεσολαβεί από τη νίκη ενός υποψηφίου στις εκλογές, έως την ανάληψη των καθηκόντων του και το οποίον, όπως λέει ο Funkhouser, το έγραψε αμέσως μετά τη νίκη του Obama, τον Νοέμβριο του ’08 –, αλλά, κυρίως, το “Eleventh one” με την funky μπασογραμμή και τα μελωδικά breaks απ’ το πιάνο. Ωραιότατο άλμπουμ. PRANA TRIO: The Singing Image of Fire (Circavision)
Όχι συνηθισμένη αμερικανική κυκλοφορία – μπορεί όχι παράξενη, αλλά, πάντως, όχι και καθημερινή. Επτά μουσικοί αποτελούν το Prana Trio. «Βασικοί» είναι ο ντράμερ (χειρίζεται ακόμη tablas και cajon) Brian Adler και η κορεάτισσα τραγουδίστρια Sunny Kim, ενώ συμμετέχουν ακόμη δύο πιανίστες (Carmen Staaf, Frank Carlberg), ο κοντραμπασίστας Matt Aronoff, ο κιθαρίστας Robert Lanzetti και ο bass-guitarist Nathan Goheen. Αυτό που κάνει το “The Singing Image of Fire” διαφορετικό είναι η καθ’ όλα επιτυχής απόπειρα του Adler να μελοποιήσει «ιερά κείμενα» ποιητών της Ανατολής προπερασμένων αιώνων (Kabir, Kukai, Rumi, Shankarcarya κ.ά.), παρεμβάλλοντας ανάμεσα κι ένα (τουλάχιστον) μοντέρνο, το “Incredible urge” του Φινλανδο-αμερικανού Anselm Hollo («κομμάτι» κι εκείνος της περίφημης International Poetry Incarnation του Λονδίνου, τον Ιούνιο του ’65). Οι περισσότερες απόπειρες στηρίζονται σε καλώς οργανωμένες συνθέσεις, μέσω των οποίων στηρίζεται το μυστικό-μυστικιστικό περιεχόμενο των λόγων. Εδώ, ο ρόλος της Kim είναι ακρογωνιαίος. Η κορεάτισσα ερμηνεύτρια έχοντας εντρυφήσει – τόσο σε επίπεδο σπουδών, όσο και σ’ εκείνο των live-γνωριμιών –, με «μορφές» του χώρου (Roswell Rudd, Pheeroan akLaff, Ari Hoenig, Irene Aebi κ.ά.), καταφέρνει να υπηρετήσει το λόγο και όχι να υπερβεί αυτού, όπως συμβαίνει συνήθως. Ακόμη και σε θέματα όπως το «εντελώς ελεύθερο» “Out beyond ideas” του Rumi, η Kim αντεπεξέρχεται με το spoken-word της στην… συμβατότητα των στίχων με το μουσικό κείμενο, ενώ σε κομμάτια όπως το “I felt love” του Hafiz, αγγίζει υψηλότατα εκφραστικά επίπεδα, εκμεταλλευόμενη τις εξαιρετικές συνθέσεις του Adler και βεβαίως τα παιξίματα των μουσικών. Ναι, για ένα άλμπουμ τραγουδιστικής jazz πρόκειται, άνευ όμως standards. Κι εδώ βρίσκεται η γοητεία του. Στην προσπάθεια του Prana Trio, να μεταφέρει στο σήμερα τα «ιερά» ποιητικά κείμενα, αντλώντας υποστηρίγματα από την τζαζική τέχνη ενός Ran Blake ή ενός Steve Lacy. Εξαιρετικοί. WAYNE WALLACE LATIN JAZZ QUINTET: Bien Bien! (Patois)
Τρομπονίστας, συνθέτης και ενορχηστρωτής με περγαμηνές, ο Wayne Wallace έχει βρεθεί στη μακρυά διαδρομή του, στα στούντιο ή το πάλκο, με τους Count Basie, Ray Charles, Joe Henderson, Carlos Santana, Earth Wind & Fire, Sonny Rollins, Aretha Franklin, Tito Puente, Stevie Wonder, John Lee Hooker και διαφόρους άλλους. Κάτι τέτοιο σημαίνει πως, ως επαγγελματίας, είναι «ανοιχτός», αλλά και ως συνθέτης ευεπίφορος σε ποικίλα fusions. Στο τελευταίο του άλμπουμ που έχει τίτλο “Bien Bien!”, o Wallace βάζει ξανά σε κίνηση το latin-jazz κουιντέτο του, ήτοι τους Murray Low πιάνο, Michael Spiro κρουστά, David Belove μπάσο, Paul Van Wageningen ντραμς (με guests τους τρομπονίστες Julian Priester και Dave Martell), προκειμένου να οδηγήσει μία παν-λατινική γιορτή, έχοντας ως έδρα το Berkeley της California. Εννέα κομμάτια, originals και διασκευές, τα οποία επιλέγονται προκειμένου να διασαφηνιστούν, για άλλη μια φορά, τα αισθητικά πλαίσια του latin sound. Το φερώνυμο “Bien Bien!” π.χ. (σύνθεση του Wallace) είναι ένα παλιομοδίτικο latin-bop, με στιβαρή τρομπονική γραμμή, το “Freedom jazz dance” του Eddie Harris μετατρέπεται σε πορτορικανική bomba (στα φωνητικά και οι Kenny Washington, Orlando Torriente), ενώ το “Building bridges”, του Κολομβιανού afro-cuban ντράμερ Memo Acevedo, είναι εκείνο που παρέχει τη δυνατότητα στον Wallace για ένα περίτεχνο σόλο. Και, βεβαίως, οι εκπλήξεις και η δημιουργική φαντασία, όπως λέμε, των μουσικών δε σταματούν εκεί. Το κλασικό “In a sentimental mood” του Duke Ellington ακούγεται κάπως σαν αργό bolero, την ώρα που το “Playa negra” (του Wallace), ένα χαρντ-μποπικό funky cha-cha-cha, αναδεικνύεται σε highlight του άλμπουμ. Για τους... μελετητές και τους πιουρίστες, όμως, το κομμάτι που δείχνει την διττή μαεστρία (κυριολεκτική και μεταφορική) του Wayne Wallace είναι η άποψή του για το “Africa” του John Coltrane· κυρίως όσον αφορά στην ηχοχρωματική του τρομπονιού του, που εκτείνεται από τις διαπεραστικές τενόρο γραμμές, έως τις βαθείες και πνιγηρές μπάσες. Έξοχο.
Τρομπονίστας, συνθέτης και ενορχηστρωτής με περγαμηνές, ο Wayne Wallace έχει βρεθεί στη μακρυά διαδρομή του, στα στούντιο ή το πάλκο, με τους Count Basie, Ray Charles, Joe Henderson, Carlos Santana, Earth Wind & Fire, Sonny Rollins, Aretha Franklin, Tito Puente, Stevie Wonder, John Lee Hooker και διαφόρους άλλους. Κάτι τέτοιο σημαίνει πως, ως επαγγελματίας, είναι «ανοιχτός», αλλά και ως συνθέτης ευεπίφορος σε ποικίλα fusions. Στο τελευταίο του άλμπουμ που έχει τίτλο “Bien Bien!”, o Wallace βάζει ξανά σε κίνηση το latin-jazz κουιντέτο του, ήτοι τους Murray Low πιάνο, Michael Spiro κρουστά, David Belove μπάσο, Paul Van Wageningen ντραμς (με guests τους τρομπονίστες Julian Priester και Dave Martell), προκειμένου να οδηγήσει μία παν-λατινική γιορτή, έχοντας ως έδρα το Berkeley της California. Εννέα κομμάτια, originals και διασκευές, τα οποία επιλέγονται προκειμένου να διασαφηνιστούν, για άλλη μια φορά, τα αισθητικά πλαίσια του latin sound. Το φερώνυμο “Bien Bien!” π.χ. (σύνθεση του Wallace) είναι ένα παλιομοδίτικο latin-bop, με στιβαρή τρομπονική γραμμή, το “Freedom jazz dance” του Eddie Harris μετατρέπεται σε πορτορικανική bomba (στα φωνητικά και οι Kenny Washington, Orlando Torriente), ενώ το “Building bridges”, του Κολομβιανού afro-cuban ντράμερ Memo Acevedo, είναι εκείνο που παρέχει τη δυνατότητα στον Wallace για ένα περίτεχνο σόλο. Και, βεβαίως, οι εκπλήξεις και η δημιουργική φαντασία, όπως λέμε, των μουσικών δε σταματούν εκεί. Το κλασικό “In a sentimental mood” του Duke Ellington ακούγεται κάπως σαν αργό bolero, την ώρα που το “Playa negra” (του Wallace), ένα χαρντ-μποπικό funky cha-cha-cha, αναδεικνύεται σε highlight του άλμπουμ. Για τους... μελετητές και τους πιουρίστες, όμως, το κομμάτι που δείχνει την διττή μαεστρία (κυριολεκτική και μεταφορική) του Wayne Wallace είναι η άποψή του για το “Africa” του John Coltrane· κυρίως όσον αφορά στην ηχοχρωματική του τρομπονιού του, που εκτείνεται από τις διαπεραστικές τενόρο γραμμές, έως τις βαθείες και πνιγηρές μπάσες. Έξοχο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου