Έτσι ακριβώς… adventures in sound τιτλοφορείται η συλλογή της el/Cherry Red (2009), προβάλλοντας συνθέσεις των Pierre Schaeffer, Karlheinz Stockhausen, Iannis Xenakis, Edgard Varese και Pierre Henry, από τα χρόνια του ’40 και του ’50. Αβανταδόρικος, λοιπόν, ο τίτλος αλλά μάλλον πενιχρό το αποτέλεσμα από τη στιγμή που επιλέγονται μόνον 5 συνθέτες – σε μία ανάλογη σειρά η βελγική Sub Rosa είχε επιλέξει μερικές δεκάδες –, τα ιστορικά έργα των οποίων ξεπετιούνται άνευ ουσιαστικού υπομνηματισμού. Εν πάση περιπτώσει…Οι “Cinq etudes de bruits” [Πέντε Σπουδές Θορύβων, 1948] του Pierre Schaeffer σημαδεύουν, κατ’ αρχάς, τη μαεστρία, την τόλμη και το ταλέντο του γάλλου πρωτοπόρου να συνθέσει concrete music, κατ’ ουσίαν, άνευ tape recorder. Πώς το κατάφερε; Με τα ελάχιστα που κατείχε. Κάποια μικρόφωνα, μία μηχανή κοπής lathe records (κάτι σαν τα acetates, αλλά ηχούν καλύτερα και είναι πιο ανθεκτικά) και βεβαίως μερικά πλατώ. Ηχογραφούσε λοιπόν, «έκοβε» τους δίσκους, κι από κει και πέρα τους χρησιμοποιούσε όπως ήθελε. Έπαιζε κάποιους σε διαφορετική ταχύτητα, άλλους κατά πίσω, ενώ το ηχητικό αποτέλεσμα των δύο το ηχογραφούσε σε τρίτο lathe record κ.ο.κ, πάντα σε πραγματικό χρόνο. Έχοντας, έτσι, ως πρωταρχική πηγή έναν εξωτερικό ήχο (το θόρυβο μιας ατμομηχανής, κάποιες ομιλίες, ένα πιάνισμα – λέγεται πως έπαιξε για χάρη του ο Pierre Boulez, κάποιους πλανόδιους οργανοπαίκτες κ.ά.), ο Schaeffer εξάντλησε την εφευρετικότητά του στις «Πέντε Σπουδές Θορύβου», κάνοντας την αρχή. Ή, μάλλον, μιαν αρχή…
Προσπαθώ να φανταστώ την έκπληξη κάποιου που θ’ άκουγε το “Studie Nr.1” του Karlheinz Stockhausen, το 1953. Θα ήταν αδύνατον ν’ αντιληφθεί τι ακριβώς ήταν εκείνο που έφθανε στ’ αυτιά σου. Τώρα είναι αλλιώς… αλλά εκείνη την εποχή μιλάμε για το αδιανόητο. Χρησιμοποιώντας μία ημιτονική γεννήτρια συχνοτήτων, ο Stockhausen κατέγραφε σε tape τους παραγόμενους ηχητικούς κυματισμούς (λέγεται ότι κατέγραψε με overdub 12 ημιτονικές σ’ ένα tape recorder) και από ’κει και κάτω με συνεχές μανιπουλάρισμα (πίσω-μπρος, αλλαγές στην ταχύτητα, δύο ταινίες να παίζουν ταυτοχρόνως, παράγοντας μία τρίτη κ.ο.κ. – ο τρόπος χρήσης δεν διέφερε από εκείνον του Schaeffer), κατόρθωσε να παράξει έναν ήχο που δεν δαμάστηκε από το χρόνο. Ακόμη πιο προχωρημένη ήταν η “Studie Nr.2” από το 1954. Αρνούμενος την πρωτόλεια εκείνη μείξη των ημιτονικών, ο Stockhausen επεξεργάστηκε με μεγαλύτερη φαντασία τις… καμπύλες του, ενώνοντάς τες διαδοχικώς, προβάροντας, κατ’ ουσίαν, μία λούπα. Φαίνεται πως τη λούπα αυτήν την πέρασε εν συνεχεία μέσα από echo chamber, δημιουργώντας ένα αρχέτυπο αναδράσεως. Απίστευτο άκουσμα. Στο τρίτο “Gesang der Junglinge” (1956) ο Stockhausen συσσωματώνει στο γεννητριακό καμβά του τις ανθρώπινες φωνές. Όχι όμως ως «ανεξάρτητες-μεμονωμένες», αλλά ως «ένα και το αυτό» με το ηλεκτρονικό του υλικό.
Δεν εθνεγείρομαι για… ψύλλου πήδημα, όμως ενοχλούμαι σφόδρα, όταν αποκρύπτεται η (απλή) αλήθεια - όταν ο Iannis Xenakis δηλαδή παρουσιάζεται στο booklet της el ως ο “the Romanian-born…” συνθέτης και τα λοιπά. Από τη στιγμή λοιπόν που αποσιωπάται η ελληνική καταγωγή, η παιδεία και βεβαίως το ελληνοπρόσωπο των έργων του Ξενάκη, τότε γεννάται ένα ζήτημα. Εν πάση περιπτώσει. Να μην επεκταθώ. Δύο λόγια μόνο για τις συγκεκριμένες επιλογές. Στο “Adventures In Sound” ανθολογούνται οι «Διαμορφώσεις» (1957) και το “Concret PH” (1958). Πρόκειται για δύο πρώιμες «σκέψεις» του Ξενάκη, καθ’ ολοκληρίαν ηλεκτρονικές (ανήκουν δηλαδή στα ηλεκτρονικά του έργα), σφόδρα επηρεασμένες από τον τρόπο δράσης του Pierre Schaeffer - στο στούντιο του οποίου απέκτησε μιαν οικειότητα με τα μηχανήματα, στα πρώτα χρόνια του ’50, ο έλληνας στοχαστής. Στις «Διαμορφώσεις» συσσωματώνονται και μανιπουλάρονται σεισμικοί ήχοι, συγκρούσεις τροχοφόρων, θόρυβοι αεροσκαφών σε φάση προσγείωσης-απογείωσης κ.λπ., ενώ στο “Concrete PH” η πρωταρχική ηχητική πηγή είναι ακόμη πιο εξωφρενική – το σκάσιμο των κάρβουνων!
Αυτό το τελευταίο έργο του Ξενάκη παρουσιάστηκε μαζί με το “Poeme Electronique” του Edgard Varese, στο Περίπτερο της Philips που είχε σχεδιάσει ο Le Corbusier, στο World’s Fair των Βρυξελών, το 1958. Ο Varese επιμελήθηκε το εσωτερικό ηχητικό πλαίσιο του χώρου, διάρκειας 8 περίπου λεπτών, προορισμένο ν’ ακουστεί από ένα σύνολο 450 μεγαφώνων (425 αναφέρουν άλλες πηγές), διασκορπισμένων σε όλη την επιφάνεια του περιπτέρου, ταυτοχρόνως με προβολές φωτογραφιών, ταινιών, εικαστικών παρεμβάσεων κ.λπ. Αναφερόμαστε δηλαδή σ’ ένα multimedia project, τμήμα του οποίου ήταν και το ηχητικό. Το “Poeme Electronique” είναι – κι έτσι όπως τ’ ακούς σ’ ένα απλό CD-player – ένα σπάνιας δυναμικής έργο. Αν και δεν ήταν αμιγώς ηλεκτρονικό – παρεμβάλλονταν κρουστά, φωνές, σειρήνες, σφυρίχτρες, και βεβαίως ήχοι (θόρυβοι αεροπλάνων, ανελκυστήρων κ.λπ.) επεξεργασμένοι, «έτοιμοι» σε μαγνητοταινίες –, είναι αδύνατον να μην το τοποθετήσει κάποιος στην κορυφή του «μπιμπλικού» παγόβουνου.
Τελευταίο κομμάτι της συλλογής, το “Voile d’Orphee” του Pierre Henry. Ο Henry – που έγινε γνωστός και στο χώρο του rock από τη συνεργασία του με τους Spooky Tooth στο “Ceremony” (1969), αφήνω το “Messe Pour Le Temps Present” (1968) – ξεκίνησε δίπλα στον Pierre Schaeffer, το 1950. Μάλιστα, την πρώτη ολοκληρωμένη του σύνθεση “Bidule en Ut” την υπέγραψε σε συνεργασία με τον Schaeffer. Το “Voile d’Orphee” παρουσιάστηκε σε πολλαπλές versions στο διάστημα 1953-1958. Η πρώτη ηχογραφήθηκε το 1953 και είχε διάρκεια περί τα 27 λεπτά. Μία επόμενη χρησιμοποιήθηκε στο μπαλέτο του Maurice Bejart “Orpheus” το 1958 και είχε διάρκεια περί τα 15:40 λεπτά – είναι αυτή που ακούμε στην “Adventures In Sound” – και η οποία δισκογραφήθηκε, για πρώτη φορά, σ’ ένα LP της Philips το 1967. Το βασικό tape recorder που χρησιμοποίησε, κατά πρώτον, ο Henry ήταν το Phonogene, ένα μηχάνημα της εποχής, που είχε τη δυνατότητα να ελέγχει την ταχύτητα της ταινίας σε κάθε εκατοστό της. Αυτό έδωσε απεριόριστες δυνατότητες στον Henry να περιγράψει συγκεκριμένες «περιοχές» του μύθου του Ορφέα και της κατάβασής του στον Άδη, εκμεταλλευόμενος, κυρίως, το μηχανικό glissando, αλλά και τα υπόλοιπα εφέ (echo, ανάποδες ταχύτητες, απότομα φρεναρίσματα-κοψίματα, επαναλήψεις), διαστρεβλώνοντας ανθρώπινες φωνές και λοιπούς ηλεκτρακουστικούς ήχους. Πολύ ιδιαίτερο κομμάτι, ιδίως σε σχέση με την παρέμβαση των (και αρχαιοελληνικών) φωνών, και κυρίως του τρόπου χρήσης τους προς την κατεύθυνση της εκστατικής ανισορροπίας.
Και μετά τι; Αναρωτιέται ο καθείς...
Προσπαθώ να φανταστώ την έκπληξη κάποιου που θ’ άκουγε το “Studie Nr.1” του Karlheinz Stockhausen, το 1953. Θα ήταν αδύνατον ν’ αντιληφθεί τι ακριβώς ήταν εκείνο που έφθανε στ’ αυτιά σου. Τώρα είναι αλλιώς… αλλά εκείνη την εποχή μιλάμε για το αδιανόητο. Χρησιμοποιώντας μία ημιτονική γεννήτρια συχνοτήτων, ο Stockhausen κατέγραφε σε tape τους παραγόμενους ηχητικούς κυματισμούς (λέγεται ότι κατέγραψε με overdub 12 ημιτονικές σ’ ένα tape recorder) και από ’κει και κάτω με συνεχές μανιπουλάρισμα (πίσω-μπρος, αλλαγές στην ταχύτητα, δύο ταινίες να παίζουν ταυτοχρόνως, παράγοντας μία τρίτη κ.ο.κ. – ο τρόπος χρήσης δεν διέφερε από εκείνον του Schaeffer), κατόρθωσε να παράξει έναν ήχο που δεν δαμάστηκε από το χρόνο. Ακόμη πιο προχωρημένη ήταν η “Studie Nr.2” από το 1954. Αρνούμενος την πρωτόλεια εκείνη μείξη των ημιτονικών, ο Stockhausen επεξεργάστηκε με μεγαλύτερη φαντασία τις… καμπύλες του, ενώνοντάς τες διαδοχικώς, προβάροντας, κατ’ ουσίαν, μία λούπα. Φαίνεται πως τη λούπα αυτήν την πέρασε εν συνεχεία μέσα από echo chamber, δημιουργώντας ένα αρχέτυπο αναδράσεως. Απίστευτο άκουσμα. Στο τρίτο “Gesang der Junglinge” (1956) ο Stockhausen συσσωματώνει στο γεννητριακό καμβά του τις ανθρώπινες φωνές. Όχι όμως ως «ανεξάρτητες-μεμονωμένες», αλλά ως «ένα και το αυτό» με το ηλεκτρονικό του υλικό.
Δεν εθνεγείρομαι για… ψύλλου πήδημα, όμως ενοχλούμαι σφόδρα, όταν αποκρύπτεται η (απλή) αλήθεια - όταν ο Iannis Xenakis δηλαδή παρουσιάζεται στο booklet της el ως ο “the Romanian-born…” συνθέτης και τα λοιπά. Από τη στιγμή λοιπόν που αποσιωπάται η ελληνική καταγωγή, η παιδεία και βεβαίως το ελληνοπρόσωπο των έργων του Ξενάκη, τότε γεννάται ένα ζήτημα. Εν πάση περιπτώσει. Να μην επεκταθώ. Δύο λόγια μόνο για τις συγκεκριμένες επιλογές. Στο “Adventures In Sound” ανθολογούνται οι «Διαμορφώσεις» (1957) και το “Concret PH” (1958). Πρόκειται για δύο πρώιμες «σκέψεις» του Ξενάκη, καθ’ ολοκληρίαν ηλεκτρονικές (ανήκουν δηλαδή στα ηλεκτρονικά του έργα), σφόδρα επηρεασμένες από τον τρόπο δράσης του Pierre Schaeffer - στο στούντιο του οποίου απέκτησε μιαν οικειότητα με τα μηχανήματα, στα πρώτα χρόνια του ’50, ο έλληνας στοχαστής. Στις «Διαμορφώσεις» συσσωματώνονται και μανιπουλάρονται σεισμικοί ήχοι, συγκρούσεις τροχοφόρων, θόρυβοι αεροσκαφών σε φάση προσγείωσης-απογείωσης κ.λπ., ενώ στο “Concrete PH” η πρωταρχική ηχητική πηγή είναι ακόμη πιο εξωφρενική – το σκάσιμο των κάρβουνων!
Αυτό το τελευταίο έργο του Ξενάκη παρουσιάστηκε μαζί με το “Poeme Electronique” του Edgard Varese, στο Περίπτερο της Philips που είχε σχεδιάσει ο Le Corbusier, στο World’s Fair των Βρυξελών, το 1958. Ο Varese επιμελήθηκε το εσωτερικό ηχητικό πλαίσιο του χώρου, διάρκειας 8 περίπου λεπτών, προορισμένο ν’ ακουστεί από ένα σύνολο 450 μεγαφώνων (425 αναφέρουν άλλες πηγές), διασκορπισμένων σε όλη την επιφάνεια του περιπτέρου, ταυτοχρόνως με προβολές φωτογραφιών, ταινιών, εικαστικών παρεμβάσεων κ.λπ. Αναφερόμαστε δηλαδή σ’ ένα multimedia project, τμήμα του οποίου ήταν και το ηχητικό. Το “Poeme Electronique” είναι – κι έτσι όπως τ’ ακούς σ’ ένα απλό CD-player – ένα σπάνιας δυναμικής έργο. Αν και δεν ήταν αμιγώς ηλεκτρονικό – παρεμβάλλονταν κρουστά, φωνές, σειρήνες, σφυρίχτρες, και βεβαίως ήχοι (θόρυβοι αεροπλάνων, ανελκυστήρων κ.λπ.) επεξεργασμένοι, «έτοιμοι» σε μαγνητοταινίες –, είναι αδύνατον να μην το τοποθετήσει κάποιος στην κορυφή του «μπιμπλικού» παγόβουνου.
Τελευταίο κομμάτι της συλλογής, το “Voile d’Orphee” του Pierre Henry. Ο Henry – που έγινε γνωστός και στο χώρο του rock από τη συνεργασία του με τους Spooky Tooth στο “Ceremony” (1969), αφήνω το “Messe Pour Le Temps Present” (1968) – ξεκίνησε δίπλα στον Pierre Schaeffer, το 1950. Μάλιστα, την πρώτη ολοκληρωμένη του σύνθεση “Bidule en Ut” την υπέγραψε σε συνεργασία με τον Schaeffer. Το “Voile d’Orphee” παρουσιάστηκε σε πολλαπλές versions στο διάστημα 1953-1958. Η πρώτη ηχογραφήθηκε το 1953 και είχε διάρκεια περί τα 27 λεπτά. Μία επόμενη χρησιμοποιήθηκε στο μπαλέτο του Maurice Bejart “Orpheus” το 1958 και είχε διάρκεια περί τα 15:40 λεπτά – είναι αυτή που ακούμε στην “Adventures In Sound” – και η οποία δισκογραφήθηκε, για πρώτη φορά, σ’ ένα LP της Philips το 1967. Το βασικό tape recorder που χρησιμοποίησε, κατά πρώτον, ο Henry ήταν το Phonogene, ένα μηχάνημα της εποχής, που είχε τη δυνατότητα να ελέγχει την ταχύτητα της ταινίας σε κάθε εκατοστό της. Αυτό έδωσε απεριόριστες δυνατότητες στον Henry να περιγράψει συγκεκριμένες «περιοχές» του μύθου του Ορφέα και της κατάβασής του στον Άδη, εκμεταλλευόμενος, κυρίως, το μηχανικό glissando, αλλά και τα υπόλοιπα εφέ (echo, ανάποδες ταχύτητες, απότομα φρεναρίσματα-κοψίματα, επαναλήψεις), διαστρεβλώνοντας ανθρώπινες φωνές και λοιπούς ηλεκτρακουστικούς ήχους. Πολύ ιδιαίτερο κομμάτι, ιδίως σε σχέση με την παρέμβαση των (και αρχαιοελληνικών) φωνών, και κυρίως του τρόπου χρήσης τους προς την κατεύθυνση της εκστατικής ανισορροπίας.
Και μετά τι; Αναρωτιέται ο καθείς...
Μ' ενδιαφέρουν πολύ αυτά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχεις υπόψη τον Ιταλό Franco Evangelisti; επηρεάστηκε πολύ από Στοκχάουζεν (συστήματα μετασχηματισμού κ τυχαιοποίησης) άλλα ασχολήθηκε και με τον αυτοσχεδιασμό.
Μ' αρέσει κι ο Βαρέζ-έχω αρκετά έργα του απ' τη Naxos (ήταν ο αγαπημένος του Frank Zappa)
κώστας παπ.
Έχω ήδη γράψει δυο λόγια για τον Evangelisti στο blog. Κάνε copy-paste αυτό http://diskoryxeion.blogspot.com/2009/10/hip.html
ΑπάντησηΔιαγραφήΑναμένουμε λοιπόν. thanks
ΑπάντησηΔιαγραφήκ.π.