
Το “Out of Sight and Sound” των Free Spirits είναι ηχογραφημένο στο New Jersey, στο τέλος του 1966, από τον Rudy Van Gelder, σε παραγωγή του Bob Thiele. Γενικώς, θα έλεγα πως πρόκειται για ένα proto-psych άλμπουμ, ενταγμένο περισσότερο (δηλαδή απολύτως) στο rock στρατόπεδο, παρά στο jazz. Pop, με την ευρύτερη έννοια, τραγούδια συντάσσουν τα Ελεύθερα Πνεύματα, τα οποία (τραγούδια) στην πορεία λαμβάνουν περίεργες διαστάσεις· κάτι που μπορεί να αναζητηθεί, με σιγουριά, στις προσωπικότητες των μουσικών που τους αποτελούσαν (Larry Coryell lead κιθάρα, σιτάρ, φωνή, Columbus Baker ρυθμική κιθάρα, Chris Hills μπάσο, Jim Pepper τενόρο, φλάουτο, Bob Moses ντραμς). [Ακούμε "Cosmic daddy dancer"...].Αλλοιωμένοι blues ρυθμοί, pop αρμονικά φωνητικά, προσεγμένη και όχι μπρούτα garage αισθητική, και βεβαίως τα πνευστά του Pepper να μετατοπίζουν, συχνά, το κέντρο βάρους προς τζαζικότερες καταστάσεις (“Cosmic daddy dancer”, “Storm”). Έτσι ανοίγει το κεφάλαιο...
Το όνομα του Steve Marcus μπορεί να μην λέει, αμέσως, πολλά, λέει όμως πολύ περισσότερα αυτό εδώ το πρώτο του άλμπουμ από το 1968· ένα από τα πιο ελπιδοφόρα (τότε) και απολαυστικά (σήμερα) jazz-rock έργα. Τι έπραξε εδώ ο σοπρανίστας, τενορίστας Marcus; Πήρε πασίγνωστες pop επιτυχίες της εποχής (τα “Eight miles high” των Byrds, “Mellow yellow” του Donovan, “Listen people” των Herman’s Hermits, “Rain” και “Tomorrow never knows” των Beatles – υπάρχει και μία original σύνθεση του Gary Burton), αλλάζοντάς τους τα... φώτα. Δεν είναι μόνο τα δικά του εντελώς απελευθερωμένα, ενίοτε χαοτικά, soli, είναι το γεγονός ότι παρασύρει στα μέτρα του και τους υπόλοιπους συμπαίκτες, δημιουργώντας έναν ήχο, τον οποίον πολύ δύσκολα – στιγμές-στιγμές – αιτιολογείς. Αν μιλήσω για Evan Parker, Derek Bailey, Cecil Taylor και Spontaneous Music Ensemble θα με πάρετε με τις πέτρες; Και όμως, και όμως.Τι “Mellow yellow” είναι αυτό που ακούμε; Τα... αληθινά ονόματα των μουσικών είναι: Steve Marcus σαξόφωνα, Larry Coryell ηλεκτρική κιθάρα, Mike Nock πιάνο, Chris Hills μπάσο, Bob Moses ντραμς (τα 3/5 των Free Spirits δηλαδή, συν τον άσσο νεοζηλανδό πιανίστα Mike Nock).
Για το “Throb” του Gary Burton είχα γράψει στο «δισκορυχείον» του τεύχους 175. Ξαναγράφω, τώρα, επειδή θέλω να υπενθυμίσω τη σημαντικότητα αυτού του δίσκου στην ευρεία fusion αισθητική· καθότι εδώ δεν επικοινωνεί μόνον η jazz με το rock, αλλά και τα δυο τους με την country. Φυσικά, η προσπάθεια αυτή του αμερικανού μουσικού δεν ξεκίνησε με το παρόν long play, άγγιξε όμως με συνθέσεις όπως εκείνες του Michael Gibbs φερ’ ειπείν (“Turn of the century”, “Throb”, “Triple portrait”, “Some echoes”), μιαν αισθητική κορύφωση. Cool και «ακαδημαϊκός» ανέκαθεν ο Burton, βρήκε εδώ το μπελά του... Τα αγέρωχα παιξίματα των Jerry Hahn ηλεκτρική κιθάρα, Richard Greene βιολί (τότε στους Sea Train), Steve Swallow μπάσο και Bill Goodwin ντραμς προσφέρουν, σε αφθονία, όλην εκείνη την απαραίτητη «ένταση», που έχουμε μάθει ν’ αναζητούμε στις τζαζ-ροκικές ηχογραφήσεις.
Τεράστιο κεφάλαιο για το jazz-rock ο τεξανός κιθαρίστας Larry Coryell. Το έχετε ήδη διαπιστώσει... Από τη μεγάλη σε όγκο και σημασία δισκογραφία του επιλέγουμε το “Coryell”, ηχογραφημένο στη Νέα Υόρκη το 1969, εξ αιτίας του ακρογωνιαίου 9λεπτου instro “The jam with Albert”. Πάνω σ’ έναν αρχέτυπο ρυθμό που καθορίζουν το μπάσο του Albert Stinson και τα ντραμς του Bernard Purdie (έτσι πες μου...), ο Larry Coryell στήνει έναν κιθαριστικό θίασο (lead, ρυθμικό και δεν ξέρω τι άλλο...), σπάζοντας κανόνες. Έχω την αίσθηση, για να μην πω τη βεβαιότητα, πως εκείνη την εποχή ο Τεξανός ήταν ο μοναδικός ηλεκτρικός κιθαριστής που μπορούσε να «κοντράρει» στα ίσια τον Jimi Hendrix. [Ακούμε "The jam with Albert"...].Μπορεί να μην διέθετε την ίδια «περσόνα» μ’ εκείνον (στο πάλκο βασικά), διέθετε όμως (λέμε εμείς – δεκτές οι αντιρρήσεις) την ίδια φαντασία στο στούντιο· είναι απίστευτα αυτά που πράττει εδώ, αιώνιο σεμινάριο για κάθε κιθαρίστα. Διαπρέπει, εννοείται και στα υπόλοιπα θέματα – όχι μόνο στο jam – έχοντας δίπλα του μουσικάρες. Ron Carter και Chuck Rainey μπάσο, Mike Mandel όργανο, Jim Pepper φλάουτο.
Με το όνομα αυτό αναγνωρίζονται δύο ή και τρία συγκροτήματα στη μουσική ιστορία (οι Βρετανοί που ηχογραφούσαν στη Harvest και, ίσως, κάποιοι ακόμη). Εδώ αναφερόμαστε στους Αμερικανούς, που έγραψαν ένα(;) άλμπουμ για την εταιρία Flying Dutchman του Bob Thiele. Οδηγημένοι από έναν περιστασιακό συνεργάτη του Frank Zappa, τον περκασιονίστα Gary Coleman, οι Spontaneous Combustion παρουσίασαν ένα ευφάνταστο jazz-rock, με ουκ ολίγες αισθητικές καινοτομίες. Αν και επρόκειτο για στούντιο εννεαμελές γκρουπ, το οποίο φαίνεται να «μαζεύτηκε» κάτω από την παρότρυνση και τις ευλογίες του Thiele, το αποτέλεσμα της δουλειάς του δεν είναι ό,τι θα αποκαλούσαμε, με την κακή έννοια, «επαγγελματικό», αλλά ένα αληθινό strange trip σε ήχους και διαθέσεις. Προσέξτε line-up: Jimmy Gordon, John Guerin ντραμς, Dennis Budimir, Mike Deasy κιθάρες, Tom Scott (ναι), Jim Horn πνευστά, Mike Melvoin πλήκτρα, Larry Knechtel ηλεκτρικό μπάσο, Gary Coleman κρουστά. Αν και υποτίθεται ότι οι «διπλοί» οργανοπαίκτες ήταν επιλεγμένοι ώστε να παίζουν ξεχωριστά τα jazz και rock passages (όντως), στην πραγματικότητα εκείνο που ακούγεται είναι ένα ανελέητο fusion (ποιος νοιάζεται για το ποιος παίζει τι;), που κάποιες στιγμές αγγίζει τα όριά του. Ιδίως στο 10λεπτο “Time stitch”, εκεί όπου το... στούντιο μετατρέπεται σε δέκατο μουσικό σπρώχνοντας την «κατασκευή» στο άπειρο... (Όχι, φλάουτο δεν παίζει ο Eric Dolphy...).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου