Μπορεί σήμερα να λέγεται Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (τρομάρα της), αλλά από το 1965 έως το 1997 λεγόταν Zaire, είχε (και έχει) πρωτεύουσα την Kinshasa, είχε πρόεδρο τον φιλο-αμερικανό (γενικώς) δικτάτορα Mobutu Sese Seko, και βεβαίως την ευκαιρία να φιλοξενήσει στο έδαφός του την περίφημη Rumble in the Jungle, την πυγμαχική μονομαχία «βαρέων βαρών» George Foreman - Muhammad Ali (30/10/1974), που είχε ως προοίμιο το τριήμερο πολιτιστικό event… Zaire 74, στα τέλη εκείνου του Σεπτέμβρη. Εκεί εμφανίστηκε ο B.B. King με την ορχήστρα του…
Υπάρχει όμως μιαν αρχική απορία. Γιατί οι συναυλίες έγιναν τέλη Σεπτεμβρίου και όχι ένα μήνα αργότερα, ώστε να συμπέσουν με τη μάχη στο ρινγκ; Ο λόγος είναι απλός. Τα live είχαν ήδη κλειστεί, όταν ο Foreman ανακοίνωσε ξαφνικά κάποιο πρόβλημα, ζητώντας τη μετάθεση του αγώνα· από τα τέλη Σεπτεμβρίου δηλαδή, στην 30η Οκτωβρίου 1974. Μάλιστα, όπως μαθεύτηκε αργότερα, ο εις εκ των διοργανωτών εκείνων των εκδηλώσεων, ο αμερικανός παραγωγός Stewart Levine – έχει δουλέψει με τους Lionel Richie, Simply Red, Boy George, Joe Cocker, Jamie Cullum, Aaron Neville, Sly Stone, Killing Joke κ.ά. – έμαθε τα της αλλαγής σχεδόν με την επιβίβαση στο αεροπλάνο, κρύβοντας το νέο από τους μουσικούς και φανερώνοντάς το μετά την απογείωση, επειδή, όπως πίστευε, στην αντίθετη περίπτωση, ελάχιστοι από ’κείνους θα ήθελαν ν’ ακολουθήσουν. Και για ποιους ο λόγος; Για τον James Brown (με τους Fred Wesley, Maceo Parker και όλους τους υπολοίπους στο team), τον Bill Withers, τον B.B. King, τους Spinners, τους Fania All-Stars, με τη Celia Cruz, τον Johnny Pacheco και τον Yomo Toro, ονόματα δηλαδή από τα κορυφαία της εποχής, τα οποία θα συνέπρατταν με την Miriam Makeba, τον Manu Dibango, αλλά και με τους κονγκολέζους μουσικούς και τα συγκροτήματα TPOK Jazz, Tabu Ley Rochereau, Francois “Franco” Luambo Makiadi κ.ά. Συνολικώς συμμετείχαν 31 σχήματα, 17 από το Zaire και 14 από άλλες χώρες. Το όλο γεγονός θα ελάβαινε χώρα στο Στάδιο της 20ης Μαΐου, στην Kinshasa (εκεί όπου θα δινόταν κι ο αγώνας) και διοργανωτές του ήταν ο Stewart Levine, όπως ήδη γράψαμε, αλλά και ο νοτιο-αφρικανός τρομπετίστας Hugh Masekela. Η ιδέα τους ήταν απλή. Με αφορμή το ριγκ, θα μπορούσε να ενδυναμωθούν οι πολιτιστικές (διάβαζε μουσικές) σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Zaire (αλλά και την Αφρική γενικότερα) – ανεξαρτήτως, αν θα μπορούσε να κατηγορηθούν ταυτοχρόνως (εκείνοι και όποιοι άλλοι), πως παρείχαν στήριξη στο διεφθαρμένο δικτατορικό καθεστώς του Mobutu. Μάλιστα, όλο το promotion του «πακέτου» πήρε στα χέρια του ο κύριος Don King, μία executive φίρμα της πυγμαχίας, ο οποίος έσπρωχνε διάφορα γκρουπ να πλαισιώνουν... πολιτιστικώς μεγάλα πυγμαχικά events ανά τον κόσμο. Στις Φιλιππίνες φερ’ ειπείν, στο «παρά» της αναμέτρησης των Muhammad Ali και Joe Frazier, την “Thrilla in Manila” που ακολούθησε την “Rumble in the Jungle” (διεξήχθη την 1/10/1975), ο Don King είχε τη… funky στήριξη του αμερικανού keyboard player και περκασιονίστα Ricardo Marrero (δες κι εδώ http://is.gd/C9pNS7). Ας πω, ακόμη, πως όλο το γεγονός σκηνοθετήθηκε από τον Jeffrey Levy-Hinte, και πως τιτλοφορήθηκε ως “Soul Power”, για να εκδοθεί τελικώς σε DVD μόλις πρόπερσι. Την εμφάνιση, όμως, του B.B. King φαίνεται πως την επιμελήθηκε ξεχωριστά ο Leon Gast, που είχε σκηνοθετήσει και το γνωστό «οσκαρικό» ντοκυμαντέρ “When We Were Kings” (1996), στο οποίον ο Jeffrey Levy-Hinte εμφανίζεται ως editor. H παράστασή του ως “Live In Africa ’74» – η παράσταση του B.B. King εννοώ – κυκλοφορεί σε DVD από την Gravity. Για να ρίξουμε όμως μια ματιά…
Το ντοκυμαντέρ, γιατί περί αυτού πρόκειται, έχει διάρκεια λίγο πάνω από 40 λεπτά. Φαίνεται, δε, να κινηματογραφήθηκε ολόκληρο, αν σκεφθούμε πως 31 σχήματα, εμφανιζόμενα μέσα σε τρεις ημέρες, δεν θα ήταν εύκολο να δίνουν μιαμισάωρα live. Έτσι, εκείνο, που, κατ’ αρχάς, προκαλεί εντύπωση είναι το γεγονός πως ο B.B. King «κουβάλησε» για τις ανάγκες μιας τόσο περιορισμένης στο χρόνο παράστασης ολόκληρην ορχήστρα (ο Mobutu δεν φείσθηκε χρημάτων). Καθότι, δεν ήταν μόνον οι… κλασικοί μουσικοί που συνήθως τον συνόδευαν, αλλά ολόκληρο πνευστό τμήμα (ούτε κι εγώ ξέρω πόσα άτομα), ένας επιπλέον κιθαρίστας, percussion players και… δε θυμάμαι τι άλλο. Αν και δεν μπόρεσα να μετρήσω πόσοι παίκτες ακριβώς βρέθηκαν στο πάλκο, είναι σίγουρο πως αυτοί ήταν πάνω από δεκαπέντε! Καθόλου άσχημα, σε πρώτη φάση. Κι αυτό το λέω, έχοντας κατά νου πως δεν είναι ό,τι ευκολότερο ν’ αποτυπώσεις όπως πρέπει τον ήχο τόσων οργάνων… δια της κινηματογραφήσεως. Συν το γεγονός πως την πρωτοκαθεδρία δεν μπορεί παρά να την είχε η… Lucille.
Ο B.B. King εμφανίζεται ιδρωμένος από το πρώτο λεπτό (μιλάμε για τέλη Σεπτεμβρίου σε μια χώρα με τροπικό κλίμα), με το πρόσωπό του ν’ αστράφτει και να μορφάζει μ’ εκείνες τις χαρακτηριστικές γκριμάτσες, που φανερώνουν άνθρωπο που έχει νιώσει στον απόλυτο βαθμό ό,τι τραγουδάει. Εκφραστικότατος λοιπόν και κινητικός (ήταν εξάλλου 49 ετών), κι έχοντας πίσω του μιαν εξαιρετική μπάντα – συν την ορχήστρα με το μαέστρο της Hampton Reese – ο «βασιλιάς» αρχίζει ν’ αποδίδει το ένα κομμάτι μετά το άλλο. Πίσω του ο λευκός πιανίστας Ron Levy, ο σαξοφωνίστας Bobby Forte, ο ντράμερ Sonny Freeman, o κιθαρίστας Larry Carlton(!) και όλοι οι υπόλοιποι οργανοπαίκτες, στο μέσον ενός σταδίου, με τον κόσμο ζαλισμένο κι ιδρωμένο στις κερκίδες. Πρώτο κομμάτι το δυναμικό και επιτυχημένο “To know you is to love you” και δεύτερο το “I believe in my soul”, μία αργή blues ballad, με εκτεταμένη εισαγωγή και μ’ ένα ιδιαίτερο ρόλο να επιφυλάσσεται για το πιάνο του Levy. Το “Why sing the blues” είναι ένα πυρωμένο funky blues, με φοβερό παίξιμο στην κιθάρα, ωραία γυρίσματα, μα και μ’ ένα παιγνίδι με τον ντράμερ προς το τέλος. Στο mid-tempo “Ain’t nobody home” είναι ολοφάνερες οι gospel αναφορές του κυρίου Riley B. King, ο οποίος, ως γνωστόν, έμαθε να τραγουδά τα blues σε gospel χορωδία. Το “Sweet sixteen”, αν δεν με απατούν οι σημειώσεις μου, το πρωτο-ηχογράφησε ο B.B King στα τέλη του ’59, με αρχές του ’60, για την Kent. Δέκα τέσσερα χρόνια μετά, το τραγούδι εξακολουθούσε να βρίσκεται στο ρεπερτόριό του. Η κάμερα που κινείται πολύ ωραία και καθόλου… πορνογραφικώς (εννοώ, πως δεν επιμένει σε λεπτομέρειες) πιάνει κάποια στιγμή και τον Muhammad Ali στην εξέδρα, ο οποίος φαίνεται πως βρισκόταν στο Zaire ένα μήνα πριν τον αγώνα. Το “The thrill is gone” έχει βεβαίως την τιμητική του. Όχι γιατί υπήρξε η μεγαλύτερη επιτυχία του «βασιλιά», αλλά και γιατί φυλάγεται για την Kinshasa μία εκπληκτική version, σχεδόν ψυχεδελική, με έξοχα γεμίσματα από το τενόρο του Forte και με την τελευταία στροφή… You know I’m free, free now baby/ I’m free from your spell/ I’m free, free now/ I’m free from your spell/ And now that it’s over/ All I can do is wish you well... ν’ ανεβάζει ακόμη περαιτέρω την έξαψη και τη συγκίνηση. Στο υπ’ αριθμόν 7 κομμάτι, το “Guess who”, ο B.B. King παρουσιάζει τους μουσικούς, που βρέθηκαν μαζί του στη σκηνή, ενώ στο έσχατο “I like to live the love” (επέχει ρόλο encore), που είναι ένα θαυμάσιο soul-blues έντονης αφήγησης, ο κόσμος συμμετέχει στη γιορτή χορεύοντας και τραγουδώντας. Η τελευταία σεκάνς, που μοιάζει με την αρχική, δείχνει το «βασιλιά» και τους μουσικούς του σ’ ένα… ο θεός να το κάνει καμαρίνι, να ξαποσταίνουν μετά τη συναυλία.
Αν υπάρχει κάτι που αξίζει να σημειωθεί, πράγμα που το λέω επειδή έχω ακούσει διάφορα άλμπουμ του B.B. King, όπως επίσης τον έχω δει και σε διάφορα, παλαιά, DVD – που έχουν κινηματογραφηθεί παλαιά εννοώ, καθότι live και με τα μάτια μου τον είδα γέροντα – είναι το γεγονός πως ο ήχος του είναι διαφορετικός στο στούντιο από ’κείνον των συναυλιών. Επένδυε δηλαδή ο «βασιλιάς» στις συναυλίες. Όπως αναφέρει και ο Charles Sawyer (συγγραφέας της πρώτης βιογραφίας του B.B. King “The Arrival of B.B. King”, στις εκδόσεις Doubleday, το 1980), ο άνθρωπός μας ήταν συνεχώς στο πάλκο, πολλές φορές, δε, για περισσότερο από 300 ημέρες το χρόνο! (Όπερ σημαίνει πως ένας επιεικής υπολογισμός θα μπορούσε να μετρήσει έως 15 χιλιάδες συναυλίες, ή και πιο πολλές!). Εντάξει η δισκογραφία, τα live όμως ήταν εκείνα που έπλεξαν και εξακολουθεί να πλέκουν το μύθο του 85χρονου κιθαρίστα. Γι’ αυτά λοιπόν τα live φύλαγε κι ο ίδιος έναν άλλον ήχο. Όπως λέει και ο Sawyer στις παραστάσεις συνήθως τσίτωνε τον ενισχυτή της κιθάρας του (έναν Lab Series L5), βγάζοντας ήχο άγριο και πλούσιο. Ενώ, στο στούντιο, όπου υπήρχε μεγαλύτερος έλεγχος του ήχου, μπορούσε να παίζει και με πολύ χαμηλότερο volume, προσδοκώντας ήχο περισσότερο διαυγή και καθαρό.
Κοιτάζοντας, πάντως, την εισαγωγή στο “Sweet sixteen” μένεις έκπληκτος από την τεχνική του παίκτη. Ενώ το χέρι του δεν μετακινείται για περισσότερα από τέσσερα frets και παίζοντας με τρεις μόνο χορδές, κατορθώνει να παράξει εκείνον το μοναδικό «σήμα κατατεθέν» ήχο του με το μοναδικό vibrato. (Χαζεύεις, σχεδόν, έτσι όπως «τρέμουν» τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού, καθώς διαχέονται τα soli).
Υπάρχει όμως μιαν αρχική απορία. Γιατί οι συναυλίες έγιναν τέλη Σεπτεμβρίου και όχι ένα μήνα αργότερα, ώστε να συμπέσουν με τη μάχη στο ρινγκ; Ο λόγος είναι απλός. Τα live είχαν ήδη κλειστεί, όταν ο Foreman ανακοίνωσε ξαφνικά κάποιο πρόβλημα, ζητώντας τη μετάθεση του αγώνα· από τα τέλη Σεπτεμβρίου δηλαδή, στην 30η Οκτωβρίου 1974. Μάλιστα, όπως μαθεύτηκε αργότερα, ο εις εκ των διοργανωτών εκείνων των εκδηλώσεων, ο αμερικανός παραγωγός Stewart Levine – έχει δουλέψει με τους Lionel Richie, Simply Red, Boy George, Joe Cocker, Jamie Cullum, Aaron Neville, Sly Stone, Killing Joke κ.ά. – έμαθε τα της αλλαγής σχεδόν με την επιβίβαση στο αεροπλάνο, κρύβοντας το νέο από τους μουσικούς και φανερώνοντάς το μετά την απογείωση, επειδή, όπως πίστευε, στην αντίθετη περίπτωση, ελάχιστοι από ’κείνους θα ήθελαν ν’ ακολουθήσουν. Και για ποιους ο λόγος; Για τον James Brown (με τους Fred Wesley, Maceo Parker και όλους τους υπολοίπους στο team), τον Bill Withers, τον B.B. King, τους Spinners, τους Fania All-Stars, με τη Celia Cruz, τον Johnny Pacheco και τον Yomo Toro, ονόματα δηλαδή από τα κορυφαία της εποχής, τα οποία θα συνέπρατταν με την Miriam Makeba, τον Manu Dibango, αλλά και με τους κονγκολέζους μουσικούς και τα συγκροτήματα TPOK Jazz, Tabu Ley Rochereau, Francois “Franco” Luambo Makiadi κ.ά. Συνολικώς συμμετείχαν 31 σχήματα, 17 από το Zaire και 14 από άλλες χώρες. Το όλο γεγονός θα ελάβαινε χώρα στο Στάδιο της 20ης Μαΐου, στην Kinshasa (εκεί όπου θα δινόταν κι ο αγώνας) και διοργανωτές του ήταν ο Stewart Levine, όπως ήδη γράψαμε, αλλά και ο νοτιο-αφρικανός τρομπετίστας Hugh Masekela. Η ιδέα τους ήταν απλή. Με αφορμή το ριγκ, θα μπορούσε να ενδυναμωθούν οι πολιτιστικές (διάβαζε μουσικές) σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Zaire (αλλά και την Αφρική γενικότερα) – ανεξαρτήτως, αν θα μπορούσε να κατηγορηθούν ταυτοχρόνως (εκείνοι και όποιοι άλλοι), πως παρείχαν στήριξη στο διεφθαρμένο δικτατορικό καθεστώς του Mobutu. Μάλιστα, όλο το promotion του «πακέτου» πήρε στα χέρια του ο κύριος Don King, μία executive φίρμα της πυγμαχίας, ο οποίος έσπρωχνε διάφορα γκρουπ να πλαισιώνουν... πολιτιστικώς μεγάλα πυγμαχικά events ανά τον κόσμο. Στις Φιλιππίνες φερ’ ειπείν, στο «παρά» της αναμέτρησης των Muhammad Ali και Joe Frazier, την “Thrilla in Manila” που ακολούθησε την “Rumble in the Jungle” (διεξήχθη την 1/10/1975), ο Don King είχε τη… funky στήριξη του αμερικανού keyboard player και περκασιονίστα Ricardo Marrero (δες κι εδώ http://is.gd/C9pNS7). Ας πω, ακόμη, πως όλο το γεγονός σκηνοθετήθηκε από τον Jeffrey Levy-Hinte, και πως τιτλοφορήθηκε ως “Soul Power”, για να εκδοθεί τελικώς σε DVD μόλις πρόπερσι. Την εμφάνιση, όμως, του B.B. King φαίνεται πως την επιμελήθηκε ξεχωριστά ο Leon Gast, που είχε σκηνοθετήσει και το γνωστό «οσκαρικό» ντοκυμαντέρ “When We Were Kings” (1996), στο οποίον ο Jeffrey Levy-Hinte εμφανίζεται ως editor. H παράστασή του ως “Live In Africa ’74» – η παράσταση του B.B. King εννοώ – κυκλοφορεί σε DVD από την Gravity. Για να ρίξουμε όμως μια ματιά…
Το ντοκυμαντέρ, γιατί περί αυτού πρόκειται, έχει διάρκεια λίγο πάνω από 40 λεπτά. Φαίνεται, δε, να κινηματογραφήθηκε ολόκληρο, αν σκεφθούμε πως 31 σχήματα, εμφανιζόμενα μέσα σε τρεις ημέρες, δεν θα ήταν εύκολο να δίνουν μιαμισάωρα live. Έτσι, εκείνο, που, κατ’ αρχάς, προκαλεί εντύπωση είναι το γεγονός πως ο B.B. King «κουβάλησε» για τις ανάγκες μιας τόσο περιορισμένης στο χρόνο παράστασης ολόκληρην ορχήστρα (ο Mobutu δεν φείσθηκε χρημάτων). Καθότι, δεν ήταν μόνον οι… κλασικοί μουσικοί που συνήθως τον συνόδευαν, αλλά ολόκληρο πνευστό τμήμα (ούτε κι εγώ ξέρω πόσα άτομα), ένας επιπλέον κιθαρίστας, percussion players και… δε θυμάμαι τι άλλο. Αν και δεν μπόρεσα να μετρήσω πόσοι παίκτες ακριβώς βρέθηκαν στο πάλκο, είναι σίγουρο πως αυτοί ήταν πάνω από δεκαπέντε! Καθόλου άσχημα, σε πρώτη φάση. Κι αυτό το λέω, έχοντας κατά νου πως δεν είναι ό,τι ευκολότερο ν’ αποτυπώσεις όπως πρέπει τον ήχο τόσων οργάνων… δια της κινηματογραφήσεως. Συν το γεγονός πως την πρωτοκαθεδρία δεν μπορεί παρά να την είχε η… Lucille.
Ο B.B. King εμφανίζεται ιδρωμένος από το πρώτο λεπτό (μιλάμε για τέλη Σεπτεμβρίου σε μια χώρα με τροπικό κλίμα), με το πρόσωπό του ν’ αστράφτει και να μορφάζει μ’ εκείνες τις χαρακτηριστικές γκριμάτσες, που φανερώνουν άνθρωπο που έχει νιώσει στον απόλυτο βαθμό ό,τι τραγουδάει. Εκφραστικότατος λοιπόν και κινητικός (ήταν εξάλλου 49 ετών), κι έχοντας πίσω του μιαν εξαιρετική μπάντα – συν την ορχήστρα με το μαέστρο της Hampton Reese – ο «βασιλιάς» αρχίζει ν’ αποδίδει το ένα κομμάτι μετά το άλλο. Πίσω του ο λευκός πιανίστας Ron Levy, ο σαξοφωνίστας Bobby Forte, ο ντράμερ Sonny Freeman, o κιθαρίστας Larry Carlton(!) και όλοι οι υπόλοιποι οργανοπαίκτες, στο μέσον ενός σταδίου, με τον κόσμο ζαλισμένο κι ιδρωμένο στις κερκίδες. Πρώτο κομμάτι το δυναμικό και επιτυχημένο “To know you is to love you” και δεύτερο το “I believe in my soul”, μία αργή blues ballad, με εκτεταμένη εισαγωγή και μ’ ένα ιδιαίτερο ρόλο να επιφυλάσσεται για το πιάνο του Levy. Το “Why sing the blues” είναι ένα πυρωμένο funky blues, με φοβερό παίξιμο στην κιθάρα, ωραία γυρίσματα, μα και μ’ ένα παιγνίδι με τον ντράμερ προς το τέλος. Στο mid-tempo “Ain’t nobody home” είναι ολοφάνερες οι gospel αναφορές του κυρίου Riley B. King, ο οποίος, ως γνωστόν, έμαθε να τραγουδά τα blues σε gospel χορωδία. Το “Sweet sixteen”, αν δεν με απατούν οι σημειώσεις μου, το πρωτο-ηχογράφησε ο B.B King στα τέλη του ’59, με αρχές του ’60, για την Kent. Δέκα τέσσερα χρόνια μετά, το τραγούδι εξακολουθούσε να βρίσκεται στο ρεπερτόριό του. Η κάμερα που κινείται πολύ ωραία και καθόλου… πορνογραφικώς (εννοώ, πως δεν επιμένει σε λεπτομέρειες) πιάνει κάποια στιγμή και τον Muhammad Ali στην εξέδρα, ο οποίος φαίνεται πως βρισκόταν στο Zaire ένα μήνα πριν τον αγώνα. Το “The thrill is gone” έχει βεβαίως την τιμητική του. Όχι γιατί υπήρξε η μεγαλύτερη επιτυχία του «βασιλιά», αλλά και γιατί φυλάγεται για την Kinshasa μία εκπληκτική version, σχεδόν ψυχεδελική, με έξοχα γεμίσματα από το τενόρο του Forte και με την τελευταία στροφή… You know I’m free, free now baby/ I’m free from your spell/ I’m free, free now/ I’m free from your spell/ And now that it’s over/ All I can do is wish you well... ν’ ανεβάζει ακόμη περαιτέρω την έξαψη και τη συγκίνηση. Στο υπ’ αριθμόν 7 κομμάτι, το “Guess who”, ο B.B. King παρουσιάζει τους μουσικούς, που βρέθηκαν μαζί του στη σκηνή, ενώ στο έσχατο “I like to live the love” (επέχει ρόλο encore), που είναι ένα θαυμάσιο soul-blues έντονης αφήγησης, ο κόσμος συμμετέχει στη γιορτή χορεύοντας και τραγουδώντας. Η τελευταία σεκάνς, που μοιάζει με την αρχική, δείχνει το «βασιλιά» και τους μουσικούς του σ’ ένα… ο θεός να το κάνει καμαρίνι, να ξαποσταίνουν μετά τη συναυλία.
Αν υπάρχει κάτι που αξίζει να σημειωθεί, πράγμα που το λέω επειδή έχω ακούσει διάφορα άλμπουμ του B.B. King, όπως επίσης τον έχω δει και σε διάφορα, παλαιά, DVD – που έχουν κινηματογραφηθεί παλαιά εννοώ, καθότι live και με τα μάτια μου τον είδα γέροντα – είναι το γεγονός πως ο ήχος του είναι διαφορετικός στο στούντιο από ’κείνον των συναυλιών. Επένδυε δηλαδή ο «βασιλιάς» στις συναυλίες. Όπως αναφέρει και ο Charles Sawyer (συγγραφέας της πρώτης βιογραφίας του B.B. King “The Arrival of B.B. King”, στις εκδόσεις Doubleday, το 1980), ο άνθρωπός μας ήταν συνεχώς στο πάλκο, πολλές φορές, δε, για περισσότερο από 300 ημέρες το χρόνο! (Όπερ σημαίνει πως ένας επιεικής υπολογισμός θα μπορούσε να μετρήσει έως 15 χιλιάδες συναυλίες, ή και πιο πολλές!). Εντάξει η δισκογραφία, τα live όμως ήταν εκείνα που έπλεξαν και εξακολουθεί να πλέκουν το μύθο του 85χρονου κιθαρίστα. Γι’ αυτά λοιπόν τα live φύλαγε κι ο ίδιος έναν άλλον ήχο. Όπως λέει και ο Sawyer στις παραστάσεις συνήθως τσίτωνε τον ενισχυτή της κιθάρας του (έναν Lab Series L5), βγάζοντας ήχο άγριο και πλούσιο. Ενώ, στο στούντιο, όπου υπήρχε μεγαλύτερος έλεγχος του ήχου, μπορούσε να παίζει και με πολύ χαμηλότερο volume, προσδοκώντας ήχο περισσότερο διαυγή και καθαρό.
Κοιτάζοντας, πάντως, την εισαγωγή στο “Sweet sixteen” μένεις έκπληκτος από την τεχνική του παίκτη. Ενώ το χέρι του δεν μετακινείται για περισσότερα από τέσσερα frets και παίζοντας με τρεις μόνο χορδές, κατορθώνει να παράξει εκείνον το μοναδικό «σήμα κατατεθέν» ήχο του με το μοναδικό vibrato. (Χαζεύεις, σχεδόν, έτσι όπως «τρέμουν» τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού, καθώς διαχέονται τα soli).
Τι παίχτης!They don't make 'em like this anymore...Κι ας κατηγορηθώ για παρελθοντολαγνεία...
ΑπάντησηΔιαγραφήΘοδωρής
Βασικά, για να μην ξεχνιόμαστε...
ΑπάντησηΔιαγραφή