H Record Kicks είναι ιταλική ετικέτα (την έφτιαξε ο Nicolo Pozzoli στο Μιλάνο το 2003) κι έχει δώσει, έως σήμερα, μερικά από τα καλύτερα χορευτικά δισκάκια (χορευτικά κατά τον παλαιό καλό τρόπο), που αναπτύσσονται τριγύρω. Τα ονόματα των γκρουπ, που έχουν υπογράψει κι έχουν δει δουλειές τους να κυκλοφορούν από το label το μαρτυρούν. Trio Valore, Diplomats of Solid Sound, Kokolo Afrobeat Orchestra, Dojo Cuts/ Roxie Ray και άλλα διαφορά. Επίσης, υπάρχουν και συλλογές, τις οποίες επιμελούνται οι επιτετραμμένοι της Record Kicks, όπως οι “Let’s Boogaloo” και “Soulshaker”· η τελευταία, μάλιστα, έχει φθάσει στα 7 νούμερα. Και σ’ αυτό οι εκπλήξεις δεν απουσιάζουν. Αναφέρομαι, βασικά, σε κομμάτια του ’09, του ’10, αλλά και του... ’11 (ορισμένα εκ των οποίων τώρα κυκλοφορούν). Πρώτο τη τάξει, πρώτο σε αξία εννοώ, το άπιαστο afrobeat των Liberators “Rags to riches” (για το άλμπουμ θα τα πούμε στο άμεσο μέλλον), το πυρωμένο (και ανέκδοτο) soul-rock “Tonic stride” των Third Coast Kings, το ψιλο-boogaloo “Me tokan en Japan” του Ray Lugo (ex-Kokolo), το soul-mod “Let me take you higher” των Roy Ellis and The Teenagers, αλλά και γνωστότερα, ας τα πούμε έτσι, κομμάτια, που πρόλαβαν και κυκλοφόρησαν μέσα στην προηγούμενη χρονιά, κάνοντας εντύπωση (το “Gimme one more chance” των Diplomats of Solid Sound). Δεν παίρνεις, απλώς, ιδέα…#
Δεν υπάρχουν ομοιότητες, υπάρχουν κάποιες αναλογίες. Στην κρίση αναφέρομαι. Ή, μάλλον, στα υποτιθέμενα παρεπόμενά της. Τα γραμμικά μυαλά των executives θέλουν να μας πείσουν πως το swing είναι η μουσική της νέας ύφεσης, κατ’ αναλογίαν με τα thirties δηλαδή, όταν το… κομμάτι αυτό της μεγάλης μαύρης μουσικής, αναδύθηκε μέσα από το κραχ του ’29, ίνα οδηγήσει τους τετελεσμένους κάπου… πιο ανατολικά της Εδέμ. Η αλήθεια είναι πως swing δεν σταμάτησε ποτέ να παράγεται, όπως δεν σταμάτησε ποτέ να παράγεται η dixieland, το delta-blues, η country και ό,τι άλλο παμ-παλαιικό, απλώς, τώρα, προβάλλεται περισσότερο, πουσάρεται περισσότερο με… σκοπόν το κέρδος. Για να το ξεκαθαρίσουμε. Δεν έχουμε τίποτα με τους μουσικούς, που γουστάρουν να παίζουν ό,τι παίζουν, με το σπρώξιμο τα έχουμε, που, ως συνήθως, είναι εκνευριστικό.
Στο πρώτο 2CD “Bart & Baker present Swing Party” [Wagram Music] οι… ιστορικοί παριζιάνοι DJs Bart & Baker επιλέγουν 21 και 20 κομμάτια, από το παρόν, το παρελθόν και το… μέλλον, φέρνοντας εις γάμου κοινωνίαν τους Club des Belugas, Ska Cubano, Frohlocker, Le Cercle, Jazz Juice και διαφόρους άλλους με τους Artie Shaw, Henri Salvador, Gilbert Becaud. B.B. King, Andrew Sisters και… και… και (ακόμη και η κυρία Brigitte Fontaine «κολλάει» ανάμεσα), δείχνοντας γνώση (του αντικειμένου) και (αισθητικό) χαρακτήρα.
Απεναντίας, στην 4πλή “Electro Swing Fever” [Wagram Music] τα πράγματα είναι πιο χύμα. Παλαιά και νεότερα ονόματα εναλλάσσονται, δίχως κάποιο ιδιαίτερο σκεπτικό, αφήνοντας τις «επιλογές» κάπως… ξεκρέμαστες, ώστε να λειτουργήσουν από μόνες τους. Ως πρόταση γνωριμίας με το «άπειρο» καινούριο swing-προσωπικό η παρούσα συλλογή της Wagram Music έχει ένα νόημα (που ξεφεύγει του προφανούς).
Η “City Lounge” [Wagram Music] έφθασε και αυτή στα 7 νούμερα. Τα κομμάτια, 60 συνολικώς, κατανέμονται σε τέσσερα CD, τα οποία έχουν υπότιτλους “London”, “Paris”, “New York” και “Berlin”. Υποθέτω δηλαδή πως, κάθε φορά, οι 15 «επιλογές», αφορούν και σε διαφορετική πόλη, είτε έχουμε να κάνουμε με συγκεκριμένης εθνότητας καλλιτέχνες, είτε με διαφορετικών εθνοτήτων, που ηχογραφούν όμως για συγκεκριμένες βρετανικές, γαλλικές, αμερικανικές ή γερμανικές εταιρίες. Και όντως – αν και δεν παίρνω όρκο, πως κάτι τέτοιο ισχύει για κάθε όνομα – στο “London” ακούγονται οι Morcheeba, Jamie Lidell, Hardkandy κ.ά. στο “Paris” οι Cleo, Jacqueline Taieb, Nouvelle Vague, Kid Loco, στο “New York” οι Jill Scott, Kokolo, Madlib, Blockhead, ενώ στο “Berlin” οι Truby Trio, [Re:Jazz], Micatone, Boozoo Bajou και… Ella Fitzgerald (ριμιξαρισμένη από τους Club des Belugas). Καλές οι επιλογές. Προφανής η χρηστικότητα.
Ενδιαφέρουσα είναι και η 2CD συλλογή “Saint-Germain-des-Pres Cafe, The blue edition” (κι αυτή τής Wagram) κινούμενη σε cool tempi (γενικώς) και με κατεύθυνση το υλικό «δικαιωμένων» labels της dance και… παρα-dance κουλτούρας. Σε ποιες αναφέρομαι; Στην Ninja Tune (βασικά), στην Discograph, στην Warp, στην !Κ7, στην Ubiquity, στην… στην… στην… Οι επιλογές; Cinematic Orchestra, Amon Tobin, The Poets of Rhythm, Mr. Scruff, DJ Food, Jose James, Seu Jorge & Almaz, Blundetto feat. Hindi Zahra και αναρίθημητες άλλες. Με συνολική διάρκεια κατά τι λιγότερο των 160 λεπτών – ήτοι 38 tracks –, ο καθείς αντιλαμβάνεται πως εδώ χωράνε όλοι. Και όχι μόνον οι καλοί…#
Αρχικώς, δεν γνωρίζω ποιανού ιδέα ήταν να πει ένα τέτοιο pop άσμα ο Wyatt· αν και το πιο πιθανόν είναι να ήταν δική του η απόφαση. (Λογικώς άκουγε το τραγούδι από τον Andrews, όταν ήταν 20χρονος στο Λονδίνο του ’65). Εκείνο, όμως, που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι πως ο Wyatt έκανε μία εντελώς προσωπική διασκευή, αποδίδοντας το κομμάτι με το δικό του, μελαγχολικό τρόπο, που δεν είναι (και) έξω από το νόημα των στίχων. Διαθέτω δύο βρετανικές βινυλιακές εκδόσεις του “Yesterday man” με τον Robert Wyatt. Το single 
Οι Berlin Brides είναι ένα κλασικό electro-punk σχήμα. Εννοώ πως και αισθητικώς (όσον αφορά στα ηχοχρώματα), αλλά και… δραματουργικώς (όσον αφορά στην κοφτερή στιχουργική), ακολουθούνται οι συντεταγμένες του στυλ. Αυτό είναι σωστό, εννοείται. Δείχνει πως η Νατάσα Γιανναράκη στιχουργός και τραγουδίστρια κι η Μαριλένα Ορφανού συνθέτρια και κιμπορντίστρια έχουν μελετήσει τα σχετικά πεπραγμένα, τοποθετώντας επάνω, δίπλα τους, τη δική τους προβληματική. Το “Modern Celibacy” δεν είναι ένα στοιχειώδες άλμπουμ – από ’κείνα που παράγει, κατά τα συνήθη, ο χώρος. Πέραν των δύο γυναικών, στην ηχογράφηση παίρνουν μέρος έξι ακόμη μουσικοί (χειριζόμενοι ντραμς, κιθάρες, επιπλέον σύνθια), ενώ και η παραγωγή (Coti, Χρήστος Λαϊνάς), όπως και το συνολικό πακετάρισμα συμβάλλουν θετικώς σε μια απολύτως σύγχρονη αποσαφήνιση. Από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές του “Modern Celibacy” το “Failure to wank” είναι ένα punky κομψοτέχνημα, με στίχους προσωπικούς, για τα κορίτσια που… πηγαίνουν ένα-ένα. (Οτιδήποτε συνέβη στη ψηφιακή χαρά μου/ είναι κάτι που ανακάλυψα τότε που σκόρπαγα το χρόνο μου/ βρώμικο μικρό μυστικό μου, λιμπιντικέ θησαυρέ μου/ εσύ μού έδωσες χαρά, και τη δύναμη ν’ αναρωτιέμαι πέρα από κάθε μέτρο).
Από το 2008 είχαμε ν’ ακούσουμε νέα τραγούδια των
Ο Foley (η photo είναι από το
Το συγκρότημα πρέπει να σχηματίζεται προς τα τέλη(;) του ’67 από τον κιθαρίστα 
Σχηματισμένοι το 1998 από τον γερμανό σαξοφωνίστα Gebhard Ullmann, τους Νεοϋορκέζους Joe Fonda μπάσο, George Schuller ντραμς, καθώς και τον πιανίστα Michael Jefry Stevens από το Memphis, οι Conference Call έχοντας δισκογραφήσει για την Soul Note, την Leo Records, την 482 Music, την Clean Feed εμβαθύνουν σ’ εκείνο το πεδίο του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού, το οποίο εξακολουθεί ν’ απασχολεί… ψυχοσωματικώς, κατ’ αρχάς εκείνους ως μουσικούς, και εν συνεχεία, συναισθηματικώς κι αισθητικώς, τα υποψιασμένα ακροατήρια. Όχι, δηλαδή, πως απαιτούνται τίποτα… χοντρά διαπιστευτήρια, προκειμένου να παρακολουθήσει κάποιος τις ηχητικές περιπέτειες των Conference Call, αλλά, να, μία εξοικείωση με τους (αναλόγους) ήχους του ’60 μόνο χρήσιμη μπορεί ν’ αποδειχθεί, στην απόπειρα να κατανοηθεί πληρέστερα το 




Οι
Οι
Ακόμη σε πιο βαθείες electro-μαύρες συνταγές και με beats που κινούνται, ενίοτε, στα όρια του techno, o
Ποιος είναι ο 