Ρίχνοντας μια ματιά στο βιβλίο του Francesco Martinelli Evan Parker, Discography [Bandecchi & Vivaldi Editore, Pontedera 1994], το session “collective calls (urban) (two microphones)” – έτσι καταγράφηκε σε άλμπουμ από την Incus [5], ηχογραφημένο στο Λονδίνο, το διήμερο 15-16 Απριλίου του 1972 –, υπήρξε το εικοστό τέταρτο στην καριέρα του free-improv σαξοφωνίστα.
Είχαν προηγηθεί συναντήσεις, αλλά και δίσκοι, κατά σειρά, με τα/τους Spontaneous Music Ensemble, Peter Brotzmann Octet, Chris McGregor Brotherhood of Breath, Tony Oxley Quintet, Peter Brotzmann Sextet, Manfred Schoof, Music Improvisation Company, Pierre Favre Quartet, Terry Durham, Instant Composer’s Pool, Basil Kirchin, Alex Schlippenbach Trio και φυσικά η πρώτη εμφάνισή του στην Incus, με τους Derek Bailey και Han Bennink – το άλμπουμ “The Topography of the Lungs” δηλαδή, ηχογραφημένο στο Λονδίνο την 13/7/1970.
Η εταιρία Incus ήταν αυτοδιαχειριζόμενη, φτιαγμένη βασικά από μουσικούς – τους Derek Bailey, Tony Oxley και τον ίδιον τον Evan Parker, τους οποίους συνέδραμε οικονομικώς ο Michael Walters – και η οποία μπήκε με όρεξη στην παραγωγή, εκεί στις αρχές του ’70 προσφέροντας, πλην του “Topography of the Lungs”, το “Solo Guitar” [Incus 2, rec. 2/1971] του Derek Bailey, καθώς και το “Iskra 1903” [Incus 3/4, rec. 5/1972] του φερώνυμου γκρουπ (Derek Bailey, Barry Guy, Paul Rutherford), πριν ακολουθήσει το “Collective Calls”, για το οποίο γράφω τώρα λίγα λόγια.
Απολύτως ενταγμένο μέσα στο κλίμα, το πλαίσιο και την αισθητική του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού, που είχε διαμορφωθεί στο Νησί από την εποχή των AMM και των Spontaneous Music Ensemble, το “Collective Calls” είναι ένα έργο, το οποίο ακόμη και σήμερα ακούγεται με απόλυτο ενδιαφέρον. (Τουλάχιστον τούτο διαπίστωσα, προσωπικώς, βάζοντας το LP στο πικάπ μετά από πολλά χρόνια). Το πρώτο track έχει τίτλο “Peradam” και ως εισαγωγή μοιάζει ιδανικό. Τα… ολέθρια φυσήματα του Evan Parker, ο οποίος χειρίζεται σοπράνο και τενόρο, βαδίζουν παραλλήλως με την… υπόκωφη συνοδεία του Paul Lytton, τα sound effects του οποίου, και κυρίως τα χτυπήματά του με το πόδι, προσδίδουν στο κομμάτι ένα αδυσώπητο βάθος. Το “Cat’s flux” είναι… υφέρπον. Περισσότερο, δε, εκείνα που πρωταγωνιστούν είναι τα effects και τα γρυλίσματα, προσαρμοσμένα σ’ ένα περιβάλλον θριλερικής υποβολής. Ηλεκτρακουστικό ναι, jazz (υπό οιαδήποτε έννοια) το λιγότερο. Το 13λεπτο “Shaker” συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο, πριν αρχίσει ν’ ανεβάζει στροφές, υποβοηθούμενο και από κάποιο χαλί, που μοιάζει να προέρχεται από κασετόφωνο, που ηχογραφείται παραλλήλως με τα υπόλοιπα όργανα. Το… υποτονικόν του πράγματος, σπάει με τα πιατίνια και την μπότα του Lytton, που αδυνατούν όμως να σκεπάσουν τις ηχητικές δολιοφθορές του Parker. Το διάρκειας 1:12 “Left of the neo-left” κλείνει την πρώτη πλευρά. Στην b side καταγράφονται δύο μεγάλης διάρκειας κομμάτια και δύο μικρής. Τα “Lytton perdu” (13:25) και “Some mother blues” (8:30) είναι δύο περιπετειώδης συνθέσεις (άπασες ανήκουν στους Lytton/ Parker), με τα σαξόφωνα του Parker να ακούγονται σαν να είναι ηχογραφημένα σε άλλο δωμάτιο του στούντιο (με κακή μόνωση) και τον Lytton (υποθέτω και τον Parker) να «γεμίζουν» με ποικίλα percussions, sound effects και θορύβους από αυτοσχέδια όργανα.
Οι δύο μουσικοί θα δισκογραφήσουν έκτοτε ουκ ολίγες φορές, είτε ως duo (“At The Unity Theatre”, 1975), είτε σε trio με τον George Lewis ή τον Barry Guy (κυρίως), είτε με μεγαλύτερες ορχήστρες (The London Jazz Composers’ Orchestra). Το βρετανικό free-improv στις απόλυτες δόξες του.
Η εταιρία Incus ήταν αυτοδιαχειριζόμενη, φτιαγμένη βασικά από μουσικούς – τους Derek Bailey, Tony Oxley και τον ίδιον τον Evan Parker, τους οποίους συνέδραμε οικονομικώς ο Michael Walters – και η οποία μπήκε με όρεξη στην παραγωγή, εκεί στις αρχές του ’70 προσφέροντας, πλην του “Topography of the Lungs”, το “Solo Guitar” [Incus 2, rec. 2/1971] του Derek Bailey, καθώς και το “Iskra 1903” [Incus 3/4, rec. 5/1972] του φερώνυμου γκρουπ (Derek Bailey, Barry Guy, Paul Rutherford), πριν ακολουθήσει το “Collective Calls”, για το οποίο γράφω τώρα λίγα λόγια.
Απολύτως ενταγμένο μέσα στο κλίμα, το πλαίσιο και την αισθητική του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού, που είχε διαμορφωθεί στο Νησί από την εποχή των AMM και των Spontaneous Music Ensemble, το “Collective Calls” είναι ένα έργο, το οποίο ακόμη και σήμερα ακούγεται με απόλυτο ενδιαφέρον. (Τουλάχιστον τούτο διαπίστωσα, προσωπικώς, βάζοντας το LP στο πικάπ μετά από πολλά χρόνια). Το πρώτο track έχει τίτλο “Peradam” και ως εισαγωγή μοιάζει ιδανικό. Τα… ολέθρια φυσήματα του Evan Parker, ο οποίος χειρίζεται σοπράνο και τενόρο, βαδίζουν παραλλήλως με την… υπόκωφη συνοδεία του Paul Lytton, τα sound effects του οποίου, και κυρίως τα χτυπήματά του με το πόδι, προσδίδουν στο κομμάτι ένα αδυσώπητο βάθος. Το “Cat’s flux” είναι… υφέρπον. Περισσότερο, δε, εκείνα που πρωταγωνιστούν είναι τα effects και τα γρυλίσματα, προσαρμοσμένα σ’ ένα περιβάλλον θριλερικής υποβολής. Ηλεκτρακουστικό ναι, jazz (υπό οιαδήποτε έννοια) το λιγότερο. Το 13λεπτο “Shaker” συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο, πριν αρχίσει ν’ ανεβάζει στροφές, υποβοηθούμενο και από κάποιο χαλί, που μοιάζει να προέρχεται από κασετόφωνο, που ηχογραφείται παραλλήλως με τα υπόλοιπα όργανα. Το… υποτονικόν του πράγματος, σπάει με τα πιατίνια και την μπότα του Lytton, που αδυνατούν όμως να σκεπάσουν τις ηχητικές δολιοφθορές του Parker. Το διάρκειας 1:12 “Left of the neo-left” κλείνει την πρώτη πλευρά. Στην b side καταγράφονται δύο μεγάλης διάρκειας κομμάτια και δύο μικρής. Τα “Lytton perdu” (13:25) και “Some mother blues” (8:30) είναι δύο περιπετειώδης συνθέσεις (άπασες ανήκουν στους Lytton/ Parker), με τα σαξόφωνα του Parker να ακούγονται σαν να είναι ηχογραφημένα σε άλλο δωμάτιο του στούντιο (με κακή μόνωση) και τον Lytton (υποθέτω και τον Parker) να «γεμίζουν» με ποικίλα percussions, sound effects και θορύβους από αυτοσχέδια όργανα.
Οι δύο μουσικοί θα δισκογραφήσουν έκτοτε ουκ ολίγες φορές, είτε ως duo (“At The Unity Theatre”, 1975), είτε σε trio με τον George Lewis ή τον Barry Guy (κυρίως), είτε με μεγαλύτερες ορχήστρες (The London Jazz Composers’ Orchestra). Το βρετανικό free-improv στις απόλυτες δόξες του.
http://www.efi.group.shef.ac.uk/mparker.html
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο βιβλίο αυτό έχει κάτι περισσότερο? Πάντως χαράς το κουράγιο τους που τα συγκέντρωσαν.
κώστας παπ.
Βασικά είναι δισκογραφία. Περιλαμβάνει 154 αναλυτικές sessions του Parker, μέχρι τον Αύγουστο του ’94. Από τότε, βεβαίως, έχει κάνει άλλες τόσες…
ΑπάντησηΔιαγραφήΩς πρώτη αναφέρεται το άλμπουμ των Spontaneous Music Ensemble “Karyobin” στην Island, rec. 18/2/1968…