Σε κάποια κείμενα που έχω υπ’ όψιν μου, αφιερωμένα στον ιταλό μαέστρο Piero Piccioni (Πιέρο Πιτσόνι 1921-2004), δημοσιευμένα φυσικά σε περιοδικά του εξωτερικού (Soundtrack, Il Giaguaro…) έχω παρατηρήσει πως όσοι γράφουν για ’κείνον σπανίως, ή μάλλον, ποτέ, δεν αναφέρουν το όνομα του Ennio Morricone. Λες και έπεφταν τηλέφωνα… Από μια πλευρά μοιάζει λογικό κάτι τέτοιο. Και οι δύο αποτελούν τα ιερά τέρατα του ιταλικού soundtrack – ο Piccioni, όπως αναφέρει ο Claudio Fuiano στο οπισθόφυλλο του “Fumo di Londra” έχει γράψει μουσικές σε περισσότερες από 300 ταινίες, ο IMDb.com αναφέρει… μόλις 181 –, και οι δύο έζησαν στην ίδιαν εποχή, διεκδικούσαν τις ίδιες δουλειές, ήταν το ίδιο ταλαντούχοι (μέσα στη διαφορετικότητά τους), είχαν το ίδιο ανοιχτό πνεύμα στις ενορχηστρώσεις, δεν έβλεπαν καμμία διαφορά όσον αφορούσε στη δουλειά τους, ανάμεσα σε μια κωμωδία με τον Alberto Sordi ή σ’ ένα giallo, συνεργάζονταν με τους ίδιους σκηνοθέτες ή τεχνικούς, απευθύνονταν στο ίδιο κοινό. Συνεπώς, οι καριέρες τους, έπρεπε να είναι καλώς περιφρουρημένες. Δεν γνωρίζω αν μεταξύ τους υπήρχε κόντρα φανερή ή λιγότερο φανερή, αν αντάλλασσαν «καλημέρα» ή όχι, φαντάζομαι όμως πως στον τρελό κόσμο των συλλεκτών, αποκλείεται να συναντήσεις κάποιον που να μαζεύει μετά μανίας, συγχρόνως, τις δουλειές του ενός και του άλλου.Παρ’ όλα αυτά Picconi και Morricone έχουν συνεργαστεί τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους (πιθανώς να υπάρχουν κι άλλες) κι αυτή ήταν στο soundtrack του “Fumo di Londra”, όταν ο Morricone ενορχήστρωσε το “You never told me”, που ανοίγει το OST (στην επανέκδοση της Black Cat, το “You never told me” υπάρχει ως movie version, ως μία 35 δευτερολέπτων εισαγωγή, αλλά και σε μία ακόμη εκδοχή, άπασες… arranged and conducted by Ennio Morricone). Στο ίδιο OST συμμετείχαν και οι Cantori Moderni του Alessandro Alessandroni, καθώς και η Edda dell’ Orso, όλοι συνεργάτες (και) του Morricone. Φαίνεται λοιπόν πως οι δύο μαέστροι, κάποιες φορές, δεν είχαν πράγματα να χωρίσουν.
Το ενδιαφέρον για τον Piccioni αρχίζει να αναθερμαίνεται μέσα στη δεκαετία του ’90, όταν στην Ιταλία, αλλά και στην Ιαπωνία, ξεκινά μία προσπάθεια χαρτογράφησης και αποκατάστασης του έργου του, τουλάχιστον στα μάτια (και τα ώτα) όσων αγνοούσαν όχι μόνο τις λεπτομέρειες, αλλά και την ουσία. Επανεκδόσεις ολοκληρωμένων συνθέσεων, συλλογές, άρθρα, αφιερώματα, οτιδήποτε που θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατό με το μέγεθος του τιμωμένου. Σ’ αυτό το πλαίσιο, εξάλλου, εντασσόταν και το άλμπουμ “The Seduction of Piero Piccioni, Fantacy & Mod Psychedelia of Sixties Italy and the Wild West” [el, Cherry Red, 2005], που βοηθά στην παρακολούθηση του έργου του.Ο Piccioni υπήρξε συνθέτης με πολύ ισχυρή jazz παιδεία. Γυιός του Attilio Piccioni, Υπουργού Εξωτερικών της Ιταλίας τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, φτιάχνει τις πρώτες του ορχήστρες στα χρόνια του ’40, δουλεύοντας συγχρόνως για το Radio Roma. Επειδή, προφανώς, δεν ήθελε το όνομά του να συμπαραδηλώνει την πολιτική καριέρα του πατέρα του, υιοθετεί ψευδώνυμο (Piero Morgan) κι έτσι ξεκινά να υπογράφει τις πρώτες του δουλειές. Συνεπαρμένος από την αφροαμερικανική μουσική παράδοση, αρχίζει να βρίσκει μέσα από τα cine-scores το χώρο που του χρειαζόταν για να φθάσει στο ποθούμενο. Την αγάπη του για την jazz τη δείχνει σχετικώς νωρίς στα soundtracks των φιλμ I Magliari (1959) του Francesco Rossi, Adua e Le Compagne (1960) του Antonio Pietrangeli, Il Bell’ Antonio (1960) του Mauro Bolognini και Mafioso (1962) του Alberto Lattuada. Επειδή είχα ξαναδεί πριν από μερικά χρόνια τον «Ωραίο Αντόνιο» με τον Marcello Mastroianni, θυμάμαι ακόμη ένα απίθανο blues με έγχορδα, να συνοδεύει κάποιες πολύ χαρακτηριστικές σκηνές. Προϊόντος του χρόνου, ο Piccioni θα αρχίσει να ενσωματώνει στις μουσικές του το κλίμα της εποχής και, αφού πλησιάζουμε χρονικώς προς τα mid-sixties, το κλίμα δεν θα μπορούσε να ήταν άλλο από εκείνο του swinging London.Κορυφαία στιγμή της καριέρας του, ή μάλλον μία από τις κορυφαίες, αποτελούν οι μουσικές και τα τραγούδια του για την ταινία του φίλου και πολλά χρόνια συνεργάτη του, διάσημου ιταλού κωμικού Alberto Sordi, το περιώνυμο “Fumo di Londra”. Ο Piccioni τόσο σε groovy πλαίσια (το “Babylon I’m comin’” είναι ένα κορυφαίο bossa shake), όσο και σε lounge ή ψευδο-beat, απλώς μεγαλουργεί. Το άλμπουμ πρωτοκυκλοφόρησε το 1966 στην εταιρία Parade κι έχει επανεκδοθεί τουλάχιστον τρεις φορές μέσα στη δεκαετία του ’90. Τελευταία(;) στην ιταλική Black Cat [BCR 0102 DLP] σε διπλό LP με alternative takes και ανέκδοτα, το έτος 2000. Piccioni και Sordi συνεργάστηκαν πολλές φορές, και πέραν του “Fumo di Londra” αξίζει να αναφέρω το φιλμ του Luigi Zampa Il Medico della Mutua (1968) καθώς και το πολύ περισσότερο γνωστό Un Italiano In America (1967), σε σκηνοθεσία του ίδιου του Sordi, που άνοιξε τη φήμη του Piccioni και στην Αμερική. Από εδώ το “Love war call” (που θα μπορούσε να θυμίζει Μίμη Πλέσσα) είναι top. Στη συλλογή της el ανθολογείται το groovy, με το δολοφονικό hammond “Easy dreamer”. Κωμωδία ήταν μάλλον και το Ti Ho Sposato per Allegria (1967) του Luciano Salce, με τον Giorgio Albertazzi και τη Monica Vitti. Το “Party is piper”, που ακούγεται στη συλλογή “Beat at Cinecitta, Vol.2” [Crippled Dick Hot Wax] δείχνει πως όχι μόνον ο Piccioni, αλλά και έλληνες μουσικοί, όπως ο Γιώργος Θεοδοσιάδης π.χ., αντλούσαν την ίδιαν εποχή από την ίδια δεξαμενή.
Ιδιαίτερη κατηγορία επενδύσεων αποτελούν φυσικά τα scores για θρίλερ, ή καλύτερα ένας συνδυασμός ταινιών μυστηρίου, με αρκετό σεξ, αστυνομική πλοκή, ναρκωτικά και εγκλήματα, στα οποία οι Ιταλοί έκαναν σχολή, επηρεάζοντας δεκάδες σκηνοθέτες σε κάθε γωνιά του κόσμου. (Στην Ελλάδα, η μόνη ταινία αυτού του ύφους που αξίζει κανείς να δει και όχι μόνον ως cult, είναι το «Ισχυρή Δόση Σεξ» από το 1978, του Ηλία Μυλωνάκου). Αξεπέραστα crime-films, τουλάχιστον για τις μουσικές του Piccioni είναι τα Scacco alla Regina (1969) του Pasquale Festa Campanile, με τη Rosanna Schiaffino και τον Romolo Valli (τα φωνητικά της Edda dell’ Orso είναι άλλο πράγμα) και βεβαίως το Colpo Rovente (1969) του Pietro Zuffi, με την Barbara Bouchet. Εδώ ο Piccioni, πλην των άλλων, προσφέρει και μία δεύτερη εκδοχή του “Easy dreamer”, από το Ένας Ιταλός στην Αμερική, αυτή τη φορά με απόκοσμα φωνητικά.
Τα spaghetti western είχαν κι αυτά την τιμητική τους. Στο “The Seduction of…” ακούγονται θέματα από τα: In Nome del Padre, del Figlio e della Colt (1972) του Mario Bianchi (ο IMDb αναφέρει ότι η ταινία προέρχεται από το 1975 και μάλον έχει δίκιο), Io Non Perdono… Uccido! (1968) του Joaquin Luis Romero Marchent, Una Colt in Mano al Diavolo (1972) του Gianfranco Baldanello και φυσικά το Se Incontri Sartana… (1968) του Gianfrnaco Parolini με τους Gianni Garko, Klaus Kinski και Fernando Sancho. Εδώ, δεν χωρούν γκαραζομπόσες και swinging Λόντρες. Ο Piccioni ανασύρει το classic και επικό ρεπερτόριό του, τα νοσταλγικά σόλο κιθάρα θέματα, κάποιες electric mood ατμόσφαιρες, που έλκουν την καταγωγή τους από τους Shadows (οι τίτλοι από το Una Colt…), αλλά και avant προσαρμογές σ’ ένα κάπως ψυχεδελικό σκηνικό (“Mystery, πάλι από το Una Colt…). Οργιαστική φαντασία…Και με τις ταινίες τέχνης; Τι γίνεται με τις ταινίες τέχνης, που δοκιμάζονται στα φεστιβάλ και οι οποίες γράφουν την… επίσημη κινηματογραφική ιστορία; Οι fans του είδους οφείλουν να γνωρίζουν. Ο Piero Piccioni, όπως και ο Ennio Morricone, όπως και όλοι οι μεγάλοι ιταλοί σινε-συνθέτες, δεν διαχώριζαν την κουλτούρα από τη μη κουλτούρα. Όσο βάρος έριχναν σε μια σεξοκωμωδία της σειράς, με την ίδια σοβαρότητα αντιμετώπιζαν και την ταινία του δημιουργού. Ο Piccioni την ώρα που συνεργαζόταν με… δευτεροκλασάτους σκηνοθέτες, υπέγραφε και τα soundtracks των ταινιών του Bernardo Bertolucci, του Mauro Bolognini, του Elio Petri, του Luchino Visconti, του Vittorio De Sica, της Lina Wertmuller. Στον «Μίμη τον Σιδερά» εξάλλου – ταινία που αγαπήθηκε ιδιαιτέρως στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης – συναντώ, προσωπικώς, μερικά από τα ωραιότερα progressive rock θέματα που αποτυπώθηκαν ποτέ στο σελιλόιντ (Il dopolotta).
Όπως μαρτυρούν και τα παιδιά του, στο δωδέκατο τεύχος του Giaguaro (2005, Anno VI) από το οποίο έχω δανειστεί και τις δύο φωτογραφίες του, ο Pierro Piccioni ήταν αυτοδίδακτος ως μουσικός (όπως αρκετοί δημιουργοί της γενιάς του) και έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για κάποια έργα συνθετών – όχι για συνθέτες, αδιακρίτως. Του άρεσαν η “Lulu” του Alban Berg, o «Πελέας και η Μελισάνθη» του Debussy, οι «Πλανήτες» του Holst. Είχε μία τεράστια βιβλιοθήκη και διάβαζε περισσότερο απ’ όσο άκουγε ή συνέθετε. Η μεγάλη του αγάπη ήταν η φιλοσοφία (κυρίως οι Heidegger και Wittgenstein), η Αστρονομία και η Σύγχρονη Φυσική. Ήταν γενναιόδωρος ως άνθρωπος, αλλά και ιδιαιτέρως ντροπαλός. Μονίμως εκπλησσόταν, όταν άκουγε καλά λόγια για τη δουλειά του, σαν να ήταν πάντα η πρώτη φορά. Το βασικό πιστεύω του στη ζωή ήταν πως όσο πιο δύσκολο είναι ένα πρόβλημα, τόσο πιο απλή θα είναι η λύση του. Μέσα σ’ αυτήν την απλότητα έζησε και δημιούργησε.
Το ενδιαφέρον για τον Piccioni αρχίζει να αναθερμαίνεται μέσα στη δεκαετία του ’90, όταν στην Ιταλία, αλλά και στην Ιαπωνία, ξεκινά μία προσπάθεια χαρτογράφησης και αποκατάστασης του έργου του, τουλάχιστον στα μάτια (και τα ώτα) όσων αγνοούσαν όχι μόνο τις λεπτομέρειες, αλλά και την ουσία. Επανεκδόσεις ολοκληρωμένων συνθέσεων, συλλογές, άρθρα, αφιερώματα, οτιδήποτε που θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατό με το μέγεθος του τιμωμένου. Σ’ αυτό το πλαίσιο, εξάλλου, εντασσόταν και το άλμπουμ “The Seduction of Piero Piccioni, Fantacy & Mod Psychedelia of Sixties Italy and the Wild West” [el, Cherry Red, 2005], που βοηθά στην παρακολούθηση του έργου του.Ο Piccioni υπήρξε συνθέτης με πολύ ισχυρή jazz παιδεία. Γυιός του Attilio Piccioni, Υπουργού Εξωτερικών της Ιταλίας τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, φτιάχνει τις πρώτες του ορχήστρες στα χρόνια του ’40, δουλεύοντας συγχρόνως για το Radio Roma. Επειδή, προφανώς, δεν ήθελε το όνομά του να συμπαραδηλώνει την πολιτική καριέρα του πατέρα του, υιοθετεί ψευδώνυμο (Piero Morgan) κι έτσι ξεκινά να υπογράφει τις πρώτες του δουλειές. Συνεπαρμένος από την αφροαμερικανική μουσική παράδοση, αρχίζει να βρίσκει μέσα από τα cine-scores το χώρο που του χρειαζόταν για να φθάσει στο ποθούμενο. Την αγάπη του για την jazz τη δείχνει σχετικώς νωρίς στα soundtracks των φιλμ I Magliari (1959) του Francesco Rossi, Adua e Le Compagne (1960) του Antonio Pietrangeli, Il Bell’ Antonio (1960) του Mauro Bolognini και Mafioso (1962) του Alberto Lattuada. Επειδή είχα ξαναδεί πριν από μερικά χρόνια τον «Ωραίο Αντόνιο» με τον Marcello Mastroianni, θυμάμαι ακόμη ένα απίθανο blues με έγχορδα, να συνοδεύει κάποιες πολύ χαρακτηριστικές σκηνές. Προϊόντος του χρόνου, ο Piccioni θα αρχίσει να ενσωματώνει στις μουσικές του το κλίμα της εποχής και, αφού πλησιάζουμε χρονικώς προς τα mid-sixties, το κλίμα δεν θα μπορούσε να ήταν άλλο από εκείνο του swinging London.Κορυφαία στιγμή της καριέρας του, ή μάλλον μία από τις κορυφαίες, αποτελούν οι μουσικές και τα τραγούδια του για την ταινία του φίλου και πολλά χρόνια συνεργάτη του, διάσημου ιταλού κωμικού Alberto Sordi, το περιώνυμο “Fumo di Londra”. Ο Piccioni τόσο σε groovy πλαίσια (το “Babylon I’m comin’” είναι ένα κορυφαίο bossa shake), όσο και σε lounge ή ψευδο-beat, απλώς μεγαλουργεί. Το άλμπουμ πρωτοκυκλοφόρησε το 1966 στην εταιρία Parade κι έχει επανεκδοθεί τουλάχιστον τρεις φορές μέσα στη δεκαετία του ’90. Τελευταία(;) στην ιταλική Black Cat [BCR 0102 DLP] σε διπλό LP με alternative takes και ανέκδοτα, το έτος 2000. Piccioni και Sordi συνεργάστηκαν πολλές φορές, και πέραν του “Fumo di Londra” αξίζει να αναφέρω το φιλμ του Luigi Zampa Il Medico della Mutua (1968) καθώς και το πολύ περισσότερο γνωστό Un Italiano In America (1967), σε σκηνοθεσία του ίδιου του Sordi, που άνοιξε τη φήμη του Piccioni και στην Αμερική. Από εδώ το “Love war call” (που θα μπορούσε να θυμίζει Μίμη Πλέσσα) είναι top. Στη συλλογή της el ανθολογείται το groovy, με το δολοφονικό hammond “Easy dreamer”. Κωμωδία ήταν μάλλον και το Ti Ho Sposato per Allegria (1967) του Luciano Salce, με τον Giorgio Albertazzi και τη Monica Vitti. Το “Party is piper”, που ακούγεται στη συλλογή “Beat at Cinecitta, Vol.2” [Crippled Dick Hot Wax] δείχνει πως όχι μόνον ο Piccioni, αλλά και έλληνες μουσικοί, όπως ο Γιώργος Θεοδοσιάδης π.χ., αντλούσαν την ίδιαν εποχή από την ίδια δεξαμενή.
Ιδιαίτερη κατηγορία επενδύσεων αποτελούν φυσικά τα scores για θρίλερ, ή καλύτερα ένας συνδυασμός ταινιών μυστηρίου, με αρκετό σεξ, αστυνομική πλοκή, ναρκωτικά και εγκλήματα, στα οποία οι Ιταλοί έκαναν σχολή, επηρεάζοντας δεκάδες σκηνοθέτες σε κάθε γωνιά του κόσμου. (Στην Ελλάδα, η μόνη ταινία αυτού του ύφους που αξίζει κανείς να δει και όχι μόνον ως cult, είναι το «Ισχυρή Δόση Σεξ» από το 1978, του Ηλία Μυλωνάκου). Αξεπέραστα crime-films, τουλάχιστον για τις μουσικές του Piccioni είναι τα Scacco alla Regina (1969) του Pasquale Festa Campanile, με τη Rosanna Schiaffino και τον Romolo Valli (τα φωνητικά της Edda dell’ Orso είναι άλλο πράγμα) και βεβαίως το Colpo Rovente (1969) του Pietro Zuffi, με την Barbara Bouchet. Εδώ ο Piccioni, πλην των άλλων, προσφέρει και μία δεύτερη εκδοχή του “Easy dreamer”, από το Ένας Ιταλός στην Αμερική, αυτή τη φορά με απόκοσμα φωνητικά.
Τα spaghetti western είχαν κι αυτά την τιμητική τους. Στο “The Seduction of…” ακούγονται θέματα από τα: In Nome del Padre, del Figlio e della Colt (1972) του Mario Bianchi (ο IMDb αναφέρει ότι η ταινία προέρχεται από το 1975 και μάλον έχει δίκιο), Io Non Perdono… Uccido! (1968) του Joaquin Luis Romero Marchent, Una Colt in Mano al Diavolo (1972) του Gianfranco Baldanello και φυσικά το Se Incontri Sartana… (1968) του Gianfrnaco Parolini με τους Gianni Garko, Klaus Kinski και Fernando Sancho. Εδώ, δεν χωρούν γκαραζομπόσες και swinging Λόντρες. Ο Piccioni ανασύρει το classic και επικό ρεπερτόριό του, τα νοσταλγικά σόλο κιθάρα θέματα, κάποιες electric mood ατμόσφαιρες, που έλκουν την καταγωγή τους από τους Shadows (οι τίτλοι από το Una Colt…), αλλά και avant προσαρμογές σ’ ένα κάπως ψυχεδελικό σκηνικό (“Mystery, πάλι από το Una Colt…). Οργιαστική φαντασία…Και με τις ταινίες τέχνης; Τι γίνεται με τις ταινίες τέχνης, που δοκιμάζονται στα φεστιβάλ και οι οποίες γράφουν την… επίσημη κινηματογραφική ιστορία; Οι fans του είδους οφείλουν να γνωρίζουν. Ο Piero Piccioni, όπως και ο Ennio Morricone, όπως και όλοι οι μεγάλοι ιταλοί σινε-συνθέτες, δεν διαχώριζαν την κουλτούρα από τη μη κουλτούρα. Όσο βάρος έριχναν σε μια σεξοκωμωδία της σειράς, με την ίδια σοβαρότητα αντιμετώπιζαν και την ταινία του δημιουργού. Ο Piccioni την ώρα που συνεργαζόταν με… δευτεροκλασάτους σκηνοθέτες, υπέγραφε και τα soundtracks των ταινιών του Bernardo Bertolucci, του Mauro Bolognini, του Elio Petri, του Luchino Visconti, του Vittorio De Sica, της Lina Wertmuller. Στον «Μίμη τον Σιδερά» εξάλλου – ταινία που αγαπήθηκε ιδιαιτέρως στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης – συναντώ, προσωπικώς, μερικά από τα ωραιότερα progressive rock θέματα που αποτυπώθηκαν ποτέ στο σελιλόιντ (Il dopolotta).
Όπως μαρτυρούν και τα παιδιά του, στο δωδέκατο τεύχος του Giaguaro (2005, Anno VI) από το οποίο έχω δανειστεί και τις δύο φωτογραφίες του, ο Pierro Piccioni ήταν αυτοδίδακτος ως μουσικός (όπως αρκετοί δημιουργοί της γενιάς του) και έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για κάποια έργα συνθετών – όχι για συνθέτες, αδιακρίτως. Του άρεσαν η “Lulu” του Alban Berg, o «Πελέας και η Μελισάνθη» του Debussy, οι «Πλανήτες» του Holst. Είχε μία τεράστια βιβλιοθήκη και διάβαζε περισσότερο απ’ όσο άκουγε ή συνέθετε. Η μεγάλη του αγάπη ήταν η φιλοσοφία (κυρίως οι Heidegger και Wittgenstein), η Αστρονομία και η Σύγχρονη Φυσική. Ήταν γενναιόδωρος ως άνθρωπος, αλλά και ιδιαιτέρως ντροπαλός. Μονίμως εκπλησσόταν, όταν άκουγε καλά λόγια για τη δουλειά του, σαν να ήταν πάντα η πρώτη φορά. Το βασικό πιστεύω του στη ζωή ήταν πως όσο πιο δύσκολο είναι ένα πρόβλημα, τόσο πιο απλή θα είναι η λύση του. Μέσα σ’ αυτήν την απλότητα έζησε και δημιούργησε.
Παραδόξως προχθες το βράδυ άκουγα ένα soundrack τοθ piccioni για την πρώτη ταινία του Μπερτολούτσι (La commare secca λέγεται δεν την έχω δει, του 1962). Καταπληκτικό με πολλές τζαζιές, φλάουτα κ κρουστά κλπ).
ΑπάντησηΔιαγραφήκώστας παπ.
Έχει πολύ jazz υλικό ο Piccioni. Να κι εδώ κάτι από το “Adua e Le Compagne” (1960) του Antonio Pietrangeli.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://is.gd/pQSBS7
Ούτε εγώ έχω δει το “Lα Commαre Seccα”, αλλά απ’ ό,τι διαπίστωσα μόλις τώρα υπάρχει όλο τo φιλμ στο YouTube.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕδώ το πρώτο κομμάτι... http://is.gd/EbDa9m
O Μπερτολούτσι ήταν μόλις 21 χρονών και το σενάριο είναι του Παζολίνι
ΑπάντησηΔιαγραφήκώστας παπ.
http://www.pieropiccioni.com/eng/biografia/test_Morricone.htm
ΑπάντησηΔιαγραφήo Mορικόνε για τον Πιτσόνι.
κώστας παπ.
Πολύ ωραία λόγια Κώστα, που δείχνουν ότι οι δύο συνθέτες όχι απλώς έλεγαν «καλημέρα», αλλά εκτιμούσαν απεριόριστα και ο ένας τον άλλον. Οι από καρδιάς κουβέντες του Morricone εστιάζουν στην διακριτή jazz παιδεία του Piccioni, αλλά και στο πνεύμα και την ευρυμάθειά του. Είναι σημαντικό αυτό που λέει ο Μαέστρος (μη ξεχνάμε ότι ο Piccioni ήταν 7 χρόνια μεγαλύτερός του) πως «παρότι ο Piccioni προοριζόταν για δικηγόρος, τελικά απεδείχθη πολύ μεγαλύτερος μουσικός από άλλους, που προορίζονταν από την αρχή για μουσικοί».
ΑπάντησηΔιαγραφή(Thanks για το απόσπασμα)
Γεια σου Βαλάντη. Την είχα τσεκάρει την ταινία (τη “Le Streghe” εννοώ) από πολύ παλιά (1986) από τη φιλμογραφία του Pasolini. Στο συγκεκριμένο επεισόδιο, το “La Terra Vista dalla Luna” (Η Γη Ιδωμένη από το Φεγγάρι), τη μουσική είχε γράψει ο Piccioni. Φαίνεται όμως πως σε κάποια από τα υπόλοιπα μέρη-φιλμ, γιατί η ταινία ήταν σπονδυλωτή (οι Ιταλοί ήταν εξπέρ στα sixties σ’ αυτό το είδος, στα σπονδυλωτά φιλμ εννοώ), είχε γράψει μουσικές και ο Morricone (πράγμα που δεν το ήξερα και σ’ ευχαριστώ για την πληροφορία). Δεν τις έχω ακούσει τις εν λόγω μουσικές, αλλά τώρα θα τις ψάξω…
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα, μόλις τώρα βρήκα κι αυτό το καταπληκτικό clip στο δίκτυο http://is.gd/dSmNWT
Βαλάντη, σ’ ευχαριστώ πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘαυμάσιο! Γνωρίζετε δισκοπωλεία στην Αθήνα που έχουν ιταλικά OST τέτοιου τύπου και περιεχομένου; Ευχαριστώ πολύ!
ΑπάντησηΔιαγραφή