Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΖΑΓΡΕΑΣ στο δρόμο του Διονύσου

Μοναδική περίπτωση λαϊκού καλλιτέχνη (τραγουδοποιού εν προκειμένω) και φιλοσόφου με αρχαιοελληνική αφετηρία, ο Τηλέμαχος Ζαγρέας, γεννημένος στον Παλιό Πλαταμώνα, στις πλαγιές του Ολύμπου, έχει έναν τρόπο να σου μεταφέρει αυθεντικές στιγμές της ζωής είτε συζητάς μαζί του, είτε τον ακούς να τραγουδάει με την Μπάντα των Σατύρων στο δικό του… olymporock ιδίωμα. Γεννηθήκατε στον Όλυμπο, αλλά στις αρχές του ’60 βρίσκεστε στη Γερμανία…
Ναι. Ήταν ήδη ο αδερφός μου εκεί και πήγα για να δουλέψω και να σπουδάσω. Στην αρχή στο Ulm, μια πόλη κοντά στο Tubingen στο νότο, και από το ’61 στο Μόναχο. Έδωσα εξετάσεις για να μπω στο Φυσικό Τμήμα του Πανεπιστημίου. Φυσική, Χημεία, Μαθηματικά, μάθαινα και τη γλώσσα… Έμεινα μέχρι το ’71, κι όλη αυτή τη δεκαετία ήρθα μόνο δύο φορές στην Ελλάδα. Τη μία, για ν’ αγοράσω ένα μπουζούκι…

Πώς ήταν όλα αυτά τα χρόνια στη Γερμανία; Και δεν εννοώ μόνο με τις σπουδές, αλλά και σε σχέση με τη μουσική…
Μπαίνοντας στη Σχολή, θυμάμαι τον καθηγητή των Μαθηματικών να μας λέει: «Τα ανώτερα Μαθηματικά είναι πολύ δύσκολα. Τον πρώτο χρόνο δεν θα πιάσετε τίποτα. Το δεύτερο κάτι θα καταλάβετε. Τον τρίτο, αν δεν τα καταφέρετε, καλύτερα ν’ αλλάξετε κλάδο». Κάτι έστριψε μέσα μου, τα παράτησα κι άρχισα ν’ ασχολούμαι με τη λεπτομηχανική. Έφτιαχνα κινηματογραφικές κάμερες. Εν πάση περιπτώσει, από το ’63 αφοσιώνομαι στη Φυσική, παρότι υπέφερα. Όπως γράφω: η ψυχή μου ζητούσε το απόλυτο και το εργαστήριο με αρρώσταινε. Έπαθα έλκος. Δυο χρόνια έτρεχα στους γιατρούς. Πάντως, το γεγονός ότι έμενα κοντά στο Schwabing, την καλλιτεχνική συνοικία του Μονάχου, μου έδινε τη δυνατότητα να έχω όλη εκείνη την επαφή και με το rock της εποχής, τον Dylan, ακόμη και τους Amon Düül αργότερα…

Ασχοληθήκατε, πάντως, πρώτα με την ποίηση…
Ναι. Αυτά τα χρόνια έγραψα τα έξη ποιήματα του «Τόξου». Γράφοντας, το 1968, τον «Αητό» στη γερμανική, ήταν τότε που συνειδητοποίησα το μάταιο της επιστήμης να σώσει τον πλανήτη. Μάλλον το αντίθετο συνέβαινε…

Και πως αλλάζει η κατάσταση; Πώς μπαίνει στο παιγνίδι η αρχαία γνώση και ο διακτινισμός της στο σήμερα;
Το Πάσχα του ’71 είχα ένα βίωμα πνευματικό. Γιορτάζαμε σ’ ένα φιλικό σπίτι και μέσα από τους παραδοσιακούς χορούς, πιασμένοι από τους ώμους κτλ., όλη αυτή τη σωματική επαφή, άρχισα να βλέπω τον «άλλον» σαν εταίρο, σαν κάποιον που να μπορείς να στηριχτείς. Αυτό ήταν για μένα κάπως σαν αποκάλυψη. Η δύναμη δηλαδή που είχε ο χορός και το δημοτικό τραγούδι. Επιστρέφοντας στο σπίτι μου, συνέχισα τη γιορτή με κάτι φίλους. Με το που έφυγαν έβαλα, έτσι όπως ήμουνα μόνος, να χορέψω το τσιφτετέλι «Το μπουζούκι μου έχει κέφια» του Βαγγέλη Περπινιάδη (σ.σ. εξαιρετικό κομμάτι). Άρχισα να ουρλιάζω. Κραυγές από αρχαία ζώα έβγαιναν από μέσα μου, φόβοι και δαίμονες ώστε και ο ίδιος ανατρίχιαζα. Τα γράφω και στο βιβλίο μου. Όταν καθαρίστηκα πήγα και κοίταξα στον καθρέφτη. Βλέπω ένα ωραίο παλληκάρι. Τότε ήταν, όταν «άνοιξε» το κεφάλι μου και μπήκε μέσα η θεϊκή ενέργεια. Με τη μουσική, εσείς ο ίδιος, πότε μπλέξατε;
Τότε, εκείνη την εποχή. Ήμουν αυτοδίδακτος στο μπουζούκι, τον τζουρά και τα λοιπά. Τραγούδαγα κιόλας. Έπαιζα, για βιοπορισμό ας πούμε σε γερμανικά μαγαζιά, στο Μόναχο. Ρεμπέτικα κυρίως. Τ’ άκουγαν οι Γερμανοί και φώναζαν: «Πλαταμόν-μπλουζ»! Είχα παίξει σ’ ένα από τα καλύτερα μαγαζιά του Μονάχου, το Song Parnass. Εκεί είχα γνωρίσει έναν μεγάλο του μπλουζ, τον πιανίστα Curtis Jones (σ.σ. ο Curtis Jones πέθανε στο Μόναχο την 11/9/1971). Υποκλινόταν όταν μ’ άκουγε. Από ’κει μου έμεινε και το καπέλο.

Κι έρχεστε στην Ελλάδα…
Το καλοκαίρι του ’71 και περιπλανιέμαι στο Πήλιο, στη Σκόπελο, στο Άγιο Όρος, στην Αθήνα. Το Μάρτιο του ’72 πιάνω Κρήτη. Έψαχνα ένα μέρος για διαλογισμό. Στην Κρήτη διαπίστωσα πως αν έπρεπε κάτι να κάνω θα έπρεπε να υψώσω τη φωνή μου. Γύρισα λοιπόν στην Αθήνα αποφασισμένος να μιλήσω. Βρίσκω τους φίλους μου, τους μαθητές μου… και τον Ιούνιο του ’72 επιστρέφω στο Μόναχο, όπου βρίσκω άλλους έξι φίλους μου, μαθητές μου. Το φθινόπωρο ήταν, όταν μου αποκαλύπτεται ο Νόμος. Ο Νόμος της ζωής, της αγάπης και της ένωσης, ηθικός και φυσικός μαζί. Κάπου εκεί επιστρέφω και πάλι στην Ελλάδα. Ήταν κι ο Στρατός στη μέση…
 
Δύσκολη η συνέχεια;
Ας πούμε δύσκολη. Στην Ελλάδα ήταν χούντα και με κάποιο τρόπο έπρεπε να καθαρίσω και με το Στρατό. Βασικά, έπρεπε να υπηρετήσω 4 χρόνια, γιατί ήμουν και ανυπότακτος. Δεν υπήρχε περίπτωση. Ξέμπλεξα, εν πάση περιπτώσει, και αρχές Νοεμβρίου του ’73 κατεβαίνω από τη Λάρισα στην Αθήνα. Μία βδομάδα αργότερα γίνεται το Πολυτεχνείο. Δεν κάνω τίποτα. Ψάχνω κόσμο. Από το ’73 έως το ’87 ζω στο χωριό, στον Όλυμπο, και τους χειμώνες πάω στη Γερμανία.

Πότε ξεκινήσατε να δίνετε τα πρώτα live στην Ελλάδα;
Αρχές ’81 ή ’82 πρέπει να ήταν, όταν ξεκινώ να παίζω στο κάμπινγκ, στον Πλαταμώνα. Τέσσερις ώρες πρόγραμμα, μόνος μου, με ρεμπέτικα τραγούδια. Από ’κει μαζεύω κάποια χρήματα, και ξεκινώ να κτίζω το σπίτι μου στο βουνό. Σπίτι και ταβέρνα μαζί, όπου και συνεχίζω να παίζω. Γράφω και το πρώτο μου τραγούδι στην Ελλάδα, τον «Αννίβα», που ήταν ρεμπετόμορφο. «Εδραπέτευσε ο Αννίβας/ απ’ την έρημο της Σίβας/ κι έχει πια αποφασίσει/ τη Σαχάρα να διασχίσει. Πέρασε μεγάλες νίλες/ ώσπου να βρει δυο καμήλες/ και κοπάδι ελεφάντων/ μεσ’ τη χώρα των Ατλάντων. Ποιος τον πιάνει τον Αννίβα;/ Τούτος τρέχει σαν τον Λίβα! Με ανάλαφρο ποδάρι/ πάτησε το Γιβραλτάρι/ και με λύσσα και μανία/ χύμηξε στην Ισπανία.(…) Με ορμή και φλόγα νέα/ διάβηκε τα Πυρηναία/ και με τύμπανα και σάλπεις/ εσκαρφάλωσε στις Άλπεις. Πέρασ’ όλα τα βουνά/ φορτωμένος με χουρμά/ κι εκατό κιλά ν’ αφήσει/ έφτασε στο Καρπενήσι. Καλωσόρισες Αννίβα/ έμπα μέσα στην καλύβα/ έμπα μέσα στην καλύβα/ πιάσε το λουλά και βίβα!».

Πολύ καλός ο «Αννίβας», αλλά το σώσε γίνεται με τον «Μπαρμπαλιάμτσιο» και την «Τρανταφλιά»… Πώς προέκυψε το ροκ;
Πρέπει να ήταν 1985-86. Ο Μπαρμπαλιάμτσιος ήταν ένας γέρος, που γύρναγε στα χωριά, εκεί γύρω από τον Πλαταμώνα. Ήταν εντελώς ελεύθερος, χειροδύναμος κι έσκαβε τους κήπους. Ήταν όμως απίστευτα αφελής και το πρόσωπό του ήταν γεμάτο γλύκα. Κοιμόταν όπου έβρισκε, κι όταν έβρεχε την έπεφτε κάτω από τα τρένα. Ο Μπαρμπαλιάμτσιος σκοτώθηκε. Τον πάτησε νταλίκα. Τότε μου βγήκε κατ’ ευθείαν αυτό το τραγούδι, που είναι κάπως κάντρι-ροκ, και τραγουδισμένο στη δικιά μας γλώσσα. «Ύστερα ήρθαν τα μαντάτα/ στην Καρδίτσα σι μια στράτα/ πως τον πάτσι μια νταλίκα/ ψέμα, παραμυθ’ τρανό/ ιγώ τουν έχου ζωντανό. Γεια σου γέρο Μπαρμπαλιάμτσιου/ μι του ξεσκισμένου πκάμσου/ του πανταλον’ του λασπομένου/ μι του ματ’ του καθαρό/ χαίρουμι να σι τηρώ!». Το ίδιο και η Τρανταφλιά είναι υπαρκτό πρόσωπο, ξαδέρφη μου, που παντρεύτηκε στον κάμπο. «Ήταν ζωηρή κι αστεία/ μα ’μπλιξι μ’ ένα λοχία/ κι μας έφυγι μακριά/ πέρα στ’ Μαλαθριά. Δεν ήθελις τον Παντιλή/ σ’ έρχονταν κουντός πουλύ/ δεν ήθελις κι του Θανάσ’/ που να σι χορτάσ’». Αυτό μου βγήκε εντελώς ροκ.

Η «Τρανταφλιά» βγήκε το ’05. Το ’08 βγάλατε «Του Ουρανού τα Τέκνα». Έχετε έτοιμο κάτι καινούριο;
Ναι, βέβαια. Έχω την «Κρίση του Κρόνου». Είναι δώδεκα τραγούδια. Τα έξι αποτελούν το Τόξο και τα άλλα έξι την Κρίση. Τα πρώτα τέσσερα από το Τόξο αναφέρονται στην Ηδονή, την Οδύνη, τη Μνήμη και το Σκοπό και είναι άλλο ζωναράδικο, άλλο ροκ, άλλο μπολέρο, άλλο μπαλάντα. Υπάρχουν ακόμα μπλουζ, ρέγγε, ρεμπετόμορφα… Σ’ αυτό το άλμπουμ αμόλησα τη ψυχή μου στο απόλυτο.

Δισκογραφία

1. Legende/ Ο Θρύλος/ Modern Rebetiko
– GER. Raumer Records RR 10396 – 1996 (Τηλέμαχος Ζαγρέας μπουζούκι, τζουράς, φωνή, Θέμης Λεπενός κιθάρα, μπαγλαμάς, Τάκης Ζαχαριάς μπουζούκι, μπαγλαμάς, Βάνιας Καλπακίδης κρουστά, Νίκος Χασιρτζής τζουράς, Jurgen Wendlandt didgeridoo, Jochen Gress βιολί)
2. Schlangen Aller Lander/ Φίδια Όλων των Χωρών/ Olymporock
– GER. Private – 199? (Τηλέμαχος Ζαγρέας μπουζούκι, τζουρά, φωνή, Oruc Gurbuz βιολί, φλάουτο, κλαρινέτο, σαξόφωνο, κρουστά, Θέμης Λεπενός κιθάρα, Manfred Gruber ηλεκτρική κιθάρα, Andreas Spiess bass guitar, Michael Jack κοντραμπάσο, Stefan Strali Strahl ντραμς)
3. Το Λόγο Έχει ο Ζευς/ Olymporock
– Καθρέφτης ΤΖ 101 – 2005 (Επίδαυρος Αποστολάκης-Μπαντούκ κιθάρα φυσαρμόνικα, Δημήτρης Μυστακίδης ακουστική κιθάρα, Δημήτρης Μπασλάμ κοντραμπάσο, Παντελής Στόικος τρομπέτα, καβάλ, Αλέξης Αποστολάκης ντραμς, Δημήτρης Κυριακού σαξόφωνο, Γιώργος Αβραμίδης τρομπέτα, Στέλιος Μοσχογιάννης σαξόφωνο, Νίκος B.J. κιθάρα μπάσο πλήκτρα, Πάνος Παπάζογλου κιθάρα, Δημήτρης Κεραμάς τουμπερλέκι, Τηλέμαχος Ζαγρέας banjo, τζουράς)
4. Του Ουρανού τα Τέκνα/ Heavens Children
– Καθρέφτης ΤΖ 102 – 2008 (Τηλέμαχος Ζαγρέας τζουρά, banjo, κρουστά, Κώστας Ζαφειρίου γόνα, μπαγλαμάς, Ελίνα Ζιάκα φωνητικά, Παναγιώτης Ζιούρας βιολί, Νικόλας Καζάζης καουστική κιθάρα, μπάσο, Βάγια Κοντού φωνητικά, Αποστόλης Κωτούλας κουτάλια, κομπολόι, David Lynch σαξόφωνο, Ζεύξιππος Μερμίγκης φλάουτο, φωνητικά, Λύσιππος Μιχαηλίδης ηλεκτρική κιθάρα, φωνητικά, Φάνης Πλουμής ακουστική κιθάρα, μπάσο, Ναπολέων Σαριπανίδης μπουζούκι, μπαγλαμάς, Παντελής Στόικος καβάλ, Γιάννης Τζιμαπίτης ντραμς, congas, bongos, Έκτωρ Τσολάκης djembe, νταρμπούκα)
5. Διονύσου Ανάσταση
– Δρόμων ISBN 978-960-694-039-2 – 2009 (βιβλίο με CD)

1 σχόλιο:

  1. Από το fb...

    Alex Apostolakis
    Ο Τηλεμαχος αποτελει ειδικη περιπτωση και διαθετει συν τοις αλλοις ευρεια ακαδημαικη παιδεια που στις κατ'ιδιαν συζητησεις ειναι ολοφανερη

    Jonathan Tassis
    Οι βραδιές που έπαιζε κ τραγουδούσε στην ταβέρνα του, έχουν αφήσει εποχή κ τυχεροί όσοι ήμασταν εκεί...στα live,με πολύ κρασί κ τσιγάρο,είναι το πραγματικό ταλέντο του Μάχου...

    ΑπάντησηΔιαγραφή