Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

ΠΑΝΟΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ τα ετερόκλητα

Σαράντα ένα(!) χρόνια μετά το Επεισόδιο [Polydor, 1971] ο Πάνος Σαββόπουλος επανέρχεται στα πράγματα μ’ ένα προσωπικό CD, στο οποίον ακούγονται καινούρια δικά του τραγούδια (το «Δια Ταύτα…», ως γνωστόν, που κυκλοφόρησε πέρυσι από την Anazitisi Records, περιείχε ηχογραφήσεις από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70). Πρόκειται, προφανώς, για ένα πολύ μεγάλο «κενό» (ίσως το μεγαλύτερο που εντοπίζεται στην ελληνική δισκογραφία – σαράντα ένα χρόνια είναι αυτά!), το οποίον έρχεται να καλυφθεί με τον πιο απρόσμενο, όσο και συναρπαστικό τρόπο. Και το λέω αυτό γιατί «Τα Ετερόκλητα» [Μετρονόμος, 2012] δεν είναι απλώς ένα κάποιο άλμπουμ μιας κάποιας επανεμφάνισης, αλλά ένα από τα καλύτερα με ελληνικά τραγούδια (τονίζω το «ελληνικά τραγούδια»), που κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια. Ένα άλμπουμ που επαναφέρει τη δισκογραφία σ’ εκείνη την εποχή όπου η δημιουργία και η ολοκλήρωση ενός long-play επείχε (όταν επείχε) ρόλο ιεροτελεστίας.
Αυτό το περί «ιεροτελεστίας» το αντιλαμβάνεται ο καθείς από τη δουλειά που, εν προκειμένω, έχει γίνει, από το φινίρισμα των τραγουδιών (ακούγονται ούτε λίγο ούτε πολύ 22 όργανα!), από την ενορχηστρωτική προσέγγιση δηλαδή, που είναι μοναδική και εντελώς… ετερόκλητη· καθότι στα «Ετερόκλητα» ακούγονται από λαϊκά και ροκ κομμάτια, έως μεσαιωνικές μπαλάντες και αγαιοπελαγίτικοι μπάλοι. Προφανώς, αυτή η ποικιλία ήχων και χρωμάτων αντανακλά στις συσσωρευμένες μουσικές εμπειρίες ενός ανθρώπου, τον οποίον ο κόσμος φαίνεται να τον γνωρίζει μέσα από την ενασχόλησή του με το ρεμπέτικο τραγούδι (τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές, ανάλογες δισκογραφικές επιμέλειες, βιβλία, κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες) και λιγότερο βεβαίως από τους παλαιούς δίσκους του.
Άρα, λοιπόν, ο ρεμπέτικος ήχος και η μετεξέλιξή του προς το λεγόμενο λαϊκό τραγούδι, σταδιακώς μετά τον Πόλεμο, είναι μία πρώτη ισχυρή αναφορά στη σημερινή τραγουδοποιία του Πάνου Σαββόπουλου· μ’ αυτού του τύπου τα άσματα ν’ ακούγονται στο πρώτο μέρος (ας το πούμε έτσι) του άλμπουμ. Είναι δε, όλα τούτα, τραγούδια μη συμβατικά. Δεν είναι λαϊκά της πίστας, δεν είναι λαϊκά του ακαθόριστου μπουζουκιού, του κενού λόγου, ή των «άντε να τo πούμε» ερμηνειών. Είναι άσματα βαθειά που περιστρέφονται με ποιητικό τρόπο, συχνά, γύρω από τους ερωτικούς μετασχηματισμούς (και άλλους) των κοριτσιών της γειτονιάς (ελεύθερες σχέσεις, πόνος, πάθη, θεόσταλτες ηδονικές υπάρξεις, αλλά και χαρισματικές ομορφιές κάπου μεταξύ... «γλάστρας» και κομμωτηρίου), δίχως να εκλείπουν τα κομμάτια με βαθύ, σκληρό και ενίοτε ανελέητο κοινωνικό στίχο.
Κι εδώ, σωστά, μπαίνει ένα επόμενο σοβαρό ζήτημα, που αφορά στις φωνές, στα όργανα και άρα στο κλίμα του οριστικού ακούσματος. Ο Σαββόπουλος ενορχηστρώνει με γνώση χρησιμοποιώντας, μαζί με το μπουζούκι και τα υπόλοιπα τρίχορδα, αντισυμβατικά «λαϊκά» όργανα (τσέμπαλο, βιολί, τρομπόνι, φλάουτο, βιολοντσέλο…), επιλέγοντας δύο γυναικείες φωνές ικανές να αποδώσουν το θεατρικόν-ερμηνευτικόν του πράγματος. Την πολύπειρη Νάντια Καραγιάννη για τα πιο βαριά-εσωτερικά κομμάτια, και την Χριστιάνα Γαλιάτσου για τα πιο… καθημερινά. Ανάμεσά τους το αποφασιστικό ζεϊμπέκικο «Τα πλοκάμια της μνήμης», ο μπάλος «Σχήματα κυκλαδικά» και βεβαίως το βαρύτατο «Κάλλας και Νίνου» (από την εποχή του «Κέντρου Διερχομένων» του Νίκου Μαμαγκάκη, το 1982, είχε να φθάσει στ’ αυτιά μου τέτοιο τραγούδι).
Από το track 10 και έως το τέλος του άλμπουμ η γενική γραμμή διαφοροποιείται (με το «ετερόκλητον» του πράγματος να παραμένει η πιο αναγνωρίσιμη σταθερά). Μπαλάντες, ως επί το πλείστον, μπαλάντες διαφόρων ειδών (λαϊκές, ροκ, μεσαιωνικές) που στηρίζονται σε μιαν εξαίρετη (πάντα) στιχουργική –το μεγάλο ατού του Σαββόπουλου– βεβαίως σε θεσπέσιες μελωδίες, σε μελετημένες ενορχηστρώσεις και φυσικά σε καθηλωτικές ερμηνείες. Τονίζω το «καθηλωτικές», καθότι πουθενά αλλού δεν θ’ ακούσεις τον Βαγγέλη Γερμανό να τραγουδά, έτσι όπως εδώ, τα «Τερτίπια των χρησμών», τον Αγάθωνα να αποδίδει σαν σε κατάσταση… groggy το ρεμπετομπλούζ «Μεταμόσχευση ψυχής», τον Θοδωρή Κοτονιά (από τα Μακρινά Ξαδέρφια) να πατά με τόση βαθειά (και όχι αμέσως αναγνωρίσιμη) rock διάθεση στο εξαίρετο «Λαθρέμποροι ιδεών» και κυρίως την Δώρα Πετρίδη (μία πρώτης κλάσεως, αλλά όχι πολύ γνωστή τραγουδίστρια από την Πάτρα) να υψώνει μέχρι τον ουρανό δύο από τα αριστουργήματα του άλμπουμ, την «Πληγωμένη Καρυάτιδα» (κάτι σαν… Χατζιδάκις-Γκάτσος σε συσκευασία μία!) και το «Της Σφίγγας η σταυροβελονιά» (The Incredible String Band, Amazing Blondel, Gryphon και λοιποί medieval folkists… φάτε τη σκόνη του!). Φυσικά και ο Πάνος Σαββόπουλος θα τραγουδήσει δύο δικά του κομμάτια (τον «Αυθάδη χρόνο» μαζί με την Ελεονώρα Ζαχαριά) και το εντελώς προσωπικό «Η αιώνια κλεψύδρα» («προσωπικό» υπό την έννοια πως δύσκολα θα μπορούσε να το πει κάποιος άλλος). Το κλείσιμο με το ελεγειακό instrumental “Det snöar på Gunillas ensamhet” (Χιονίζει στη μοναξιά της Γκουνίλα), ηχογραφημένο στην Στοκχόλμη το 1978, κλείνει με τον πρέποντα τρόπο ένα άλμπουμ που ακούγεται μόνον… πολλές φορές. Έτσι κάπως αρχίζει να αποκαλύπτονται τα μυστικά του.
Κι επειδή τραγούδι δεν έχω να μεταδώσω, διαβάστε τους παρακάτω στίχους… 

Ο αυθάδης χρόνος 
Τακτικός λαθρεπιβάτης των πειρατικών συρμών
που λεηλατούν τη μνήμη παλαιών περγαμηνών·
του απέριττου οφειλέτης και του πάθους κελευστής
της ματιάς τυχοδιώκτης της αφής εθελοντής.

Τα καυτά τα μεσημέρια γλείφαν τα μωσαϊκά
και τα βράδια η αυλαία άνοιγ’ αινιγματικά.
Μες στο σινεμά απ’ το χέρι είχα την αγγελική,
μα στα έργα αφήναν μόνο μια σκηνή ερωτική.

Τα ξυπόλητα κορίτσια δείχναν πάντα πιο αγνά
κι έκρυβαν τα μυστικά τους στα μπλουζάκια τα λινά.
Η ανεμελιά στολίδι, την αιδώ να πυρπολεί
κι είχε γεύση καταιγίδας το δικό τους το φιλί.

Χορηγός, παρών και μύστης των εαρινών σφυγμών
με κεριά Επιταφίου και οσμές Χαιρετισμών
που γεμίζανε τη νύχτα με ορμή συντροφική
και που ντύναν τη Λατρεία στα κρυφά εφηβική.

Ψάχνω αμίλητους εξώστες με φυτά δοξαστικά,
μήπως βρω σημάδι από του κλήδονα τα μυστικά·
στην αχίλλειό μου πτέρνα να τα βάλω για φρουρά.
Μα αυθαδιάζει ο χρόνος! Δε με παίρνει σοβαρά. 

Μεταμόσχευση ψυχής 
Ντόκτορ, άλλαξέ μου την ψυχή!
Βάλε μια ντοπαρισμένη,
με μεγάλη αντοχή.
Η δικιά μου η καημένη
ειν’ πολύ βεβαρημένη κληρονομικώς·
βλέπει πάντα διγλωσσία
από κάθε εξουσία παθολογικώς.

Ντόκτορ, άλλαξέ μου την ψυχή!
Μη μου βάλεις από γλείφτη
ή από λαϊκιστή.
Θέλω να ’χω αναισθησία,
για τους δήθεν καθωσπρέπει που μειονεκτούν·
που φορούν εξ ικεσίας
τ’ άμφια της εξουσίας και αυθαιρετούν.

Ντόκτορ γιατρέ των παλαβών, είσαι πολύ σαΐνι·
μα μεταμόσχευση ψυχής δεν πρόκειται να γίνει!

1 σχόλιο:

  1. Πραγματικά καλό ολόκληρο το cd. Πολύ μακριά από την ανούσια, τις περισσότερες φορές, εντεχνίλα που μας έζωσε την τελευταία 20ετία και βάλε, με την τζάμπα ποιητικότητα που, στην καλύτερη περίπτωση, μόνο βαρεμάρα προκαλεί. Οι στίχοι εδώ είναι εύστοχοι και οι ερμηνείες ώρες ώρες μαγευτικές!

    Αλέξανδρος

    ΑπάντησηΔιαγραφή