Το “distance and decay”
είναι το δεύτερο άλμπουμ του ρωσοεβραίου πειραματιστή Grisha Shakhnes – ο οποίος είναι γεννημένος
στην Μόσχα αλλά ζει στο Τελ-Αβίβ, όπως διάβασα στο discogs. Τυπωμένο
σε CD για
την organized music from Thessaloniki του Κωστή Κηλύμη το εν
λόγω άλμπουμ αποτελείται από τέσσερα πειραματικά-εικοκοκλαστικά tracks μεγάλης,
γενικώς, διάρκειας. Το πρώτο έχει τίτλο “so close to home” και διαρκεί περί τα 26 λεπτά, δεύτερο είναι το “air” που πλησιάζει τα 20,
τρίτο είναι το “concrete”
που αγγίζει τα 22 και τέταρτο το “slow life” που κι αυτό διαρκεί κάτι λιγότερο από 9 λεπτά. Το πρώτο που
σκέφθηκα να κάνω, πριν προχωρήσω σε μία ολοκληρωμένη ακρόαση τού “distance and decay”, ήταν να δω/διαπιστώσω αν
οι τίτλοι ήταν κάπως… προγραμματικοί (τουλάχιστον οι τρεις από τους τέσσερις). Είπα ν’ ακούσω λοιπόν τόπους-τόπους τα tracks, όμως συμπέρασμα δεν έβγαλα. Μπορεί και να είναι πάντως… Μπορεί,
δηλαδή, το “air” να
σχετίζεται με… όσα φέρνει ο άνεμος, μπορεί το “concrete” να είναι όντως… concrete (αυτό είναι, μάλλον,
το πιο σίγουρο απ’ όλα), ενώ και το “slow life” πιθανώς να… απεικονίζει κάποια αργή βιολογική μεταβολή. Μία
προσεκτικότερη ακρόαση, λοιπόν, δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει
τα προαναφερθέντα…
Το μακροσκελέστατο όλων “so close to home” ξεκινά από το «μηδέν» για να δώσει ώθηση σταδιακώς σ’ ένα σύστημα
θορύβων, με διαρκή περιοδικά γεμίσματα,
που μπορεί να αφορούν σε οιμωγές σαξοφώνων, σφυρίγματα, ποικίλους καθημερινούς
ήχους, field recordings δηλαδή που μετατρέπονται σε concrete μέσα
στην γενικότερη ηχητική ιδιοκατασκευή, υπόγειες ρυθμικές ακολουθίες που
επιχειρούν να δημιουργήσουν ένα κάπως αληθοφανές background, κλασικά ηλεκτρακουστικά bleeps (βόμβοι, «σκισίματα»,
«τριξίματα» κ.λπ.), φωνητικά σπαράγματα, θορύβους μηχανοστασίου υψηλού volume και άλλα συναφή, που
δημιουργούν οπωσδήποτε ένα ερμητικό όπως και… ερημικό περιβάλλον. Στο “air” η γενικότερη αντίληψη
δεν αλλάζει. Αυτό που κυριαρχεί μπορεί να είναι το… σφύριγμα ενός
αποσυμπιεσμένου αερίου, μανιπουλαρισμένο καταλλήλως ώστε να δίνει την αίσθηση
ενός βιομηχανικού ίσο. Οι διάφοροι μικροθόρυβοι που παρεμβαίνουν τονίζουν αυτό
ακριβώς το συνεχές, που διαρκεί περί τα επτά λεπτά. Από ’κει και κάτω η βασική
συχνότητα αλλάζει. Υπάρχει, πάντα, ο «πίσω» θόρυβος, αλλά «μπροστά» ακούς… μουσικές
(μουσικές που έρχονται από μακριά) και που ανακατεύονται στη διαδρομή με electro παρηχήσεις,
ανεπαίσθητα ή λιγότερο ανεπαίσθητα «κομπρεσέρια» κ.λπ. Γενικώς, θα έλεγα πως ο
«αέρας» γίνεται αντιληπτός... Το “concrete” διαμορφώνεται μέσα από επιτόπιες μεμονωμένες εγγραφές,
οι οποίες επεξεργασμένες από τον Shakhnes σου δίνουν την αίσθηση του
συνεχούς. Εδώ, θα μπορούσε ν’ ακούμε ηχογραφημένους θορύβους από σμήνη πουλιών,
πιθανώς βροχή, όπως και διαφόρους άλλους φυσικούς ή μη ήχους σ’ ένα διαρκές όσο
και εκκωφαντικό κρεσέντο. Στο τελευταίο track, το “slow life”,
τα πάντα εξελίσσονται σ’ ένα ισοσταθμισμένο περιβάλλον, με σταδιακή, αλλά
χαμηλή αύξηση του volume και… άηχο κλείσιμο (ό,τι ακούγεται θα μπορούσε να αφορά μόνο
στον θόρυβο από μια ταινία εγγραφής). Ένας παλμογράφος, περαιτέρω, θα μας
βοηθούσε να αντιληφθούμε αν, εδώ, πρόκειται για την απεικόνιση της ζωής (και
του τέλους) κάποιου εμβίου όντος καθώς η ζωή προχωρεί… σε αργή κίνηση…
Διακόσια CD
για τους πιστούς…
Τριών ιντσών CD-R «χτυπημένο»
σε 100 κόπιες (σε ωραία triple-folded μικροσυσκευασία),
το “Sightseer” του
βρετανού πειραματιστή Seth Cooke αποτελείται από εννέα tracks ελάχιστης (έξι δευτερόλεπτα) μικρής και μέσης διάρκειας (ανάμεσα
ένα 7λεπτο κι ένα 5λεπτο κομμάτι). Υπάρχουν διάφορα «στιγμιότυπα» πίσω από τις
ηχητικές προτάσεις του Cooke,
ένα στίγμα των οποίων δίνει ο ίδιος μέσω του track list. “Cape
coast seashell bowed on minster-on-sea shore” π.χ… και τι ακούμε; Παφλασμούς κυμάτων, οι οποίοι…
διαρρηγνύονται από την βουή ενός κοχυλιού. Αλήθεια; (Δηλαδή μία field recording). Ψέμα; (Δηλαδή μία electro-κατασκευή). Μήπως ένας
συνδυασμός και των δύο; Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος. “Window shopping”. Ο τίτλος δεν
φαίνεται και πολύ χρήσιμος. Είσαι επιβάτης σε μετρό και ηχογραφείς τον ήχο των
βαγονιών στις ράγες, κοιτάζοντας από το παράθυρο; Πιθανώς. Τούτο, στο ένα μισό
της διάρκειας, καθότι στην πορεία συμβαίνουν και άλλα… θριλερικά. “Santa Barbara Christian Field
Recording Association” (είναι το 7λεπτο track). Εδώ, πραγματικά,
δεν ξέρεις τι να υποθέσεις. Βιομηχανικοί θόρυβοι, απότομες παύσεις, βόμβοι,
γεννήτριες συχνοτήτων, αυξομειώσεις στο volume, γενικώς ουδεμία σχέση με την… Αγία Βαρβάρα. “Fake tan” (το 5λεπτο). Η αρχή
εκκωφαντική. Στα 10 δευτερόλεπτα η ένταση σχεδόν εκμηδενίζεται, ένας ήχος σαν
σφύριγμα έρχεται από μακριά, σχεδόν σταθερής έντασης (δηλαδή ανεπαισθήτως
αυξανόμενης), ο οποίος (ήχος) διατρέχει όλο τον χρόνο που του παρέχεται. Στην
πορεία, δε, παραλληλίζεται με συστάδα θορύβων, αυξάνοντας τον «όγκο» του. “Hotel for November”. Τι να πω για τούτο;
Δεν ξέρω ποιος θα ήθελε να επισκεφθεί το Stanley Hotel (του Kubrick, όχι το κανονικό) ή το μοτέλ του
Norman
Bates… (Για το
άκουσμα, πάντως, δεν υπάρχει πρόβλημα).
Επαφή: www.thesorg.noise-below.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου