Ο Μετρονόμος συνεχίζει τη μοναχική πορεία του στο χώρο των
περιοδικών εκδόσεων που αφορούν στο ελληνικό τραγούδι. Μοναχική μεν, ουσιαστική
και καλαίσθητη δε. Νέο τεύχος λοιπόν (#66, Ιανουάριος-Μάρτιος 2018) κι ένα
πολυσέλιδο αφιέρωμα (οι 63 από τις 86 σελίδες του) στον Βασίλη
Παπακωνσταντίνου, έναν από τους πιο επιτυχημένους έλληνες τραγουδιστές τα τελευταία
35 χρόνια (τουλάχιστον από το «Φοβάμαι» και μετά δηλαδή).
Τα αφιερώματα του Μετρονόμου έχουν κάποια χαρακτηριστικά.
Και το πιο βασικό όλων είναι η… οριοθέτηση του τιμώμενου προσώπου, μέσα από
τελείως διαφορετικές αφηγήσεις. Τόσο δημοσιογραφικές, όσο και προσωπικές
(ανθρώπων, συναδέλφων, καλλιτεχνών, που γνώρισαν εκ του σύνεγγυς τον τιμώμενο).
Μ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνονται δύο τινά. Μια πιο «σκληρή» και κατά το μάλλον
ή ήττον πιο αντικειμενική ματιά στην καριέρα… τού Βασίλη Παπακωνσταντίνου εν προκειμένω,
και μια πιο υποκειμενική και «από τα μέσα» ματιά, δια των προσώπων που τον
γνώρισαν από κοντά και δέθηκαν μαζί του. Μέσα απ’ αυτή την αντιπαράθεση (ας το
πούμε έτσι) των κειμένων κερδισμένος είναι μόνον ο αναγνώστης. Εκείνος, που θα
διαβάσει, που θα συμφωνήσει ή θα διαφωνήσει, και που εν πάση περιπτώσει θα
χωνέψει άλλοτε ένα πιο βαθύ-ερευνητικό και άλλοτε ένα πιο συναισθηματικό υλικό.
Αν, ορισμένοι, νομίζουν πως γνωρίζουν αρκετά για τον Παπακωνσταντίνου είμαι
σίγουρος πως διαβάζοντας τον τελευταίο Μετρονόμο θα διαψευστούν.
Γράφουν, λοιπόν, για τον σημαντικό τραγουδιστή οι φίλοι και
συνεργάτες του Μιχάλης Τερζής, Γιάννης Μέτσικας, Θάνος Μικρούτσικος, Κώστας
Θωμαΐδης, Γιάννης Ζουγανέλης, Οδυσσέας Ιωάννου, Μίλτος Πασχαλίδης και Ρίτα
Αντωνοπούλου και στο ερευνητικό κομμάτι οι Σπύρος Αραβανής (Τα χρόνια
1950-1980, Η φωνή των ποιητών), Γιάννης
Κολλιάκος, Σταύρος Καρτσωνάκης κ.ά. και τέλος η αφεντιά μου (μια αναφορά στο πρώτο
συγκρότημα του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τους Crosswords, από τη δεκαετία του ’60, με στοιχεία, φωτογραφίες και λοιπές πληροφορίες).
Η ύλη του Μετρονόμου δεν εξαντλείται φυσικά στο αφιέρωμα.
Πέραν εκείνου διαβάζουμε μια συνέντευξη του σπουδαίου Λίνου Κόκοτου, ακόμη μία
του Μίλτου Πασχαλίδη και ακόμη μία του Πάνου Σαββόπουλου (με αφορμή την
κυκλοφορία του τελευταίου άλμπουμ του «Οι Ρωγμές της Σαγήνης»), κείμενα για
τους Δημήτρη Χριστοδούλου, Νίκο & Γιασεμή Σαραγούδα, Νίτσα Ξένου
(τραγουδίστρια του δημοτικού από τις 78 στροφές), Νικόλα Άσιμο και λοιπά.
Τζαζ τραγουδίστρια με περγαμηνές, καθώς έχει βρεθεί στη σκηνή
ή το στούντιο με «ονόματα» όπως εκείνα των RoyHargrove, IraSullivan,
NicholasPeyton,
PaulWerticoκ.ά.,
η ErinMcDougaldέχει καινούριο άλμπουμ, που τιτλοφορείται “OutsidetheSoirée”[MilesHighRecords,
2017]. Μάλιστα σ’ αυτό το άλμπουμ τη
συνοδεύουν μερικά πολύ μεγάλα ονόματα, ανάμεσα στα οποία διακρίνουμε τον DaveLiebman σοπράνο & τενόρο σαξόφωνα, τον TomHarrell τρομπέτα & φλούγκελχορν, τους RobBlock (πιάνο, κιθάρες) και DanBlock (άλτο, φλάουτο, κλαρινέτο) κ.ά.
Το υλικό που
καλείται εδώ να αποδώσει η McDougald είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου στάνταρντ, καθώς υπάρχει ένα μόνο πρωτότυπο
και από ’κει και κάτω τραγούδια των ColePorter (“Beginthebeguine”) και JohnnyMercer, “Brother, canyouspareadime?”, “Themasqueradeisover”, επιλογές από το ρεπερτόριο της ShirleyHornκαι της EllaFitzgeraldκαι άλλα διάφορα – ακόμη και το παραδοσιακό “Thepartingglass” ακούγεται εδώ, που το έχουν πει πολλοί και
διάφοροι, από τους ClancyBrothers και τους Dubliners, μέχρι τους Pogues και την Sinéad O'Connor.
Η McDougald έχει πραγματικά
καλή φωνή, γεμάτη, με ωραίους χρωματισμούς, χωρίς ν’ ανεβαίνει πάντως ψηλά,
ούτε να κατεβαίνει χαμηλά. Σε μεσαίες περιοχές κινείται, και με την ευλυγισία
που διαθέτει, ξέρει να ανταποκρίνεται σωστά προς όλες τις διευθύνσεις. Πέραν,
όμως, της φωνής, η McDougald
φαίνεται πως έχει λόγο και για τις ενορχηστρώσεις των κομματιών και ίσως-ίσως
και για τις επεμβάσεις στη δομή τους. Έτσι κάπως η μπαλάντα “Don’twaitupforme”, που είχε πει η ChrisConnor το 1955, μετατρέπεται σ’ ένα τελείως διαφορετικό track με επέμβαση στο μέτρο
(και με φλογερά soli
στο σοπράνο και την τρομπέτα από τους Liebman και Harrell
αντιστοίχως), ενώ ακόμη και το συγκλονιστικό “Brother, canyouspareadime?” (από τα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης)
αντιμετωπίζεται τελείως μοναδικά, καθώς… εξοκείλει προς το cuban.
Ωραίο άλμπουμ, από
ανθρώπους που ξέρουν πού πατάνε και πού βρίσκονται.
28/3/2018
Πριν τέσσερις μέρες πέθανε ο Mike Harrison στα 73 του – ένας
πολύ μεγάλος τραγουδιστής του ροκ. Την είδηση την είχαν μεταφέρει άλλοι φίλοι
πιο πριν (Spyros Diastimikos, Michalis Matthaiou), αλλά σήμερα πέρασε στην
Wikipedia. Ο Harrison τραγούδησε με τους V.I.P.’s και τους (φοβερούς) Art στα
σίξτις, τραγούδησε για πολλά χρόνια με την προσωπική του μπάντα, αλλά βασικά
ήταν η φωνή των Spooky Tooth.
Στην Ελλάδα είδα τις προάλλες να γίνεται παντού θέμα (σε όλα τα σάιτ) ο θάνατος
μιας ασήμαντης εγώ θα πω (πέραν της πατρίδας της) ελβετίδας τραγουδίστριας, της
Lys Assia, που πρώτη κέρδισε, λέει, τη Eurovision το 1956. Σιγά τα ωά!
Ρε άσχετοι πέθανε ο Mike Harrison. Θα γράψετε έστω και το 1/10, γι’ αυτόν,
εκείνων τέλος πάντων που αναπαραγάγατε για την Ελβετίδα;
28/3/2018 Πήγα να πάρω ψωμί στο φούρνο τής διπλανής γειτονιάς κι εκεί
έπαιζε αυτό το τραγούδι του Χατζηγιάννη, που ποστάρω παρακάτω. Προφανώς από
κάποιο ραδιοφωνικό σταθμό…
Δεν τον ακούω τελευταία αυτόν τον τύπο. Τι απέγινε; Απoσύρθηκε;
Θυμάμαι πολλούς, σκληροπυρηνικούς να τους πούμε, που φτύνανε τον Χατζηγιάννη
τότε που είχε την πολύ μεγάλη επιτυχία, εκεί προς τα τέλη των 90s με αρχές των
00s.
Δεν ξέρω… εμένα πάντα μου άρεσε. Και νομίζω –χοντρικό είναι αυτό που θα πω– πως
μετά την κορυφαία γενιά των Πασχάλη-Δάκη-Τουρνά κ.λπ. δεν υπήρξε ωραιότερη
ελληνόφωνη ποπ, για τον πολύ κόσμο, απ’ αυτή που τραγούδησε ο Χατζηγιάννης
εκείνη την εποχή.
27/3/2018 Πέθανε ο Γιάννης Τερεζάκης, όπως με πληροφόρησε το πρωί ο Nikos
Sarros, πιανίστας της τζαζ και ενορχηστρωτής, που είχε ξεκινήσει και αυτός από
τα συγκροτήματα του ’60.
Ο Τερεζάκης διέπρεψε στα τέλη των σίξτις και στις αρχές των σέβεντις ως μέλος
του γκρουπ Solistes (άλλα γνωστά μέλη τους ο τραγουδιστής Λάκης Τζιλιάνος, ο
σαξοφωνίστας Γιώργος Μανίκας και ο ντράμερ Λευτέρης Τζήμας), οι οποίοι γνώρισαν
τεράστια επιτυχία στην Αθήνα (όπου έπαιζαν), φθάνοντας για εμφανίσεις μέχρι και στην Τεχεράνη! Το ρεπερτόριό τους αποτελούσαν τα
κλασικά τραγούδια της εποχής και ακόμη τζαζ και σόουλ κομμάτια – στα οποία,
λένε οι μαρτυρίες, ήσαν ασυναγώνιστοι. Δυστυχώς, ως Solistes, δεν άφησαν
ηχογραφήσεις. Αργότερα ο Τερεζάκης θα μπει ως πιανίστας στην
Ορχήστρα Ποικίλης Μουσικής της ΕΡΤ, θα συνεργαστεί με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη
(στο «Media Luz» κ.λπ.) και με τον Κυριάκο Σφέτσα (ως μέλος της Greek Fusion
Orchestra στο LP «Χωρίς Σύνορα», στο LP «Στο Δρόμο» με την Κατερίνα Γώγου
κ.λπ.), ενώ από το 2007 ήταν διευθυντής της Big Band του Δήμου Αθηναίων. RIP.
(Η πρώτη φωτογραφία είναι από το "Χωρίς
Σύνορα", ενώ στη δεύτερη, με τους Solistes, ο Τερεζάκης πρέπει να είναι ο
τελευταίος δεξιά)
27/3/2018
Δεν παρακολουθώ τηλεόραση, ούτε συνδρομητικά κανάλια
(γενικώς αντιπαθώ τις συνδρομές, ακόμη και περιοδικών ή ό,τι άλλο) και όλα αυτά
τα… Netflix, μου φαίνονται τουλάχιστον κινέζικα (και σίγουρα παντελώς
αδιάφορα). Επίσης δεν παρακολουθώ σίριαλ (ούτε αυτά, που μου άρεσαν μικρός και
που υπάρχουν στο YouTube), γιατί τα βαριέμαι πια, όσο καλά και να είναι. Το
μόνο σχετικό που κάνω διαδικτυακά είναι να βλέπω ταινίες (ελληνικές και ξένες)
επιτόπου (στο YouTube κυρίως, ή όπου αλλού βρίσκονται
on line, χωρίς να δίνω κωδικούς, τηλέφωνα και τα ρέστα). Έτσι λοιπόν χτυπάω
διαφόρους «τίτλους» κατά καιρούς, στην τύχη να πούμε, όποιους μου έρχονται στο
κεφάλι τη δεδομένη στιγμή, και ό,τι κάτσει το βλέπω εκείνη την ώρα (χωρίς να το
αποθηκεύσω). Μ’ αυτόν τον τρόπο έχω… τρακάρει πάνω σε «διαμάντια», τα οποία,
όμως, μετά από λίγο τα κατεβάζουν. Ισχύει δηλαδή το… όποιος πρόλαβε, τον Κύριον
είδε…
Πρόσφατα παρακολούθησα στο YouTube (δηλαδή
ξαναείδα) ένα αρχικά συμπαθητικό ελληνικό θρίλερ, τη Μέδουσα του Γιώργου
Λαζόπουλου. Τον Λαζόπουλο τον ήξερα από κάτι βιβλιαράκια που είχε βγάλει στα
μέσα του ’70 (underground-και-καλά), αν και δεν είμαι σίγουρος αν τον ήξερα απ’
αυτά τότε που πρωτοείδα την ταινία του (1998).
Αν εξαιρέσεις την κεντρική σεναριακή ιδέα, τής
τοποθέτησης τού ωραία παραλλαγμένου μύθου τής Μέδουσας στη σύγχρονη
πραγματικότητα, το πολύ καλό στυλιζαρισμένο παίξιμο της Ελένης Φιλίνη και τη
μουσική του Κωστή Αναγνωστόπουλου (από Eels, Distortion Tamers κ.λπ.), όλα τα
υπόλοιπα ήταν… άστα να πάνε. Ταινία χωρίς ρυθμό, με ανύπαρκτα παιξίματα (πλην
της Φιλίνη, το ξαναλέω), με πλήρη απουσία σασπένς, απερίγραπτες γραφικότητες
και με μιαν αίσθηση (δική μου αίσθηση) να παρουσιαστεί η πρωταγωνιστική
και-καλά… ροκ-συμμορία κάπως σαν τις ατίθασες νεανικές παρέες των παλαιών
ταινιών της Kathryn Bigelow. Πέρασε, αλλά δεν κόλλησε… (η φωτό είναι από την ταινία)
26/3/2018
Όσο και να φαίνεται απίστευτο για το θρύλο στην πατρίδα του
τη Νιγηρία Bongos Ikwue (και το συγκρότημά του τους Groovies) είχε δημοσιευτεί
3σέλιδο κείμενο στο Ποπ & Ροκ, το 1983! Τα διαβάζαμε, τότε, αλλά δεν τους
δίναμε και μεγάλη σημασία… προείχαν οι Yazoo. Φυσικά το κείμενο δεν το είχε
γράψει Έλληνας (ήταν μεταφρασμένο), αλλά μόνο και μόνο σαν επιλογή (να
μεταφραστεί δηλαδή ένα τέτοιο άρθρο) σπάει κόκαλα!
26/3/2018
Είμαι σίγουρος πως ορισμένοι δεν μπορούν να κάνουν, με το
μυαλό τους, έστω και τους στοιχειώδεις μαθηματικούς υπολογισμούς, αλλά παρ’ όλα
αυτά βρίσκουν δημοσιογραφική δουλειά στα διάφορα σάιτ. Συνέβαιναν και με τις
εφημερίδες παρατράγουδα, αλλά τα χάλια του (ελληνικού) διαδικτύου, και των
πολυδιαβασμένων σάιτ, συχνά δεν περιγράφονται.
Γράφει λοιπόν το iefimerida.gr, για τις τρεις ελληνίδες συνθέτριες που
«μεσουράνησαν» (η λέξη ευσταθεί μόνο για μία από τις τρεις) τον... 18ο και τον
19ο αιώνα. Κοιτάμε για ποιες πρόκειται: ΜΑΡΙΩ ΦΩΣΚΑΡΙΝΑ-ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ (1850-1921),
ΡΕΝΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ (1917-1994), ΕΛΕΝΗ ΛΑΜΠΙΡΗ (1889- 1960).
Όπως όλοι αντιλαμβάνονται οι συνθέτριες δεν έχουν ουδεμία σχέση με τον 18ο
αιώνα, μα με τον 19ο και τον 20ο.
Ο όχι πολύ γνωστός αυτός πιανίστας από το Τέξας εμφανίστηκε
βεβαίως πριν το δεύτερο πόλεμο, αλλά ηχογράφησε για πρώτη φορά το 1948, ως EdwinPickens. Παρά ταύτα και μετά
από κάποια ακόμη sessions(εκεί όπου, μεταξύ άλλων, θα συνοδεύσει και τον σπουδαίο TexasAlexander) θα χαθεί από την
πιάτσα, πριν τον ανακαλύψει προς τις αρχές του ’60 ο PaulOliver – ο οποίος και τον
παρουσιάζει στη δισκογραφία, των LP πια, με το πανάκριβο σήμερα άλμπουμ “BusterPickens” το 1962
(ηχογραφήσεις στο Houston
από το 1960-61).
ΟBuster
Pickens εμφανίζεται, επίσης, ναπαίζειπιάνοσταάλμπουμτούLightnin’
Hopkins “Walkin’ this Road by Myself” (1962), “Lightnin’ and co.” (1963)
και “SmokesLikeLightning”
(1963), πριν δολοφονηθεί σ’ ένα μπαρ, τον Νοέμβριο του 1964, μόλις στα 48 του.