Χθες σ’ ένα προπAτζίδικο, στη γειτονιά, κάποιοι πιτσιρικάδες
λέγανε για τερματοφύλακες. Άλλος εκθείαζε τον Καπίνο, άλλος τον Καρνέζη, άλλος
τον Ανέστη… Τους ψιλοξέρω κι αυτούς… Της σειράς παιδιά… Κι εκεί όπου ήθελα να
τους πω για τους τερματοφύλακες που γνώρισα εγώ, παιδί, τον Οικονομόπουλο, τον
Ερρέα, τον Κελεσίδη κ.ά., είπα να τους ρίξω ένα όνομα, που ήξερα, σίγουρα, πως
θα το αγνοούσαν. «Ρε το Νίκο Πεντζαρόπουλο του Πανιωνίου τον ξέρετε;». Σιγά μην
τον ήξεραν. Οι νέοι δεν ασχολούνται με την ιστορία. Ζούνε το τώρα. Αλλά επειδή
δεν έχουν παραστάσεις από το χθες, δεν έχουν και κριτήρια για να κρίνουν. Τρώνε
ό,τι τους πλασάρουν.
Για τον Πεντζαρόπουλο μου είχε μιλήσει για πρώτη φορά ένας γέρος γείτονας στη δεκαετία του ’70 – φανατικός ποδοσφαιρόφιλος και με Αθλητική (εφημερίδα) συνεχώς στην
κωλότσεπη. Ήταν βάζελος, αλλά ήξερε να εκτιμάει το καλό απ’ όπου και να
προερχόταν.
Ο Πεντζαρόπουλος ήταν πορτιέρο στον Πανιώνιο, στα τέλη του ’40 και τις αρχές
του ’50. Πέρασε και από την Ίντερ(!) ένα χρόνο, δίχως να παίξει σε επίσημο
ματς, αφού ο Πανιώνιος αρνήθηκε τα σακιά με τις λιρέτες των Ιταλών, για να
σταματήσει το ποδόσφαιρο στα 28 μόλις χρόνια του. Μάλλον παραπονεμένος. Στην
ηλικία εκείνη όπου οι τερματοφύλακες αρχίζουν σιγά-σιγά να πιάνουν την κορυφή
της απόδοσής τους, ο Πεντζαρόπουλος έβαζε τέρμα στην καριέρα του.
Προσέξτε το άλμα του Πεντζαρόπουλου στη φωτογραφία, με τα παπούτσια της εποχής και σε ξερό. Προσέξτε πού
είναι η μέση του – πάνω από το κεφάλι τού επιθετικού!
|
Ο Πεντζαρόπουλος μεγάλωσε σε μιαν εποχή όπου οι τερματοφύλακες είχαν να
αντιμετωπίσουν βασικά τα σουτ των επιθετικών (από τη μεγάλη περιοχή και έξω απ' αυτήν). Κανείς, τρόπος του λέγειν, δεν
τολμούσε με ντρίμπλες να μπει στις περιοχές, γιατί το κλάδεμα πήγαινε σύννεφο
συν τοις άλλοις. Ήταν αλλιώς το ποδόσφαιρο. Και σουτ πολύ δύσκολα
έτρωγε ο Πεντζαρόπουλος, καθώς τα ρεφλέξ του, την εκτίναξή του και το άλμα του
δεν τα συναντούσες τότε στα γήπεδα (και όχι μόνο στα ελληνικά). Οριζοντιωνόταν
στο γάμα των δοκών, μπλονζάριζε κάτω χαμηλά στη γωνία,
έδιωχνε στον αέρα με γροθιές, βούταγε τα πέναλτι όπου και να πήγαιναν.
Πρακτικώς, ήταν ανίκητος ο άνθρωπος. Κάποτε, μάλιστα, τον αποκάλεσαν και «ήρωα
του Τάμπερε», όταν έπαιξε μόνος του σχεδόν τους Δανούς (και όχι τους
Φινλανδούς).
Στη δεκαετία του ’70 ο Πεντζαρόπουλος προπονούσε τους τερματοφύλακες του Πανιωνίου (τον
Αντώνη Μανίκα π.χ., που τον έμαθε να γραπώνει τα πέναλτι). Από τους τότε
γκολκίπερ, των seventies εννοώ, γούσταρε μόνο το Νίκο Χρηστίδη (του Άρη και
αργότερα της ΑΕΚ – έπιανε πέναλτι αβέρτα κι εκείνος), ενώ δεν είχε λόγο καλό
για κανέναν επιθετικό.
Ο Πεντζαρόπουλος θα πρέπει να σιχαινόταν τους μεγάλους σκόρερ της εποχής, σαν
τον Γκερντ Μύλερ π.χ. (να μην πούμε για Έλληνες), που χωνόντουσαν στη μικρή
περιοχή και μ’ ένα σουτάκι, μια προβολή, μ’ ένα τσικ έβαζαν κάτι μισογκόλ. Δεν
τον ενδιέφερε η ουσία τον Πεντζαρόπουλο, αλλά το θέαμα σε συνδυασμό με την
ουσία. Και τίποτα δεν μπορεί να προσεγγίσει το θέαμα ενός σουτ από μακριά, που
θα νικήσει τον τερματοφύλακα, ή θα αποκρουστεί εντυπωσιακά από ’κείνον.
Ο Πεντζαρόπουλος, που θα μπορούσε να ζει ακόμη, δεν πρόλαβε να δει τους μεγάλους
τερματοφύλακες της δεκαετίας του ’80 (τον Σαργκάνη π.χ.), αργότερα το
Νικοπολίδη και τους άλλους, για να πει τη γνώμη του. Βαρύς, μάγκας, και
σκληρός, αλλά δίκαιος στις κρίσεις του (με βάση τον προσωπικό του κώδικα), θα
φύγει πολύ γρήγορα από τη ζωή, χτυπημένος απ’ τον καρκίνο, μόλις στα 52 του, το
1979.
Συνέντευξη με τον παλαίμαχο τερματοφύλακα του Πανιωνίου ΝΙΚΟ ΠΕΝΤΖΑΡΟΠΟΥΛΟ.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttps://archive.ert.gr/13288/