Το βιβλίο του αμερικανού συγγραφέα, μελετητή του rock κ.λπ. David Pichaske (γενν.
1943) υπό τον
τίτλο A Generation in
Motion: Popular Music and Culture in the Sixties κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1979, από τις
νεοϋορκέζικες εκδόσεις Schirmer Press. Τριάντα
επτά χρόνια αργότερα, το 2016, εκείνο το βιβλίο επιλέχθηκε να μεταφραστεί στην
ελληνική γλώσσα, να τυπωθεί και να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κουκκίδα.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ θα λέγαμε.
Παρότι, λοιπόν, έχουν περάσει τόσα χρόνια από την πρώτη (αμερικανική)
έκδοσή του το A Generation in Motion: Popular Music and Culture in the Sixties ή Μια Γενιά σε Κίνηση: Μουσική και Πολιτισμός
τη Δεκαετία του ’60 παραμένει
ένα πολύ καλό βιβλίο, που δεν έχει ανάγκη από κανένα ξανακοίταγμα, από
κανενός είδους update. Γραμμένο
σε μιαν εποχή όπου το rock
είχε εξαντλήσει τον... βιοϊστορικό κύκλο του, το βιβλίο επιχειρεί να δει πίσω
από τα μεγάλα (κυρίως) γεγονότα της εποχής (fifties-sixties),
να δει την «μεγάλη εικόνα» όπως λέμε, να καταγράψει και να εξηγήσει όλα εκείνα
που συνέβησαν στην αμερικανική κοινωνία και που ανέδειξαν το rock (στο δεύτερο μισό του ’60) ως το
πιο ισχυρό πολιτισμικό στοιχείο της λεγόμενης αντικουλτούρας.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε κεφάλαια φυσικά, αλλά πριν από
το κεφάλαια υπάρχει ο Πρόλογος (σελ.
15-28). Εδώ καταγράφονται ορισμένες πολύ βασικές σκέψεις του Pichaske σχετικές με την ουσία της αντικουλτούρας,
που φανερώνουν τόσο το κεντράρισμα του βιβλίου, όσο και την αμεσότητα τού
αμερικανού μελετητή, με την ταυτόχρονη προσγείωση στα συμβάντα της εποχής. Ο Pichaske δεν
φαντασιώνεται. Βλέπει, απλώς, εκείνο που συνέβη, προϊδεάζοντας τον αναγνώστη
του για όλα όσα θα ακολουθήσουν.
Το πρώτο κεφάλαιο τιτλοφορείται Το Υπόβαθρο της Δεκαετίας του ’50 (σελ. 29-127). Τι κάνει εδώ ο Pichaske; Το λέει ο ίδιος στη
σελίδα 33.
«Θέλω απλώς να εξηγήσω
το απίστευτο πολιτιστικό και διανοητικό κενό, την κοινωνική δυσκαμψία, το
διάχυτο συντηρητισμό της συμβατικής, μεταπολεμικής ζωής στην Αμερική, κι έτσι
να φτάσω και στην αντικουλτούρα που αναπτύχθηκε πολύ υπόγεια τη δεκαετία του
’50 και στην έκρηξη της δεκαετίας του ’60».
Συνοψίζοντας την «μπερδεμένη», όπως την χαρακτηρίζει,
ανάλυση της Νέας Αριστεράς, ο Pichaske καταγράφει τέσσερις λόγους σχετικούς με την αποτυχία των
κοινωνικών διανοουμένων της εποχής στην προσπάθειά τους να αρθρώσουν μιαν
ουσιαστική κριτική στα κακώς κείμενα των fifties, αφήνοντας ουσιαστικά την χλαπάτσα να κυριαρχήσει.
Ο πρώτος λόγος αφορά στην αποτυχία ενός σοσιαλιστικού
μετασχηματισμού στη Δύση, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο δεύτερος, στην
άνοδο του φιλελευθερισμού επί Franklin
Delano Roosevelt, που αφοπλίζει ιδεολογικώς την αριστερή ιντελιγκέντσια. Ο
τρίτος στην αποστείρωση των ανθρωπιστικών σπουδών (π.χ. «οι ψυχολόγοι εγκατέλειψαν τη μελέτη του ανθρώπου – ή μάλλον
ξεπουλήθηκαν στο σύστημα») και ο τέταρτος στον τρόπο που αντιμετώπισε το
σύστημα όλους εκείνους που επιχειρούσαν να αρθρώσουν έναν διαφορετικό λόγο. Όλα
όσα θέλει να πει εδώ ο Pichaske (Norman Mailer, Herbert Marcuse, Paul Goodman, James Dean, Caryl Chessman, Jack Kerouac, Allen Ginsberg, Groucho Marx, Lenny Bruce, Elvis Presley, Chuck Berry, Little Richard, jazz και ποίηση, folk, αντιπυρηνική εκστρατεία κ.λπ.) συνοψίζονται
στο εξής:
«Η αντικουλτούρα
της δεκαετίας του ’50, συχνά με σχιζοφρενικό τρόπο, προσπαθούσε να είναι όσα
δεν ήταν η συμβατική Αμερική. Το κατεστημένο πρόσφερε επίσημο χριστιανισμό και
παραδοσιακές δυτικές αξίες: ορθολογισμό, τεχνολογία, οργάνωση, έλεγχο,
εγκράτεια, την αναβολή της ικανοποίησης (ειδικά της σεξουαλικής) και
φιλελευθερισμό. Η αντικουλτούρα απαντούσε με ανατολίτικο μυστικισμό, μελετημένη
αποδιοργάνωση, ηδονισμό, την άμεση και επιδεικτική ικανοποίηση (ειδικά τη
σεξουαλική) και όσον αφορά την πολιτική υιοθετούσε είτε τον φλογερό
ριζοσπαστισμό ή την απόλυτη αποχή από κάθε πολιτική στράτευση».
Το δεύτερο κεφάλαιο
έχει τίτλο Το Οργισμένο Όχι (σελ. 129-206) και σ’ αυτό ο Pichaske μπαίνει στα πιο βαθιά νερά – στη δεκαετία
του ’60 πια.
Στην αρχή τον
απασχολεί η folk σκηνή και βασικά το
πώς από τα τραγούδια διαμαρτυρίας των αρχών των sixties, που ήταν κατά κύριο λόγο παραδοσιακά από
τις αρχές του 20ου αιώνα ή και ακόμη παλαιότερα, περάσαμε στην επώνυμη
δημιουργία. Κι έτσι κάπως μπαίνει στην ιστορία η Vanguard Records, η Joan Baez, ο Bob Dylan, ο Phil Ochs κ.ά. Γίνεται λόγος
για τα λεγόμενα topical songs (τα τραγούδια που
αντλούσαν τη θεματολογία τους από την επικαιρότητα) και βασικά για το πώς
άλλαξαν όλα, ακόμη και τα επώνυμα folk songs, μετά από την
εισβολή των Beatles –και γενικότερα
του βρετανικού κύματος– στην Αμερική. Γράφει ο Pichaske σε σχέση μ’ εκείνους τους πρώιμους Beatles:
«Εμπορικοί, του συρμού, χαριτωμένοι, αναιδείς
–στα πρώιμα στάδια– εντελώς αβλαβείς (παρά τα μακριά μαλλιά), οι Beatles ίσως αναπτέρωσαν τις ελπίδες των ανησυχούντων πολιτικών και προκάλεσαν
πανικό σε όσους πίστευαν ότι η ποπ μουσική μπορούσε να παράγει τραγούδια με
μήνυμα και καλλιτεχνική αξία».
Παρότι ο συγγραφέας
φαίνεται να υποτιμά την πρώτη «αγαθή» φάση των Beatles, που ήταν η σημαντικότερη όλων –καθότι η
αρχική περίοδός τους ήταν εκείνη που θα επηρέαζε ριζικώς και αμετακλήτως την
νεανική κουλτούρα– στη συνέχεια αποδέχεται πως η πραγματική επανάσταση δεν ήταν
άλλη από εκείνη που συνέβη στη «γλώσσα» και στο «ντύσιμο» (και πως «όλα τα υπόλοιπα ήταν σκέτη βιτρίνα»).
Όμως σ’ αυτά τα δύο, στη «γλώσσα» και στο «ντύσιμο», οι Beatles διέπρεπαν από την αρχή.
Εντός του πλαισίου
των νέων ροκ ηθών, που άρχισαν να διαμορφώνονται μετά τα μέσα του ’60, ο Pichaske σκύβει σε διάφορες περιπτώσεις δίσκων και καλλιτεχνών (Jefferson Airplane “Volunteers”, MC5 “Kick out the Jams”, Country Joe and The Fish, Phil Ochs “Rehearsals for Retirement”, The Kinks “Are the Village Green Preservation Society”, “Arthur”, The Who “Tommy”, Simon & Garfunkel “Bookends” κ.λπ.), δίχως φυσικά να παραβλέπει το γενικότερο κοινωνικοπολιτικό background (Malcolm X, Weathermen, Abbie Hoffman, Jerry Rubin…), μεγεθύνοντας
ταυτοχρόνως στα δύο σημαντικότερα (κατά ’κείνον) άλμπουμ της δεκαετίας, στο “Sgt.
Pepper’s Lonely Hearts Club Band” των Beatles και στο
“John Wesley Harding” του Bob Dylan.
Προλαβαίνοντας, ίσως, κάποιες απορίες, θα πρέπει να πω πως ο
David Pichaske γράφει σαν Αμερικανός
(όπως και είναι εξάλλου), που έζησε εκ του σύνεγγυς όλα εκείνα τα οποία
περιγράφει. Θέλω να πω πως η θέασή του είναι βιωματική / αμερικανική και γι’
αυτόν ακριβώς το λόγο η Μεγάλη Βρετανία, χώρα στην οποίαν επίσης αναπτύχθηκε η αντικουλτούρα,
δεν του λέει απολύτως τίποτα. Φανταστείτε τώρα για Γερμανίες, Γαλλίες κ.λπ.
Έτσι δεν πρέπει να απορεί κανείς, γιατί, σ’ ένα βιβλίο για
τη μουσική και την κοινωνία των sixties
πεντακοσίων σχεδόν σελίδων, δεν υπάρχει ούτε μία αναφορά στους Pink Floyd (Barrett-era) ή στους Soft Machine. Τα βρετανικά
συγκροτήματα, με τα οποία καταπιάνεται εδώ ο Pichaske, τον αφορούν μόνο σε σχέση με το πώς επηρέασαν το κίνημα
στην Αμερική – και καλό είναι αυτό να το έχουν κατά νου οι μουσικόφιλοι. Να μην
περιμένουν, δηλαδή, να διαβάσουν εδώ λεπτομέρειες ή αναλύσεις για τα αγαπημένα
τους σκιώδη γκρουπ (οι Pink Floyd
δεν ήταν φυσικά σκιώδεις, αλλά αντιλαμβάνεστε τι θέλω να πω). Το «σκιώδες» δεν
ενδιαφέρει τον Pichaske.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο αντιμετωπίζω με συγκατάβαση και την
αναφορά του στον Arthur Brown
και στο “Fire” (μεγάλη
επιτυχία και στην Αμερική, αφού είχε φθάσει μέχρι τη θέση 2 του Billboard Hot 100, τον Οκτώβριο του
’68). Δεν θέλω να πω πως ο Pichaske νομίζει ότι ο Arthur Brown είναι Αμερικανός, όμως το “Fire” δεν είναι το πλέον τυπικό τραγούδι
του movement («μιλούσε για τις φωτιές στους δρόμους»
διαβάζουμε!).
Στο τρίτο κεφάλαιο Το
Απαράμιλλο Ναι (σελ.207-245), ο David Pichaske ασχολείται με το φεστιβάλ του Woodstock, τη «μεγαλύτερη εκδήλωση στην ιστορία της αντικουλτούρας». Λέει διάφορα
πράγματα εκεί, αλλά το πλέον βασικό σχετίζεται με τον ρομαντισμό των hippies. Το ρομαντικό πνεύμα συνδέεται
φυσικά με τον μυστικισμό, τα ναρκωτικά, τον εσωτερισμό, την ιερότητα του
εαυτού, τον ανορθολογισμό κ.λπ. O hippie «είναι μυστικιστής και ηδυπαθής» γράφει ο Pichaske και πως «η θέση τού ορθολογιστή –την οποία είχε υφαρπάξει το φιλελεύθερο
κατεστημένο(...)– ήταν ύποπτη εξ αρχής». Εδώ ο αμερικανός μελετητής
προβαίνει σε μια πολύ ενδιαφέρουσα κριτική παρατήρηση, σημειώνοντας πως από τότε,
από την εποχή των hippies
δηλαδή, «η ορθή κρίση δεν ανέκαμψε ποτέ» και πως «ακόμα και σήμερα μια γνώμη μετράει
όσο κι ένα επιχείρημα», ενώ «όλοι οι
ορθολογιστές είναι ύποπτοι». Κάπου έχει χαθεί το μέτρο δηλαδή (και γι’ αυτό
δεν ευθύνονται οι hippies,
μα το «φιλελεύθερο κατεστημένο»).
Το τέταρτο κεφάλαιο, το Εναλλακτικοί
Τρόποι Ζωής (σελ.247-325) δίνει την ευκαιρία στον Pichaske να γράψει για τα ναρκωτικά των sixties (μαριχουάνα, πεγιότ, LSD, STP, μεσκαλίνη κ.λπ.) και για τον τρόπο,
βεβαίως, που επηρέασαν το κίνημα. Εδώ μπαίνει ο Aldous Huxley, ο Timothy Leary με
το Turn On, Tune In, Drop Out, καταλήγοντας ο
αμερικανός συγγραφέας στο συμπέρασμα πως «χωρίς
ναρκωτικά, η αντικουλτούρα του ’60 είναι αδιανόητη», σημειώνοντας όμως πως «η ηρωίνη έκανε κακό τριπάρισμα», πως ο hippie «δεν έπινε σχεδόν ποτέ βαρύ αλκοόλ» πως «παρότι υπήρχαν ένα σωρό ναρκωτικά σε μια
χίπικη κοινότητα, στην ανάγκη ο μέσος χίπι μπορούσε να ζήσει και χωρίς αυτά»
και πως τελικώς «το LSD δεν ήταν απαραίτητο». (Όλες οι λέξεις έχουν τη δική τους
σημασία). Όσον αφορά στον τρόπο ζωής των hippies; Ήταν ο «κομμουνισμός
σε μικρές κοινότητες» (Gary Snyder).
Εδώ γίνεται επίσης λόγος για το ψυχεδελικό ή acid rock, χαρακτηριστικά του
οποίου ήταν η χρήση όχι συνηθισμένων οργάνων (sitar, recorder, μαντολίνο, ηλεκτρικό βιολί,
όμποε, μπουζούκι κ.λπ.) σε περίπλοκους αυτοσχεδιασμούς, το ανακάτεμα
διαφορετικών μουσικών στυλ, η ποικιλία των αυτοσχεδιασμών, οι μεγάλες διάρκειες,
αλλά, σε κάθε περίπτωση και «μέχρι να
πεις “1968” το ψυχεδελικό ροκ ήταν τελειωμένη υπόθεση».
Γίνεται επίσης λόγος για το κίνημα της Μαύρης Δύναμης και
τις ανάλογες «μαύρες» μουσικές, το flower power, την «επιστροφή στη φύση» (που σήμαινε λιγότερα ναρκωτικά,
γιατί «δεν γίνεται να βγάλεις δουλειά,
όταν είσαι διαρκώς φτιαγμένος»), την καταξίωση της country («στις φλέβες του ροκ κυλούσε ανέκαθεν η κάντρι»), τον Bob Dylan και το LP του “Nashville Skyline”, την επιστημονική
φαντασία, αλλά και το space rock
(εδώ κάπου χωράει και ο David Bowie),
που αντιμετωπίζεται ως τέτοιο βασικά μέσω των στίχων του και όχι των ηχοχρωμάτων
του αναγκαστικώς (άκου το “Dark star”
των Grateful Dead από το 1968, για παράδειγμα).
Το κεφάλαιο θα ολοκληρωθεί με μερικές σκέψεις γύρω από τον
τρόπο που αντιμετωπιζόταν το acid rock
από τις δισκογραφικές εταιρείες, όπως και για τη λειτουργία του ραδιοφώνου («η χρεοκοπία του ραδιοφώνου των ΑΜ στα τέλη
του ’60 έδωσε ώθηση στους σταθμούς των FM και στο αντεργκράουντ
ραδιόφωνο»).
Στο κεφάλαιο 5, Η
Έλξη της Βαρύτητας: Προσεταιρισμός, Αφομοίωση και Ροκ Σαβούρα
(σελ.327-374), ο David Pichaske
σκέφτεται πάνω στον τρόπο μέσω του οποίου το σύστημα αφοπλίζει εκείνα που το
αντιμάχονται. Η κριτική του αφορά κατ’ αρχάς στην τηλεοπτική εκπομπή American Bandstand, που παρουσίαζε ο Dick Clark (και άλλοι) στα τέλη
του ’50, αλλά και στα sixties και τα seventies
(στην πράξη το πρόγραμμα σταμάτησε να μεταδίδεται το 1989). Ο Pichaske θεωρεί πως το American Bandstand κατέστρεψε το rock, αποκαλώντας το μάλιστα «το μεγαλύτερο ρυπαντή της ροκ μουσικής».
Στην εκπομπή είχαν εμφανιστεί και οι Monkees (17 Δεκ. 1966) παρουσιάζοντας το
“I’m a believer” του Neil Diamond, τραγούδι το οποίον ο
Pichaske το θάβει,
γιατί, όπως λέει, «ειδικά το 1967 οι
πάντες ήξεραν να φτιάχνουν κάτι καλύτερο από πιασάρικα τραγουδάκια». Να μην
ξεχνάμε, εδώ, πως το A Generation in Motion είναι γραμμένο το 1979 και
πως οι Monkees όσο
κατασκευασμένοι και να ήταν δεν ήταν το γκρουπ του ενός τραγουδιού. Και το λέμε
τούτο δίχως να υπολογίζουμε το soundtrack
“Head” (και όχι “Heads” όπως γράφεται στο
βιβλίο), στο οποίο οι Monkees συνεργάστηκαν, ανάμεσα σε άλλους, με τους Leon Russell, Bela Lugosi, Ry Cooder, Carole King, Neil Young, Stephen Stills και
Frank Zappa! Ο Pichaske γράφει
πως στο “Head” οι Monkess μπορεί να
ενηλικιώθηκαν, δίχως, όμως, να καταφέρουν να εναρμονιστούν με την
αντικουλτούρα. Άλλο αυτό.
Στο ίδιο καζάνι με τα... άπλυτα του ροκ ο Pichaske τοποθετεί διάφορα άλλα γκρουπ
της εποχής, από τους Gerry and The Pacemakers
και τους Bee Gees,
μέχρι τους Herman’s Hermits και ολόκληρο το bubblegum (το
οποίο, σημειωτέον, είχε επηρεάσει τους Ramones – για όσους δεν το ξέρουν). Είναι άδικη η κριτική, θέλω
να πω, σε όλα αυτά τα pop,
ας τα πούμε έτσι συγκροτήματα και λάθος να αντιμετωπίζονται, στο βιβλίο, ως
ανταγωνιστικά των ακραιφνών ροκ γκρουπ.
Παρακάτω ο Pichaske
ασκεί δίκαιη κριτική στον Elvis,
ο οποίος «έγινε μέσα σε τρία-τέσσερα
χρόνια μια συμβατική πεπατημένη», καυτηριάζοντας τις εκπτώσεις στην εικόνα που
επιφύλαξαν για τους εαυτούς του η Joan Baez, η Grace Slick
με τον Paul Kantner
ή οι Rolling Stones,
χώνοντάς τα και στις ταινίες-μπαλαφάρες με την γλυκανάλατη εκμετάλλευση της
αντικουλτούρας σαν τις The Activist (1969), Φράουλες
και Αίμα (1970) και R.P.M. (1970).
Το έκτο και προτελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου έχει τίτλο Ψευδοκουλτούρα, Γελοιότητα και Υπερβολή
(σελ.375-456). Τα δύο βασικά θέματα εδώ αφορούν στην τάση της αντικουλτούρας να
εμφανισθεί κάπως σαν pop-art, και βεβαίως σε μια
δεύτερη τάση, του rock
αυτή τη φορά, που επιδιώκει να παρουσιαστεί κι αυτό σαν Τέχνη. Και τα δύο
φαινόμενα είναι εκφυλιστικά κατά τον Pichaske, σηματοδοτώντας το τέλος και της αντικουλτούρας και του
υποσυνόλου της (του rock
δηλαδή).
Ο αμερικανός συγγραφέας εντοπίζει την αρχή αυτής της φάσης
στους Byrds, οι οποίοι ηλεκτρίζοντας
το folk φέρνουν την
ποίησή του (την ποίηση των folk τραγουδιών εννοούμε) στο rock. Εδώ μπαίνει ξανά ο Dylan, όπως και ο Phil Ochs,
όπως και ο Paul Simon,
και ακόμη ο Leonard Cohen και φυσικά οι Beatles. O Pichaske αποκαλεί την τάση αυτή art-rock
– μια τάση από την οποίαν δεν εξέλειψε στην πορεία η επιτήδευση και το
ακατανόητο (το “A whiter shade of pale”
των Procol Harum,
το άλμπουμ “Song Cycle”
του Van Dyke Parks,
οι δίσκοι των Moody Blues
κ.λπ.).
Εξετάζεται επίσης η σύνδεση του rock με το θέατρο μέσω των Doors, των Who, αλλά και των γνωστών μιούζικαλ Hair, Jesus Christ Superstar, Godspell κ.λπ., με τον Pichaske να θεωρεί πως αυτή η
σύνδεση έφτασε στο αποκορύφωμά της όχι μέσω των ροκ συγκροτημάτων, αλλά μέσω ορισμένων
πρωτοποριακών θιάσων όπως οι Living Theatre και San Francisco Mime Troupe.
Στο ίδιο κεφάλαιο εξετάζεται και η επίδραση στο αμερικανικό
κοινό που είχε η ταινία Blow-Up (1966) του Michelangelo Antonioni – μια ταινία που
συνδύαζε το παράλογο (και) με την έκρηξη του rock (στο swinging London).
Ένα είδος παραλόγου
εντοπίζει ο Pichaske και στον Frank Zappa, με τους Mothers of Invention – κυρίως λόγω της οξείας κριτικής προς πάσα
κατεύθυνση. Όπως χαρακτηριστικώς γράφει: «ο Ζάπα δεν άφησε ούτε μια σπιθαμή
εδάφους για να σταθεί κανείς». Η υπερβολή και η προσποίηση, που πιάνει
«τους πάντες», από τους Velvet Underground, μέχρι τους
King Crimson, αποδυναμώνουν (κατά τον Pichaske) σταδιακώς, το rock, που χάνει πλέον στο κοινωνικό επίπεδο (στη
διαμαρτυρία κ.λπ.).
Οι φόνοι της Manson Family, καθώς και οι τέσσερις θάνατοι (ο ένας από
εγκληματική πράξη), που συνδέθηκαν με την συναυλία στο Altamont (6 Δεκ. 1969) ενταφίασαν οριστικώς την
ιστορία.
Το τελευταίο κεφάλαιο τού Μια Γενιά σε Κίνηση: Μουσική και Πολιτισμός τη Δεκαετία του ’60 τιτλοφορείται
Η Δεκαετία του ’70: Κοιτώντας Πίσω,
Κοιτώντας Μπροστά (σελ.457-468). Πρόκειται για ένα ολιγοσέλιδο κεφάλαιο, η
ουσία του οποίου συνοψίζεται στα εξής, ελπιδοφόρα θαρρώ, λόγια: «Η νοοτροπία της δεκαετίας του ’60 παραμένει
θαμμένη στον ψυχισμό ενός εκατομμυρίου ατόμων. Οι αξίες παραμένουν, αλλά δεν
εκφράζονται τόσο δημόσια όσο κάποτε. Οι καιροί μας είναι ανιαροί, όχι τα άτομα».
Ας πούμε όμως λίγα λόγια για την ελληνική έκδοση, τα
μεταφραστικά κ.λπ.
Η μετάφραση λοιπόν, που ανήκει στην Χίλντα Παπαδημητρίου
είναι καλή και στρωτή, σε γενικές γραμμές, αλλά έχει ένα πολύ βασικό
μειονέκτημα. Ακολουθεί το «σύστημα» των εφημερίδων, που θέλουν τα ονόματα των
μουσικών να γράφονται με ελληνικά στοιχεία, ενώ των συγκροτημάτων με αγγλικά. (Ποτέ
δεν μπόρεσα να καταλάβω αυτή τη λογική). Κι εντάξει, για τις εφημερίδες... δεν
μ’ ενδιαφέρει εδώ, αλλά για τα βιβλία είναι και αντιαισθητικό και δημιουργεί
ποικίλες παρεξηγήσεις, ενώ δεν αποφεύγονται και τα λάθη. Και το πιο χοντρό
λάθος, στην περίπτωσή μας, αφορά στο επώνυμο του συγγραφέα, το οποίο στις μέσα
σελίδες το διαβάζουμε Πιτσάσκι, όταν το σωστό είναι Πικάσκι (με τα «κ» να
χτυπάνε στον ουρανίσκο). Ποιος ο λόγος λοιπόν να γράφεται στα ελληνικά το όνομα
του συγγραφέα (ευτυχώς όχι στο εξώφυλλο), όταν, μάλιστα, τούτο αποδίδεται
λανθασμένα;
Περαιτέρω εκνευρίζομαι όταν βλέπω σε (ελληνικά) βιβλία, αλλά
και γενικότερα, να γράφεται «φλάουερ πάουερ» και όχι “flower power”, όταν την ίδια στιγμή η
μεταφράστρια γράφει “per se”
και όχι «από μόνο του». Το ίδιο και για τα: «Χαρούμενους Φαρσέρ» αντί για “Merry Pranksters”, «Θεία Μόλι
Τζάκσον» αντί για “Aunt Molly Jackson”,
«σκιφλ» αντί για “skiffle”,
«Φιλ Οκς» αντί για “Phil Ochs”,
«Λιντμπέλι» αντί για “Lead Belly”,
«Ρίτσαρντ Φαρίνα» και όχι «Ρίτσαρντ Φαρίνια» (όπως είναι το σωστό) αντί για “Richard Fariña”, «τραγούδια διαμαρτυρίας με
επίκαιρη θεματολογία» αντί για “topical songs”, «Μπιτλομανία» αντί για “Beatlemania”, «Άγιοι Βλάκες» αντί για “Holy goofs” κ.λπ.
Επίσης υπάρχουν
διαφόρων ειδών λάθη. Να μερικά: «ίδια» αντί «ίδιας» (σε κάποια σελίδα), “Eve of Distraction” αντί για “Eve of Destruction”, «22 Νοεμβρίου
του 1962» αντί για «22 Νοεμβρίου του 1963» (όσον αφορά στην ημερομηνία δολοφονίας
του προέδρου John F. Kennedy), “Quicksilver Messenger” αντί για “Quicksilver Messenger Service”, «το 1976 το “San Francisco” του Τζον Φίλιπς» αντί
για «το 1967 το “San Francisco”
του Τζον Φίλιπς», «να διανέμει να αγαθά» αντί «να διανέμει τα αγαθά», «μπιμπόπ»
αντί για «μπίμποπ» ή “bebop”,
“Barkays” αντί για “Bar-Kays”, «ανά μισάωρο ώρα» αντί «ανά μισή
ώρα», “Living Theater”
αντί του σωστού “Living Theatre”
(προσέξτε τα τρία τελευταία γράμματα), “Pei Sounds” αντί “Pet Sounds”…
Ακόμη υπάρχουν αποδόσεις λέξεων, που δεν με βρίσκουν
σύμφωνο. Εννοώ πως δεν θα ήθελα να τις διαβάζω σ’ ένα τέτοιου τύπου βιβλίο.
Αυτές τις αποδόσεις-μεταφράσεις τις θεωρώ ατυχείς. Να μερικές: «μαλακία», «μπάφους»,
«παπαριές», «ναρκωτράγουδα» κ.λπ.
Τέλος, μεγαλύτερη προσοχή και επιμέλεια θα ήθελε και η
δισκογραφία, στο τέλος του βιβλίου, καθώς είναι γραμμένη κάπως χύμα.