Θα το έχετε μάθει φυσικά πως έφυγε από τη ζωή προχθές
(20/12) ο θεσσαλονικιός τραγουδοποιός Γιώργος Ζήκας. Ο Ζήκας δεν είχε γράψει
μόνο τραγούδια (που έγιναν επιτυχίες), αλλά είχε γράψει και βιβλία. Δύο μάλιστα
– με το δεύτερο, το Εμπειρικά / Αυθόρμητα
- Αυθαίρετα - Αυτονόητα να κυκλοφορεί αυτό τον καιρό από τις εκδόσεις
Ιδιόχειρον. Μάλιστα όπως διάβασα στο site catisart.gr:
«Το μεσημέρι της
Παρασκευής 20 Δεκεμβρίου 2019 ο αγαπημένος συνθέτης κατευθυνόταν προς τις
εγκαταστάσεις της ΕΡΤ, όπου θα έδινε συνέντευξη για το νεοεκδοθέν βιβλίο του “ΕΜΠΕΙΡΙΚΑ: Αυθαίρετα- Αυθόρμητα- Αυτονόητα”.
Στην εκπομπή “Τεχνηέντως” ο δημοσιογράφος Γιάννης Τσολακίδης είχε έτοιμο
έναν διπλό καπουτσίνο μέτριο, αλλά ο Ζήκας δεν φάνηκε. Η εκπομπή έμεινε στον
αέρα μόνο με τα τραγούδια, ενώ ο δημοσιογράφος έσπευδε στην οδό Σβώλου όπου είχε λυγίσει ο Ζήκας. Όλα έγιναν γρήγορα,
όμως δεν έγινε αυτό που όλοι θα ήθελαν. Ο Γιώργος Ζήκας πέρασε στην απέναντι
όχθη γύρω στις 3.30 το μεσημέρι…».
Σε όλα τα sites
(καθότι μοιράστηκε παντού το ίδιο κείμενο), διάβαζες πως το πρώτο βιβλίο του
Ζήκα, το Αποκλεισμένος στη Σαλονίκη
[Εξάντας] κυκλοφόρησε το 2001. Στην πραγματικότητα το βιβλίο είχε τυπωθεί δύο
χρόνια νωρίτερα, τον Μάιο του 1999 και απ’ αυτό το βιβλίο αντιγράφω, τώρα,
ορισμένα αποσπάσματα, που έχουν... ελληνορόκ ενδιαφέρον. Είναι εξιστορήσεις, να
πούμε, του ίδιου του Γιώργου Ζήκα σε ραδιοφωνική εκπομπή του 9.58, της ΕΡΤ 3.
«(...) Ήταν η εποχή
τότε που είχαν βγει τα πρώτα ροκ συγκροτήματα κι εμείς τρελαμένοι βάλαμε πλώρη
να κάνουμε συγκρότημα, χωρίς να ξέρουμε τίποτα απολύτως.(...) Εγώ ήθελα να μάθω
κιθάρα. Μου άρεζε πάρα πολύ η κιθάρα. Και όλα αυτά τα τραγούδια που άκουγα ήταν
κιθαριστικά τραγούδια. Τι κάναμε; Ένας από μας, κάποιος Λευτέρης έριξε την εξής
ιδέα: Ήταν η εποχή που είχαν μπει τα πρώτα θυροτηλέφωνα στις οικοδομές.
Παίρναμε ένα κατσαβίδι, ξεβιδώναμε το καπάκι, παίρναμε το μαγνήτη, ενώναμε τον
μαγνήτη με την κιθάρα και με δυο καλώδια το βάζαμε πίσω απ’ το ραδιόφωνο και
υποτίθεται ότι γινόταν ηλεκτρική κιθάρα. Η κιθάρα βέβαια δεν ήταν δική μας,
γιατί δεν είχαμε κιθάρα, αλλά πηγαίναμε από μια ταβέρνα όπου έπαιζε καμιά φορά
ενός φίλου μου ο πατέρας, που ξέραμε ότι είχε δύο κιθάρες εκεί, τις
δανειζόμασταν και φεύγαμε. Άλλες φορές τις επιστρέφαμε, άλλες φορές τις χάναμε
ή τις ξεχνούσαμε. Και πηγαίναμε σ’ ένα σπίτι ενός πολύ αγαπημένου φίλου, ο
οποίος έφυγε, του Γιάννη του Καντζού (σ.σ. κιθαρίστας αργότερα στους Fratelli και τους Μακεδονομάχους) και σ’ ένα ραδιόφωνο
Τελεφούνκεν που είχε βάζαμε τα καλώδια και γινόταν ένα πανδαιμόνιο από
μικροφωνισμούς και ήχους. Αλλά εμείς, εν πάση περιπτώσει, βαρούσαμε και
υποτίθεται ότι παίζαμε τα πρώτα τραγούδια των Μπητλς. Θυμάμαι το “Twist and shout”, το “All my loving”, αυτά ήταν τραγούδια που τα ’λεγα κι εγώ, Αλλά μη
φανταστεί κανείς ότι ήξερα κιθάρα ή αγγλικά, απλώς χτυπιόμασταν. Το συγκρότημά
μας λεγόταν Δε Γκάρετς (The Garrets) Τα Υπερώα. Τρέχα γύρευε, πιτσιρικάδες τώρα.(...)
(...) Στο μεταξύ με την κοπέλα επήλθε ρήξη έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα. Μπήκαμε σ’ ένα Παρίσι, τα μυαλά μας πήραν αέρα, παρασυρθήκαμε. Γενικώς δεν τα πήγαμε και τόσο καλά εκείνη την περίοδο και φτάσαμε να χωρίσουμε. Δεν επέστρεψα κατευθείαν Θεσσαλονίκη, ήρθα μέσω Γερμανίας. Ήταν 16 Μαΐου του ’73, ημέρα των γενεθλίων μου. Έφυγα τόσο βιαστικά και τόσο απότομα που δεν είχα προλάβει να οργανωθώ. Απλώς είχα τη διεύθυνση μιας γερμανίδας φίλης στο Άαχεν. Τα λεφτά μού φτάνανε να πάω μόνο μέχρι εκεί, δεν φτάνανε να γυρίσω στην Ελλάδα. Πήρα λοιπόν το τρένο και πήγα στο Άαχεν, στη Γερμανία. Σε μια πολύ όμορφη μικρή, φοιτητική πόλη. Φιλοξενήθηκα στο σπίτι αυτής της κοπέλας, που ζούσε με τον πατέρα της, μέσα σε κάτι εβραίικα νεκροταφεία. Ο πατέρας της ήταν φύλακας εκεί, σ’ ένα τοπίο πολύ γκραν γκινιόλ, με κυπαρίσσια, με τάφους και κεριά. Αλλά για καλή μου τύχη βρήκα ένα φίλο ντράμερ από τη Θεσσαλονίκη, που έπαιζε με τους Ολύμπιανς, τον Ρούλη τον Πυρίλη και μου λέει ξέρεις κάτι, είναι εδώ ο Νίκος ο Παπάζογλου, ο Σαράντης ο Κασσάρας, ο Μπάμπης ο Λασκαράκης (σ.σ. βασικά λέει για το συγκρότημα Ζηλωτής). Αυτοί όλοι ήταν φίλοι, μουσικοί απ’ τη Θεσσαλονίκη, κι είχανε πάει στο Άαχεν για να κάνουν μια ηχογράφηση για κάποια ξένη εταιρεία. Ε, δεν πέρασε ούτε μια μέρα και συναντηθήκαμε. Οπότε ξεκίνησε ένας πολύ μεγάλος χαβαλές σ’ αυτή την πόλη. Βρεθήκαμε και μείναμε μαζί και γενικώς είχε μεγάλο γέλιο.(...)
(...) Εκείνη τη χρονιά, το ’75, έκοψα με την Ίο και αποφάσισα να κατέβω στη Μύκονο. Η Μύκονος ήταν το αγαπημένο μου νησί. Τη φλερτάριζα από χρόνια. Βρήκα και νοίκιασα ένα μαγαζί που είχε αφήσει ο Γιάννης Τσεκλένης στα Ματογιάννια. Πούλαγα κοσμήματα και αντικείμενα που έφτιαχνα από μόνος μου. Το μαγαζί ήταν κεντρικό και οι δουλειές πήγαιναν καλά. Η Μύκονος, μια κούκλα. Ένιωθα ότι ήμουν μέσα στο κέντρο του κόσμου. Δεν υπήρχε η απομόνωση της Θεσσαλονίκης ή και της Αθήνας ακόμα. Ένιωθες ότι ήσουν σ’ ένα διεθνές σημείο και έπαιρνες τα μηνύματα από πολλές μπάντες. Μουσικές, ντυσίματα, στυλ και όλα τα εξτρέμ κοινωνικά μοντέλα της εποχής. Συναντούσες ανθρώπους ιδιαίτερους, επώνυμους και ανώνυμους. Μέχρι και τη Σοράγια γνώρισα, και την Τζάνις Τζόπλιν, ένα χρόνο πριν πεθάνει, όταν είχα πάει για πρώτη φορά στη Μύκονο και μείναμε συμπτωματικά στο ίδιο σπίτι.(...)».
(...) Στο μεταξύ με την κοπέλα επήλθε ρήξη έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα. Μπήκαμε σ’ ένα Παρίσι, τα μυαλά μας πήραν αέρα, παρασυρθήκαμε. Γενικώς δεν τα πήγαμε και τόσο καλά εκείνη την περίοδο και φτάσαμε να χωρίσουμε. Δεν επέστρεψα κατευθείαν Θεσσαλονίκη, ήρθα μέσω Γερμανίας. Ήταν 16 Μαΐου του ’73, ημέρα των γενεθλίων μου. Έφυγα τόσο βιαστικά και τόσο απότομα που δεν είχα προλάβει να οργανωθώ. Απλώς είχα τη διεύθυνση μιας γερμανίδας φίλης στο Άαχεν. Τα λεφτά μού φτάνανε να πάω μόνο μέχρι εκεί, δεν φτάνανε να γυρίσω στην Ελλάδα. Πήρα λοιπόν το τρένο και πήγα στο Άαχεν, στη Γερμανία. Σε μια πολύ όμορφη μικρή, φοιτητική πόλη. Φιλοξενήθηκα στο σπίτι αυτής της κοπέλας, που ζούσε με τον πατέρα της, μέσα σε κάτι εβραίικα νεκροταφεία. Ο πατέρας της ήταν φύλακας εκεί, σ’ ένα τοπίο πολύ γκραν γκινιόλ, με κυπαρίσσια, με τάφους και κεριά. Αλλά για καλή μου τύχη βρήκα ένα φίλο ντράμερ από τη Θεσσαλονίκη, που έπαιζε με τους Ολύμπιανς, τον Ρούλη τον Πυρίλη και μου λέει ξέρεις κάτι, είναι εδώ ο Νίκος ο Παπάζογλου, ο Σαράντης ο Κασσάρας, ο Μπάμπης ο Λασκαράκης (σ.σ. βασικά λέει για το συγκρότημα Ζηλωτής). Αυτοί όλοι ήταν φίλοι, μουσικοί απ’ τη Θεσσαλονίκη, κι είχανε πάει στο Άαχεν για να κάνουν μια ηχογράφηση για κάποια ξένη εταιρεία. Ε, δεν πέρασε ούτε μια μέρα και συναντηθήκαμε. Οπότε ξεκίνησε ένας πολύ μεγάλος χαβαλές σ’ αυτή την πόλη. Βρεθήκαμε και μείναμε μαζί και γενικώς είχε μεγάλο γέλιο.(...)
(...) Εκείνη τη χρονιά, το ’75, έκοψα με την Ίο και αποφάσισα να κατέβω στη Μύκονο. Η Μύκονος ήταν το αγαπημένο μου νησί. Τη φλερτάριζα από χρόνια. Βρήκα και νοίκιασα ένα μαγαζί που είχε αφήσει ο Γιάννης Τσεκλένης στα Ματογιάννια. Πούλαγα κοσμήματα και αντικείμενα που έφτιαχνα από μόνος μου. Το μαγαζί ήταν κεντρικό και οι δουλειές πήγαιναν καλά. Η Μύκονος, μια κούκλα. Ένιωθα ότι ήμουν μέσα στο κέντρο του κόσμου. Δεν υπήρχε η απομόνωση της Θεσσαλονίκης ή και της Αθήνας ακόμα. Ένιωθες ότι ήσουν σ’ ένα διεθνές σημείο και έπαιρνες τα μηνύματα από πολλές μπάντες. Μουσικές, ντυσίματα, στυλ και όλα τα εξτρέμ κοινωνικά μοντέλα της εποχής. Συναντούσες ανθρώπους ιδιαίτερους, επώνυμους και ανώνυμους. Μέχρι και τη Σοράγια γνώρισα, και την Τζάνις Τζόπλιν, ένα χρόνο πριν πεθάνει, όταν είχα πάει για πρώτη φορά στη Μύκονο και μείναμε συμπτωματικά στο ίδιο σπίτι.(...)».
Γι’ αυτό το τελευταίο, το περί Γιώργου Ζήκα και Janis Joplin, τούτη τη στιγμή δεν
θέλω να πω τίποτα περισσότερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου