Νέο ECM-άλμπουμ
για τον μύστη Stephan Micus,
ο οποίος ανά σταθερά χρονικά διαστήματα μάς εφοδιάζει με καινούρια projects, ηχητικά ταξίδια
δηλαδή, από αυτά που μόνον ο ίδιος ξέρει να διαμορφώνει και να ολοκληρώνει (το
προτελευταίο άλμπουμ του ήταν το “White Night” από το 2019, για το οποίον υπάρχει review στο δισκορυχείον).
“Winter’s End” [ECM / ΑΝ Music, 2021] αποκαλείται το πιο νέο CD τού Stephan Micus (το 24ο στη σειρά για την γερμανική εταιρεία), ένα σόλο άλμπουμ δώδεκα συνθέσεων, το οποίο διαμορφώνεται εξ ολοκλήρου (όπως συμβαίνει πάντα) από τον γερμανό συνθέτη και τραγουδιστή-βοκαλίστα. Εννοούμε πως ό,τι ακούγεται εδώ προέρχεται αυστηρά και μόνον από τον ίδιον, καθώς με τη βοήθεια των πολλαπλών εγγραφών ο Micus κατορθώνει να στήσει, για μιαν ακόμη φορά, ένα πλήρες ακρόαμα, συνδυάζοντας, με τον ιδιόμορφο προσωπικό τρόπο του, φωνές και παραδοσιακά όργανα που προέρχονται από κάθε μεριά τού κόσμου.
Πιο συγκεκριμένα στο “Winter’s End” ακούγονται: chikulo (μπάσο ξυλόφωνο από την Μοζαμβίκη), nohkan (φλάουτο από μπαμπού, του ιαπωνικού θεάτρου Νο), tongue drum (αφρικανικό κρουστό, που παίζεται με τα χέρια ή με μπαγκέτες), kalimba (το γνωστό όργανο με τις λάμες, που συναντιέται, στις ποικίλες παραλλαγές του, σε διάφορες χώρες της υποσαχάριας Αφρικής), sinding (είδος δυτικοαφρικανικής άρπας), charango (το γνωστό κιθαρόνι των Άνδεων), suling (φλάουτο της μπαλινέζικης παράδοσης), nay (το γνωστό αρχαιο-αιγυπτιακό πνευστό) και sattar (τοξωτό έγχορδο των Ουιγούρων).
Τώρα, πώς γίνεται τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όργανα (από διαφορετικές χώρες, εποχές, πολιτισμούς κ.λπ.) να συνδυάζονται, με το συνιστάμενο αποτέλεσμά τους να παραμένει ακέραιο, ατόφιο και εν τέλει εκπληκτικό, αυτό είναι κάτι που μπορεί να αποδοθεί μόνο στην μαεστρία του Stephan Micus – ο οποίος έχει βρει τον τρόπο να ενώνει τα... ασύνδετα, με αυτό το low profile σκηνικό που στήνει. Γιατί αυτές οι δύο λέξεις, οι “low profile”, είναι η μαγική του συνταγή. Αυτό το «χαμηλό προφίλ» εξελίσσει μέσα στις δεκαετίες ο Γερμανός, και με αυτό πορεύεται από δίσκο σε δίσκο, χωρίς να μετακινείται σπιθαμή.
Ο εντυπωσιασμός που προσφέρουν οι προτάσεις του –και στο “Winter’s End” προφανώς συμβαίνει αυτό– στηρίζονται σε τούτη την αμετάκλητη απόφασή του να χρησιμοποιεί τα «όργανα του κόσμου» σε συνθέσεις δικές του, απλωμένες στο χρόνο, ανεξαρτήτως της διάρκειάς τους, δημιουργώντας μελωδίες που προκύπτουν σίγουρα μέσα από αυτοσχεδιαστικές προσεγγίσεις, από ταξίμια δηλαδή, πάνω στις οποίες χτίζει, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, περαιτέρω επίπεδα, με την ίδιαν όμως λογική. Της συμπαράστασης στο βασικό και πάντα low profile πρωταρχικό (μελωδικό) κύτταρο.
Την έχει δουλέψει πολλά χρόνια τώρα αυτήν την αλάνθαστη τεχνική, ή και μανιέρα πείτε την, ο Stephan Micus, κατορθώνοντας να εντυπωσιάζει σε κάθε καινούριο δίσκο του – καθώς τις πιο πολλές φορές, κάθε νέο άλμπουμ του αποτελεί τη συνέχεια του προηγουμένου του. Τα όργανα μπορεί να αλλάζουν, προφανώς, αλλά η συνταγή, και κυρίως το αποτέλεσμά της, είναι πάντοτε το ίδιο.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο σχεδόν πάντα έχουν ρόλο και οι φωνές. Όχι, βεβαίως, στην πλειονότητα των συνθέσεων, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει. Οι φωνές για τον Micus είναι ένα ακόμη όργανο, που μπορεί να έχει θέση σε μια σύνθεση και σε μιαν άλλην όχι. Πάντως τα κομμάτια με φωνητικά που υπάρχουν εδώ, όπως το “The longing of the migrant birds” και το “Sun dance” (ακούγονται τρία tongue drums, δύο chikulo και δεκατέσσερις φωνές!) είναι από τα εντυπωσιακότερα του “Winter’s End” – αληθινά αριστουργήματα.
“Winter’s End” [ECM / ΑΝ Music, 2021] αποκαλείται το πιο νέο CD τού Stephan Micus (το 24ο στη σειρά για την γερμανική εταιρεία), ένα σόλο άλμπουμ δώδεκα συνθέσεων, το οποίο διαμορφώνεται εξ ολοκλήρου (όπως συμβαίνει πάντα) από τον γερμανό συνθέτη και τραγουδιστή-βοκαλίστα. Εννοούμε πως ό,τι ακούγεται εδώ προέρχεται αυστηρά και μόνον από τον ίδιον, καθώς με τη βοήθεια των πολλαπλών εγγραφών ο Micus κατορθώνει να στήσει, για μιαν ακόμη φορά, ένα πλήρες ακρόαμα, συνδυάζοντας, με τον ιδιόμορφο προσωπικό τρόπο του, φωνές και παραδοσιακά όργανα που προέρχονται από κάθε μεριά τού κόσμου.
Πιο συγκεκριμένα στο “Winter’s End” ακούγονται: chikulo (μπάσο ξυλόφωνο από την Μοζαμβίκη), nohkan (φλάουτο από μπαμπού, του ιαπωνικού θεάτρου Νο), tongue drum (αφρικανικό κρουστό, που παίζεται με τα χέρια ή με μπαγκέτες), kalimba (το γνωστό όργανο με τις λάμες, που συναντιέται, στις ποικίλες παραλλαγές του, σε διάφορες χώρες της υποσαχάριας Αφρικής), sinding (είδος δυτικοαφρικανικής άρπας), charango (το γνωστό κιθαρόνι των Άνδεων), suling (φλάουτο της μπαλινέζικης παράδοσης), nay (το γνωστό αρχαιο-αιγυπτιακό πνευστό) και sattar (τοξωτό έγχορδο των Ουιγούρων).
Τώρα, πώς γίνεται τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όργανα (από διαφορετικές χώρες, εποχές, πολιτισμούς κ.λπ.) να συνδυάζονται, με το συνιστάμενο αποτέλεσμά τους να παραμένει ακέραιο, ατόφιο και εν τέλει εκπληκτικό, αυτό είναι κάτι που μπορεί να αποδοθεί μόνο στην μαεστρία του Stephan Micus – ο οποίος έχει βρει τον τρόπο να ενώνει τα... ασύνδετα, με αυτό το low profile σκηνικό που στήνει. Γιατί αυτές οι δύο λέξεις, οι “low profile”, είναι η μαγική του συνταγή. Αυτό το «χαμηλό προφίλ» εξελίσσει μέσα στις δεκαετίες ο Γερμανός, και με αυτό πορεύεται από δίσκο σε δίσκο, χωρίς να μετακινείται σπιθαμή.
Ο εντυπωσιασμός που προσφέρουν οι προτάσεις του –και στο “Winter’s End” προφανώς συμβαίνει αυτό– στηρίζονται σε τούτη την αμετάκλητη απόφασή του να χρησιμοποιεί τα «όργανα του κόσμου» σε συνθέσεις δικές του, απλωμένες στο χρόνο, ανεξαρτήτως της διάρκειάς τους, δημιουργώντας μελωδίες που προκύπτουν σίγουρα μέσα από αυτοσχεδιαστικές προσεγγίσεις, από ταξίμια δηλαδή, πάνω στις οποίες χτίζει, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, περαιτέρω επίπεδα, με την ίδιαν όμως λογική. Της συμπαράστασης στο βασικό και πάντα low profile πρωταρχικό (μελωδικό) κύτταρο.
Την έχει δουλέψει πολλά χρόνια τώρα αυτήν την αλάνθαστη τεχνική, ή και μανιέρα πείτε την, ο Stephan Micus, κατορθώνοντας να εντυπωσιάζει σε κάθε καινούριο δίσκο του – καθώς τις πιο πολλές φορές, κάθε νέο άλμπουμ του αποτελεί τη συνέχεια του προηγουμένου του. Τα όργανα μπορεί να αλλάζουν, προφανώς, αλλά η συνταγή, και κυρίως το αποτέλεσμά της, είναι πάντοτε το ίδιο.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο σχεδόν πάντα έχουν ρόλο και οι φωνές. Όχι, βεβαίως, στην πλειονότητα των συνθέσεων, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει. Οι φωνές για τον Micus είναι ένα ακόμη όργανο, που μπορεί να έχει θέση σε μια σύνθεση και σε μιαν άλλην όχι. Πάντως τα κομμάτια με φωνητικά που υπάρχουν εδώ, όπως το “The longing of the migrant birds” και το “Sun dance” (ακούγονται τρία tongue drums, δύο chikulo και δεκατέσσερις φωνές!) είναι από τα εντυπωσιακότερα του “Winter’s End” – αληθινά αριστουργήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου