Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

WEST AFRICA ON MY MIND...

Ο Jack Carneal είναι ένας 41χρονος αμερικανός καθηγητής, ο οποίος, πριν από δέκα χρόνια, πήρε τη γυναίκα του και τον δίχρονο τότε γιο του σ’ ένα μακρινό ταξίδι δίχως (ηχητική) επιστροφή. Όλοι τους εγκαταστάθηκαν σε μία πόλη του αγροτικού Mali, την Bougouni, νοτίως της πρωτεύουσας Bamako· έναν τόπο τον οποίον ο Carneal σφόδρα θ’ αγαπήσει, γνωρίζοντάς τον καλύτερα μέσα από τη μουσική του. Εκεί, μ’ ένα Sony MiniDisc κι ένα μικρόφωνο «εξωτερικής» εγγραφής θ’ αποτυπώσει άγνωστους οργανοπαίκτες και συγκροτήματα, περιπλανόμενος σε παζάρια, πόλεις και χωριά της ευρύτερης περιοχής. Ο Carneal υποστηρίζει πως όλοι οι γνωστοί στη Δύση Μαλινέζοι (Amadou & Mariam, Salif Keita, Habib Koite, Toumani Diabate...) δεν «ακούγονται» από τον τοπικό πληθυσμό, στον οποίον δε λένε τίποτα σχεδόν οι λουστραρισμένες εγγραφές των Παρισίων ή των Βρυξελών. (Είναι αλήθεια πως κάποιοι απ’ αυτούς, τους σημαντικούς οπωσδήποτε μουσικούς, όταν θέλουν να απευθυνθούν στους αυτόχθονες ηχογραφούν ειδικώς γι’ αυτούς). Μάλιστα, στο mySpace ο Carneal αναφέρεται σ’ ένα περιστατικό που μπορεί να είναι «τυχαίο», είναι όμως χαρακτηριστικό. Όταν ρώτησε, κάπου κάποτε στο Mali, έναν ταξιτζή αν γνωρίζει και ακούει τον Ali Farka Toure, τότε εκείνος του απάντησε περιφρονητικά: «αυτόν τον ακούνε μόνον οι tubabu», οι λευκοί δηλαδή. Υπερβολή; Το είπαμε πιο πάνω. Όταν κάποιοι (ορισμένοι, έστω) αισθάνονται ότι... κλέβουν τη ψυχή τους, αντιδρούν με τρόπο «περίεργο». Σκάβουν στο χώμα πιο βαθειά, ανακαλύπτοντας νέα, δικά τους, «διαμάντια». Καιρό αργότερα, όταν ο καθηγητής θα επιστρέψει στην πατρίδα του, κάποιες απ’ αυτές τις «περιφρουρητικές» εγγραφές, καθώς και ορισμένες άλλες, θα προσφερθούν στην εταιρία Drag City από το Σικάγο και θα δουν το φως της CD-γραφίας μέσω της ετικέτας Yaala Yaala. Είμαστε ακριβώς εδώ.
Το άλμπουμ των Pekos και Yoro Diallo [YY001] είναι η αρχή. Πρόκειται για τοπικούς μουσικούς αρκετά δημοφιλείς στην περιοχή, που αποτύπωναν τα τραγούδια τους συνήθως σε κασέτες. Πρέπει να ήταν 1998 ή ’99 όταν έγιναν αυτές οι ηχογραφήσεις, που σφίζουν από μεσμερικό παλμό και ατελείωτη δύναμη. Οι δύο μουσικοί παίζουν «ηλεκτρικό» ngoni (το μαλινέζικο λαούτο), στο οποίο έχουν προασρμόσει μικρόφωνα· κι έτσι, μαζί με τις αναδράσεις και τα «σφυρίγματα», αποτυπώνεται ο άφτιαχτος ήχος ανθρώπων που έχουν μάθει να ζουν στην «ξέρα και την άπνοια», δίχως ωραιοποιήσεις και «φτιαξίματα». Το άκουσμα είναι γήινο, αυθεντικό και μπορεί να συγκριθεί – μόνον ως απλή αίσθηση – με τα κορυφαία talking blues του Big Joe Williams και του Robert Pete Williams. Μπορεί να φαίνεται «τρελό», αλλά ορισμένες φορές αυτοί οι minimal επαναλαμβανόμενοι ρυθμοί και βεβαίως οι «υπόγειες» πεντατονικές μελωδίες σε μεταφέρουν σε άλλα μήκη και πλάτη, σε άλλες παραδοσιακές ή... avant-garde φόρμες, που δεν αιτιολογούνται πάντα από τις πληθυσμιακές μετακινήσεις.
Για το δεύτερο άλμπουμ “Bougouni Yaalali” [YY002] λέει ο Carneal. «Το Μπουγκουνί είναι μια πόλη 20 χιλιάδων ανθρώπων, δυο ώρες δρόμο νοτίως του Μπαμακό. Ιδρύθηκε κάποιες εκατοντάδες χρόνια πριν, στην αρχή ως κυνηγετικό κέντρο. Γύρω από την πόλη υπήρχαν λιοντάρια μέχρι τα μέσα του ’60· μετά εξαφανίστηκαν. Τώρα είναι περισσότερο σταθμός φορτηγών, αν και παλαιότερα ήταν ένα από τα κέντρα της κουλτούρας Wasulu. Παρότι οι κάτοικοι είναι πλέον μουσουλμάνοι, η ‘αρχαία μαγεία’ είναι ακόμη ισχυρή ανάμεσα στον πληθυσμό. Ηχογράφησα αυτή τη μουσική σε τόπους γύρω από το Μπαμακό και το Μπουγκουνί. Η περισσότερη είναι παιγμένη από ngoni στο kamelen στυλ, το στυλ δηλαδή που καθιερώθηκε στα fifties, όταν πλειοψήφισε μουσουλμανική κυβέρνηση. Παρά ταύτα τα τραγούδια υμνούν τους προ-μουσουλμανικούς ήρωες του Mali, όπως φερ’ ειπείν τον Sunjata. Παλιά συνόδευε το κλασικό εξάχορδο donso-ngoni. Αργότερα άλλαξε ο ήχος, αφού το όργανο άλλαξε κούρδισμα και σε συνδυασμό με τη νέα θεματολογία, που έγινε περισσότερο διδαχτική, δημιουργήθηκε το kamelen στυλ και βεβαίως το kamelen-ngoni. Οι παίκτες του ngoni Lassinabe Diakite, Amadou Diakite, Le Vieux και Drissa Sangare συνοδεύονται συχνά από κάποιον που ξύνει έναν μεταλλικό σωλήνα (nkerinye). Απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ ηχογράφησα όσα εδώ ακούγονται την 31η Δεκεμβρίου του 1999. Παρακολούθησα κάποιες, λίγες, ώρες, όσα διαδραματίστηκαν μποροστά μου και μπορώ να διαβεβαιώσω πως στα 48 λεπτά που διαρκεί το CD... συμβαίνουν τα πάντα».
Το τρίτο CD είναι μία καταγραφή 42 λεπτών του αγνώστου στη Δύση jeli (griot δηλαδή) Daouda Dembele, από τα περίχωρα της Segou· πόλη στις όχθες του Νίγηρα, βορείως του Bamako. Ο Dembele παίζει μονόχορδο jeli-ngoni και συνοδεύεται από κάποιον που χτυπάει τα χέρια του σ’ ένα κρουστό (μια κολοκύθα). Στην αρχή μας συστήνεται «είμαι ο Νταούντα Ντεμπελέ από την Κανιέ» και από ’κει και πέρα ξεκινά ένα... talking blues, κάποια ιστορία ή πολλές ιστορίες, που μοιάζει να έχουν παλαιά προέλευση. Το συμπεραίνει κανείς όχι από τα λεγόμενα του Dembele, όσο κυρίως από τον ανεπαίσθητο τρόπο που εξελίσσεται η μουσική του, κάπως σαν υπνωτική ακολουθία. Δεν χρειάζεται να είσαι ερευνητής ή μουσικολόγος, προκειμένου ν’ αντιληφθείς πως ό,τι ακούς εδώ δεν έχει καμμία σχέση με εμπόρευμα.

ΝΙΚΟΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΟΓΛΟΥ Στροφή

Ο Νίκος Πορτοκάλογλου είναι μία σπάνια, μία ειδική περίπτωση τραγουδοποιού. Υπό ποία έννοια. Δεν διαχωρίζονται αυτά που γράφει. Μουσικές, στίχοι, ενορχηστρώσεις (με τους μουσικούς του, ok), τα αντιλαμβάνεσαι πάντα υπό το άτομό του. Ξέρω ότι, κατά καιρούς, δικά του τραγούδια τα έχουν πει διάφοροι άλλοι, όμως κανένας δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του, όταν θ’ αποφασίσει να τα πει ο ίδιος. Ο Πορτοκάλογλου έχει ισχυρό στίγμα. Νομίζω ότι το ξέρει και ο ίδιος. Φρονώ δε πως όσο ο καιρός κυλάει αυτό το στίγμα θα γίνεται ισχυρότερο. Έχω την αίσθηση, με άλλα λόγια, ότι ο Πορτοκάλογλου οδεύει προς μία τραγουδοποιητική «εσωστρέφεια» (αναφέρομαι στα σημαίνοντα της τέχνης του), η οποία θα τον «ανεβάσει» περισσότερο στα μάτια όσων ήδη τον εκτιμούν ή, απλώς, τον συμπαθούν. Βεβαίως, το ζητούμενο θα είναι πάντα το «βάθος» της έμπνευσης, ο τρόπος δηλαδή να είσαι σημερινός, διαμορφώνοντας γνώμη από πηγές με ήθος. Ο Πορτοκάλογλου και στη «Στροφή» [Mercury] παρουσιάζει έναν λεκτικό κώδικα (μιλάμε για τους στίχους του κατ’ αρχάς) απλό και σαφή στη δομή του, ο οποίος ορισμένες φορές διολισθαίνει – όχι σύνηθες για τον ίδιον – προς την καταγγελία («οργισμένος είμαι θεατής/ στην πατρίδα της κομπίνας/ της παραγραφής»). Άλλοτε πάλι εκφράζει το ποθούμενο («γείτονες κι αλλοδαποί/ μετανάστες και αστοί/ μια πολύχρωμη φυλή/ μια καινούργια μουσική»), μ’ έναν καθαρτήριο τρόπο, γνωρίζοντας βεβαίως, και ο ίδιος, πως... νηστικό αρκούδι δε χορεύει. Υπάρχουν δυσκολίες, προβλήματα· και με τους... ιθαγενείς και με τους μετανάστες. Απαιτούνται λύσεις. Δεν προβλέπονται. Τι μπορεί να κάνει το τραγούδι; Όχι και πολλά... Βεβαίως, υπάρχουν και στροφές («χαρά να σε γυρεύουνε/ και να μη βρίσκουν σπίτι/ κι εσύ να παίζεις στην αυλή/ μ’ ένα μικρό αλήτη»), τραγούδια ολάκερα («Δε βλέπεις τίποτα», «Ο ξεναγός», «Τι είμαι εγώ για σένα», «Δωσ’ μου τη ζωή μου πίσω»), που δείχνουν το διαχρονικό ταλέντο του Πορτοκάλογλου στο να γράφει απλά, ανθρώπινα τραγούδια με έρμα ψυχής. Η πίκρα, ο πόνος, η αγωνία, η θέληση, η ελπίδα, η πάλη με τον έσω κόσμο είναι το «γήπεδο» του Πορτοκάλογλου. Εκεί, δε χάνει... Στα συν, ασυζητητί, οι ωραίες ροκ μελωδίες, οι ωραιότερες δικές του από καιρό, παιγμένες μάλιστα με δύναμη από ένα σταθερό σχήμα.

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

JEAN VASSILIS Top instrumental music ή ψυχώ 2000 (συνέχεια και τέλος...)

Βλέπω και ξαναβλέπω τη σχηματική, αλλά σκηνοθετημένη με όρεξη, ταινία του Αλέκου Σακελλάριου Καλώς Ήλθε Το Δολλάριο (1967) –εκείνη με το λογιστή Γιώργο Κωνσταντίνου να παραδίδει μαθήματα αγγλικής σε κορίτσια της Τρούμπας, για να αυξήσει το εισόδημά του, μπλέκοντας σε ωραίες καταστάσεις ερωτικές και άλλες– εξ αιτίας του έξοχου υβριστικού μονολόγου του «χαραμοφάη» Ορφέα Ζάχου προς το τέλος του φιλμ, όταν τα χώνει στους ασκούντες την εξουσία... που λησμονούν την ταπεινή προέλευσή τους («οι ανάξιοι, οι ανίκανοι, οι άξεστοι, οι τιποτένιοι, οι τυχάρπαστοι, οι αναλφάβητοι, τα καθάρματα...») και βεβαίως για δύο τραγούδια του Γιάννη Σπανού, τα οποία μου αρέσουν ιδιαιτέρως. Το συγκινητικό «Φρέρε Ζακ» (στο φιλμ το τραγουδούν ο Κωνσταντίνου με τον Σωτήρη Μουστάκα, αλλά στη δισκογραφία το ακούω από ένα 45άρι στην Polydor με τον Γιώργο Μαρίνο) και τον «Καρσιλαμά» – μ’ ένα από τα πιο αποσυνάγωγα τραγουδιστικά clips που πέρασαν ποτέ στο (ελληνικό) σελιλόιντ. Στην πίστα του καταγωγείου ο Ζαν Βασίλης...
Αν και ψάχνω πολύ καιρό πληροφορίες γι’ αυτόν τον Έλληνα ή, εν πάση περιπτώσει, ελληνικής καταγωγής διασκεδαστή, η εμφάνιση του οποίου στην ταινία του Σακελλάριου έχει κάτι το βαθύ σπαραξικάρδιο –ένας ηλικιωμένος αρτίστας, που τραγουδά και χορεύει σ’ ένα μαγαζί της συμφοράς, «ένα» με τη νύχτα, διαλυμμένος από το ποτό και τους σκόρπιους έρωτες, αν το δεις έτσι–, εντούτοις, ελάχιστα στοιχεία έχω κατορθώσει να μαζέψω, χρόνια τώρα, μέσα από τις έντυπες ή τις ηλεκτρονικές πηγές.
Ο Ζαν Βασίλης φαίνεται ν’ αποκτά πρόσωπο στην παρισινή διασκέδαση εκεί προς το 1960, εκμεταλλευόμενος και αυτός την επιτυχία του «Ποτέ την Κυριακή». “Hassapico nostalgique”, “Les enfants du Piree”, “Sirtaki”, “Hassapico de l’ amour”, “Mais ne leur dis pas”, τραγούδια των Χατζιδάκι και Ξαρχάκου δηλαδή, αλλά και καλαματιανά και λοιπά δημοτικά, που εκδόθηκαν σε διάφορα 7ιντσα EP της Philips ή της Barclay στα πρώτα χρόνια του ’60, του δίνουν έναν «αέρα», σπρώχνοντάς τον όλο και πιο βαθειά στη νύχτα.
Ανοίγει μπουζουκομάγαζο στην Μονμάρτη, παρέχοντας υπηρεσίες στους Έλληνες του Παρισιού, αντιστασιακούς ή μη – περιέθαλψε τον κομμουνιστή, λαϊκό τραγουδιστή Ορφέα Κρεούζη, τον πρώτο ερμηνευτή του «Γκρεμού» του Χατζιδάκι («σε κάθε δρόμο πάντα υπάρχει ένας γκρεμός/ αρκεί στην ώρα να τον δεις και να ξεφύγεις...»), όταν αυτός βρέθηκε κυνηγημένος στη Γαλλία – κινούμενος μεταξύ μπουρζουαζίας και λαού, εκείνος, ένας... Ένας τι; Στο Παρίσι, προφανώς θα γνωριστεί με τον Γιάννη Σπανό και ίσως με τον Γιώργο Ζαμπέτα, ερμηνεύοντας τραγούδια τους. Αλλάξτε όμως κεφάλαιο...Περί τα μέσα των seventies, όταν οι library recordings γνώριζαν μεγάλη απήχηση στη Γαλλία, ο πάντα εν Παρισίοις Jean Vassilis, ως συνθέτης πια, θα κάνει και αυτός το δικό του library άλμπουμ. Στη σειρά “Top Instrumental Music” της E.C.A.P. θα λάβει το νούμερο 10, δείχνοντας πως, αν το ήθελε, θα μπορούσε να διαπρέψει και σε άλλες ηχητικές πεδιάδες. Groovy funk και χορευτική jazz – είναι απίστευτο! – μάς κερνάει ο κύριος... Καρσιλαμάς, ανακατεμένες με folk μελωδίες, τυπικά μπουζουκο-τέτοια και lounge ρομάντζες. Tο εναρκτήριο “Psycho 2000” –τίτλος ε;– με το drum break, το βαρβάτο μπάσο, το hammond, την κοφτερή κιθάρα με wah-wah και τα γεμίσματα με τρομπέτα, κάνει σκόνη τους James Taylor Quartet, ενώ το “White spiritual” μέσα από τις ηλεκτρικές πενιές, το jazzy πιάνο και τα συνοδευτικά πνευστά του σε στέλνει – το ίδιο θα υποστήριζα και για το τύπου Steely Dan “Concerto 5”. Υπάρχουν δε άλλα τρία κομμάτια, το “Strip flash”, το “Swimming in the sky” και το “Three hearts”, που δίνουν επιπλέον credits στο άλμπουμ – ένα άλμπουμ που έχει αναμφισβήτητα cult υπόσταση. Το λατρεύουν... οι λίγοι που το ξέρουν.

THE SOUL JAZZ ORCHESTRA Μανιφέστο

Δεν είμαι σίγουρος αν είναι Καναδοί οι Soul Jazz Orchestra, αλλά, εν πάση περιπτώσει, στην Ottawa είναι ηχογραφημένο το «μανιφέστο» τους [Do Right! Music] και από τον Καναδά εφορμούν ανά τας Ευρώπας, προκειμένου να παρουσιάσουν το αβάσταχτα καυτό υβρίδιό τους. Μουσικοί σημερινοί – που μεγαλώνουν μέσα στα ζόρια των πόλεων, τα τσιτωμένα τω όντι από τις κρατικές αναλγησίες, τις νομότυπες κλεψιές αργυρώνητων λειτουργών, τη... φόλα/φλούδα της λεγόμενης τρομοκρατίας και το ξαδερφάκι της την κρίση – έχουν έτοιμο ένα πολυεθνικό ηχητικό χαρμάνι από soul, funk, afrobeat, latin, reggae και caribbean χρώματα, το οποία και εκτοξεύουν προς πάσα δυνατή κατεύθυνση... λερώνοντας τον εφησυχασμό και την αδιαφορία. Ήχοι συμμετοχικοί, αδελφικοί, που σε κάνουν να νοιώθεις τη ξένη παρουσία κάπως σαν τον εαυτό σου – όταν ήσουν άφραγκος και την έβγαζες με όρθιο φαΐ, ακούγοντας τη μουσική τού διπλανού σου, διαβάζοντας τα βιβλία του και πίνοντας απ’ τον καφέ του – που σε σπρώχνουν ν’ αφήσεις κατά μέρος το τουπέ και τη μούρη, να ξαναγίνεις πρόβλημα, αρνούμενος την από πάνω λύση. Αυτό είναι το “Manifesto”. Αυτές είναι οι κομματάρες “Parasite”, “Kapital”, “State terrorism”, “People people”. Αυτοί είναι οι Zakari Frantz άλτο, φλάουτο, Steve Patterson τενόρο, Ray Murray βαρύτονο, Pierre Chretien πλήκτρα, Philippe Lafreniere ντραμς, Marielle Rivard κρουστά και οι τέσσερις φίλοι τους (όλοι παίζουν κρουστά και τραγουδούν), η Soul Jazz Ορχήστρα δηλαδή που κάνει Σωστή! Μουσική, δίνοντας ταυτοχρόνως... διευθύνσεις και ονόματα.
Τις ξέρουμε. Τα ξέρουμε. Δεν τραγουδάμε όμως όπως εκείνοι...

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

GIANNI MIMMO jazz-avant trips

Δραστήριος ιταλός σοπρανίστας του καιρού μας, ο Gianni Mimmo είναι επίσης ιδρυτής της Amirani Records, ενός «εκλεκτικού» jazz label, εντός του οποίου δραστηριοποιούνται μουσικοί μιας... κατανοητής jazz-avant – εκείνης, τέλος πάντων, που διακρίνεται και για τα λαϊκά της χαρακτηριστικά. Από παράδοση, δηλαδή, οι Ιταλοί δεν απεμπολούν τις popular ρίζες τους, παράγοντας συνήθως μουσικές με την απαραίτητη κοινωνική βάση. Έτσι συνέβαινε στα sixties και τα seventies, έτσι συμβαίνει και τώρα· έστω και σ’ ένα πλαίσιο ολίγον τι προπαρασκευαστικό. Το άλμπουμ “One Way Ticket” [AMR001] του Gianni Mimmo είναι το παρθενικό CD της Amirani, εκείνο που θα μάς οδηγήσει κάπως απότομα στον κόσμο της εταιρίας. Ένα «ταξίδι χωρίς επιστροφή» είναι λοιπόν το... φιλοσοφικό υπόβαθρο του άλμπουμ, το οποίον από τη φωτογραφία του εξωφύλλου κιόλας – ο πατέρας τού Mimmo σε μία seventies πόζα, κάπου, με λιμάνι και ουρανοξύστες πίσω του – επιχειρεί να δημιουργήσει κλίμα. Σόλο σοπράνο σαξόφωνο, ηχογραφημένο στο Μιλάνο στο διάστημα Μάρτιος-Ιούλιος του ’05, φόρος τιμής, όπως ίσως θα υποθέσουν κάποιοι στον Steve Lacy. Όχι ακριβώς. Βεβαίως υπάρχει μία σύνθεση του Lacy ανάμεσα (“The bath”), εκείνο όμως που φαίνεται να βγαίνει πάνω απ’ όλα στο “One Way Ticket” είναι η διάθεση του Mimmo να εξερευνήσει τις «συμπτώσεις» ανάμεσα στον Monk, τον Webern, τον Mingus, τον Ellington, τον Roscoe Mitchell, τον Lacy, τον εαυτό του και ακόμη τον Eliot και τον συμπατριώτη του ζωγράφο Toti Scialoja... σκάβοντας μία δίοδο επικοινωνίας μεταξύ Γραμμάτων και Τεχνών. Οι τεχνικές και οι προσεγγίσεις δεν έχουν εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα, στο στυλ «παίζω κι αυτό, παίζω κι εκείνο», αφού αποτελούν, όλες, ένα συγκεκριμένο εγχειρίδιο αισθητικής, όσον αφορά στην επικοινωνιακή σχέση του σοπράνο με την ησυχία.
Πάλι ο Steve Lacy φαίνεται πως είναι ο «φάρος» στο “Two’s Days/ Tuesdays” [AMRN002] των Gianni Mimmo και Angelo Contini τρομπόνι (φωτό κάτω). Χωρίς κανένα ρυθμικό ή αρμονικό στήριγμα, οι δύο μουσικοί συνθέτουν, αυτοσχεδιάζουν και βεβαίως ερμηνεύουν το κατά βάση πρωτότυπο υλικό (υπάρχουν και οι εκδοχές των “Naufrage” και “Feline” του Lacy), ενδυναμώνοντας τη μεταξύ τους επικοινωνία μέσω συμπορεύσεων και αντιπαραθέσεων, που τους οδηγούν πότε στην έκρηξη, πότε στην κανονικότητα και πότε στην ησυχία. Αφού σιωπή, ως γνωστόν, δεν υφίσταται...
Εντελώς διαφορετικά τοπία εξερευνά το “Bespoken” [AMRN003] των Lorenzo Dal Ri live electronics, field recordings, γενικότερη ηχητική διαχείρηση και Gianni Mimmo σοπράνο, μπάσο σαξόφωνο, πιάνο και προετοιμασμένο πιάνο. Ήχοι από την αστική καθημερινότητα, συμπλέκονται με live electronics και «κανονικά» όργανα – προετοιμσμένα ή μη – σε δύο «μιλανέζικες» sessions, τις οποίες χώρισαν 4 ½ χρόνια (3/2002-9/2006). Το ηλεκτροακουστικό περιβάλλον αποδεικνύεται ιδανικός χώρος, προκειμένου οι δύο συνεργάτες να δημιουργήσουν ένα νέο έργο, σχεδόν προγραμματικού χαρακτήρα (οι τίτλοι “traffico”, “pigs”, “kids”, “the rainshadow interlude” λένε την αλήθεια), οδηγώντας τον ακροατή μέσα από μία διαδρομή 27 μόλις λεπτών στο μάλλον εφιαλτικό (εξαρτάται από τι ώρα το ακούς) “The longing museum interlude”. Να φανταστώ πως οι Ιταλοί δεν διαθέτουν τα έγκατα ενός σύγχρονου... μεγαλομανούς μουσείου;
A Watched Pot (never boils). Παράξενη ονομασία για συγκρότημα ή τίτλος άλμπουμ, πλουραλιστική η μουσική του συνταγή [AMRN006]. Οι Gianni Mimmo σοπράνο, Andrea Serrapiglio τσέλο, lo-fi electronics και Francesco Cusa κρουστά, δημιουργούν μία avant-jazz πλατφόρμα πάνω στην οποία εναποθέτουν ρομαντικό πνεύμα και concrete patterns. Το “Pot head pixies” (με ίχνη ρυθμικού υποστρώματος από Holger Czukay) δείχνει να παραπέμπει στους φερώνυμους ήρωες της Gong-μυθολογίας, και γι’ αυτό, ίσως, αφήνει μία avant/jazz-rock αίσθηση – αν και χωρίς ίχνος(;) ηλεκτρισμού. Στο “Cartoon shouter” το «παιγνίδισμα» είναι ακόμη πιο έντονο – κάτι σαν φόρος τιμής στον Raymond Scott –, ενώ στο “Clinched” η chamber αίσθηση με την free ανάπτυξη δεν δείχνει να έχουν κενά επαφής. Πάλι, εδώ, ο προγραμματικός χαρακτήρας των συνθέσεων λειτουργεί εντυπωσιακά και δίχως ψόγο (“Athlete on the creek”, “Put to sleep”, αφού ως γνωστόν μουσικές για να κάνουν νάνι τα μωρά – αν μιλάμε για κάτι τέτοιο – έγραψε προ 46ετίας και ο Scott).

ΚΥΡΙΑΚΑΣ & (ΕΘΝΙΚΑΣ) ΕΟΡΤΑΣ με ΖΑΝ ΒΑΣΙΛΗ...

...funky και ψυχεδελικές λεπτομέρειες προσεχώς...

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Ο ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΣ DJ

1. OSIBISA - Music for gong gong (Μεγάλη Βρετανία)
2. PHIRPO Y SUS CARIBES - Comencemos (Κολομβία)
3. MARIJATA - Mother Africa (Γκάνα)
4. MARIUS CULTIER - Joe (Μαρτινίκα)
5. T.P. ORCHESTRE POLY-RYTHMO - Kou tche kpo so o (Μπενίν)
6. MULATU ASTATKE - Netsanet (Αιθιοπία)
7. ROLAND LOUIS ORCHESTRA - Play up play up (Αντίλες)
8. GERALDO PINO - Right in the centre (Νιγηρία)
9. CHARLES HILTON BROWN - Argument's (Ιταλία)
10. CHANGO - Fire over water (ΗΠΑ)

JOSE ROBERTO BERTRAMI AND HIS MODERN SOUND Aventura

Δηλαδή γιατί όχι; Ένας μουσικός που ξεκίνησε τη διαδρομή του το 1965 με το “Jose Roberto Trio” [Farroupilha], ως ένα από τα πιο «υποσχόμενα» groovy-jazz ταλέντα της Βραζιλίας και που απογείωσε το παγκόσμιο electro-latin-funk, ως κιμπορντίστας των Azymuth, στα 70s και τα 80s, μα και στα 90s και τα 00s, να μην έχει τη δύναμη να κάνει, ακόμη και τώρα στα γεράματά του, ένα από τα πιο «στοχευμένα» άλμπουμ της εποχής; Αλλοίμονο· και με τι στόχο ε; Να φέρει για πρώτη φορά τόσο κοντά, στην 45ετή περιπλάνησή του, ήχους όχι απλώς οικείους, αλλά και με τέτοιο τρόπο συνδυασμένους, ώστε το συνολικό αποτέλεσμα να σου μεταδίδει κάτι από τη γλύκα εκείνης της παλαιάς space age. Ναι, το εξώφυλλο του Andy Votel μπορεί να είναι τελείως “fifties”, όμως τα παραμέσα δεν αντέχουν – και δεν έχουν ουδεμία σχέση – με μία κλαψο-νοσταλγική επιστροφή.
Ο Bertrami είναι «μάγος», εντάξει, θα κατάφερνε όμως λιγότερα αν δεν είχε δίπλα του ανθρώπους που να τον πιστεύουν και να τον αγαπούν. Και, κυρίως, ανθρώπους που να μπορούν να περιγράψουν με δυο λόγια το «τι παίζει», αφήνοντάς τον μόνον του μετά να... τραβήξει το φίδι από την τρύπα. Αναφερόμαστε στους Βρετανούς David Brinkworth (ex-Harmonic 33) και Joe Davis (αφεντικό της Far Out) οι οποίοι έφθασαν μέχρι το Rio προκειμένου να ηχογραφήσουν τούτες τις live sessions· υποσύνολο ενός πολύωρου υλικού, το οποίο συμμαζεύτηκε προς χάριν της δισκογραφίας. Μία “old school” περιπέτεια λοιπόν είναι η... aventura [Far Out Recordings], αλλά με την exotica μαγεία της tropical-jazz πανταχού παρούσα, ικανή να προσδίδει, ανά πάσα ώρα, στο έργο του Bertrami μία κλασική γοητεία. Έγχορδα (Rio Strings), hammond και fender rhodes, κιθάρες που δεν κρύβονται, σαξόφωνα, φλάουτα, τρομπέτες και τρομπόνια, μπάσα και φυσικά, τα απολύτως εννοούμενα κρουστά, συνεργάζονται με τέτοιον τρόπο, ώστε το αποτέλεσμα να υπερβαίνει κατά πολύ την τυπική περιγραφή, τού, πάντα in fashion, βραζιλιάνικου lounge. Funk, electro-space, rock passages, scat, hotel jazz, μπόσες, string-άτη «ευτέλεια» α λα Paul Mauriat, πιάνο feeling α λα... Μίμη Πλέσσα (“Choro”), εν ολίγοις όλα τα λήμματα του λεξικού του «αράγματος» σε πλήρη ανάπτυξη.

ΝΟΤΙΟΑΦΡΙΚΑΝΙΚΟ DANCE-CORE

Μιλώντας με φίλους για τη «λευκή» μουσική στη Νότια Αφρική, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, παρατηρώ πως υπάρχει μία διάχυτη καχυποψία, η οποία σχετίζεται οπωσδήποτε με τις κατάπτυστες πολιτικές του apartheid. Λες και όλοι οι λευκοί μουσικοί του rock ή της jazz στη χώρα ήταν ρατσιστές και φασιστόμουτρα. Στο βαθμό που μπορώ να ελέγξω κάποια πράγματα θα έλεγα πως αυτό, γενικώς, δεν είναι σωστό. Θ’ αναρτήσω κάποια κείμενα στο μέλλον, αλλά, για την ώρα, να ένα soundtrack μιας «προοδευτικής» νοτιο-αφρικανικής ταινίας με βαθύτερο νόημα. Πρόκειται για το φιλμ “Snake Dancer” του Dirk DeVilliers από το 1976 και βεβαίως για το OST “Glenda” [Sonorama], το οποίο συνέθεσαν οι Zane Cronje και Charles Segal. Η ταινία πραγματεύεται την αληθινή ιστορία της πρώην δασκάλας Glenda Kemp (πρωταγωνιστεί η ίδια), η οποία, κάποια στιγμή στη ζωή της, αποφασίζει να διεκδικήσει το δικό της μερίδιο «ελευθερίας», με το να γίνει στριπτιζέζ σ’ ένα night club του Hillbrow, της κοσμποπολίτικης συνοικίας του Johannesburg, χορεύοντας αισθησιακώς αγκαλιά μ’ έναν πύθωνα! Η «πρόκληση» ήταν μεγάλη για την κυβέρνηση του ρατσιστή πρωθυπουργού της χώρας John Vorster, η οποία, με την αρωγή και της καλβινικής Εκκλησίας, προσπαθεί και καταφέρνει τελικώς να «ελέγξει» την Kemp, και κατ’ επέκταση την ταινία (απαγορεύτηκε) και το soundtrack (τυπώθηκαν ελάχιστες promo κόπιες από την τοπική CBS). Το μουσικό ενδιαφέρον έγγειται σ’ ένα καλοφτιαγμένο... euro-lounge «φανκάτο» OST, όπως εκείνα που παρουσίαζαν κατά κόρον οι Ιταλοί στα mid-seventies, ή ο Γιώργος Χατζηνάσιος, στην Ελλάδα, την ίδια εποχή. Μάλιστα το “Branningan’s pad” ηχεί στ’ αυτιά μου εντελώς «ελληνικό» και είναι μαζί με το “The club” και το “The hustler” τα ωραιότερα κομμάτια του άλμπουμ.

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

ΣΤΑΘΗΣ ΔΡΟΓΩΣΗΣ Νύχτα...

Δεν μπορείς ν’ αγνοήσεις την ιστορία; Ακόμη κι αν το θέλεις; Ακόμη και τότε απ’ ό,τι φαίνεται. Ο Στάθης Δρογώσης αν και ξεκινά με πολλά (και καλά) εφόδια στον τραγουδοποιητικό του σάκκο, η διαδρομή του – αναφέρομαι, πάντα, στο τελευταίο του CD «Η Αγάπη στο Τέλος» [Lyra] – παραμένει μέσα στα χαρτογραφημένα πλαίσια. Κάτι λείπει δηλαδή, για να ξεφύγουν οι μπαλάντες (γενικώς) τού Δρογώση από το, λίγο έως πολύ, αναμενόμενο. Παρότι ο χειρισμός της γλώσσας είναι καλός (ακόμη κι αν εξαιρέσουμε κομμάτια που δεν «κάθονται», όπως τα «Μεγάλα στελέχη» ή το «Απλό τραγούδι»), παρότι ρυθμικά και μελωδικά στοιχεία εναλάσσονται με τρόπο που δείχνει γνώσεις κι ευαισθησία, εντούτοις τα θέματα που μένουν – που αξίζει να μείνουν – είναι λίγα. Νομίζω πως ξέρω τι φταίει, ανάμεσα σε άλλα. Οι ενορχηστρώσεις είναι «κοινές»· ό,τι ανακαλούμε, ακούγοντας τα περί «ηλεκτρικού τραγουδιού» (ακόμη και τα έγχορδα ελάχιστες στιγμές "αποδεικνύουν" την αναγκαιότητά τους). Έπειτα οι ερμηνείες, οι οποίες τις περισσότερες φορές δεν πείθουν. Τις διακρίνει, συχνά, ένας «σιχτιρισμός», μία ολίγον τι τσαμπουκαλεμένη «χύμα» διάθεση, που δεν αφορμάται πάντα από τα λεγόμενα. Ο Δρογώσης έχει δυνατότητες, είναι σίγουρο. Πρέπει ν’ απαλλαγεί όμως, άμεσα, απ' ό,τι αγαπάει, και δείχνει να τον δυναστεύει, παγιδεύοντάς τον σε προφανείς καταστάσεις. Κανένας (έτσι πρέπει να το δει δηλαδή) δεν μπορεί να γράψει καλύτερο τραγούδι από τη «Νύχτα» του.

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

ANDREA CENTAZZO και MICHELE VALLISNERI: ECM, άλλως... Einstein’s Cosmic Messengers project

Αναγνωρισμένος μουσικός της ιταλικής improv σκηνής (τα τελευταία χρόνια ζει στην California), ο πολυοργανίστας Andrea Centazzo αποτελεί «περίπτωση προς μελέτη». Αν και το βασικό όργανο δράσης του είναι τα κρουστά, συχνά θα τον συναντήσουμε να χειρίζεται φλάουτo και synthesizers, συνδυάζοντας κλασικές performances με multimedia, ποίηση/λογοτεχνία, μπαλέτο ή όπερα. Γιος δικηγόρου, δικηγόρος και ο ίδιος, παρατά τα νομικά για ν’ ασχοληθεί αποκλειστικώς με τη μουσική, ήδη από τα πρώτα χρόνια του ’70. Μαθαίνει ντραμς δίπλα στον Pierre Favre και σπουδάζει, στο ίδιο αντικείμενο, στο Bologna University. Τo 1974 μπαίνει στη δισκογραφία, όταν στην εταιρία PDU (την εταιρία που ίδρυσε η Mina το 1966), θα ηχογραφήσει το “Ictus” - ένα πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο. Ο Centazzo επηρεασμένος όχι μόνον από την jazz αλλά και από το prog-rock της εποχής (σκηνή του Canterbury), δημιουργεί ένα ασυνήθιστο άλμπουμ ηλεκτρικής-ηλεκτρονικής jazz, που δεν συμβαδίζει απολύτως με τον «ελεύθερο αυτοσχεδιασμό» της εποχής του. Αριστερός όντας – σε μια περίοδο όπου η λέξη «αριστερά» στην ιταλική σκηνή σήμαινε, συχνά, κόντρα σε κάθε φόρμα –, ο Centazzo επιλέγει να δώσει αγωνιστικούς τίτλους στις συνθέσεις του· όπως η θαυμάσια “Ode to Nazim Hikmet”, ή η "First and last freedom" (για την απελευθερωτική δράση της Τέχνης ενάντια στην καθημερινή ρουτίνα), ή η “Who remembers the Lestans cement works?”, στην οποία δανειζόμενος μια παραδοσιακή μελωδία του Friuli και αναπαριστώντας με δικούς του ήχους τις μηχανές μιας τοπικής τσιμεντοβιομηχανίας, εγκαλεί για την έλλειψη μέτρων περιβαλλοντικής προστασίας. Το 1974...
Τα χρόνια πέρασαν. Η καριέρα του Centazzo θα εξελιχθεί με γοργούς ρυθμούς. Πολλοί δίσκοι με μεγάλα ονόματα (Pierre Favre, Derek Bailey, Rova Saxophone Quartet, Henry Kaiser, Evan Parker, Alvin Curran, Leo Smith κ.ά.) και, βεβαίως, περισσότερα σύνθετα projects στην πορεία (δεκαετία του ’90), τα οποία αγκάλιασαν η ιταλική Warner και το new-classical τμήμα της Deep Music.
Πριν από λίγη ώρα πήρα ένα mail από την Πολωνία, στο οποίο μαθαίνουμε για την καινούρια του δουλειά.Join the award-winning composer and percussionist Andrea Centazzo for one hour of spectacular music and video images of the Universe preceded by illuminating lectures by UCLA astronomer Brad Hansen and NASA physicist Michele Vallisneri.
Centazzo’s music synthesizes the mystery of oriental percussive vibrations with the timbral harmonic understanding of contemporary music, and the soul of jazz and rock post-culture. Gravitational waves are ripples in the fabric of space and time produced by violent events in the distant universe. Albert Einstein predicted their existence in 1916; but only in the last two decades did we achieve the technology to detect them and thus gain unique insight in the dark side of the Universe. This technology is expressed most exquisitely in LIGO, a facility supported by more than 500 researchers in the world scientific community, and a vital member in a developing global network of gravitational-wave observatories. LIGO’s measurements illuminate the fundamental nature of gravity and throw open an entirely new window onto the Universe, affording views of previously inaccessible such as the coalescence of black holes and neutron stars. Composed in celebration of LIGO’s history, achievement, and promise, Einstein's Cosmic Messengers is a stunning, vertiginous journey through magnificent visions of the Universe, through Einstein's genius and obsessions, and through LIGO’s advanced technology and breathtaking scope.
(www.chazzforjazz.com/servlet/Detail?no=879)
(
http://commons.wikimedia.org/wiki/File:Andrea_Centazzo.jpg)

LAVRANOS links

Χαίρομαι. Τέσσερα τουλάχιστον links προσφέρουν για downloading ένα άλμπουμ, για το οποίο αισθάνομαι υπερήφανος που τό'φερα ξανά στο φως μετά από 43 χρόνια... Υπάρχουν κάποια ακόμη που θέλω να κάνω - πέραν της "Philicorda" με τον Μίμη Πλέσσα και του "Greek Lounge" με τον Γεράσιμο Λαβράνο. Χρειάζομαι όμως τη βοήθεια και άλλων...
http://mhulotsnothingdays.blogspot.com/2009/10/lounge.html
http://oedipus-jazz.blogspot.com/search?q=greek+lounge
http://radio-dada.blogspot.com/2008/09/greek-lounge-h-jazz-169.html
http://vlassis-13.blogspot.com/2008/04/greek-lounge-dance-with-gerasimos.html

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΛΑΒΡΑΝΟΣ Το απόγευμα της Τρίτης...

Δεν είμαι φαν των συνεντεύξεων. Αντιστέκομαι όσο μπορώ στις πιέσεις και, περαιτέρω, ως αναγνώστης, διαβάζω εκείνες που αξίζουν (λίγες). Έχω τη γνώμη πως οι συνεντεύξεις είναι η "εύκολη λύση", αν και δεν είναι μόνον αυτός ο λόγος που αντιδρώ. Κατά βάση παράγουν «ύλη». Ανοίγεις ένα κασετόφωνο και όποιον πάρει ο χάρος... Άνθρωποι, εννοώ... δημοσιογράφοι, που δεν είναι σε θέση να γράψουν ούτε 500 λέξεις από μόνοι τους, που είναι ανίκανοι να κάνουν την παραμικρή κρίση, που δεν έχουν προσωπική άποψη, γεμίζουν τα περιοδικά (να μιλήσω μόνο για τα μουσικά περιοδικά; - ok) με ανούσιες, σχινοτενείς κουβέντες καλλιτεχνών που, τις περισσότερες φορές, έχουν ελάχιστα να πουν – αν έχουν κάτι – προεξοφλώντας την «είδηση». Συνήθως, μια χούφτα σκύβαλα. Είμαι πεπεισμένος πως οι συνεντεύξεις δεν «δίδονται», τις «παίρνουν» οι δημοσιογράφοι. Γι’ αυτό, ποτέ, στις μετρημένες συνεντεύξεις που έχω κάνει – σχεδόν πάντα face to face και υπό συνθήκες – δεν χρησιμοποιώ κασετόφωνο. Γράφω «στενά» σε χαρτί, όσα νομίζω ότι μού χρειάζονται (κάποια ντοκουμέντα), κι από ’κει και πέρα, μόλις επιστρέψω σπίτι, αφήνω τη μνήμη και τη φαντασία μου να δουλέψουν. Εξάλλου, επειδή όταν θ’ ασχοληθώ με κάποια συνέντευξη, ήδη γνωρίζω το έργο του «επωνύμου» – περισσότερο απ’ όσο νομίζει εκείνος –, τα κενά είναι ελάχιστα. Κάτω απ’ αυτό το σκεπτικό, εννοείται, πως ό,τι παρουσιάσω θα είναι δικό μου, με τον καλλιτέχνη να μην έχει, εκ των προτέρων, καμμία πρόσβαση σ’ αυτό. ("Στείλε τη να τη διαβάσω", "να τη δω" και τέτοια...). Μετά τη δημοσίευση, κατόπιν εορτής δηλαδή, κι έχοντας αποκλειστικά όλη την ευθύνη του κειμένου, είμαι έτοιμος να δεχθώ κάθε σχόλιο ή κριτική. Όσο σκληρή κι αν είναι. Γιατί μ' αυτόν τον τρόπο; Για τον εξής απλό λόγο. Επειδή μ’ ενδιαφέρει να δώσω στο αναγνωστικό κοινό την εικόνα που αυστηρώς επιθυμώ, για το συγκεκριμένο πρόσωπο. Αφορμή για τα παραπάνω είναι ένα τηλεφώνημα που είχα πριν από λίγες μέρες με τον Γεράσιμο Λαβράνο, λόγω της ονομαστικής του εορτής. Ναι, κρατάω μιαν επαφή. Θυμήθηκα, έτσι, τη συνέντευξη που του είχα «πάρει» για το Jazz & Τζαζ (τεύχος 169, Απρίλιος 2007), όπως ανακάλεσα και την έκπληξή του, όταν με είδε στο σπίτι του με δυο φύλλα χαρτί κι ένα στυλό, δίχως laptop ή κασετόφωνο... Αναδημοσιεύω «βελτιωμένη» την κουβέντα μας, επειδή οι μουσικές του κυρίου Λαβράνου είναι πάντα παρούσες και διαρκώς in fashion... Γεννηθήκατε στην Κέρκυρα και ο καθένας μας αντιλαμβάνεται πώς και γιατί ασχοληθήκατε με τη μουσική. Το θέμα είναι όμως πώς και γιατί ασχοληθήκατε με την jazz ή, εν πάση περιπτώσει, με τη «μοντέρνα έκφραση»; 
Στην οικογένειά μας ήμασταν πέντε αδέλφια – και τα πέντε έμαθαν μουσική. Ήταν η παράδοση του νησιού αυτή. Ξεκίνησα στα 9 μου χρόνια και στα 11 έπαιζα κόρνο στην μπάντα. Στη συνέχεια μελέτησα θεωρητικά και πιάνο. Η αρχή, γι’ αυτό που λέτε, ήταν ένα τυχαίο περιστατικό. Στο σπίτι ενός από τους δασκάλους μου, του Σπύρου Μεταλληνού, είχα βρει κάποιες παρτιτούρες από κομμάτια του Γκέρσουιν και του Κόουλ Πόρτερ, αρχίζοντας να παίζω στο πιάνο τις πρώτες μου τζαζ αρμονίες. Με συνεπήραν. Από τότε σχεδόν είχα αποφασίσει μέσα μου ότι δεν μ’ ενδιέφερε η κλασική, αλλά αυτή η μοντέρνα, η τζαζ κατεύθυνση. Επίσης ωθήθηκα προς τα κει και από τις μουσικές που άκουγα στο κερκυραϊκό ραδιόφωνο. Και κυρίως αναφέρομαι στις γιουγκοσλαβικές μπιγκ μπαντ, που «πιάναμε» στην Κέρκυρα και που ήταν τότε για τ’ αυτιά μου το κάτι άλλο. 
Πότε έρχεστε στην Αθήνα για να εμπλακείτε με τα καλλιτεχνικά; 
Κατατάσσομαι εθελοντής στην Αεροπορία κι έρχομαι στην Αθήνα το ’54. Υπηρετούσα σε μια Βάση που υπήρχε τότε στο Φάληρο. Επειδή όσοι ασχολούμασταν με τη μουσική είχαμε κάποια «ειδική μεταχείριση» βγαίναμε έξω πιο συχνά και κάποια βράδυα βρέθηκα να παίζω πιάνο στον Φλοίσβο. Απέναντι από τη βάση ήταν ο Ιππόδρομος κι εκεί υπήρχε ένα μαγαζί στο οποίο έπαιζε ο Λεβ, ένας πολύ καλός λευκορώσος πιανίστας. Όταν ο αέρας φύσαγε κατά τη μεριά της Βάσης οι ήχοι του Λεβ «πέρναγαν τα σύρματα». Στην πιάτσα ήταν τότε μερικοί πιανίστες που είχαν ένα τζαζ αίσθημα, ο Γιάννης Σακελλαρίδης, γιος του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, ο Μίμης Πλέσσας, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας (όχι ο ηθοποιός), ο Γιώργος Κατσαρός (όχι ο συνθέτης). Το ’55 απολύομαι και σχεδόν αμέσως βγαίνω στο επάγγελμα. Είχα τρεις προτάσεις. Ή να συνοδεύσω τη Σοφία Βέμπο σε κάποιες παραστάσεις που θα έδινε στο εξωτερικό, ή να πάω να παίξω στο κλαμπ Μπλε Αλεπού, ή να μπω, πιανίστας, στην Ορχήστρα του Γιώργου Μουζάκη. Επέλεξα την τρίτη. Μου άρεσε ο Μουζάκης, η ορχήστρα του είχε μία μοντέρνα τζαζ τάση που μ’ ενδιέφερε. Παίξαμε στα καλύτερα μαγαζιά της εποχής και πρώτ’ απ’ όλα στον Καρυστινό, στη Λιοσίων. Είχαν εμφανιστεί εκεί η Κατερίνα Βαλέντε, ο Ρενάτο Καροζόνε και άλλοι. Την άνοιξη του ’55 σαλπάρουμε με το ‘Βασίλισσα Φρειδερίκη’ για Νέα Υόρκη – θα παίζαμε στην επιστροφή, από Νέα Υόρκη προς Πειραιά. Το καλοκαίρι του ’55 ήμασταν στη Ρόδο με τον Μουζάκη, το χειμώνα του ’55-’56 πάλι στον ‘Καρυστινό’ και την άνοιξη του ’56 πάλι στην Αμερική, για δεύτερη φορά. Τότε μου έγινε μία σοβαρή πρόταση να μείνω εκεί και να δουλέψω, δεν μπορούσα όμως να στήσω την ορχήστρα, να τους παρατήσω. Γυρίσαμε πίσω. Παίζω στο Γκρην Παρκ, συνοδεύω, με διάφορες ορχήστρες, τραγουδιστές της εποχής όπως τον Τώνη Μαρούδα, μαζεύω εμπειρίες και, κάπου εκεί, λέω να ξεκόψω από τη νύχτα και να προωθήσω άλλα πράγματα που είχα στο νου μου. 
Όπως; 
Αρχίζω να παίζω σε ξενοδοχεία, σε ντεφιλέ μόδας, κι εκεί κάπου με ανακαλύπτουν διάφοροι ότι μπορώ να κάνω πράγματα. Διευθύντρια τότε στο Μουσικό Τμήμα της Ραδιοφωνίας ήταν η Κατερίνα Σολομού, σύζυγος του σκηνοθέτη Αλέξη Σολομού και η οποία μου δίνει ώρες να παίζω ζωντανά με το κουαρτέτο... Τσεσμελής, Καλλίρης, Νίκος Λαβράνος. Γράφω, μάλιστα, μουσικές για το «Βαριετέ Του Σταθμού Μας», μία από τις πιο δημοφιλείς, τότε, εκπομπές του ραδιοφώνου. Ήταν 1958. Ήταν η εποχή που συνθέτω το πρώτο μου τραγούδι, το «Χέρι-χέρι», σε στίχους του Κώστα Πρετεντέρη. Το τραγούδι αυτό το έχω ακούσει και με γάλλους εκτελεστές, τον Luis Mariano, την Jacqueline Boyer... Με ποιον τρόπο «βγήκε» έξω; 
Όπως σας είπα το τραγούδι το γράφω το ’58 και σχεδόν αμέσως το παίρνει ο Τάκης Μωράκης και το κάνει σε δύο εκτελέσεις, μία για γυναικεία φωνή, τη Λόλα Τσακίρη και μία για ανδρική, το Σώτο Παναγόπουλο. Γυρίζεται και σε δίσκο το 1959, στην νεοσυσταθείσα τότε Fidelity του Πατσιφά και του Καρύδη. Έγινε έκρηξη. Τεράστια επιτυχία. Η συνοδεία ήταν τζαζ, παρότι ο Παναγόπουλος το είχε πει εντελώς φλατ. Γνώρισε αμέσως, στα κλαμπ, δεκάδες διασκευές. Το είχαν κάνει μπολέρο, λάτιν... ό,τι θέλετε. Ένα από τα γκρουπ που το έλεγαν ήταν το Τρίο Μπραζίλ, οι οποίοι έγιναν πολύ γνωστοί αργότερα στην Ευρώπη ως Τρίο Ατενέ (Trio Athenee). Όταν αυτοί πήγαν στη Γαλλία το είχαν στο πρόγραμμά τους. Κάποια στιγμή το άκουσε ο Λουί Μαριανό και το ερμήνευσε. Ο Μαριανό ήταν κορυφαίο όνομα τότε στη Γαλλία, ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης της οπερέτας. Την ίδια εποχή το λέει και η Ζακλίν Μπουαγιέ, αλλά και άλλοι, που ίσως δεν ξέρετε ότι το έχουν διασκευάσει σαν τζαζ-στάνταρντ, όπως ο σαξοφωνίστας Γκι Λαφίτ (Guy Lafitte) και ο τρομπετίστας Μπαρελί (Aime Barelli), που είχε συνοδεύσει και τον Τζάνγκο Ράιχαρντ κάποτε. Τον Μπαρελί μάλιστα τον είχε φέρει στα ‘Αστέρια’ ο Ωνάσης να παίξει για ένα βράδυ.Πώς αντιμετωπίστηκε αυτή η επιτυχία τότε στην Ελλάδα και πώς προχωρήσατε εσείς; 
Δεν ξέρω αν θα φανεί παράξενο, αλλά όταν έγραφαν ύμνους οι Γάλλοι, εδώ μου έκλειναν τις πόρτες. Ο Πατσιφάς, κατ’ αρχήν, επηρεάζεται θετικά από την επιτυχία και θέλει να με αναδείξει, κάποιοι καλοθελητές όμως μέσα από την εταιρία ή συνεργαζόμενοι εν πάση περιπτώσει με αυτήν, τον μεταπείθουν και ουσιαστικά με κάνει πέρα. Εγώ όμως αδιαφορώ και προχωράω. Τότε ήταν που παίρνω την απόφαση να φτιάξω την Ορχήστρα. Αλλά μην νομίζετε, και με την Ορχήστρα είχα πολεμική. Φανταστείτε πως ενώ ήμασταν όλοι μας μουσικοί με εξακριβωμένες δυνατότητες μάς ζητούσαν ‘ακρόαση’ – ποιοι, εκείνοι που δεν ήξεραν τι τους γινόταν. Το 1961-62 ήταν να πάρουμε μια δουλειά στο Κορονέτ, που ήταν κάτω από το Κινγκς Πάλας (εκεί όπου είναι σήμερα η Αγροτική Τράπεζα) και με καλούν για δοκιμή. «Δεν πάνε να πνιγούνε» λέω και πάω σπίτι μου. Παίρνω τότε ένα τηλέφωνο από κάποια κυρία, που με καλούσε να συνοδεύσω μιαν επίδειξη μόδας, η οποία, συμπτωματικά, θα παρουσιαζόταν στο Κινγκς Πάλας. Αν και ζητούσαν δύο μόνον άτομα, εγώ παίρνω ολόκληρη την Ορχήστρα και πάω. Κίμων Βασιλάς, Μπαξεβανάκης, Καλλίρης, Νίκος Λαβράνος... Καλώ λοιπόν τους υπεύθυνους του Κορονέτ να έρθουν να μας ακούσουν. Τότε στην Αθήνα βρισκόταν η Τζέιν Μάνσφιλντ, και φυσικά ήταν προσκεκλημένη στην επίδειξη. Θυμάμαι πως την είχε τόσο καταβρεί με την ορχήστρα, ώστε ανέβαινε πάνω στα τραπέζια και χόρευε. Περιττό να σας πω ότι, μετά απ’ αυτό, πήραμε αμέσως τη δουλειά στο Κορονέτ. Έχω δει το όνομά σας και σ’ ένα δισκάκι του Bob Azzam, του μαέστρου που έκανε παγκόσμια επιτυχία τον «Μουσταφά». Συνυπογράφετε το “Le grand depart”. Είχατε γνωριστεί με τον Azzam; 
Ναι, ήμασταν φίλοι. Είχαμε γνωριστεί στα εγκαίνια του Μον Παρνές το 1961. Εμείς παίζαμε κανονικά εκεί και ο Μπομπ Αζάμ είχε έρθει να παίξει για καμιά βδομάδα. Κρατήσαμε κάποιαν επαφή και τελευταία φορά που είχα νέα του ήταν στις αρχές του ’90, όταν βρισκόταν στην Αμερική. Δεν ξέρω, σήμερα, αν ζει και τι κάνει (σ.σ. πέθανε στο Monte Carlo το 2004). Ο Αζάμ είχε κάνει κάποιες επιτυχίες – τον «Μουσταφά» όπως είπατε – και θυμάμαι πως, τότε, διασκέδαζε κυρίως το ευρωπαϊκό jet-set. Το “Le grand depart” ήταν το «Καράβια φεύγουνε», ένα δικό μου τραγούδι που είχε ερμηνεύσει ο Τζίμης Μακούλης και είχε δισκογραφηθεί για την εταιρία Monte Carlo. O Αζάμ το ‘είδε’ από την ορχηστρική του πλευρά. Είχε κυκλοφορήσει μάλιστα και στην Ελλάδα σε ετικέτα Barclay, αν θυμάμαι καλά. Το ίδιο κομμάτι το είχε πει στην Ιταλία και μια σπουδαία φωνή της εποχής, η Μπέτι Κούρτις (Betty Curtis). Έκανε κι αυτό διεθνή καριέρα. Υπήρχε άλλο τραγούδι σας που ακούστηκε τότε στο εξωτερικό; 
Ναι βέβαια. Ήταν το «Απόγευμα της Κυριακής» σε στίχους Κώστα Κοφινιώτη, που είχε πρωτοπεί ο Μακούλης. Όταν ήρθαν οι (Los) Espanoles στην Ελλάδα το είχαν ακούσει, το μετέφεραν στη γλώσσα τους ως “Atardecer de un Domingo” και το έκαναν επιτυχία στην Ισπανία. Το ίδιο κομμάτι το διασκεύασε και ο σαξοφωνίστας Πέδρο Ιτουράλδε (Pedro Iturralde) ένας από τους σημαντικότερους ισπανούς τζάζμεν, ενώ το είχε τραγουδήσει και η Νάνα Μούσχουρη σε έξοχη ενορχήστρωση του Ζακ Ντανζάν (Jacques Denjean). Οι Espanoles, και αξίζει να το σημειώσω αυτό, ήταν η αφορμή ώστε να γνωρίσω τον Νίκο Αντίππα, τότε διευθυντή της Philips, Polydor, Ελλαδίσκ κ.λπ. με τον οποίο έκανα τις σημαντικότερες δουλειές μου. Το LP, τα “Rebeta Nova”, τις γιάνκες, σε άλλες εκτελέσεις από εκείνες των Forminx και βέβαια διάφορα τραγούδια με την Μαίρη Μοντ, τον Τζίμη Μακούλη, τον Γιάννη Βογιατζή, που τον πίστευα πολύ, και άλλους. Πότε ηχογραφείται το άλμπουμ και τα “Rebeta Nova”; Πόσο οικείοι σας φαίνονταν όλοι αυτοί οι «εξωτικοί» ρυθμοί; Και κάτι ακόμη, που προσωπικά μ’ ενδιαφέρει. Που τραβήχτηκε εκείνη η φωτογραφία στο εξώφυλλο του άλμπουμ; 
Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε το 1963 προς ’64 και τα “Rebeta Nova”, οι διασκευές δηλαδή που έκανα σε λαϊκά τραγούδια της εποχής μέσα στο ’64. Η Ορχήστρα βρισκόταν σε υψηλό επίπεδο. Μέσα απ’ αυτήν πέρασαν πολλοί σολίστες και όχι μόνον αυτοί που συμμετέχουν στο δίσκο. Αρκεί να σας πω για τον σαξοφωνίστα Ούγκο Ερέδια (Hugo Heredia), έναν εξαιρετικό μουσικό με μεγάλη διεθνή καριέρα. Φυσικά, υπήρχαν ακούσματα, πάντα ακούγαμε μουσική και είχαμε με τον Γιώργο (Λαβράνο) μια καλή συλλογή. Και τότε και αργότερα ακούγαμε Miles Davis, John Coltrane, Art Blakey, Gil Evans, Chet Baker, βεβαίως τον Tom Jobim, που τον γνώρισα κιόλας, ακόμη και τα συγκροτήματα πιο μετά, τους Blood, Sweat & Tears και τους Chicago. Πολλά πράγματα. Όσον αφορά για τη φωτογραφία που μου λέτε, τραβήχτηκε στ’ ‘Αστέρια’, στη Γλυφάδα, από την Αν-Μαρί Αντίππα, τη σύζυγο του Νίκου Αντίππα. Τον Jobim που ακριβώς τον γνωρίσατε; 
Στη Βραζιλία, το 1968. Είχα συμμετάσχει στο τρίτο διεθνές φεστιβάλ τραγουδιού που οργανωνόταν στο Ρίο ντε Τζανέιρο (III Festival Internacional Da Cancao Popular Rio), ένα από τα κορυφαία στον κόσμο. Το τραγούδι μου λεγόταν «Αν θες να ρθης» και θα το ερμήνευε η Μαρινέλλα. Για λόγους που δεν είναι της παρούσης να εξηγήσουμε η συμμετοχή μας «χτυπήθηκε», ενώ ήταν από τα φαβορί. Σκεφθείτε πως στη διάρκεια της πρόβας, όταν τελείωσε το κομμάτι σηκώθηκαν και τα 60 μέλη της ορχήστρας και χειροκροτούσαν όρθια. Αυτό είχε προκαλέσει μεγάλη αίσθηση και την άλλη μέρα οι εφημερίδες σχολίαζαν το γεγονός σαν κάτι που δεν είχε ξαναγίνει. Όμως κάποιος κακοήθης συντάκτης, που δεν έβλεπε με καλό μάτι μία ενδεχόμενη βράβευση του τραγουδιού, έγραψε πως, εγώ, είχα κατηγορήσει την ορχήστρα ότι, τάχα, δεν απέδωσε σωστά το κομμάτι και τέτοια – όλα ψέμματα – και παρότι η παρεξήγηση αποκαταστάθηκε η «δουλειά» είχε γίνει. Τελικά δεν μείναμε ούτε στην βραδυά απονομής των βραβείων, αφού η Μαρινέλλα έφυγε απρόσμενα από το Ρίο, με αποτέλεσμα, όπως έμαθα αργότερα, να μην παραλάβουμε το βραβείο «καλύτερης καλλιτεχνικής παρουσίας» που μας απονεμήθηκε και το οποίο πήρε, αντί για εμάς, ο Έντου Λόμπο (Edu Lobo). Τέλος πάντων, κανείς δεν μπορεί να αισθάνεται αδικημένος, όταν η κορυφαία διάκριση του φεστιβάλ πήγε στον Τομ Τζομπίμ και στο “Sabia”. Γενικά, να σας πω ότι η διεθνής πορεία, η δική μου, και της Ορχήστρας, δεν ήταν μόνον οι δίσκοι, αλλά και οι εμφανίσεις μας ανά τον κόσμο. Και, προσέξτε, όχι στο κοινό των μεταναστών – δεν το λέω για να υποτιμήσω τους Έλληνες του εξωτερικού – αλλά σ’ ένα άλλου τύπου κοινό, διαφορετικών απαιτήσεων. Εμφανιστήκαμε στο Picadilly στο Λονδίνο, στο Florida Park της Μαδρίτης, στο Blue Note του Άμστερνταμ, στο Bayerisher Hof του Μονάχου, στο Park Hotel του Βισμπάντεν, στο Tabaris της Ζυρίχης, στο παρισινό Hilton, στο Club 58 της Γενεύης, στο Strand Hotel της Στοκχόλμης και αλλού. Ήταν μια διαδρομή, που έχει τη δική της σημασία στην καριέρα μου. 
Ποια ακριβώς ήταν η σχέση σας με τον Γιάννη Χρήστου; 
Θα σας πω μια μικρή ιστορία. Πρέπει να ήταν εκεί γύρω στο ’57-’58, όταν πρόσεξα στο ραδιόφωνο, καθώς οδηγούσα, μια μουσική που μ’ έκανε να τα χάσω. Ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, απ’ όσα τότε συνηθίζαμε ν’ ακούμε. Σταμάτησα και περίμενα να τελειώσει το κομμάτι, για να μάθω τι ακριβώς ήταν. Έτσι λοιπόν, κάποια στιγμή, «βγαίνει» ο εκφωνητής και λέει πως... «ακούσατε μια συμφωνία του Γιάννη Χρήστου» – κάτι τέτοιο ήταν, αν θυμάμαι καλά. Ήταν η πρώτη επαφή. Αργότερα τ’ αδέλφια μου, ο Νίκος και ο Γιώργος, έπαιξαν κρουστά στα περισσότερα έργα του, αλλά και ο ίδιος ο Χρήστου ερχόταν στα διάφορα κλαμπ που εμφανιζόταν η Ορχήστρα για να μας ακούσει. Συνεργαστήκαμε πιο στενά το 1968 στον «Επίκυκλο», μια παράστασή του που είχε γίνει στο Χίλτον. Στο έργο υπήρχε «ρόλος» για τζαζ αυτοσχεδιασμό και ήμουν κι εγώ εκεί, μαζί με 6-7 μουσικούς. Ο Χρήστου ήταν συμβολιστής και πάντα τον σεβόμουνα. Ο κόσμος μπορεί να μην καταλάβαινε, συνήθως, τι ήθελε να πει, όμως ο ίδιος είχε πολύ ξεκάθαρες απόψεις και ήξερε τι έκανε. Στον «Επίκυκλο» υπήρχαν παραμορφωτικοί ήχοι, εφέ, θίασος επί σκηνής, τζαζ ορχήστρα, ενώ συμμετείχε ελεύθερα και το κοινό. Ήταν μια ομάδα που διάβαζε εφημερίδες και τις οποίες, στο τέλος, τις έτρωγε... Φαίνεται πως ο Χρήστου είχε πιάσει νωρίτερα από τον καθένα τη λειτουργία και την επίδραση της υπερ-πληροφόρησης στην καθημερινή ζωή... (σ.σ. το έργο υπάρχει στην έκδοση του Σείριου). 
Ο κινηματογράφος ήταν ένα άλλο κεφάλαιο... 
Και τον κινηματογράφο τον αντιμετώπιζα μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης δουλειάς. Έχω γράψει μουσική για κάμποσες ταινίες μερικές από τις οποίες είναι η «Σωφερίνα», ο «Ατσίδας» (σ.σ. το στρίβειν δια του αρραβώνος...), το «Ζητείται Ψεύτης», η «Νύχτα Γάμου» στην οποία παρουσίασα και τα go-go girls (σ.σ. τα έφερε πρώτος στην Αθήνα), που χόρευαν soul music, ο «Φίλος μου ο Λευτεράκης», το «Κορίτσι Και Το Άλογο», μία πολύ καλή ερωτική ταινία, που δεν είχε καμία σχέση με πορνό και τέτοια, όπως έλεγαν κάποιοι. 
Και κάπου εκεί, μετά το 1973, χάνεστε σχεδόν... 
Η αλλαγή στάσης ξεκινά νωρίτερα, όταν έγινε η δικτατορία. Εκείνη την εποχή βρισκόμασταν στην Ισπανία. Εγώ είχα αντιληφθεί ήδη ότι τα καλλιτεχνικά πράγματα, αυτά τουλάχιστον που ενδιέφεραν εμένα, δεν πήγαιναν καλά. Βασικά δεν ήθελα να γυρίσω στην Ελλάδα. Είχαμε ήδη μια καλή συνεργασία με τους (Los) Hermanos Castro, ένα εξαιρετικό μεξικάνικο σχήμα, με μεγάλες επιτυχίες στις λατινικές χώρες και ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε για Αμερική – Ακαπούλκο, Λας Βέγκας και τέτοια. Έγινε η χούντα και το πράγμα χάλασε. Αρκετοί από τους μουσικούς ήθελαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, για να δουν τα παιδιά τους, τις οικογένειές τους και όλο εκείνο το σκηνικό που ετοιμάζαμε διαλύθηκε. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα διαπίστωσα με τον καιρό, όλα αυτά για τα οποία φοβόμουνα. Οι ορχήστρες είχαν εξαφανιστεί από τη διασκέδαση και προβάλλονταν περισσότερο τα γκρουπάκια και τα τότε σκυλάδικα. Σταμάτησα. Έκανα βέβαια κάποιες επιλεγμένες εμφανίσεις, όπως στο φεστιβάλ στο Ρίο, αλλά γενικά ήμουν εκτός. Ήταν μια συνειδητή επιλογή. Κάποια φορά θα πούμε περισσότερα... Ήμουν οργισμένος. Διαφωνούσα με την πορεία που έπαιρνε η μουσική και το σώου, και κρατήθηκα μακρυά – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σταμάτησα να ασχολούμαι, να γράφω τραγούδια, να παρακολουθώ τις εξελίξεις. Και σήμερα υπάρχουν ωραίες, νέες φωνές. Εκείνοι που περνάνε κρίση είναι οι δημιουργοί. Εύχομαι λοιπόν, κάποια στιγμή, το πράγμα να ισορροπήσει και πάλι. Όσον αφορά εμένα, ένα θα σας πω. Ευτυχώς που δεν βιοπορίζομαι από την καλλιτεχνία... 

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ στις 45 στροφές (επιλογή) 
1. Amen twist/ Le grand depart [Barclay, 1961] (Bob Azzam et son Orchestre, το “Le grand depart” είναι σύνθεση του Λαβράνου) 
2. Ένα βότσαλο χαμένο/ Το απόγευμα της Κυριακής [Polydor, 1963] (Τζίμης Μακούλης) 3. Espanola/ Atardecer de un domingo [Polydor 1963] (Los Espanoles) 
4. Η Σωφερίνα, O.S.T. [δύο 45άρια, 1964]5. Rebeta Nova no 1 [Polydor, 1964] 
6. Rebeta Nova no 2 [Polydor, 1965] 
7. Μια νύχτα έκλαψα/ Χαράματα [Parlophone, 1964] (Καίτη Μπελίντα) 
8. Doint(sic) the jenka/ Kangaroo yanka [Philips, 1965] 
9. Ειν’ η ζωή πολύ μικρή/ Δεν αγαπώ [Philips, 1965] (Γιάννης Βογιατζής/ Λίτσα Σακελλαρίου) 
10. Στον κήπο το φεγγάρι/ Ο δρόμος μας [Lyra 1105, 1965] (Σούλα Μπιρμπίλη) 
Περίπου 40 singles στις εταιρίες Fidelity, Decca, Monte Carlo, Odeon/ Parlophone, Philips, Lyra/Zodiac, Columbia. Τραγουδούν οι Σώτος Παναγόπουλος, Γιοβάννα, Τρίο Καντσόνε, Γιάνννης Βογιατζής, Τζίμης Μακούλης, Καίτη Μπελίντα, Ρένα Βλαχοπούλου, Μαίρη Μοντ, Αλέκα Κανελλίδου, Βίκυ Μοσχολιού, Σούλα Μπιρμπίλη, Γιώργος Μούτσιος, Γιώργος Γερολυμάτος (την επιτυχία «Πού το πας»), Καίτη Χωματά, Πόπη Αστεριάδη, Τρίο Μπελκάντο, Σταμάτης Κόκκοτας, Άννα Φόνσου, Δήμητρα Γαλάνη, Αλίκη Βουγιουκλάκη κ.ά. 

στις 33 στροφές (επιλογή) 
1. Χορέψτε Με Το Γεράσιμο Λαβράνο Και Την Ορχήστρα Του [Polydor, 1964 ή και '65] 
2. Various Artists – Soul of Greece [USA. Alshire, 196;] (περιέχει συνθέσεις των Λαβράνου, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη κ.ά. ερμηνευμένες από την 101 Strings Orchestra) 
3. Ένα Βράδυ Στην Αθήνα [USA. Alshire, 196;] (παίζει η Ορχήστρα συνθέσεις των Λαβράνου, Ξαρχάκου, Χατζιδάκι κ.ά.) 
4. Σ’ Αγαπώ [Pa-ni-var P.A 5066, 1972] (LP της Τζένης Βάνου, περιέχει 5 τραγούδια του Γερ. Λαβράνου, ανάμεσά τους το jazz-blues «Τι με κυττάς» και το «Ο άνθρωπός μου», με τα manic κρεσέντα της Τζένης και το οργιαστικό break της ορχήστρας) 
5. Αν Μ’Αγαπούσες [Pa-ni-var P.A 5108, 1976] (LP της Τζένης Βάνου, περιέχει 7 τραγούδια του Γερ. Λαβράνου, ανάμεσα και το slow jazzy-blues "Η βροχή ήρθε πάλι") 
6. H Σωφερίνα, O.S.T. [10ιντσο LP, His Master’s Voice, 2005] (και CD) 

στο εξωτερικό (επιλογή) 
1. Luis Mariano: Chante Pour les Mamans (Maman la plus belle du monde, Mamma/ Je t’aime redis moi je t’aime, Quand on aime) [EP, FR. La Voix de Son Maitre, 1960]
2. Jacqueline Boyer – Cou couche panier, Quand on aime/ Pour un grand amour, Frederic [EP, FR. Columbia, 1961] 
3. Bob Azzam – Un petit grain de sable, Le grand depart/ Amen twist, Vieni vieni [EP, FR. Barclay, 1961] 4. Betty Curtis – Chariot (Sul mio carro)/ La tua gioventu (Le grand depart) [IT. CGD, 1962;] 
5. Los Espanoles – Entertainment a la Espanoles [LP, GER. Polydor, 1962;] 
6. Nana Mouskouri – Quatre Soleil... [LP, CAN. Fontana, 1965] (περιέχει το “La pluie ce soir joue sur la mer”) 

Soundtracks (επιλογή) 
1. Ζητείται Ψεύτης (σκ. Γιάννης Δαλιανίδης, 1961) 
2. Η Αθήνα Τη Νύχτα (παρ. Κλέαρχος Κονιτσιώτης, 1962) 
3. Ο Ατσίδας (σκ. Γιάννης Δαλιανίδης, 1962) 
4. Το Τυχερό Παντελόνι (σκ. Πάνος Γλυκοφρύδης, 1963) 
5. Ο Φίλος Μου Ο Λευτεράκης (σκ. Αλέκος Σακελλάριος, 1963) 
6. Η Σωφερίνα (σκ. Αλέκος Σακελλάριος, 1964) 
7. Νύχτα Γάμου (σκ. Γιάννης Δαλιανίδης, 1967) 
με το φοβερό soul clip από την "Αθηναία" (τέλη του '67), τα go go girls, την Τζόαν και την Μπάρμπαρα, τον Γεράσιμο Λαβράνο στην τρομπέτα, την Τσικίτα Γκόρντον και τον Φράνκυ Σκιν 
8. Το Κορίτσι Και Το Άλογο (σκ. Βαγγέλης Σερντάρης, 1973) 

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

DORIS μη...

Μπορεί να φαίνεται απίστευτο, πώς, δηλαδή με ποιoν τρόπο, σε μία τόσο ψυχρή χώρα αναπτύχθηκαν τόσο θερμά μουσικά ρεύματα, όμως για όλα υπάρχει εξήγηση. Δεν είναι της ώρας... Η ουσία είναι πως το σουηδικό latin και jazz-funk της δεκαετίας 1965-1975, πρωταγωνιστεί (και αυτό) τα τελευταία 15 χρόνια στα decks των... floorfillers, μέσα από διαφόρων τύπων επανακυκλοφορίες, dub plates, remixes κ.λπ., ανεβάζοντας στα ύψη ταυτοχρόνως την αξία των παλαιών δίσκων.
Κάποιοι, εκτός Σουηδίας, πρέπει να πρωτοέμαθαν για το τι παιζόταν στη σκανδιναυική χώρα στα early seventies, μέσω μιας δυνατής, limited σειράς releases για DJs από το 1995, που είχε τίτλο “Cosmic Agogo” [Go Music]. Στο volume 2 ανθολογούνταν το “Mas que nada” του Jorge Ben από τον Bob Azzam (ο λιβανεζο-αιγύπτιος μαέστρος, με το ελληνικό πέρασμα, που τότε βρισκόταν στη Σουηδία), το “You never come closer” της Doris και το “Soldrom” της Alice Babs (η κυρία είχε ήδη κάνει πολλά – ανάμεσα, κι ένα ολόκληρο άλμπουμ με τον Duke Ellington!).
Η Doris Svensson, μία... ξανθιά τραγουδίστρια από το Γκέτεμποργκ, έτυχε να προκαλέσει το ενδιαφέρον του Bernt Egerbladh – ίσως του πιο σημαντικού σουηδού πιανίστα, TV-producer, συνθέτη και δισκογραφικού παράγοντα της εποχής (1970). Ο Egerbladh έγραψε όλο σχεδόν το υλικό του άλμπουμ της “Did you give the world some love today Baby” [EMI/Odeon], έκανε κάποιες pop ενορχηστρώσεις και κυρίως οδήγησε ένα κουαρτέτο (μπάσο, ντραμς, κιθάρα τα υπόλοιπα όργανα), φτιάχνοντας μερικές ωραίες μπαλάντες και ακόμη 2-3 στιβαρής soulful ερμηνείας jazz-funk, τα οποία μυρίστηκαν οι DJs καμιά 15αριά χρόνια πριν, βγάζοντάς τα στη φόρα. Πρώτον απ’ όλα το “Don’t” και βεβαίως το “You never come closer” σε πιο... ψυχωτικές διαστάσεις (φανταστείτε μια πιο ηλεκτρική Alice Coltrane ή Dorothy Asby).
Το “Did you give the world some love today Baby” είναι πολύ σπάνιο κομμάτι. Ευτυχώς, όμως, το έκοψε σε LP/CD πριν από κάποια χρόνια ο Βρετανός Mr. Bongo... Πάρτε μια γεύση...

DUB ECHOES

Υπάρχει, οπωσδήποτε, μια λογική. Η ιδιαιτερότητα του διπλού CD/τριπλού LP τής Soul Jazz “Dub Echoes” έχει να κάνει με το γεγονός ότι η βρετανική εταιρία ανακατεύει «ιστορικό» και «σύγχρονο» dub υλικό, αμβλύνοντας τα μεταξύ τους όρια, παρουσιάζοντας κατά κάποιο τρόπο τα νέα «πρόσωπα» (Harmonic 313, Kode9, LV...) ως συνεχιστές των προπατόρων του είδους (King Tubby, The Upsetters, The Congos...). Το αποτέλεσμα είναι παραπάνω από ικανοποιητικό. Βεβαίως οι προσφορές των... δεινοσαύρων δεν παίζονται· όσο και να το παλέψει ο Kode9 δεν πρόκειται να του βγει κάτι τόσο συναρπαστικά απλό σαν το “Pslams of drums” (King Tubby), αν και το δικό του “Sine of the dub” έχει οπωσδήποτε υποχθόνια προσωπικότητα. Το “Sega beats” του Disrupt είναι εξαιρετικό, κυρίως λόγω της «διαλυμμένης» μελωδίας του, όπως και το “Rootsman” των U Roy και Francois Kervorkian, που θα μπορούσε να έκανε μεγάλη «φωνητική» πορεία και στα seventies. Στο δεύτερο CD, το “Ruffer version” των King Tubby and The Aggrovators εξαντλεί θα λέγαμε ακόμη και την πιο... κακοπροαίρετη φαντασία, ενώ το “King in my empire” των Rhythm & Sound και του Cornell Campbell, με την αγχολυτική ανάπτυξή του, καθίσταται «μέτρο» – όπως και το “Rootsman” εξάλλου – στο πλαίσιο της συνεργασίας «παλαιός-νέος». Από τα απολύτως καινούρια ονόματα ο Cotti με το “Run tings” είναι εκείνος που φανερώνει χαρακτήρα· παρότι η bass line του αγκυροβολεί στο κάποτε...

WALTER STRERATH german bop

Δεν ξέρω αν πρωτοεμφανίστηκε στο eBay το 2006, αλλά πάντως, τότε, το LP “Trio Quartet Quintet” του πιανίστα Walter Strerath «έκλεισε» στα 2550 δολάρια(!)· κάποιος, μάλιστα, μου σφύριξε πως «έφυγε» με τρία χιλιάρικα(!) τον περασμένο Δεκέμβριο. Απίστευτη τιμή; Ίσως υπάρχουν και χειρότερα... Αυτό λοιπόν το άλμπουμ από το 1969 επανεξέδωσε η Sonorama Records, κάνοντάς μας γνωστή μία επισκιασμένη εγγραφή «γερμανικής τζαζ», την οποία, λογικώς, δεν θα είχαμε ποτέ την ευκαιρία να την ακούσουμε όπως πρέπει. Ο Strerath «οδηγούσε», βασικά, τρίο (ο ίδιος στο πιάνο, ο Andreas Scheel μπάσο, ο Gerd Putz ντραμς). Ενίοτε, όμως, συμπλήρωναν το σχήμα του ο τρομπετίστας-φλουγκελχορνίστας Hans Thomas και ο αλτίστας-σοπρανίστας Manfred Lindner. Εγγραφές και με τους τρεις σχηματισμούς αποτυπώνονται στο άλμπουμ. Κατ’ αρχάς, να πούμε πως ο Strerath ήταν ένας αναγνωρισμένος πιανίστας στην εποχή του (δεύτερο μισό των sixties), βραβευμένος σε φεστιβάλ και με μια παιδεία η οποία του επέτρεπε να κινείται με άνεση μεταξύ jazz και κλασικής, θυμίζοντας π.χ. τον Oscar Peterson. Εντοπίζονται, φυσικά, στο παίξιμό του οι χαρακτηριστικές hard-bop μανιέρες, του Bobby Timmons φερ’ ειπείν (“New gospel”), υπάρχουν όμως στοιχεία και από την «ψυχρότητα» του Evans, αλλά και από την, μετέπειτα, αναγνωρίσιμη «αφηγηματικότητα» του Jarrett. Το αποτέλεσμα είναι ένα «σίγουρο» άλμπουμ 41 λεπτών, αποτελούμενο μόνον από originals (μάλλον σπάνιο, για το είδος της jazz που αποδίδουν οι Γερμανοί), μέσα από τα οποία λάμπει το εξαίρετο “Dance of Rosa” (σύνθεση του μπασίστα Scheel). Μειδίαμα προκαλεί το “Watermelon girl” – νομίζω πως αυτός ήταν ο στόχος –, την ώρα που με το “3/4 in minor” η... μπάλα ρίχνεται ξανά στο γήπεδο και η soul-jazz αρχίζει (έξοχο track). Και κάτι ακόμη. Ο Strerath θα συνεχίσει να ηχογραφεί σποραδικώς, και μακρυά από τα φώτα, έως τον πρόωρο θανατό του, το 1981 (ήταν 39 ετών).
(www.strerathonline.de/Seiten/Presse.html)

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

SAROLTA ZALATNAY funky νύχτες στη Βουδαπέστη...

Είναι γνωστό πως η διαρκής ανάγκη για ανανέωση της... γκαρνταρόμπα των DJs, έχει φέρει στο προσκήνιο εκατοντάδες ξεχασμένες ηχογραφήσεις από το pop παρελθόν. Παρατηρείται, μεταξύ μας, κι ένα είδος ανταγωνισμού (ενίοτε αθέμιτου) στα ισχυρά ντιντζεϊκά κέντρα του εξωτερικού –εδώ, όσο να ’ναι, υπολειπόμαστε– ο οποίος, εν τέλει, για τον απλό και κατανοητό μουσικόφιλο, μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει. Γιατί; Μα γιατί, όταν οι DJs «εκδικηθούν» ο ένας τον άλλον, ρουφώντας όλη τη χαρά και την ευχαρίστηση με το να αλληλο-κοντράρουν τα πιο απρόσιτα breaks κι επειδή, στην ουσία, είναι πολύ καλά παιδιά, αποφασίζουν να φτιάξουν κάποια στιγμή ένα label, ώστε να παρουσιάσουν, στο πλατύ κοινό πια, όλα εκείνα που «ανακάλυψαν». Έτσι, γινόμαστε κι εμείς κοινωνοί του απροσδόκητου, πλουτίζοντας, κατά περίπτωση, τις γνώσεις μας και τον ψυχικό μας κόσμο. Φυσικά, όσα μπορεί να φέρει σήμερα στο φως ένας βρετανός DJ (ακόμη κι αν λέγεται Andy Votel), πολύ πιθανόν να τα γνωρίζει από χρόνια ένας Έλληνας, απλός και... κατανοητός μουσικόφιλος. Όμως... Όμως... Εκείνος που έχει το μαχαίρι θα φάει, στο τέλος, το πεπόνι. Όλοι οι υπόλοιποι απλώς δαγκώνουμε... Πάντως με όλην αυτή την ιστορία, προσωπικώς, νοιώθω κομματάκι δικαιωμένος. Υπό την έννοια ότι δεν ντρέπομαι πια (όχι ότι ντρεπόμουν παλαιότερα δηλαδή) για τα «ευτελή» ακούσματά μου. Μου άρεσε πάντα η ωραία ελληνική pop των seventies –κυρίως εκείνη της Ελπίδας, της Μαρίνας, της Μίλλη, της Τζέσσικα, το εντυπωσιακά ενορχηστρωμένο, με τον γελοίο τίτλο, άλμπουμ «Έλα Τώρα... Που Δε Θες...», της Τζελσομίνα, ακόμη και κάποια κομμάτια τής Αργυράκη– , η γεμάτη με αστείρευτο fun και άπιαστα breaks (open drums, δραματικές αλλαγές ρυθμών, ιλλιγγιώδη σόλο στο φλάουτο, το hammond, τις κιθάρες, τα ντραμς και τα πνευστά από συνήθως uncredited μουσικούς). Σωστά το τοποθετεί το πράγμα ο Andy Votel στη συλλογή της Finders Keepers, αναφερόμενος στην Sarolta Zalatnay (Cini για τους φίλους της):
«Στην παγκόσμια κλίμακα το ντεμπούτο της Cini στέκεται δίπλα στο ‘Did You Give the World Some Love Today Baby’ της Σουηδέζας Doris Svensson, στο ‘Songy A Balady’ της Τσεχοσλοβάκας Marta Kubisova, στα πρώτα LPs της Ελπίδας στην Ελλάδα, της Maryla Radowics στην Πολωνία, και βεβαίως στις περισσότερο γνωστές εγγραφές της France Gall στη Γαλλία ή της Lulu και της Petula Clarke εδώ στη Βρετανία».
Γεννημένη το 1947 η Sarolta Zalatnay ξεκίνησε την καριέρα της πολύ μικρή, στα 16 της, όταν βρέθηκε να τραγουδά στους Bergendy – ένα από τα διασημότερα γκρουπ του ουγγρικού rock. Οι Bergendy στα μέσα των sixties, και πολύ πριν εξελιχθούν στο δυνατό prog σχήμα της επόμενης δεκαετίας, έπαιζαν ένα είδος beat-jazz διασκευάζοντας συχνά κλασικά κομμάτια (Strauss, Brahms) – κάτι που ήταν, μάλλον, προχωρημένο για την εποχή. Όπου χρειάζονταν φωνητικά η Zalatnay δήλωνε παρούσα, όπως παρούσα δήλωνε και στα εξώφυλλα των singles, ντυμένη όμορφα και απλά, κραδαίνοντας πότε-πότε μια κιθάρα. Ο φακός την έθελγε, όπως έθελγε κι εκείνη το φακό. Σε μια κοινωνία «ανατολικού τύπου» που αγνοούσε μέχρι τότε τη λογική, τη λειτουργία και τη λατρεία των μουσικών ειδώλων, η νεαρή τραγουδίστρια φαίνεται πως ενδύθηκε μία πρώτη pop περσόνα. Η φήμη της θα ξεπεράσει άρδην τα σύνορα της χώρας και πολύ γρήγορα η Sarolta Zalatnay θα εμφανισθεί live σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης, μα ακόμη και στην Βρετανία, την εποχή του swinging London ή λίγο πιο μετά, κάνοντας παρέα με τους Bee Gees και ερμηνεύοντας στην αγγλική τραγούδια που έγραψαν οι Gibbs για ’κείνη. Ισχυριζόταν μάλιστα πως ο Maurice Gibb της είχε κάνει πρόταση γάμου – αν αυτό έχει κάποια σημασία... Με τούτα και μ’ εκείνα η νεαρή ακόμη Sarolta, που αρνήθηκε εν τω μεταξύ τη διεθνή της καριέρα για να επιστρέψει στην πατρίδα της, είχε αποκτήσει ήδη το στυλ του ye-ye girl και ίσως, ακόμη περισσότερο, εκείνo της rock woman. Η ίδια διέδιδε, εξάλου, πως είχε γνωριστεί και είχε παίξει στο Νησί με τον Alan Price, τον Georgie Fame και άλλους εκλεκτούς κυρίους (αλήθεια ή ψέμματα δεν έχει σημασία), πράγμα το οποίο «δούλευε» από μόνο του. Τα νέα γκρουπ, που άρχισαν σιγά-σιγά να «μαζεύονται» στη χώρα τ’ άκουγαν όλα τούτα, μάλλον συνεπαρμένα. Μια συμπατριώτισσά τους να έχει τέτοιο παρελθόν; – ήταν μια γοητευτική πρόκληση. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα η Sarolta, που διέθετε μία πολύ καλή και κυρίως εύπλαστη φωνή (ακουγόταν άλλοτε ως pop Faithfull και άλλοτε ως ultra αγριεμένη Joplin) μπήκε μπροστά σε όλα τα μεγάλα συγκροτήματα του ουγγρικού rock (Locomotiv GT, Skorpio, Metro, Omega – οι Bergendy είχαν προηγηθεί) ηχογραφώντας μαζί τους. Εννοούμε δικά της άλμπουμ, στα οποία ως backing band ήταν κάποιοι από τους προαναφερθέντες. Το πρώτο της προσωπικό LP στα seventies πια (έπαιζαν οι Metro) ήταν το “...Ha Fiu Lehetnek” [Qualiton SLPX 17404, 1970]. Εκεί υπάρχει το “Zold borostyan”, απλώς, ένα από τα κορυφαία τραγούδια του ουγγρικού rock. Ανοιχτό drumming, ρέουσα μελωδία με έξοχη υποστήριξη από το rhythm section, κιθαριστικό σόλο απολύτως ενταγμένο στη ροή του κομματιού, απίθανα κοψίματα και κυρίως μια δυναμική, γεμάτη σιγουριά ερμηνεία από την Zalatnay, συνθέτουν ένα έξοχο, ηδονικά ανατριχιαστικό, δείγμα ψυχεδελικού funk.
Το “Zalatnay” [Pepita SLPX 17426] κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά (1971). Στο εξώφυλλο η Sarolta ποζάρει σε μάγκικη φάση, με τα χοντροκομμένα γυαλιά της εποχής (αυτά που φοριούνται και σήμερα) και τα πέτσινα ρούχα, μοιάζοντας περισσότερο με glam-star. Ο ήχος όμως αλλού παραπέμπει. Στο σκληροτράχηλο rock των Free, με prog κατευθύνσεις (παίζουν οι Locomotiv GT, ίσως πριν την ηχογράφηση του πρώτου δικού τους άλμπουμ). Κομμάτια όπως το “Keso esti oran” μένουν στη μνήμη για το άπιαστο drumming του Jozsef Laux, αλλά και τον τσιμεντένιο ήχο του γκρουπ, με την Sarolta να ζωγραφίζει όπως γουστάρει – αν και το ίδιο σπουδαία εμφανιζόταν και στις μπαλάντες (“Munanyag almok”). Ήταν η περίοδος στην οποία το όνομά της βρισκόταν παντού, όντας η απόλυτη «ροκ σταρ» στη χώρα της. Το πέρασμά της από το σινεμά ήταν κάτι ανάμεσα στ’ άλλα. Θα εμφανισθεί σε μερικά φιλμ και, κυρίως, στην ταινία τής Marta Meszaros “Szep Lanyok, Ne Sirjatok!” (Μην Κλαίτε Κοριτσάκια) παίζοντας και τραγουδώντας.
Ο επόμενoς δίσκος της είχε τίτλο “Almodj Velem” [Pepita SLPX 17450] και κυκλοφόρησε το 1972. Πάντα με τους Locomotiv GT πίσω της, η Zalatnay υιοθετεί ένα πιο σοφιστικέ στυλ, τραγουδώντας με έπαρση (με τη σιγουριά δηλαδή μιας τραγουδίστριας που ξέρει ότι είναι πρώτη, γιατί δεν μπορεί να είναι δεύτερη) φάνκικα rock (“Ki tiltija meg”) ή απαιτητικά folk με φωνή που σπάει κόκκαλα (“Adj egy percet”).
Πολλά και τα 45άρια που έγραψε τότε, αρκετά εξ αυτών απόντα από τους μεγάλους δίσκους της. Κάποια –τα καλύτερα και τα πιο heavy– ήταν σε στίχους της Anna Adamis (άγνωστον αν είχε κάποια ελληνική ρίζα), που αποτελούσε στην ουσία το πέμπτο μέλος των Locomotiv GT. Ένα τέτοιο, το “Fekete arnyek” (το εξώφυλλο το βλέπετε πιο πάνω) ακούγεται και στην βρετανική συλλογή.
Τέταρτο και τελευταίο πολύ σημαντικό άλμπουμ της Sarolta Zalatnay –ίσως σημαντικότερο όλων– είναι το “Hadd Mondjam El” [Pepita SLPX 17466] από το 1973. Είναι το πιο funky κι εκείνο που αναζητείται περισσότερο. Όχι χωρίς λόγο. Το παίξιμο από τους Skorpio είναι top of the top, με το εκτός περιγραφής rhythm section των Karoly Freinreisz μπάσο (από τους Metro και τους Locomotiv GT) και Gabor Fekete ντραμς (από τους Hungaria) και βεβαίως με τη φωνάρα της Zalatnay στην καλύτερή της φόρμα. (Φανταστείτε μία πιο... σπουδαγμένη Joplin). Κομμάτια όπως τα “Egyszer”, “Ne hidd el”, “Sracok, oh sracok” και “Hadd mondjam el” είναι βούτυρο στο ψωμί για τους DJs που ψάχνουν στα σκουπίδια για open drums breaks και φάνκικες κοφτερές κιθάρες (παίζει ο Gabor Antal Szucs). Εδώ υπάρχουν όλα. Σε πληθώρα.
Από εκεί και κάτω δεν αξίζει να μείνει κανείς σε πολλά, αν και πρέπει να αναφέρουμε ένα LP που βγήκε τότε (1975) μόνο στη γειτονική Τσεχοσλοβακία –το “Sarolta Zalatnay” [Supraphon 1 13 1643]– στο οποίο η Sarolta ακουγόταν, πάντα με τους Skorpio, να ερμηνεύει αμερικανικό (“Move over” ώπα της, “Heard it through the grapevine”, “Killing me softly”) και.. ουγγρικό songbook. Κι εδώ, άψογη. Άλμπουμ, φυσικά, θα συνεχίσει να κυκλοφορούν, όπως τα “Szeretettel” (1975), “Szines Triko, Kopott Farmer” (1976), “Minden Szo Egy Dal” (1978), “Tukorkep” (1980), “Nem Vagyok En Apaca” (1985), όμως η Zalatnay επέλεγε με τον καιρό άλλη διαδρομή. Αποφασίζει να εκτεθεί στον κόσμο, που την ξέχναγε σιγά-σιγά, εκμεταλλευόμενη οτιδήποτε θα μπορούσε να προκαλέσει... sequel συγκίνηση. Τυπώνει τη ζωή της σε σειρές βιβλίων, που μοσχοπουλήθηκαν στην Ουγγαρία, παντρεύεται, το 1995, τον συμπατριώτη της σκηνοθέτη ταινιών πορνό Csaba Marton (aka Martin del Toro – ολέ ο ταύρος...) και για χάρη του, μάλλον, ποζάρει στα 54 της γυμνή στο Playboy (horny mature...), παίζει στον Big Brother των επωνύμων (camera inside me...), μιλάει δημοσίως για τη σοβαρή ασθένειά της, μπαίνει στη φυλακή καταδικασμένη για απάτες του δικού της τριτοκάναλου CiNN (πλήρης ροκ τρόπος ζωής που λένε...) και γενικώς πράττει οτιδήποτε θα μπορούσε να τη φέρει εκεί όπου ήταν πάντα. Μπροστά από τα φώτα... ακόμη και τα κίτρινα. Funk off...Και κάτι το οποίον ελάχιστοι γνωρίζουν ή θυμούνται. Η Sarolta Zalatnay έχει εμφανιστεί στην Ελλάδα, διαγωνιζόμενη με το τραγούδι "I keep you calling" στην 6η Ολυμπιάδα Τραγουδιού, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, την Παρασκευή 13/7/1973.