Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

ΜΑΡΚΟΣ & ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ... ρεμπέτικα και blues

Αγοράζω, συνήθως, τη σκέτη Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία για να διαβάσω τον Ξανθούλη, τον Ιό, τον Αρανίτση, τον Τάκη Φωτόπουλο (όταν γράφει), όμως εχθές πήρα και την προσφορά. Την Αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη από την Αγγελική Βέλλου-Κάιλ (είχε βγει το 1973 και από τις εκδόσεις Παπαζήση το 1978), και το CD «Το Blues Συναντά το Ρεμπέτικο» των Louisiana Red και Στέλιου Βαμβακάρη (είχε κυκλοφορήσει σε βινύλιο, το 1994, από την Έβδομη Διάσταση του Πάνου Ηλιόπουλου). Παρ’ ότι είχα και το βιβλίο και το δίσκο, έστερξα.
Και μάλλον σωστά έπραξα, αφού το CD είχε δύο επιπλέον tracks, το γνωστό «Η φαντασία στην εξουσία» στην οργανική του έκδοση και το “Greeceland”. (Δε θυμάμαι αν αυτά τα δύο είχαν μπει σε κάποιαν άλλη έκδοση του Ηλιόπουλου –δεν έχω χρόνο να το τσεκάρω– αν και δεν το αποκλείω). Εκείνο πάντως που θέλω να σχολιάσω, εν τάχει, είναι αυτή η γνωστή εμμονή περί της υποτιθέμενης σχέσης blues και ρεμπέτικων. Είπα λίγα λόγια και σ’ ένα προηγούμενο post, με αφορμή το τελευταίο CD του Στέλιου Βαμβακάρη, κι εδώ τα επαναλαμβάνω:
Ξαναρωτώ λοιπόν. Ποία η ανάγκη να «επικοινωνήσει» το blues με το ρεμπέτικο; Τι μας σπρώχνει να τιμήσουμε, σώνει και καλά, δύο παντελώς διαφορετικές παραδόσεις; Γιατί επιμένουμε να κάνουμε λόγο για τα κάποια επουσιώδη «κοινά σημεία» blues και ρεμπέτικων και όχι για την ουσιώδη διαφορετικότητά τους; Πότε θα δεχθούμε, επιτέλους, ότι η θεματολογία δεν μπορεί ν’ αποτελεί –αν είμαστε αυστηροί– ούτε καν το «κοινό επίπεδο» ανάμεσά τους, αφού αυτή θα είναι παντού και πάντοτε η ίδια (στη λαϊκή μούσα τουλάχιστον); Πότε θα αντιληφθούμε, άραγε, ότι τέτοιου τύπου μουσικά fusions δεν είναι αποτέλεσμα μονομανών ενασχολήσεων, αλλά προϊόντα ευρύτερων (κοινωνικών) διεργασιών (μετακινήσεις πληθυσμών, μεταναστευτικά ρεύματα, παγκοσμιοποίηση); 
Έχω την αίσθηση ότι αυτή η ιστορία υποκρύπτει κάτι βαθύτερο, που αφορά στο συλλογικό συνειδητό (έτσι όπως εκφράζεται, φυσικά, από συγκεκριμένα πρόσωπα). Απέναντι στην τεράστια και παγκοσμίου σημασίας κληρονομιά των blues, επιζητούμε να αντιπαραβάλλουμε την επίσης τεράστια, αλλά τοπικής σημασίας, κληρονομιά των ρεμπέτικων. Για ποιο λόγο; Μήπως γιατί απέναντι στον υπερατλαντικό Γολιάθ, πρέπει να υψώσει το ανάστημά του ένας μικρός Δαυίδ; Πολλές φορές συμπεριφερόμαστε σαν να μας έχει ορίσει κάποιος ως προστάτη των μικρών και των αδυνάτων. Σαν να θέλουμε να κεφαλαιώσουμε, μέσω του ρεμπέτικου, όλη την πολιτιστική μας «άμυνα» έναντι του θείου Σαμ. Γιατί, κακά τα ψέμματα, τον θείο Σαμ «εκμεταλλεύτηκε» το blues για να γίνει μουσική του κόσμου. Τέλος πάντων... Προσπαθώ να θυμηθώ πώς ξεκίνησε αυτή η ιστορία. Οδηγούμαι στο ότι η Αγγελική Βέλλου-Κάιλ και ο σύζυγός της Charles Keil έκαναν την αρχή. O Keil είναι ένας προοδευτικός εθνομουσικολόγος (θα τον χαρακτήριζα μαρξιστή με τις παλιές ορολογίες), που έχει γράψει ένα τουλάχιστον κλασικό βιβλίο για το blues, το Urban Blues [εκδ. The University of Chicago Press, Chicago 1966]. Το βιβλίο αυτό το είχα βρει και αγοράσει πριν χρόνια στο παζάρι της Ηφαίστου, χωρίς εξώφυλλο, και το είχα διαβάσει σχεδόν αμέσως. Εκείνη η δεύτερη έκδοσή του από το 1970 ήταν αφιερωμένη στον Malcolm X (μάλλον ήταν και η πρώτη) οδηγημένη από το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» του Μίκη Θεοδωράκη! Ήταν με άλλα λόγια η «ελληνική» περίοδος του Keil... στην οποίαν αναφέρεται, εξάλλου, και η σύζυγός του στην Αυτοβιογραφία. Διαβάζουμε στην αρχή του προλόγου:
«Τον Μάρκο Βαμβακάρη τον γνώρισα στο σπίτι του, οδός Οφρυνίου 35 στ’ Άσπρα Χώματα της Κοκκινιάς, το φθινόπωρο του 1967. Μας είχε στείλει ο Μίγγος Χρήστου, από την Θεσσαλονίκη. Όταν άκουσε ότι ο άνδρας μου και γω ενδιαφερόμαστε να μάθουμε τους δρόμους του μπουζουκιού, τα ταξίμια, μάς σύστησε αμέσως».
Ο Keil δεν ενδιαφερόταν φυσικά μόνο για το ρεμπέτικο, ενδιαφερόταν και για την αφρικανική μουσική (να υποθέσουμε, όπως αφήνει να εννοηθεί η σύζυγός του στην εισαγωγή, πως είχε βρεθεί κι αυτός στη Νιγηρία το 1965, μελετώντας τους... Guys, που κάπνιζαν χασίσι και άκουγαν, θα προσέθετα εγώ, Sir Victor Uwaifo, Fela Ransome-Kuti και Koola Lobitos), όπως ενδιαφερόταν και για τους βαλκανικούς ήχους, αλλά και για την polka και τον τρόπο που διαδόθηκε αυτή στις λευκές λαϊκές τάξεις στην Αμερική. Πρέπει να ήταν λοιπόν ο Keil που άρχισε ν’ ασχολείται, σκιωδώς έστω, με το θέμα blues-ρεμπέτικα, εντοπίζοντας εκεί κάποιες προλεταριακές αναλογίες.
Πάντως, ο πρώτος που έγραψε (σε βιβλίο) για την υποτιθέμενη σχέση πρέπει να ήταν ο συνάδελφος στο Jazz & Tζαζ και πιανίστας Σάκης Παπαδημητρίου στο Rebetika/ Songs from the old greek underworld [εκδ. Komboloi, Athens, 1975] των επιμελητριών Katharine Butterworth και Sara Schneider, δύο Αμερικανίδων που ζούσαν στα μέσα του ’70 στην Αθήνα, συγκεντρώνοντας (στο βιβλίο) τέσσερα δοκίμια σχετικά με το ρεμπέτικο τραγούδι (εκεί και το κεφάλαιο Rebetika and Blues).
Από τα χρόνια του ’80, και βεβαίως του ’90 και πιο μετά, η αρθρογραφία άρχισε να πληθαίνει γύρω από το θέμα, με κείμενα ανούσια τις περισσότερες φορές και ενίοτε με άλλα αντί άλλων. Θυμάμαι ένα κακό άρθρο του Γιώργου Νοταρά στο Δίφωνο, τεύχος 62, Νοέμβριος 2000 με τίτλο «Ελληνικά... Μπλουζ, εκεί που οι στίχοι ησυχάζουν», το οποίο είχα «πολεμήσει» μ’ ένα δικό μου στο Jazz & Tζαζ (τεύχος 95, 2/2001), υπό τον τίτλο “Blues n’ Drugs”. Θα ψάξω να το βρω και κάποια στιγμή θα το ανεβάσω.
O Δημήτρης Αρβανίτης, γραφίστας τότε στο περιοδικό, είχε «θάψει» εκείνο το κείμενο στο εξώφυλλο, βάζοντας απόχρωση μπλε πάνω σε μπλε, επειδή δεν γούσταρε τον τίτλο του! Anyway...

Επειδή όμως η ιστορία προχωρά με ντοκουμέντα και αποδείξεις, θα ’θελα να ήξερα, απ’ αυτούς που υπεραμύνονται της σχέσης blues-ρεμπέτικων, τι στοιχεία παραθέτουν. Το μόνο –στο οποίο αναφέρεται και ο Πάνος Ηλιόπουλος στο CD της Ελευθεροτυπίας– είναι ένα αμερικανικό τζαζ τραγούδι το “How dry I am”, μέσα από το οποίο ο σοβαρός, σε κάθε περίπτωση, ερευνητής του ρεμπέτικου Σπύρος Παπαϊωάννου έβλεπε τον «Μπουφετζή» του Γιώργου Μπάτη. (Κάποια στιγμή η είδηση έφθασε και στα αυτιά του Ζωρζ Πιλαλί, ο οποίος μπλουζοποίησε εκείνο το παλαιό ρεμπέτικο, παίζοντάς το με National Steel, στο άλμπουμ του Θεοκωμωδία το 1994).
Κατ’ αρχάς, για όσους δεν έχουν ακούσει το αμερικανικό τραγούδι, να πω πως δεν είναι ούτε blues, ούτε τζαζ! Καταχωρίζεται δε στα αρχεία κάτω από τα ονόματα των P.J Anderson (στίχοι) και E.S.S. Huntington (μουσική), με χρονιά έκδοσης το 1921.
Πριν από καμμιά δεκαριά χρόνια, μάλιστα, είχα βρει το e-mail του γνωστού αμερικανού μουσικολόγου-ερευνητή Dick Spottswood, και τον είχα ρωτήσει σχετικώς για κάποια αμερικανικά τραγούδια ελληνικού ενδιαφέροντος. «Μισιρλού», “How dry I am” και τέτοια. (Στο δίκτυο υπάρχουν διάφορες πληροφορίες για το συγκεκριμένο σκοπό και την ιστορία του, όμως, προσωπικά, εμπιστεύομαι τα στοιχεία του Spottswood, που είναι ένας αναγνωρισμένος ερευνητής).
Έτσι, για το “How dry I am” τού είχα πει πως είχα κάπου διαβάσει –δεν το θυμόμουν τότε, ούτε τώρα– ότι το είχε ερμηνεύσει ο Gid Tanner με τους Skillet Lickers. Τότε, δεν το είχε επιβεβαιώσει, παρότι δεν το είχε αποκλείσει – αργότερα βρήκα ότι, όντως, το τραγούδι υπάρχει σ' ένα άλμπουμ των Skillet Lickers υπό τον τίτλο “Corn Licker Still In Georgia” με ηχογραφήσεις του ’20, που είχε βγει στην εταιρία Voyager στα seventies. Εξακολουθώ να το ψάχνω. Απεναντίας, μου είχε πει για την version της Wise String Band (στη Vocalion), ηχογραφημένη στην Knoxville του Tennessee την 28/8/1929, αλλά και για εκείνη των Milton Brown and His Brownies από τα thirties, οι οποίοι το ηχογράφησαν ως μέρος ενός medley, που επανεκδόθηκε μάλιστα και σε CD υπό τον τίτλο “Show me the way to go home” (μιλάμε για κουνουπίδι ο τύπος...). Το άκουσα. Σε κάθε περίπτωση το “How dry I am” δεν ήταν blues, αλλά ένα λευκό τραγούδι, που τοποθετείται καθαρά στην κατηγορία hillbilly.
Περισσότερα στοιχεία από το βιβλίο τού Cary Ginell Milton Brown and the Founding of Western Swing [Πανεπιστήμιο του Ιλινόι, 1994]. Τώρα, για το αν η μελωδία του θυμίζει σε κάποια μέτρα τον «Μπουφετζή»... Όντως. Θα μπορούσε δηλαδή να τραγουδηθεί πάνω στον «Μπουφετζή», κάτι που δεν είναι δα και τόσο παράξενο, δύσκολο ή σπάνιο. Συμβαίνει και με άλλα διαφορετικά τραγούδια, χωρίς τούτο να σημαίνει πως υπάρχει από κάτω επιρροή ή κλοπή. Είναι όμως και το άλλο. Υπάρχουν αποδείξεις πως ο Μπάτης είχε από κάπου ακούσει αυτό το αμερικανικό τραγούδι, που τον ενέπνευσε, υποτίθεται, για να γράψει το δικό του; Εδώ, τα χέρια σηκώνονται ψηλά... και τα πόδια, ακόμη, τρέχουν...
Μα, ακόμη κι αν δεχθούμε πως είχε τ' αυτιά του ανοιχτά ο Μπάτης και άκουσε αυτό το σκοπό από κάποια ταινία του Σαρλώ (ο οποίος Σαρλώ, όπως διάβασα, είχε χρησιμοποιήσει σε κάποια δικά του φιλμ τις πρώτες νότες τού “How dry I am”) και περαιτέρω τον αντέγραψε (το σκοπό), συνιστά αυτό το τυχαίο και μεμονωμένο γεγονός σχέση μεταξύ blues και ρεμπέτικων; Δεν το δέχομαι με τίποτα.

9 σχόλια:

  1. Αδαους εγκωμιον μεγας εστι ψογος.Ζωρζ Πιλαλι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μπορεί να μην καταλαβαίνω ποιο είναι το «εγκώμιο» και, κυρίως, ποιος είναι ο «αδαής», αλλά δεν έχει καμμία σημασία… Ευχαριστώ για την επικοινωνία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. μπειτε στο youtube γραψτε οι παπατζηδες και θα εμφανιστει η ομώνυμη ελληνική ταινία-πολύ σπάνια-,όπου κάπου στα μισά εμφανίζεται ο..γιώργος μπάτης στον ρόλο ενός μάγκα.σαν ταινία δεν λέει κάτι αλλά και μόνο που εμφανίζεται ο Μπάτης αρκεί.
    Ι.Τζόνσον

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Υπάρχουν διάφορα clips από τους «Παπατζήδες». Σ’ αυτό που είδα http://is.gd/xTsvS2 ο Μπάτης εμφανίζεται στην αρχή (ο γέρος με τη μαγκούρα, που επιβλέπει τα ζάρια).
    Λοιπόν, Ι. Τζόνσον, έχω δει ταινία από τα τέλη του ’60, στην οποία εμφανίζεται ο Μάρκος Βαμβακάρης ως μέλος της ορχήστρας ενός πάλκου. Δεν τραγουδά, κάθεται πίσω, κρατάει ένα μπουζούκι, και κοιτάει σαν χαμένος. Μου είχε κάνει τόσο εντύπωση, ώστε τον παρακολουθούσα καρφωμένος (το ξαναλέω, ήταν σε πίσω πλάνο). Δε θυμάμαι για ποια ταινία πρόκειται, ούτε ξέρω αν υπάρχει τίποτα σχετικό στο YouTube.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. υπάρχει ενα τετοιο απόσπασμα απο ασπρομαυρη ταινια,όπως το περιγραφεις,στο ντοκυμαντερ μ'αρεσουν καρδιες σαν και την δική μου,όπου όντως ο καψερος ο Μάρκος κοιταει πελαγωμένος,δεν παιζει ενω τραγουδαει λαικα κάποιος που δεν γνωριζω.αν λες αυτό φώντα,υπάρχει στο youtube.οσον αφορα τους παπατζηδες στη σκηνη αυτη μόνο εμφανίζεται ο Μπάτης-εκει δηλ με τα ζαρια.τι φιγούρα όμως?ειδικά εκεί που γουρλώνει τα ματια.
    Ι.Τζόνσον

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ι. Τζόνσον αν μπορείς να βρεις αυτό το κλιπ με τον «χαμένο» Μάρκο, ενημέρωσέ με. Θέλω να το ξαναδώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. μπες στο youtube και γραψε Μαρκος Βαμβακαρης-φραγκοσυριανη.στα 1¨20 περιπου λεπτα εχει το αποσπασμα.επισης γραψε μαρκος live η ατακτη και τον εχεις ζωντανο να τραγουδαει κανονικα απο ενα ντοκυμαντερ της γερμανικης τηλεορασης.Γεια μας ντερβισια!!
    Ι.Τζόνσον

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Μάλλον λες γι’ αυτό το κλιπ
    http://www.youtube.com/watch?v=8VGUMxr3Mqk
    στο 1:31.

    Ναι αυτό είχα δει! Ο Μάρκος μέλος ορχήστρας, πίσω από την τραγουδίστρια και το πρώτο μπουζούκι. Είμαι σχεδόν σίγουρος πως το τραγούδι που ακουγόταν στην ταινία δεν ήταν δικό του. Προφανώς, ή πιθανώς, τον έβαλαν εκεί για να κανα χαρτζιλίκι. Απίστευτο και όμως πραγματικό φίλε μου. Ο μέγας Μάρκος σε ρόλο κομπάρσου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Σχόλια από το fb...

    Yannis Livadas
    Φώντα, αν θυμάμαι καλά το How dry I am ήταν σύνθεση του Irving Berlin. Εννοώ στη μορφή με την οποία το αναγνωρίζουμε σήμερα. Καταγωγικά, η σύνθεση ήταν εκκλησιαστικός ύμνος και κατόπιν το παράλλαξε σημαντικά ο Rimbault. Η μελωδική και ρυθμική του ακολουθία σε επίπεδο παραπομπής είναι σαφώς εκείνη που συνέθεσε ο Berlin. Την καλησπέρα μου.
    (Βάστα όμως να το ελέγξω διότι έχουν περάσει αιωνιότητες από τότε που μελετούσα τέτοια πράγματα).

    Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
    Τότε που το έψαχνα, πριν 20 χρόνια σχεδόν, προσπαθούσαμε να βρούμε ποια εκτέλεση θα μπορούσε να είχε ακούσει ο Μπάτης, αλλά δεν είχαμε καταλήξει κάπου. Έτσι θυμάμαι. Επίσης καλησπέρα Γιάννη.

    Yannis Livadas
    Δεν το συζητώ, και μόνο που αναφέρεσαι σε αυτά και τα σχολιάζεις, είναι ζήτημα. Σε συγχαίρω.

    Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
    Πάντως το "How dry I am" δεν είναι του Berlin. Η μελωδία είναι παραδοσιακή και υπάρχει καταγραμμένη πριν από το 1900. Και τα λόγια είναι πριν από το 1900. Ο Berlin ίσως έβαλε πρώτος το όνομά του από κάτω, όπως συνέβαινε τότε, για να κατοχυρώνουν συνθέτες στην πάρτη τους παλιά τραγούδια. Δεν ξέρω κιόλας για τον Berlin (υποθέτω).

    Yannis Livadas
    Το χαρακτηριστικό σημείο της μελωδίας του ανήκε στον εκκλησιαστικό ύμνο (εννοώ τύπου σπιρίτσιουαλ) με τίτλο Oh Happy Day ο οποίος εντοπίζεται εκατό χρόνια ίσως και παραπάνω πιο πίσω. Το ακριβές σημείο της σύνθεσης στην εκδοχή του Μπάτη, εκείνο το μελωδικό θέμα με τις τετραπλές δηλαδή, όπως το ακούμε, ανήκει στις δύο συνθέσεις που προανέφερα.

    Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
    Για να το ισχυριστούμε αυτό θα πρέπει να ξέρουμε τι είχε ακούσει ο Μπάτης, και αυτό είναι αβέβαιο.

    Yannis Livadas
    Διόλου απίθανο να το είχε ακούσει από το στόμα κάποιου ναυτικού.
    Εντόπισα και αυτό, γιατι οι βιβλιοθήκες μου βρίσκονται στην Ελλάδα, είναι λίαν κατατοπιστικό:
    https://en.wikipedia.org/wiki/The_Near_Future
    Τους χαιρετισμούς μου.

    Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
    Υπάρχει και η άποψη ότι μπορεί να το άκουσε από τα Φώτα της Πόλης (1931) του Σαρλώ. Στη σκηνή με τον μεθυσμένο λένε πως παιζόταν αυτό το κομμάτι. Τώρα από ποια εκτέλεση δεν ξέρω.

    Lefteris Kongalidis
    ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΙ ΦΩΝΤΑ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΠΡΟΣΘΕΣΩ ΟΤΙ Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ EDWARD F.RIMBAULTσε στιχουςPHILLIP DODRIDGE AΠO TO 1921.ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΥΜΝΟ(ΟΗ) HAPPY DAY του 1855.ΔΙΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΕ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟ 1953 ΚΑΙ ΤΟ 1969.ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΟΥΤΕ ΣΤΟ BILLBOARD ΟΥΤΕ ΣΤΟ CASHBOX.

    Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
    Αγαπητέ Λευτέρη εξαρτάται από τις πηγές. Η Wikipedia λέει για τον Berlin π.χ. Στο Variety Music Cavalcade του 1968 γράφεται πως η μελωδία ήταν από παλιό gospel, πάνω στο οποίο είχαν μπει αυτοί οι στίχοι (How dry I am) το 1891.

    Yannis Livadas
    Το ανέφερα αρχικά. Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή