Ήταν αρχές του 2008, όταν κάποιος αναγνώστης του Jazz & Τζαζ – μέσω ενός τηλεφωνήματος – μου ζήτησε να γράψω ένα κείμενο για το ιταλικό prog rock. Δεν γινόταν. Αναφερόμαστε σ’ ένα τεράστιο κεφάλαιο, το οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να αντιμετωπιστεί σε μερικές σελίδες (από ’κείνες που μπορεί να διαθέσει ένα οποιοδήποτε περιοδικό). Παρά ταύτα κι επειδή είχαμε πιάσει, απ’ όσο θυμάμαι, μια καλή κουβέντα, δεν ήθελα να το αποκλείσω. Έπρεπε, δηλαδή, να βρω έναν τρόπο, ώστε κι εκείνον (και όποιους άλλους) να ικανοποιήσω κι εγώ να μην έμπλεκα… γράφοντας ακόμη. Σκέφθηκα, λοιπόν, να χρησιμοποιήσω σαν βάση ένα άρθρο από το βρετανικό περιοδικό Audion (issue #48, Summer 2003), το οποίο είχε τίτλο “The strangest types of spaghetti”. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, προσθέτοντας, αφαιρώντας και επιβεβαιώνοντας (κατά το μάλλον) όσα εθίγοντο έγραψα ένα νέο κείμενο, το οποίο, τώρα, σας το παρουσιάζω και στο blog με τις απαιτούμενες προσθήκες και προσαρμογές. Παρουσιάστηκε δε, σε μια αρχική μορφή για πρώτη φορά, στο Jazz & Tζαζ, στο τεύχος 180, τον Μάρτιο του '08.Η μουσική avant στην Ιταλία, έτσι όπως διασκορπίστηκε σε όλο το σώμα της pop τα τελευταία 40+ χρόνια (jazz, rock, world, electronica, λοιπές «σύγχρονες» τάσεις) έχει τη βάση της στους Φουτουριστές – το καλλιτεχνικό κίνημα των αρχών του 20ου αιώνα, μέσα από το οποίο αναδείχθηκε η, κατά Russolo, «τέχνη των θορύβων». Ο Luigi Russolo (1885-1947) ήταν συνοδοιπόρος του Filippo Tommaso Marinetti ήδη από το 1910, συνδεόμενος πάραυτα με το φουτουριστικό κίνημα. Αφού υπογράψει το περιώνυμο Μανιφέστο, θα πάρει μέρος σε κάθε εκδήλωση, έκθεση ή παράσταση της κίνησης, λίγο πριν, το Μάρτιο του 1913, εκδώσει τη δική του μπροσούρα για την «τέχνη των θορύβων». Αμέσως μετά, με τη βοήθεια του Ugo Piatti, θα ξεκινήσει να κατασκευάζει μία «απίθανη» σειρά μηχανών θορύβου, τις intonarumori, εισχωρώντας για τα καλά πλέον στο επίπεδο της μουσικής/ ηχητικής εφαρμογής. Τον Απρίλιο του 1914, στο θέατρο dal Verme του Μιλάνο, θα διευθύνει το πρώτο φουτουριστικό Grand Concert για 18 intonarumori. Αργότερα, εκείνη τη χρονιά, αυτός και ο Marinetti θα δώσουν παραστάσεις στο London Coliseum. To 1921 κονσέρτα θα δοθούν στο Παρίσι, στο Θέατρο Champs-Elysees, τη βοηθεία 27 intonarumori, ενταγμένα μέσα σ’ ένα ορχηστρικό πλάνο. Το πρόγραμμα διηύθυνε ο (αδελφός) Antonio Russolo (1877-1942) και ανάμεσα στους θεατές, όπως υποστηρίζει ο μύθος, παρευρίσκονταν οι Στραβίνσκι, Ravel, Diaghilev, Milhaud, De Falla και Mondriaan. Ο Antonio θα γράψει διάφορα κομμάτια για τις θορυβομηχανές του αδελφού του. Το 1924 η εταιρία Grammofono θα εκδώσει τα “Corale” και “Serenata”. (To πρώτο ανθολογείται στο CD της Sub Rosa, το οποίο αναφέρεται στις πηγές στο τέλος του κειμένου. Με διάρκεια 2:06, δεν ακούγεται σήμερα και τόσο… θορυβώδες – πρόκειται για έναν... ακαλαίσθητο συνδυασμό πρωτοπορίας a la Στραβίνσκι και κάποιων θορύβων, που μοιάζουν με αναδράσεις. Ενθύμιον).Δύο «μορφές» της κλασικής avant που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της... nuova futurista ήταν ο Luciano Berio (1925-2003) και ο Bruno Maderna (1920-1973). Οι δυο τους, το 1955, θα ιδρύσουν στο Μιλάνο το Studio di Fonologia, το πρώτο στούντιο ηλεκτρονικής μουσικής στην Ιταλία. Για κάποια χρόνια ο Berio θα δώσει εκεί όλον τον δημιουργικό εαυτό του οργανώνοντας κονσέρτα και εκδίδοντας μία μουσική επιθεώρηση, και τα δύο υπό το όνομα Incontri Musicali. Σ’ ένα άλμπουμ της ολλανδικής Bvhaast, που διαρκώς επανεκδίδεται, το 7o της σειράς Acousmatrix, συγκεντρώνονται οι... φουτουριστικές τους εγγραφές (“Momenti”, “Thema-Ommagio a Joyce”, “Visage” για τον πρώτο και “Le Rire”, “Invenzione su una voce” για τον δεύτερο), στις οποίες πρωταγωνιστεί η... ιλιγγιώδης φωνή της Αμερικανο-αρμένισσας Cathy Berberian – μούσα ακόμη για τους Bussotti, Cage, Milhaud, Pousseur κ.ά. Ένας άλλος της παρέας, στην κληρονομιά του οποίου στηρίχτηκαν, στη δεκαετία του ’70, μπάντες όπως οι Pierrot Lunaire και οι Opus Avantra, ήταν ο Luigi Nono (1924-1990). Tο άλμπουμ των γερμανικών Edition RZ “A Carlo Scarpa/ A Pierre/ Guai Al Gelidi Mostri” περιλαμβάνει σημαντικά έργα του ιταλού πρωτοπόρου, αναφορικώς με το... new listening. Όπως αντιλαμβάνεστε η λίστα των ιταλών πιονιέρων της πρώιμης ηλεκτρονικής και της «πρωτοπορίας» είναι εκτεταμένος (εδώ είναι των Ελλήνων...) και ονόματα όπως εκείνα των Pietro Grossi, Enore Zaffiri, Domenico Guaccero, Marino Zuccheri, Aldo Clementi κ.ά. σίγουρα θα λένε πολλά στους ρέκτες του είδους – τους περισσότερους μάς τους γνώρισε καλύτερα τα τελευταία χρόνια η εταιρία Die Schachtel από το Μιλάνο –, όμως μία εις βάθος αναφορά ξεφεύγει από τα πλαίσια ενός κειμένου «γνωριμίας».Μαθητές του Luigi Nono υπήρξαν βασικά μέλη των Musica Elettronica Viva (σίγουρα κάποιοι – αν όχι όλοι – από τους Frederic Rzewski, Allan Bryant, Richard Teitelbaum, Alvin Curran και John Phetteplace), ενός γκρουπ που σχηματίστηκε στη Ρώμη το 1966, «σταλμένο» να παίξει καίριο ρόλο στη διαμόρφωση της νέας ηλεκτρονικής. Αν και λιγότερο... ηλεκτρονικοί απ’ ό,τι υπονοούσε το όνομά τους, οι MEV, κυρίως με τα δύο άλμπουμ τους στη γαλλική Byg (“The Sound Pool” 1969, “Leave the City” 1970), αλλά και με το “Live Electronic Music Improvised”, το split LP με τους Βρετανούς AMM στην Mainstream , θα δώσουν μία lo-fi, «χειροπιαστή» διάσταση στην avant-garde, καθότι, όπως γράφει και ο David Toop στον «Ωκεανό του Ήχου»: «η μερική απομάκρυνση από τα κύρια μουσικά όργανα των συναυλιών jazz και κλασικής, ήταν μία πράξη τόσο πολιτική όσο και μουσική» (έχει βάση). Έχω γράψει στο παρελθόν (1999) ξεχωριστό κείμενο για τους MEV στο Jazz & Τζαζ (όρα πηγές), το οποίο δεν το έχω σε doc και θα πρέπει να το ξαναχτυπήσω για να μπει κι εδώ. Δύσκολο, για την ώρα.Λίγο πριν από τους MEV ξεκινούν το δικό τους ταξίδι και οι Gruppo di Improvvisazione Nuova Consonanza (GINC), μία μοναδική περίπτωση (θα εξηγήσω γιατί) στην ιστορία του avant ήχου. Σχηματίζονται στη Ρώμη, το 1964, από τον Franco Evangelisti, όταν αυτός έρχεται σ’ επαφή με τον live improv ήχο των New Music Ensemble – ομάδα επί κεφαλής της οποίας ήταν ο αμερικανός πιονιέρος του πρώιμου electro Larry Austin. Με μιας ο Evangelisti αρχίζει να αντιλαμβάνεται το «παρακάτω». Αν και υπήρξε (και αυτός) θιασώτης του Stockhausen και των νέων ανατροπών, ξεκινά να προβληματίζεται, στην πορεία, σε σχέση με το αισθητικό περιβάλλον της σχολής του Darmstadt. Παραλλήλως με τον Henry Flynt και τον Cornelius Cardew των AMM (υποθέτω όχι κατόπιν συνεννοήσεως) αρχίζει να διαμορφώνει μία νέα πλατφόρμα, που να στηρίζεται και πάλι στον παράγοντα «άνθρωπος» (κυρίως όσον αφορά στην συναισθηματική αποδοχή της παραγόμενης μουσικής). Για την υλοποίηση αυτού του στόχου βάζει κατά νου το εξής απλό σχέδιο. Να δημιουργήσει ένα γκρουπ, το οποίο να αποτελείτο μόνον από συνθέτες! Ήθελε, έτσι, να προτείνει μία καινούρια «ανοιχτή φόρμα» ηχητικής παραγωγής, όπου ο αλεατορισμός και ο αυτοσχεδιασμός θα είχαν περαιτέρω νόημα, από τη στιγμή κατά την οποία ο συνθέτης-μέλος θα μπορούσε να διαχειριστεί αυτομάτως (και) συνειδητές επιλογές. Επεδίωκε, δηλαδή, την άμεση μετατροπή της θεωρίας σε πράξη, παρέχοντας τη δυνατότητα στους συνθέτες-μουσικούς του, να δουν εν τη γενέσει τους όσα τους απασχολούσαν. Απευθύνθηκε γι’ αυτό, όπως ήταν φυσικό, σε μερικά από τα ταλέντα της γενιάς του. Ήτοι τους: Mario Bertonchini κρουστά, John Heinemann τρομπόνι, Roland Kayn hammond, Ennio Morricone τρομπέτα, Jerry Rosen κλαρινέτο, Frederic Rzewski πιάνο και Ivan Vandor τενόρο (αν και όλοι χειρίζονταν περισσότερα όργανα ή έκαναν φωνητικά). Ο ίδιος θα κρατούσε για τον εαυτό του το ρόλο του πιανίστα. Με αυτήν ακριβώς τη line-up οι GINC θα ηχογραφήσουν το πρώτο φερώνυμο άλμπουμ τους, στην ιταλική RCA το 1966. Για κάποια χρόνια θα αποτελέσουν μόνιμη ατραξιόν στο avant κύκλωμα της Ρώμης και μία παράστασή τους στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της ιταλικής πρωτεύουσας το 1967 θα μαγνητοσκοπηθεί από τη γερμανική τηλεόραση (πρόκειται για το DVD του πακέτου “Azioni” της εταιρίας Die Schachtel, που κυκλοφόρησε το 2006 – περιλαμβάνει εγγραφές από τα «ηρωικά» χρόνια 1967-69). Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που «δουλεύουν» οι GINC. Σκυμμένοι όλοι πάνω στα όργανα, έχουν την κίνηση να πρωταγωνιστεί και όχι την προσωπική τους έκφραση. Ας μην τα πω όλα τώρα... Να σημειώσω μόνον το εξαιρετικό άλμπουμ “Musica Su Schemi” στην Cramps από το 1976, με τους Evangelisti, Macchi, Morricone, Neri, Piazza, Schiaffini. Και ναι, οι Nuova Consonanza ήταν το γκρουπ του Μαέστρου.Ένα από τα πρώτα συγκροτήματα που επιχείρησαν να παίξουν ένα κάποιο είδος θορύβου στην ιταλική pop σκηνή των sixties ήταν οπωσδήποτε οι Le Stelle Di Mario Schifano, μία ομάδα οργανωμένη γύρω από τον collage maker, φωτογράφο, ποιητή και άλλα τινά Mario Schifano (1934-1998), τούτη την ξεχωριστή φιγούρα του τοπικού underground – την σφόδρα επηρεασμένη από την περσόνα και τα γενικότερα καλλιτεχνικά κατορθώματα του Andy Warhol (εξάλλου οι Le Stelle «ισοδυναμούσαν» στη συνείδησή του με τους Velvets). Το μοναδικό τους άλμπουμ από το 1967 περιλαμβάνει ένα εκτεταμένο θέμα (17:40), ανάμεσα σε άλλα πιο «συμβατικά», το οποίο δεν είναι εύκολο να περιγραφεί. Folk, garage, improv, experimental, electro (φανταστείτε κάτι προς πιο χαοτικούς Pink Floyd της Syd Barrett-era), όλα στριμώχνονται, έτσι όπως στριμώχνονται, δίχως να παίρνεις ανάσα. Πολύ πιο ριζοσπαστικό άκουσμα (γιατί ήταν ’67) σε σχέση με τα γνωστότερα αγγλο-αμερικανο-σαξονικά. Κυκλοφόρησε σε λίγες δεκάδες κόπιες στην εποχή του, αλλά το επανεξέδωσε, όπως πρέπει, σε βινύλιο η ιταλική Akarma, πριν από μερικά χρόνια.Εκτιμώ αφάνταστα τα πρώτα άλμπουμ του Franco Battiato – όχι πως αργότερα, στα eighties ή τα nineties, δεν παρουσίασε αξιόλογες δουλειές, άσε την Eurovision το ’84... – αλλά έργα όπως τα “Fetus” (1972), “Pollution” (1973), “Sulle Corde di Aries” (1973) και “Clic” (1974), όλα στην εταιρία Bla Bla, δεν έχουν όμοιά τους. Ο Battiato επιχείρησε να συνδέσει το progressive rock της εποχής (ξεκίνησε αυτού τoυ τύπου τη διαδρομή μ’ ένα άλλο σχήμα της Bla Bla, τους Osage Tribe) με στοιχεία μινιμαλισμού, concrete patterns και ηλεκτρονικά, δημιουργώντας ένα συναρπαστικό αμάλγαμα. Τα ενθουσιώδη λόγια του Frank Zappa, του Jim O’Rourke και άλλων, μέσα στα χρόνια, πάλι λίγα είναι για να περιγράψουν το τι στ’ αλήθεια «παίζει» σ’ εκείνους τους δίσκους. Όμως η συμβολή του Battiato στην ιταλική avant σκηνή υπήρξε γενικότερα σημαντική, αφού ως βασικός στέλεχος της Bla Bla προωθούσε ή βοηθούσε (και όχι μόνο στο δικό του label) μουσικούς και συγκροτήματα που, αμέσως, τον ενδιέφεραν. Πρώτοι οι Jumbo, οι οποίοι υπήρξαν ένα καλό prog-rock σχήμα των early seventies (κάπως έτσι κυκλοφόρησαν δύο άλμπουμ μέσα στο ’72). Την επόμενη χρονιά όμως, όταν θα συνεργαστούν με τον Battiato και τον περκασιονίστα Lino “Carpa” Vaccina (από την ομάδα της Bla Bla) θα δώσουν το εξαίρετο “Vietato Ai Minori di 18 Anni?” [Philips] βγάζοντας γλώσσα... Ο Vaccina είχε ξεκινήσει από τους Aktuala, ένα γκρουπ με ιδιαίτερο folky ήχο, κοντά στο στυλ των Third Ear Band, των πιο ακουστικών Embryo και των Oregon. Με το δεύτερο LP τους “La Terra” [Bla Bla, 1974] κάνουν τη διαφορά. Είχαν, βλέπετε, στη σύνθεσή τους ένα μουσικό, που έφτιαξε τρανταχτό όνομα τα επόμενα χρόνια, τον Ινδό Trilok Gurtu! Ο Walter Maioli, πνευστός των Aktuala, o Riccardo Sinigaglia (με τη θεαματική «κιμπορντική» καριέρα στα 80s – θα πω και πιο κάτω γι’ αυτόν) και κάποιοι ακόμη δημιουργούν το 1980 τους Futuro Antico. Το μοναδικό τους άλμπουμ “Dai Primitivi All’ Elettronica” [Casal Gajardo] θα κυκλοφορήσει σε 350 αριθμημένα αντίτυπα για πρώτη φορά το 1990. Ακόμη πιο μπροστά, με το ηλεκτρονικό, σαμανικό τους ethnic. Ένα από τα πλέον αυτόνομα γκρουπ των ιταλικών early seventies ήταν οι N.A.D.M.A. (Natural Arkestra de Maya Alta), μία 8μελής ομάδα που άφησε πίσω της ελάχιστες εγγραφές. Τους αποτελούσαν οι: Marco Cristofolini βιολί, κρουστά, Davide Mosconi πιάνο, Marino Vismara τσέλο, Otto Corrado Davis σαξόφωνα, Gianfranco Pardi σαξόφωνα, τρομπέτα, Mino Ceretti κοντραμπάσο, Ines Klok άρπα, κρουστά, βιολί, Gustavo Bonora βιολί – οι περισσότεροι με μουσικούς ή άλλους ρόλους στο παρελθόν (ο Cristofolini είχε παίξει με τον Don Cherry). Τούτοι, επιχείρησαν να εμφανίσουν τις (αγαπημένες) τους afro και ανατολίτικες αναφορές, διαμορφωμένες μέσα από αυτοσχεδιαστικές πρακτικές, αλλά με σαφή avant διάθεση. Το μοναδικό τους άλμπουμ “Uno Zingaro di Atlante Con un Fiore a New York” [RCA, 1973] είναι εξαιρετικώς ενδιαφέρον... μέσα από τη δυστροπία του. Το 2006 κυκλοφόρησε κι ένα ανέκδοτο δικό τους live στο Μιλάνο από το 1973, το “Paura” [Alga Marghen]. Κοντά στον πρώιμο ήχο του Battiato κινήθηκαν και οι Albergo Intergalattico Spaziale, ένα γκρουπ που άφησε πίσω του ένα μόνον LP [LDM, 1978]. Παράξενο άκουσμα στα όρια του gothic, στηρίχτηκε στα keyboards του Mino Di Martino και τα χαοτικά φωνητικά της Terra di Benedetto. Κι αυτό, ευτυχώς, επανεκδώθηκε σε βαρύ βινύλιο πριν από κάποια χρόνια. Το ιταλικό προχώ-rock δεν ήταν μόνον κάποια από τα διεθνή ονόματα που μαθεύτηκαν εγκαίρως στην Ελλάδα (New Trolls, Premiata Forneria Marconi, Banco). Μιλάμε για μία χωρίς πάτο σκηνή, που είναι δύσκολο να την προσεγγίσεις ακόμη και μέσα από «περιορισμούς». Στο χώρο του «πειράματος» που εδώ μας ενδιαφέρει, υπάρχουν κάποια ονόματα τα οποία πρέπει, έστω και σ’ ένα περιγραφικό κείμενο όπως αυτό, ν’ αναφερθούν οπωσδήποτε. Πρώτοι και καλύτεροι οι Area, το γκρουπ του Demetrio Stratos, για τους οποίους έχω γράψει πολλές φορές στο περιοδικό. Από τη μεγάλη δισκογραφία τους αξίζει εδώ να μνημονεύσω δύο άλμπουμ, το “Maledetti” [Cramps, 1976] και το “Event ’76” [Cramps, 1979]. Και τούτο γιατί σ’ εκείνα τα LP διακρίνονται τα πιο avant στοιχεία της μουσικής τους – όσα, σαφώς, μπορεί να μπουν κάτω από μια ταμπέλα τύπου “musica futurista”. Αναφέρομαι στην περίοδο όπου οι Area, με τις παρουσίες των Steve Lacy σοπράνο και Paul Lytton κρουστά, επεκτείνονται ακόμη περισσότερο προς την jazz και τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, παράγοντας μουσικές που ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα (ακόμη και για ένα progressive rock σχήμα). Patrizio Fariselli πιάνο, Demetrio Stratos φωνή, Paolo Tofani κιθάρα και οι «δύο ξένοι», συναρπάζουν το πλήθος με το “Caos II parte”, ένα θέμα που καταλαμβάνει τα 30 λεπτά, από τα 40 συνολικώς, του “Event’ 76” (τo άλμπουμ μπορεί να πρωτοκυκλοφόρησε το ’79, περιείχε όμως αποσπάσματα από ένα live στο Μιλάνο, στο Universita Statale, τρία χρόνια νωρίτερα). Το “Caos (parte seconda)” είναι, βεβαίως, το last track από το “Maledetti”, την concept επιτομή των Area, γύρω από τις εξουσιαστικές δομές ενός φανταστικού κράτους, λίγο πριν παραδωθεί αυτό στο... χάος. Ο Demetrio Stratos με την “Metrodora” [Cramps, 1976] και ιδίως με το “Cantare la Voce” [Cramps, 1978], ξεπερνά τα... επιτρεπτά όρια με τις διπλοφωνίες και τριπλοφωνίες του (“Investigazioni”), σπάζοντας στα φωνολογικά της άκρα, την «καρδιά» των μοιρολογιών της Ηπείρου (“Mirologhi 1”, “Mirologhi 2”).
Οι Opus Avantra με τα “Donella Del Monaco” [Trident, 1974] και “Lord Cromwell Plays Suite for Seven Vices” [Suono, 1975], στηριγμένοι στα φωνητικά της Donella Del Monaco και τα keyboards του Alfredo Tisocco επιχειρούν τον απόλυτο συνδυασμό της μεγάλης παράδοσης της ιταλικής όπερας, με την avant των Henry Cow, τη free-jazz και τις ευρύτερες ηχητικές παραδοξότητες. Ειδικώς το πρώτο τους άλμπουμ δεν παίζεται... Οι Pierrot Lunaire έκαναν ένα πρώτο LP, το φερώνυμο στην It το 1974, που ήταν πιο κοντά στο prog-folk κι ένα δεύτερο το “Gudrun” στην ίδια εταιρία το ’77, που ήταν το πιο ριζοσπαστικό τους. Avant-rock, με προχωρημένη χρήση των keyboards και την πειραματική διάθεση σε σταθερές δόσεις. Στα keyboards ο Arturo Stalteri και στα φωνητικά η Jacqueline Darby. Ακόμη πιο avant, το “Andre Sula Luna” του Stalteri [It, 1979] κινείται σε ambient, συστεμικές φόρμες και θεωρείται, είναι δηλαδή, ένα από τα σημαντικότερα instro άλμπουμ της περιόδου. Από κοντά και οι Saint Just, κυρίως με το δεύτερο άλμπουμ τους, το “La Casa del Lago” [EMI, 1974] κατορθώνουν να φτιάξουν το απόλυτο στοιχειωμένο progressive folk στηριγμένοι και αυτοί σε μία (μεγάλη) γυναικεία φωνή, την Jane Sorrenti. Το “Tristana” είναι κομμάτι για το έρημο νησί (όπως λένε...).Σ’ ένα πιο jazz, ελεύθερο πεδίο κινήθηκε ο περκασιονίστας Andrea Centazzo. Στο δικό του “Ictus” [PDU, 1974] είχα αφιερώσει «δισκορυχείον» (τεύχος 129, 12/2003). Jazz electronica και Canterbury rock συνομιλούν σ’ ένα έργο με ισχυρό πολιτικό στοιχείο. Ακόμη, ο Centazzo κρύβεται πίσω από το project Elektriktus και το μοναδικό τους άλμπουμ “Electronic Mind Waves” [PDU, 1976]. «Γερμανική» περίπτωση, τα «ηλεκτροκύματα του μυαλού» παραπέμπουν στα γνωστά synth-space έργα του krautrock. Δυσεύρετο σε βινύλιο, κυκλοφόρησε το 2007 σε CD. Ένα άλλος Ιταλός, που φλέρταρε εντόνως με το krautrock ήταν ο Roberto Cacciapaglia. Το “Sonanze” [PDU, 1975] είναι το δίκο του opus, με αναφορές στα πρώτα του Klaus Schulze (“Irrlicht”, “Cyborg”) και με παραγωγό τον Rolf-Ulrich Kaiser, έναν από τους kraut πρωτεργάτες. Φουτουριστικές αναφορές, tapes, κολάζ, παρουσία ορχήστρας, φωνές, όλα σε... ταξιδευτικούς συνδυασμούς. Ο Cacciapaglia, όπως και ο φίλος του Battiato εξάλλου, θα εξελιχθεί σ’ έναν all around pop συνθέτη, δίχως να εγκαταλείψει ποτέ την «πρωτοπορία». Μία ιδιάζουσα περίπτωση avant γκρουπ ήταν οπωσδήποτε εκείνη των Stormy Six. Με διαφοροποιήσεις στον ήχο τους μέσα στα χρόνια (pop και psych στα 60s, folk, avant folk, Rock in Opposition στα late 70s/early 80s) οι Stormy Six υπήρξαν ένα από τα πιο πολιτικοποιημένα σχήματα της χώρας, με σαφείς σχέσεις με το τότε Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα – ένα από τα πρώτα τους 45άρια εξάλλου ήταν έκδοση του PCI. Από τα οκτώ LP που έγραψαν μέχρι το 1982, το “Macchina Maccheronica” [L’ Orchestra, 1980] είναι εκείνο με τον πιο radical ήχο. Με στοιχεία από την σύγχρονη jazz, το folk, το μουσικό θέατρο του Weill και το avant-rock των Henry Cow οι Stormy Six δημιουργούν μίαν «άκομψη» πλατφόρμα, επί της οποίας απλώνονται οι στίχοι του Umberto Fiori – ο «τρίτος δρόμος» για την ανάπτυξη μιας μουσικής για την εργατική τάξη, απομακρυσμένη τόσο από την «συντηρητική» παράδοση της κλασικής, όσο και από το δημοφιλές λαϊκό φολκλόρ. Ηχογραφημένο στην Σουηδία και την Ιταλία από τους Tomasso Leddi βιολί, μαντολίνο, άλτο, κιθάρα, όργανο, Georgie Born βιολοντσέλο, Leonardo Schiavone κλαρινέτο, τενόρο, Umberto Fiori φωνή, Franco Fabbri κιθάρα, τρομπόνι, βιμπράφωνο, Salvatore Garau ντραμς και Pino Martini μπάσο, το έργο αυτό έγινε αρκετά δημοφιλές στην Ιταλία και ακόμη, στην (τότε) Ανατολική Γερμανία – χώρα στην οποία το γκρουπ όχι μόνον εμφανίστηκε live, αλλά και κυκλοφόρησε ένα LP-συλλογή, το “Alternative” [Amiga, 1980] κάτω από το όνομα... Macchina Maccheronica.Στη δεκαετία του ’80, καθώς και στα πρώτα χρόνια του ’90 νέα ηχητικά δεδομένα που σχετίζονταν με το βρετανικό new wave, το «βιομηχανικό θόρυβο» την synth-pop, αλλά και την ευρύτερη synth music, άρχισε να ενσωματώνονται στην καθημερινή μουσική, προσφέροντας νέα φουτουριστικά ρίγη. Οι Tasaday, όνομα δανεισμένο από μία φυλή ιθαγενών που εξακολουθεί(;) να ζει στα τροπικά δάση της νήσου Mindanao των Φιλιππίνων, ήταν οι πρώτοι που «άνοιξαν» το χορό το 1982. Με έδρα την Brianza (περιοχή στους πρόποδες των Άλπεων, στη βορειοδυτική Λομβαρδία), σχηματίζονται από την ένωση δύο προηγουμένων γκρουπ, των Die Form και των Orgasmo Negato, για να πάρουν το όνομα Tasaday το 1984. Μέσα στη δεκαετία έδωσαν πάμπολλα live, εξέδωσαν fanzines, τρία LP και άγνωστο αριθμό κασετών. Στα nineties «οπισθοχώρησαν» κάπως, αφού κυκλοφόρησαν μόνο ένα(;) CD, για να επανέλθουν με περισσότερη όρεξη στα 00s, δίνοντας συνεχώς παραστάσεις και ηχογραφώντας καινούριο υλικό (τουλάχιστον τέσσερα CD). Φυσικά, σε όλην αυτή την 25ετία υπάρχουν μεταβολές στην ηχητική τους βάση. Εκείνο, που δείχνει να μην μεταβάλλεται στους Tasaday είναι η διάθεσή τους για πειραματισμούς και ανατροπές. Από τα άλμπουμ τους θα άξιζε ν’ αναφέρω ως χαρακτηριστικό τους το “L’ Eterna Risata” [ADN, 1990], μία baroque, «σκοτεινή» έκδοση των Aktuala και των Third Ear Band, που... φοβίζει.Οι Andreolina αποτελούνταν από τους Pierluigi Andreoni κρουστά, samples και Silvio Linardi synths, samples. Δεν πρέπει να ηχογράφησαν εκτενώς. Το LP τους “An Island In the Moon” [ADN, 1990], στο οποίο συμμετέχει και ο Riccardo Sinigaglia, είναι... far away από τους Tuxedomoon της περιόδου. Στο όνομα του Sinigaglia αναφέρθηκα και λίγο πιο πάνω, αφού υπήρξε μέλος των Futuro Antico το 1980. Αρχιτέκτονας και μουσικός ο Sinigaglia ντεμπουτάρει με το “Watertube Ringspiel” [ADN, 1985], το οποίο κυκλοφόρησε μόνο σε κασέτα. Ήχος; Cosmic ηλεκτρονική alla 70s. Την επόμενη χρονιά δίνει το “Riflessi” [ADN], ένα πολύ προχωρημένο LP σύγχρονης (τότε και πάντα) electronica, στηριγμένο στα computers και τα samples. Περίπου εκείνη την εποχή ιδρύει και τους Correnti Magnetiche (με τη συμμετοχή και του Tomasso Leddi των Stormy Six), ένα... οπτικοακουστικό γκρουπ, που έγραψε κι αυτό ένα άλμπουμ το 1989, πάντα στην ADN (Auf Dem Nil) – το απόλυτο avant label των ιταλικών 80s με έδρα το Μιλάνο.Από την ADN φαίνεται πως ξεκίνησαν δύο ακόμη ιταλικά σχήματα της εποχής. Οι Doubling Riders (1985), στους οποίους ο Sinigaglia είχε ρόλο και οι La 1919 (1985). Οι πρώτοι ανακάλυψαν το... internet, τουλάχιστον μία δεκαετία πριν. Πώς δούλευαν; Μία βασική ομάδα (Pierluigi Andreoni, Francesco Paladino, Riccardo Sinigaglia) ηχογραφούσε κάποια κομμάτια, δίνοντάς τα μετά μέσω ταχυδρομείου ή... πηγαίνοντάς τα με τα πόδια, σε σε μία δεύτερη ομάδα μουσικών ή, τρίτον, σε μεμονωμένα άτομα, τα οποία διαμόρφωναν την ήδη υπάρχουσα σύνθεση (προσέθεταν ή αφαιρούσαν), ξαναστέλνοντάς την πίσω και ούτω καθ’ εξής, μέχρι να προκύψει κάτι ολοκληρωμένο. Προέκυψε; Έτσι φαίνεται, αν ακούσει κάποιος, έστω και μέσω downloading, κάτι από το 2LP “Doublings & Silences, Vol.II” [ADN, 1987]. Οι La 1919, πιο κοντά στη Rock In Opposition αισθητική, έκαναν ντεμπούτο με την κασέτα “L’ Enorme Tragedia” το 1985. Έχουν ηχογραφήσει εκτενώς, LPs και CDs, μεταφέροντας κάτι από το πνεύμα των Stormy Six στα πιο καινούρια χρόνια. Στο “Giorni Felici” [Materiali Sonori, 1997] συμμετέχει πάντα ο Luciano Margorani (κιθάρες, samples) και ακόμη οι Henry Kaiser, John Oswald και Franco Fabbri, πρώην στέλεχος των Stormy Six.Κι αν υπάρχει κάτι σημερινό, που να με ένωσε, προσωπικώς, με το ιταλικό «χθες», αυτό δεν ήταν άλλο από το άλμπουμ "Eclipse" [Wallace/ Amirani] των Ear & Now, που κυκλοφόρησε πέρυσι. Αν το εξώφυλλο (κάποιες φορές) μπορεί να είναι δηλωτικό του παραμέσα – της ιδιαιτερότητας, δηλαδή, του παραμέσα –, τότε η «Έκλειψη» είναι ένα τέτοιο cover. Σκοτεινό γκριζο-πράσινο, γκοφρέ, gatefold χαρτόνι, με τη γεωμετρική απεικόνιση του μηχανισμού της σεληνιακής έκλειψης επάνω του. Ψάχνοντας λίγο τα ένθετα – πριν το άκουσμα του CD – αρχίζεις να προσανατολίζεσαι. Κατ’ αρχάς από τη line-up… Alberto Morelli αρμόνιο, fender rhodes, ακουστική κιθάρα, σφυρίχτρα, Paolo Cantu ηλεκτρική κιθάρα, κλαρινέτο, Xabier Iriondo ηλεκτρική κιθάρα, ηλεκτρονικά, Rosa Corn απαγγελίες, Gianni Mimmo σοπράνο, Federico Cumar τρομπόνι, Cristian Calcagnile ντραμς, Federico Sanesi τάμπλα, Roberto Mazza όμποε. Ακολουθεί η ακρόαση. Όχι κάτι συνηθισμένο. Αναφερόμαι, κατά βάση, σ’ ένα συνδυασμό improv-jazz και ηλεκτρονικών, τα οποία (ηλεκτρονικά) χρησιμοποιούνται όχι με την έννοια των… απροειδοποίητων live electronics, αλλά ως συγκεκριμένα «χαλιά», συνήθως kraut προέλευσης. Φερ’ ειπείν στο μεγαλύτερο σε διάρκεια track του άλμπουμ, το σχεδόν 10λεπτο “Pairidaeza”, έχουμε μία «πνευστή» free form εισαγωγή, πίσω από την οποίαν έρπονται ηλεκτρονικές ατμόσφαιρες. Προϊόντος του χρόνου τα ηλεκτρονικά καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο χώρο, πριν το πράγμα εξελιχθεί, μετά τα 5 ½ λεπτά, προς μία τυπική early Tangerine Dream κατασκευή. Καταπληκτικό κομμάτι. Όπως και το φερώνυμο “Eclipse” με τα electro «βιομηχανικά» στοιχεία, τις τάμπλες του Sanesi και τη farfisa του Cantu (κάπως σαν τζαζοποιημένους Ainigma). Σπουδαίο, βινυλιακής διάρκειας άλμπουμ (42:49), που κάνει τη διαφορά.
Ας σταματήσω, όμως, εδώ την πρώτη αυτή προσέγγιση, γιατί τέλος δεν υπάρχει...
Πηγές:
1. An Anthology of Noise & Electronic Music/ first a-chronology 1921-2001 (Sub Rosa)
2. Audion, explorations in sound and music..., issue #48, Summer 2003 (The strangest types of spaghetti)
3. Berio-Maderna, Acousmatrix-History of electronic music VII (Bvhaast)
4. magnifiCathy, The Many Voices of Cathy Berberian (Wergo)
5. www.die-schachtel.com
6. Jazz & Tzaz, τεύχος 72 ,3/1999, άρθρο για τους Musica Elettronica Viva
7. Thorsten Wagner, Franco Evangelisti und die Improvisationsgruppe Nuova Consonanza, εκδ. PFAU, Saarbrucken, 2004
8. Jazz & Tzaz, τεύχος 61, 4/1998, άρθρο για τους Area
9. Paolo Barotto, Il Ritorno del Pop Italiano, εκδ.Vinyl Magic, Milano 1990
10. Jazz & Tzaz, τεύχος 65/66, 8/1998, άρθρο για τους Stormy Six
11. www.italianprog.com
Οι Opus Avantra με τα “Donella Del Monaco” [Trident, 1974] και “Lord Cromwell Plays Suite for Seven Vices” [Suono, 1975], στηριγμένοι στα φωνητικά της Donella Del Monaco και τα keyboards του Alfredo Tisocco επιχειρούν τον απόλυτο συνδυασμό της μεγάλης παράδοσης της ιταλικής όπερας, με την avant των Henry Cow, τη free-jazz και τις ευρύτερες ηχητικές παραδοξότητες. Ειδικώς το πρώτο τους άλμπουμ δεν παίζεται... Οι Pierrot Lunaire έκαναν ένα πρώτο LP, το φερώνυμο στην It το 1974, που ήταν πιο κοντά στο prog-folk κι ένα δεύτερο το “Gudrun” στην ίδια εταιρία το ’77, που ήταν το πιο ριζοσπαστικό τους. Avant-rock, με προχωρημένη χρήση των keyboards και την πειραματική διάθεση σε σταθερές δόσεις. Στα keyboards ο Arturo Stalteri και στα φωνητικά η Jacqueline Darby. Ακόμη πιο avant, το “Andre Sula Luna” του Stalteri [It, 1979] κινείται σε ambient, συστεμικές φόρμες και θεωρείται, είναι δηλαδή, ένα από τα σημαντικότερα instro άλμπουμ της περιόδου. Από κοντά και οι Saint Just, κυρίως με το δεύτερο άλμπουμ τους, το “La Casa del Lago” [EMI, 1974] κατορθώνουν να φτιάξουν το απόλυτο στοιχειωμένο progressive folk στηριγμένοι και αυτοί σε μία (μεγάλη) γυναικεία φωνή, την Jane Sorrenti. Το “Tristana” είναι κομμάτι για το έρημο νησί (όπως λένε...).Σ’ ένα πιο jazz, ελεύθερο πεδίο κινήθηκε ο περκασιονίστας Andrea Centazzo. Στο δικό του “Ictus” [PDU, 1974] είχα αφιερώσει «δισκορυχείον» (τεύχος 129, 12/2003). Jazz electronica και Canterbury rock συνομιλούν σ’ ένα έργο με ισχυρό πολιτικό στοιχείο. Ακόμη, ο Centazzo κρύβεται πίσω από το project Elektriktus και το μοναδικό τους άλμπουμ “Electronic Mind Waves” [PDU, 1976]. «Γερμανική» περίπτωση, τα «ηλεκτροκύματα του μυαλού» παραπέμπουν στα γνωστά synth-space έργα του krautrock. Δυσεύρετο σε βινύλιο, κυκλοφόρησε το 2007 σε CD. Ένα άλλος Ιταλός, που φλέρταρε εντόνως με το krautrock ήταν ο Roberto Cacciapaglia. Το “Sonanze” [PDU, 1975] είναι το δίκο του opus, με αναφορές στα πρώτα του Klaus Schulze (“Irrlicht”, “Cyborg”) και με παραγωγό τον Rolf-Ulrich Kaiser, έναν από τους kraut πρωτεργάτες. Φουτουριστικές αναφορές, tapes, κολάζ, παρουσία ορχήστρας, φωνές, όλα σε... ταξιδευτικούς συνδυασμούς. Ο Cacciapaglia, όπως και ο φίλος του Battiato εξάλλου, θα εξελιχθεί σ’ έναν all around pop συνθέτη, δίχως να εγκαταλείψει ποτέ την «πρωτοπορία». Μία ιδιάζουσα περίπτωση avant γκρουπ ήταν οπωσδήποτε εκείνη των Stormy Six. Με διαφοροποιήσεις στον ήχο τους μέσα στα χρόνια (pop και psych στα 60s, folk, avant folk, Rock in Opposition στα late 70s/early 80s) οι Stormy Six υπήρξαν ένα από τα πιο πολιτικοποιημένα σχήματα της χώρας, με σαφείς σχέσεις με το τότε Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα – ένα από τα πρώτα τους 45άρια εξάλλου ήταν έκδοση του PCI. Από τα οκτώ LP που έγραψαν μέχρι το 1982, το “Macchina Maccheronica” [L’ Orchestra, 1980] είναι εκείνο με τον πιο radical ήχο. Με στοιχεία από την σύγχρονη jazz, το folk, το μουσικό θέατρο του Weill και το avant-rock των Henry Cow οι Stormy Six δημιουργούν μίαν «άκομψη» πλατφόρμα, επί της οποίας απλώνονται οι στίχοι του Umberto Fiori – ο «τρίτος δρόμος» για την ανάπτυξη μιας μουσικής για την εργατική τάξη, απομακρυσμένη τόσο από την «συντηρητική» παράδοση της κλασικής, όσο και από το δημοφιλές λαϊκό φολκλόρ. Ηχογραφημένο στην Σουηδία και την Ιταλία από τους Tomasso Leddi βιολί, μαντολίνο, άλτο, κιθάρα, όργανο, Georgie Born βιολοντσέλο, Leonardo Schiavone κλαρινέτο, τενόρο, Umberto Fiori φωνή, Franco Fabbri κιθάρα, τρομπόνι, βιμπράφωνο, Salvatore Garau ντραμς και Pino Martini μπάσο, το έργο αυτό έγινε αρκετά δημοφιλές στην Ιταλία και ακόμη, στην (τότε) Ανατολική Γερμανία – χώρα στην οποία το γκρουπ όχι μόνον εμφανίστηκε live, αλλά και κυκλοφόρησε ένα LP-συλλογή, το “Alternative” [Amiga, 1980] κάτω από το όνομα... Macchina Maccheronica.Στη δεκαετία του ’80, καθώς και στα πρώτα χρόνια του ’90 νέα ηχητικά δεδομένα που σχετίζονταν με το βρετανικό new wave, το «βιομηχανικό θόρυβο» την synth-pop, αλλά και την ευρύτερη synth music, άρχισε να ενσωματώνονται στην καθημερινή μουσική, προσφέροντας νέα φουτουριστικά ρίγη. Οι Tasaday, όνομα δανεισμένο από μία φυλή ιθαγενών που εξακολουθεί(;) να ζει στα τροπικά δάση της νήσου Mindanao των Φιλιππίνων, ήταν οι πρώτοι που «άνοιξαν» το χορό το 1982. Με έδρα την Brianza (περιοχή στους πρόποδες των Άλπεων, στη βορειοδυτική Λομβαρδία), σχηματίζονται από την ένωση δύο προηγουμένων γκρουπ, των Die Form και των Orgasmo Negato, για να πάρουν το όνομα Tasaday το 1984. Μέσα στη δεκαετία έδωσαν πάμπολλα live, εξέδωσαν fanzines, τρία LP και άγνωστο αριθμό κασετών. Στα nineties «οπισθοχώρησαν» κάπως, αφού κυκλοφόρησαν μόνο ένα(;) CD, για να επανέλθουν με περισσότερη όρεξη στα 00s, δίνοντας συνεχώς παραστάσεις και ηχογραφώντας καινούριο υλικό (τουλάχιστον τέσσερα CD). Φυσικά, σε όλην αυτή την 25ετία υπάρχουν μεταβολές στην ηχητική τους βάση. Εκείνο, που δείχνει να μην μεταβάλλεται στους Tasaday είναι η διάθεσή τους για πειραματισμούς και ανατροπές. Από τα άλμπουμ τους θα άξιζε ν’ αναφέρω ως χαρακτηριστικό τους το “L’ Eterna Risata” [ADN, 1990], μία baroque, «σκοτεινή» έκδοση των Aktuala και των Third Ear Band, που... φοβίζει.Οι Andreolina αποτελούνταν από τους Pierluigi Andreoni κρουστά, samples και Silvio Linardi synths, samples. Δεν πρέπει να ηχογράφησαν εκτενώς. Το LP τους “An Island In the Moon” [ADN, 1990], στο οποίο συμμετέχει και ο Riccardo Sinigaglia, είναι... far away από τους Tuxedomoon της περιόδου. Στο όνομα του Sinigaglia αναφέρθηκα και λίγο πιο πάνω, αφού υπήρξε μέλος των Futuro Antico το 1980. Αρχιτέκτονας και μουσικός ο Sinigaglia ντεμπουτάρει με το “Watertube Ringspiel” [ADN, 1985], το οποίο κυκλοφόρησε μόνο σε κασέτα. Ήχος; Cosmic ηλεκτρονική alla 70s. Την επόμενη χρονιά δίνει το “Riflessi” [ADN], ένα πολύ προχωρημένο LP σύγχρονης (τότε και πάντα) electronica, στηριγμένο στα computers και τα samples. Περίπου εκείνη την εποχή ιδρύει και τους Correnti Magnetiche (με τη συμμετοχή και του Tomasso Leddi των Stormy Six), ένα... οπτικοακουστικό γκρουπ, που έγραψε κι αυτό ένα άλμπουμ το 1989, πάντα στην ADN (Auf Dem Nil) – το απόλυτο avant label των ιταλικών 80s με έδρα το Μιλάνο.Από την ADN φαίνεται πως ξεκίνησαν δύο ακόμη ιταλικά σχήματα της εποχής. Οι Doubling Riders (1985), στους οποίους ο Sinigaglia είχε ρόλο και οι La 1919 (1985). Οι πρώτοι ανακάλυψαν το... internet, τουλάχιστον μία δεκαετία πριν. Πώς δούλευαν; Μία βασική ομάδα (Pierluigi Andreoni, Francesco Paladino, Riccardo Sinigaglia) ηχογραφούσε κάποια κομμάτια, δίνοντάς τα μετά μέσω ταχυδρομείου ή... πηγαίνοντάς τα με τα πόδια, σε σε μία δεύτερη ομάδα μουσικών ή, τρίτον, σε μεμονωμένα άτομα, τα οποία διαμόρφωναν την ήδη υπάρχουσα σύνθεση (προσέθεταν ή αφαιρούσαν), ξαναστέλνοντάς την πίσω και ούτω καθ’ εξής, μέχρι να προκύψει κάτι ολοκληρωμένο. Προέκυψε; Έτσι φαίνεται, αν ακούσει κάποιος, έστω και μέσω downloading, κάτι από το 2LP “Doublings & Silences, Vol.II” [ADN, 1987]. Οι La 1919, πιο κοντά στη Rock In Opposition αισθητική, έκαναν ντεμπούτο με την κασέτα “L’ Enorme Tragedia” το 1985. Έχουν ηχογραφήσει εκτενώς, LPs και CDs, μεταφέροντας κάτι από το πνεύμα των Stormy Six στα πιο καινούρια χρόνια. Στο “Giorni Felici” [Materiali Sonori, 1997] συμμετέχει πάντα ο Luciano Margorani (κιθάρες, samples) και ακόμη οι Henry Kaiser, John Oswald και Franco Fabbri, πρώην στέλεχος των Stormy Six.Κι αν υπάρχει κάτι σημερινό, που να με ένωσε, προσωπικώς, με το ιταλικό «χθες», αυτό δεν ήταν άλλο από το άλμπουμ "Eclipse" [Wallace/ Amirani] των Ear & Now, που κυκλοφόρησε πέρυσι. Αν το εξώφυλλο (κάποιες φορές) μπορεί να είναι δηλωτικό του παραμέσα – της ιδιαιτερότητας, δηλαδή, του παραμέσα –, τότε η «Έκλειψη» είναι ένα τέτοιο cover. Σκοτεινό γκριζο-πράσινο, γκοφρέ, gatefold χαρτόνι, με τη γεωμετρική απεικόνιση του μηχανισμού της σεληνιακής έκλειψης επάνω του. Ψάχνοντας λίγο τα ένθετα – πριν το άκουσμα του CD – αρχίζεις να προσανατολίζεσαι. Κατ’ αρχάς από τη line-up… Alberto Morelli αρμόνιο, fender rhodes, ακουστική κιθάρα, σφυρίχτρα, Paolo Cantu ηλεκτρική κιθάρα, κλαρινέτο, Xabier Iriondo ηλεκτρική κιθάρα, ηλεκτρονικά, Rosa Corn απαγγελίες, Gianni Mimmo σοπράνο, Federico Cumar τρομπόνι, Cristian Calcagnile ντραμς, Federico Sanesi τάμπλα, Roberto Mazza όμποε. Ακολουθεί η ακρόαση. Όχι κάτι συνηθισμένο. Αναφερόμαι, κατά βάση, σ’ ένα συνδυασμό improv-jazz και ηλεκτρονικών, τα οποία (ηλεκτρονικά) χρησιμοποιούνται όχι με την έννοια των… απροειδοποίητων live electronics, αλλά ως συγκεκριμένα «χαλιά», συνήθως kraut προέλευσης. Φερ’ ειπείν στο μεγαλύτερο σε διάρκεια track του άλμπουμ, το σχεδόν 10λεπτο “Pairidaeza”, έχουμε μία «πνευστή» free form εισαγωγή, πίσω από την οποίαν έρπονται ηλεκτρονικές ατμόσφαιρες. Προϊόντος του χρόνου τα ηλεκτρονικά καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο χώρο, πριν το πράγμα εξελιχθεί, μετά τα 5 ½ λεπτά, προς μία τυπική early Tangerine Dream κατασκευή. Καταπληκτικό κομμάτι. Όπως και το φερώνυμο “Eclipse” με τα electro «βιομηχανικά» στοιχεία, τις τάμπλες του Sanesi και τη farfisa του Cantu (κάπως σαν τζαζοποιημένους Ainigma). Σπουδαίο, βινυλιακής διάρκειας άλμπουμ (42:49), που κάνει τη διαφορά.
Ας σταματήσω, όμως, εδώ την πρώτη αυτή προσέγγιση, γιατί τέλος δεν υπάρχει...
Πηγές:
1. An Anthology of Noise & Electronic Music/ first a-chronology 1921-2001 (Sub Rosa)
2. Audion, explorations in sound and music..., issue #48, Summer 2003 (The strangest types of spaghetti)
3. Berio-Maderna, Acousmatrix-History of electronic music VII (Bvhaast)
4. magnifiCathy, The Many Voices of Cathy Berberian (Wergo)
5. www.die-schachtel.com
6. Jazz & Tzaz, τεύχος 72 ,3/1999, άρθρο για τους Musica Elettronica Viva
7. Thorsten Wagner, Franco Evangelisti und die Improvisationsgruppe Nuova Consonanza, εκδ. PFAU, Saarbrucken, 2004
8. Jazz & Tzaz, τεύχος 61, 4/1998, άρθρο για τους Area
9. Paolo Barotto, Il Ritorno del Pop Italiano, εκδ.Vinyl Magic, Milano 1990
10. Jazz & Tzaz, τεύχος 65/66, 8/1998, άρθρο για τους Stormy Six
11. www.italianprog.com
Εκπληκτικό αφιέρωμα. Περίμενα να διαβάσω για banco, goblin, pfm, le orme και balletto di bronzo, αλλά το πήγες ένα βήμα πιο πέρα. Συγχαρητήρια και περιμένουμε τη συνέχεια!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧρήστος
Πρώτα απ' όλα μπράβο, για τα όσα σημαντικά γράφεις. Γνωρίζω εκτενώς τις δισκογραφίες όλων των συγκροτημάτων που παρουσιάζονται και μπορώ να πω ότι εστιάστικες στις ηχογραφήσεις "κλειδί" για το είδος που παρουσιάζεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα προσθέσω μερικές αναφορές μάλλον και αυτές σπουδαίες για όσα αναφέρεις.
1. AGORA "Live in Montreux" 1975
2. ART FLEURY "I luoghi del potere" 1980
3. CILIO, Luciano "Dialoghi del presente" 1977
4. CAMISASCA, Juri "La finestra dentro" 1974
5. CONFUSIONAL QUARTET "Confusional quartet" 1980
6. DEDALUS "Materiale per tre esecutori e nastro magnetico" 1974
7. ESPOSITO, Toni "Rosso napoletano" 1974
8. FALSINI, Fanco "Cold nose" 1975
9. I.P. SON GROUP "I.P. Son Group" 1975
10. LINO CAPRA VACCINA "Antico adagio" 1978
11. MAINA, Pepe "Il canto dell arpa e del flauto" 1977
12. NASCITA DELLA SFERA "Per una scultura di Ceschia" 1978
13. PICCHIO DAL POZZO "Abbiamo tutti I suoi problemi" 1980
Είναι πράγματι ατελείωτα δημιουργικό το ιταλικό rock. Ας ανοίξει λοιπόν η συζήτηση...
Κάθε φορά που παρακολουθούμε τις κατακόρυφες πτώσεις σας σε πηγάδια χωρίς πάτο, κινδυνεύουμε ν' αποκτήσουμε την όραση του Σπανοβαγγελοδημήτρη Νικόλα του Νικόλα, αλλά αξίζει τον κόπο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό βράδυ μ' αυτό: http://www.youtube.com/watch?v=BU3zK0oQ33w
Επίσης να συμπληρώσω ότι ένα σύγχρονο ιταλικό σύνολο που συνεχίζει τη παράδοση του ιταλικού avant prog, RIO, jazz είναι οι εκπληκτικοί S.A.D.O. (SOCIETA ANONIMA DECOSTRUZIONISMI ORGANICI). Τα "Holzwege" και "Un imprescindibile momento di cultura italiana" συνιστώνται ανεπιφύλακτα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠερισσότερες πληροφορίες εδώ:
http://www.myspace.com/societaanonimadecostruzionismiorganici
Εκπληκτικό το post.Είμαι και ιταλόφιλος άλλωστε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧάρηκα ιδιαίτερα για την ειδική (και άκρως θετική) αναφορά στον Battiato, που παρότι αναφερόνταν ειρωνικά στον ν.1 αγαπημένο μου Ιταλό (De Andre), παραμένει πάντοτε ψηλά στις προτιμήσεις μου. Ενώ για τον Stratos διαβάζω παντού (όπου τέλος πάντων γίνεται σχετικός λόγος) όλοι τείνουν να ξεχνάνε τον Battiato, ίσως λόγω της μετέπειτα εξέλιξης του (όχι απαραίτητα κακής και για εμένα).
Να πω επίσης ότι η σειρά από τις συλλογές της sub rosa στην οποία αναφέρεσαι στις πηγές επανακυκλοφορεί πλέον και είναι όντως άκρως ενδιαφέρουσα και κατατοπιστική.
Το ιταλικό avant ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν απέκτησε την αίγλη του γερμανικού. Δεν θεωρώ ότι υστερεί σε ποιότητα ή πρωτοπρία.
Και κάτι τελευταίο: όλη αυτή η μουσική που περιγράφεις στο post θεωρώ ότι άφησε έντονη τη σφραγίδα της και το ιταλικό punk/ punk rock/ new wave όπως αναπτύχθηκε από την δεκαετία του 80 και μετά και το οποίο σε ορισμένες στιγμές του είναι ιδιαίτερα προχωρημένο. Δεν αναφέρομαι σε ονόματα όπως αυτά που εμπεριέχονται στο post, αλλά σε περισσότερο "συμβατικά" (CSI, πρώιμοι Litfiba κλπ)
Αξιόλογη noise και ακραία ηλεκτρονική σκηνή υπάρχει και τα τελευταία χρόνια στην γείτονα χώρα ασφαλώς (Massimo κλπ).
Θα συμφωνήσω αγαπητέ Άρη για το προχωρημένο του ιταλικού punk rock/ new wave. Οι ART FLEURY και οι CONFUSIONAL QUARTET που αναφέρω στο σχόλιό μου, είναι ζωντανή απόδειξη του παραπάνω επιχειρήματος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι πρώτοι, σαφέστατα επιρεασμένοι από τις αυτοσχεδιαστικές διαδρομές των AREA, HENRY COW και FAUST, μεταφέρουν το συγκεκριμένο κλίμα σε ένα DIY αγχωτικής και κατακερματισμένης αισθητικής avant wave περιβάλλον.
Οι CONFUSIONAL QUARTET είναι άλλη ιστορία. Όσο πιό κοντά έφτασε η ιταλική σκηνή στο no wave. Σύντομες διαρκώς εναλλασόμενες μινιατούρες, με περίπλοκο rythm section, ακροβατώντας με εκπληκτική ισορροπία ανάμεσα στο εύληπτο και στο προχωρημένο. MARS, DEVO, John ZORN και πρώϊμοι SONIC YOUTH, θα ανέφερα ως τις ηχητικές τους αναφορές.
Είναι απίστευτο το τι έχει ηχογραφηθεί στην Ιταλία. Ασχολούμαι, ας το πω με κάποια ένταση, εδώ και μια 20ετία με τη σκηνή και συνεχώς ανακαλύπτω καινούρια πράγματα. Τα τελευταία χρόνια έχω ρίξει βάρος στο ιταλικό folk, από τα seventies μέχρι σήμερα. Χάνεται η μπάλα. Δεν μιλάμε για τα εκατοντάδες ονόματα, αλλά για τα καταπληκτικά άλμπουμ. Θα σας πω ένα παλιό κι ένα καινούριο που τ’ άκουσα προσφάτως και μου άρεσαν ιδιαιτέρως. Οι παλιοί είναι οι Yu Kung και το άλμπουμ τους “In Piazza” [I Dischi dello Zodiaco, 1977]. Απολύτως «αριστερό» γκρουπ, όπως η μεγάλη μάζα του italian folk των 70s. Το καινούριο είναι το “Ninnamorella” [AnimaMundi, 2008] της Anna Cinzia Villani. Κάποια στιγμή θα γράψω. Υπάρχει εξάλλου και ελληνικό ενδιαφέρον εξ αιτίας των «κατω-ιταλικών». Υπάρχουν ουκ ολίγα italian folk groups, που τραγουδούν στην ελληνική!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦυσικά, δε μιλάω για το progressive παλαιό και σύγχρονο (ο spacefreak ξέρει). Το υλικό είναι άπειρο.
Κι αυτό που λέει ο Άρης είναι και η ουσία της υπόθεσης. Επειδή οι Ιταλοί έχουν μουσική κουλτούρα σοβαρή, διαμορφωμένη μέσα από τη γνώση και όχι από τη ψευτομαγκιά και το παραμύθιασμα (τα βιβλία που κυκλοφορούν στην Ιταλία για τη μουσική, το rock, τη jazz, το folk είναι άπειρα), τα συγκροτήματά τους, όπως και το κοινό τους, δεν είναι από εκείνα που μαλλιοτραβιούνται (όπως καλή ώρα…)· τουλάχιστον δεν μαλλιοτραβιούνται για ηλίθιους λόγους. Οι μουσικές διαχέονταν παντού από παλιά και τίποτα δεν εμπόδιζε ένα punk συγκρότημα, όπως τους Skiantos φερ’ ειπείν, να συμμετείχε σε άλμπουμ όπως το επιτάφιο “1979 Il Concerto - Omaggio A Demetrio Stratos”.
Να’χουμε να λέμε…
Φώντα, να προτείνω δύο ιταλικά folk, σχετικά πιο άγνωστα;
ΑπάντησηΔιαγραφήZEIT "Un giorno in una piazza del mediterraneo"
FOLK STUDIO A "Folk studio A" (πιο κοντα στο αγγλικό 70ies αυτοί).
Και βάλε please στο νου σου, ένα post για τους γίγαντες NUOVA COMPAGNIA DI CANTO POPOLARE αν είναι δυνατόν...
--
spacefreak
Πολύ καλό το Zeit (το έχει και το Mutant Sounds). Το Folk Studio A το έχω χρόνια σε CD-R (εξαιρετικό). Νομίζω πως επανεκδόθηκε σε LP προσφάτως; Σαν να το πήρε το μάτι μου στο… κάτω Κολωνάκι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια τους NCCP τι να πούμε; Τους έχω δει και live. Χοντρό trance. Πριν δυο χρόνια είχα βρει σε βόλτα στα Εξάρχεια στα «καλάθια» ενός δισκάδικου (στο πεζοδρόμιο) το τρίτο καταπληκτικό άλμπουμ τους από το 1973, σε ελληνική κόπια(!), με gatefold cover. Τα στοιχεία: EMI 14C 064 - 17900.
Spacefreak, θέλω κάποια στιγμή ν’ «ανοίξω» μία ανάρτηση σε σχέση με το τι έχει κυκλοφορήσει στην Ελλάδα από ιταλικό prog (και τα συναφή), στα seventies κυρίως. Θα πρέπει να βοηθήσουν κι άλλοι όμως…
Κι επειδή τώρα φτιάχτηκα. Η επόμενη ανάρτηση θα αφορά μια τέτοια (να την πω απίστευτη ελληνική κυκλοφορία;) από τα early seventies.
Φοβερό το άρθρο, ανεξάντλητοι οι ιταλοί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια τον Roberto Cacciapaglia: έχουν ενδιαφέρον και οι pop εγγραφές του για μένα - είναι κάπως, χμ, αλλοπρόσαλες.
Είχα βάλει ένα ωραίο κομμάτακι εδώ: http://bit.ly/4CfnKl
Για να δούμε και την "απίστευτη" ελληνική κυκλοφορία!
Εκτός από Roberto Cacciapaglia είδα, στο “The Aquarius Tapes - II”, και το “Il prisma magico” του Arturo Stalteri. Είναι από το “Andre Sulla Luna” [It, 1979], το άλμπουμ που αναφέρω στο κείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφήH ελληνική κυκλοφορία αφορά 45άρι από τις αρχές των 70s. Θα τα πούμε.
Lapsus digiti... άψογοι οι Campo Di Marte. Ένα άλμπουμ και καλό. Βγήκε ξανά πριν από λίγα χρόνια στην AMS/Vinyl Magic, σε κόκκινο βινύλιο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίο το ποστ για τους Ιταλούς.Υπάρχουν αναλογίες με το Krautrock, αλλά και την Αγγλία (Cardew ,AMM, αυτοσχεδιαζόμενη και prog).Κοινωνικοί και πολιτικοί λόγοι με αφετηρία τον εμφύλιο και τις συνέπειές του απέτρεψαν ίσως κάτι αντίστοιχο και εδώ, τηρουμένων των αναλογιών, αν και υπήρχε αντίστοιχη κίνηση και σε ένα βαθμό γνωστή και αποδεκτή,γύρω από την στοχαστική, ηλεκτρονική,concrete μουσική τη δεκαετία του 60.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://is.gd/g7RIA
Capsicum Red εννοείς?
ΑπάντησηΔιαγραφήΌχι. Γνωρίζω την ύπαρξη του single των Capsicum Red στην DPA(;), αλλά δεν το έχω. Ένα άλλο από την ίδιαν εποχή... Και πάντως όχι τους Delirium…
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχω από ΜΕV (Music Elettronica Viva) ένα live σε βινύλιο (spacecraft λέγεται η σύνθεση) ενώ στη δεύτερη πλευρά έχει τους ΑΜΜ επίσης live.
ΑπάντησηΔιαγραφήXαμός από avant-jazz-electronica στην Ιταλία.
(Απ' την ίδια σειρά υπήρχαν LP με Νονο, maderna, berio αλλά κ Takahashi,reynolds,xenakis, brown κλπ.)
κώστας παπ.
Sorry gia ta greeklish alla parameno sto exoteriko.Sxetika prosfata agorasa (epanekdosh ths Cinedelic) to Psychedelic and Underground music twn Psycheground Group.Xaritomeno gia Italiko, apogohteutiko gia ton titlo pou ferei...
ΑπάντησηΔιαγραφήN.M
Il Prisma Magico για πολλά repeat. Παίζουν και 2 versions, σε διαφορετικά album - θα το κοιτάξω όταν πάω σπίτι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε ένα πρόχειρο google η δεύτερη version παίζει να είναι στα 5 bonus της επανέκδοσης του Andre Sulla Luna, αν και θυμάμαι οτι απο κάπου αλλού το έχω....
ΑπάντησηΔιαγραφήνα βρίσκαμε κανένα link για αυτό, είμαι πολύ περίεργος:
http://bit.ly/9gCFzi
Ξεκινάω από τα δύο άλμπουμ του Arturo Stalteri με τους Pierrot Lunaire (1974 και 1977), τα οποία είναι πολύ καλά. Ιδίως το “Gudrun” (το εκτιμώ πολύ).
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Stalteri ήταν και είναι mega-fan του Brian Eno. To 1999 είχε κυκλοφορήσει ένα πακέτο (CD-book) από την Materiali Sonori/ Auditorium Edizioni αφιερωμένο στον Εγγλέζο, στο οποίο υπήρχε και μια συνέντευξή του στον Stalteri.
Ρωτάει ο Stalteri:
“You often travel to Italy. What do you think of Italian folk music?”
Απαντάει ο Eno:
“I like it very much. I like any music that has an influence from Arabic music. I can hear the Arabic in Southern Italian music very strongly, I also hear it in Irish music. Yes, I think that’s a very Arabic-influenced music as well; this is because the Phoenicians from North Africa traded with Western Ireland, and left behind a way of making music which still survives. I guess that I have a taste for complex singing, so I like gospel music for the same reason.
Instead I find a lot of what you would call white popular music boring because the singing is so simple, it just doesn’t do anything, it just seems that colours are very simple in that music. But in the Southern Italian music I find something exciting, a lot of colour”.
Τώρα, δεν ξέρω πόσο οι Φοίνικες έχουν επηρεάσει το irish folk. Ο Eno, πάντως, φαίνεται να ξεχνάει, ή να αγνοεί, τη συμβολή της αρχαιο-ελληνικής μουσικής παράδοσης στην αισθητική ολοκλήρωση του νοτιο-ιταλικού φολκ.
Ναι, ωραίο αυτό το Sonora Portraits, το'χα τσιμπήσει και φθηνά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο απόσπασμα είναι απο το βιβλιαράκι φαντάζομαι, όχι απο το audio?
νότια ιταλία, πανέμορφες μουσικές - έχω κλέψει πολύ πράμα απο αυτούς εδώ: http://bit.ly/cAAG8m
Και ναι, ο Eno φαίνεται να αγνοεί το γεγονός...Βρίσκει πολύ χρώμα πάντως στον ήχο, κάτι είναι κι αυτό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ, Ghetonia. Ό,τι αποκαλούμε «ένα κλασικό τραγούδι».
ΑπάντησηΔιαγραφή(Ναι, από το booklet ήταν το απόσπασμα - ωραία έκδοση)
O Eno einai praktoras tou George Soros
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.redicecreations.com/article.php?id=1996
Έτσι όπως το διάβασα, στην αρχή, έβαλα τα γέλια. Μετά μου κόπηκαν…
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα το ψάξω λίγο…
Ωραίο post Φώντα.Το Maledetti παντως το βρισκω μετριότατο σε σχέση με το Are(A)zione που υπάρχει και το καλύτερο κομμέτι των Area "Cometa rossa".Αλλα αυτα ειναι γούστα ετσι και αλλιως.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟσο για groups προσθέτω μονο τους il Baricentro επειδή ξεφεύγουν λίγο απο τη prog διάθεση στο Sconcerto του 1976.
ps.Ειμαι παρα πολυ περίεργος για αυτο το "Rosso napoletano" του Toni Esposito που αναφέρει ο spacefreak στη λίστα του.Δεν το ξερω και θα ηταν εκπληξη για μένα αν ειναι οντως avant ο δίσκος.
Το “Maledetti” και το “Event’ 76” είναι τα δύο πιο avant έργα των Area. Όπως αντιλαμβάνεσαι, Νίκο, δεν υποτιμώ κανέναν από τους δίσκους τους – έχω όμως μια προτίμηση στο “Maledetti” και στο “Gli dei se ne vanno…”. Το “Cometa rossa” υπάρχει βεβαίως στο live “Are(A)zione” (1975), αλλά είναι κομμάτι του στούντιο άλμπουμ “Caution Radiation Area” (1974).
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ξέρω το “Sconcerto” των Baricentro (το είχα πάρει από το παλιό Playback στη Διδότου). Απ’ όσο θυμάμαι, γιατί έχω χρόνια να τ’ ακούσω, πάει πιο πολύ προς το jazz-rock.
Κι εγώ τον Esposito τον έχω περισσότερο για «τζαζ-ροκά». Δεν το έχω ακούσει το “Rosso napoletano”.
Παντα τελειομανής Φώντα και καλα κάνεις.Μιλάω για το "Cometa rossa” βεβαια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕνα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι,μας eφαγe στη πορεία και ο Lindstrøm με τον Prins Thomas,γεια σας.
Οι Musica Elettronica Viva είχαν συμμετοχή στη καταπληκτική μουσική επένδυση της -επίσης καταπληκτικής- ταινίας Zabriskie Point του Αντονιόνι (1970). Αλλά τελικά το απόσπασμά τους που υπήρχε στην ταινία (ένα φοβερό industrial σφυροκόπημα που θα ζήλευαν οι Sonic Youth) δεν περιελήφθη στο soundtrack που κυκλοφόρησε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌπως αναφέρω και στη συγκεκριμένη ανάρτηση είχα γράψει για τους MEV ξεχωριστό, αναλυτικό άρθρο στο τεύχος 72 του «Jazz & Τζαζ» (3/1999). Να και ο πρόλογός του:
Διαγραφή«Πρωτάκουσα ήχους των Musica Elettronica Viva παρακολουθώντας κάποτε και με πολύ προσοχή την ταινία του Michelangelo Antonioni “Zabriskie Point”, γυρισμένη σ’ εκείνο το άσπρο τοπίο της Death Valley, ανάμεσα στα χρόνια 1969 και 1970. Όσο και αν οι συνθέσεις των Pink Floyd, των Αμερικανών Kaleidoscope, των Grateful Dead, των Youngbloods και του John Fahey μού έλεγαν αρκετά, οι ήχοι των Musica Elettronica Viva ήταν εκείνοι που μ’ έστελναν μακρύτερα, κάνοντάς με να αναζητήσω τη μουσική του φιλμ, που έως τότε απουσίαζε από τη δισκοθήκη μου. Η απογοήτευση ήλθε φυσικά αργότερα, όταν διαπίστωσα πως στο εν λόγω soundtrack δεν αναφερόταν πουθενά το όνομά τους».
(Πρέπει, τελικά, να βρω χρόνο για να το αντιγράψω και να το ανεβάσω στο «δισκορυχείον»).